Απόφαση Πανελλαδικού Διημέρου Αριστερής Ενότητας / 4 – 5 Μάρτη 2023

Απόφαση Πανελλαδικού Διημέρου Αριστερής Ενότητας / 4 – 5 Μάρτη 2023

Διεθνής Συγκυρία:

Πόλεμος στην Ουκρανία:

Η εισβολή της Ρωσίας, σχεδόν ένα χρόνο πριν, στην Ουκρανία, συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό. Η συνεχής προσπάθεια της Ρωσίας να προσαρτήσει τα ανατολικά εδάφη της Ουκρανίας σε συνδυασμό με την ολοένα και μεγαλύτερη βοήθεια από ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, που στέλνουν συνεχώς πολεμικό υλικό, καθώς και τις εκατέρωθεν απειλές για χρήση πυρηνικών κάνουν σχεδόν αδύνατη την ειρήνη μεταξύ των λαών. Η ιμπεριαλιστική επέμβαση της Ρωσίας, ουσιαστικά, πυροδότησε το πολεμικό κλίμα που πρoετοιμαζόταν τα τελευταία χρόνια στην περιοχή, με κυρίαρχες ευθύνες των ΝΑΤΟ – ΗΠΑ- ΕΕ. Εδώ και χρόνια, οι τελευταίοι μεθοδεύουν και προωθούν την οικονομική, πολιτική αλλά και τη στρατιωτική περικύκλωση της Ρωσίας, επεμβαίνοντας, μεταφέροντας ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις και εγκαθιστώντας βάσεις στα ανατολικά με την Ρωσία σύνορα. Μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και της ΕΣΣΔ, το ΝΑΤΟ, όχι μόνο δεν διαλύθηκε, όπως είχε συμφωνηθεί, αλλα ολοένα και επεκτείνεται προς τα ανατολικά, με σκοπό το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής στα κράτη που βρίσκονται εκεί δυναμιτίζοντας το συνεχώς εύφλεκτο κλίμα. Από την άλλη, η καπιταλιστική Ρωσία προωθεί τα δικά της σχέδια καπιταλιστικής ενοποίησης χωρών της πρώην ΕΣΣΔ, προχωρώντας, μάλιστα, τα τελευταία χρόνια και στην προσάρτηση  της Κριμαίας. Μάλιστα, η Ρωσία, προκειμένου να δικαιολογήσει την εισβολή της στην Ουκρανία και τη συνέχιση του πολέμου, εκμεταλλεύεται τα αντιφασιστικά φρονήματα των λαών που επλήγησαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ), αναφερόμενη εργαλειακά στις φασιστικές οργανώσεις που -όντως- δρουν μέσα στην Ουκρανία (βλ. τάγμα Αζόφ), την ίδια ώρα που, στην πραγματικότητα, διατηρεί λυκοσυμμαχίες και φιλικές σχέσεις με φασιστικές δυνάμεις. Αμέτοχη δεν μένει ούτε η ΕΕ, καθώς συνεχώς εμπλεκόταν ενεργά στους ανταγωνισμούς στην ευρύτερη περιοχή. Βέβαια, πλέον, με την ολοένα και μεγαλύτερη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία θέτει σε κίνδυνο τόσο τον ουκρανικό και ρωσικό λαό, όσο και τους υπόλοιπους λαούς της περιοχής. Ταυτόχρονα η εξοπλιστική κούρσα που συντελείται στην ΕΕ επιταχύνει την προσπάθεια της να δημιουργήσει ενα ευρωστρατό, συμπληρωματικό ή και ανεξάρτητο από το ΝΑΤΟ, έτσι ώστε να πραγματοποιεί στρατιωτικές επιχειρήσεις, εξυπηρετώντας τα δικά της οικονομικά συμφέροντα. Ξεχωριστή αναφορά χρειάζεται να γίνει και για την ελληνική εμπλοκή στον πόλεμο, καθώς, από την έναρξη του, η χώρα μας συμμετέχει ενεργά σε αυτόν, στέλνοντας πολεμικό υλικό και επιτρέποντας την χρήση των ΝΑΤΟϊκών βάσεων που βρίσκονται εδώ, για την αποστολή πολεμικών αεροσκαφών στην Ουκρανία. Η εμπλοκή αυτή βάζει τη χώρα μας σε ένα πολύ επικίνδυνο μονοπάτι που μόνο οδυνηρές συνέπειες μπορεί να επιφέρει για τον ελληνικό λαό.

Στο επίκεντρο των συγκρούσεων, βέβαια, δεν βρίσκεται μόνο το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής, αλλά, κυρίως, το ζήτημα της ενέργειας. Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην Ρωσία καθώς και η ταυτόχρονη επιβολή πλαφόν στην εισαγωγή ρωσικού πετρελαίου, με την ταυτόχρονη  μείωση της προσφοράς του από εκείνη, δημιούργησαν μία ενεργειακή κρίση άνευ προηγουμένου, την οποία πληρώνουν καθημερινά οι λαοί. Ακόμη, η ΕΕ, επιδιώκοντας την άμεση απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, συμφώνησε με τις ΗΠΑ την προμήθεια τεράστιων ποσοτήτων LNG έναντι 7 δις. Πρόκειται για μία κίνηση που όχι μόνο επιβαρύνει τις τσέπες των καταναλωτών, αλλά ανοίγει και τον ασκό του αιόλου για περαιτέρω ανταγωνισμούς. Από την ενεργειακή κρίση ωφελείται, φυσικά, και το ελληνικό κεφάλαιο, καθώς τα πλοία του είναι εκείνα που μεταφερουν καθημερινά τόνους ρωσικού πετρελαίου.Την ίδια στιγμή, οι πάροχοι ενέργειας αλλά και το κεφάλαιο συνολικά στην Ελλάδα χρησιμοποιούν τον πόλεμο ως δικαιολογία για τις συνεχείς ανατιμήσεις στο ρεύμα και τα προϊόντα, αισχροκερδώντας εις βάρος του λαού. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από καμία μεγάλη δύναμη και κανένα ΝΑΤΟ για να τους προστατέψει και να τους βοηθήσει να ζήσουν.

Η κατάσταση των διεθνών κινημάτων:

Σε αντίθεση με την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, όπου τα κοινωνικά αντανακλαστικά είναι ακόμη περιορισμένα, στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς αυτά έχουν μετουσιωθεί σε κοινωνικά κινήματα αντίστασης, με συγκεκριμένα αιτήματα, που μπορούν να μετατραπούν σε κινήματα με ευρύτερες διεκδικήσεις, συσπειρώνοντας ακόμη μεγαλύτερο κοινωνικό δυναμικό. Συγκεκριμένα, στην Γαλλία, ο πρόεδρος Μακρόν, πιστός ακόλουθος των συμφερόντων του κεφαλαίου, ανακοίνωσε την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη. Η απάντηση του λαού και του κόσμου της εργασίας είναι πιο μαζική από ποτέ, με τα εργατικά συνδικάτα να συμφωνούν μετά από πολλά χρόνια σε μια κοινή κατεύθυνση. Με συνεχόμενες απεργίες και στάσεις εργασίας αλλά και με την συμμετοχή περισσότερων από δύο εκατομμυρίων ατόμων στις πορείες που πραγματοποιούνται, ο λαός έδειξε πως δεν πρόκειται να υποχωρήσει απέναντι στην διάλυση των κεκτημένων τους. Η κατάσταση αυτή έρχεται να συμπληρώσει τον αγώνα των φοιτητών, που είχε προηγηθεί, με συνεχείς καταλήψεις και συγκρούσεις και κεντρικό σύνθημα “Ni Macron Ni Le Pen”, που φανέρωνε την ανάγκη για την ανατροπή των εξουσιαστικών συστημάτων και όχι απλά την μεταρρύθμιση τους μέσω διπόλων. Την ίδια στιγμή, στην Ισπανία, τα συνδικάτα και ο κόσμος της εργασίας βρίσκεται συνεχώς στον δρόμο, ενάντια στην διάλυση του συστήματος υγείας μέσω των συνεχών μειώσεων του προϋπολογισμού και την κατεύθυνση ιδιωτικοποίησης της υγείας, – κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει και στην Ελλάδα με το νόμο Πλεύρη – διεκδικώντας την ισχυροποίηση του δημοσίου συστήματος. Στην Ισπανία, τα κοινωνικά κινήματα ήταν ενεργά και το προηγούμενο  διάστημα, με την κοινωνική αντίδραση να είναι μεγάλη σε φεμινιστικές πορείες ενάντια στις έμφυλες εξουσιαστικές σχέσεις και τις γυναικοκτονίες αλλά και στις κινητοποιήσεις των εργατριών στον τουρισμό που δεχόντουσαν καταπιέσεις τόσο λόγω της έμφυλης όσο και της ταξικής τους ταυτότητας. Ένα ακόμη κίνημα είναι το διεθνές κίνημα κατά της κλιματικής κρίσης και της περιβαλλοντικής καταστροφής, ένα κίνημα που έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις τόσο στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ όσο και σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας, όπου με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά διεκδικεί την  αλλαγή του συστήματος που γεννά την περιβαλλοντική καταστροφή, κόντρα στο κυρίαρχο αφήγημα που θέλει την «πράσινη πολιτική» αυστηρώς οριοθετημένη στα καπιταλιστικά πλαίσια. Ένα σημαντικό τέτοιο παράδειγμα είναι η «κατάληψη» του Γερμανικού χωρίου Lutzerath από ακτιβιστά, ενάντια στις εξορύξεις, ως ένα ύστατο μέσο πάλης ενάντια στην περιβαλλοντική εκμετάλλευση που δημιουργεί προβλήματα και στην διαβίωση των ανθρώπινων και μη ζώων.

Συμπερασματικά, παρατηρούμε ότι οι κοινωνικοί αγώνες παίρνουν μια πιο μαζική και ριζοσπαστική στροφή, με επίκεντρο τις ανάγκες του σύγχρονου ρηξιακού υποκειμένου, που έχουν φυσικά προοπτικές επέκτασης. Σε περιόδους κρίσεις του συστήματος, δημιουργούνται εκείνες οι ευκαιρίες που μπορούν να αξιοποιηθούν τόσο από την ακροδεξιά όσο και για το συμφέρον των από κάτω. Βλέποντας, λοιπόν, μια πιθανή αλλαγή δυναμικών αλλά και τα κοινωνικά κινήματα να ανθίζουν διεθνώς, χρειάζεται η αριστερά και τα κινήματα αφενός να εξασφαλίσουν ότι η ακροδεξιά δε αποκτήσει έδαφος, να κεφαλαιοποιήσουν αφετέρου αυτή την αντίδραση ή και κρίση, ανάγοντας τη σε μία γενική αμφισβήτηση, που θα καταλήξει σε έναν αγώνα συνολικό, ανατρεπτικό και ρηξιακό, κόντρα στα κυρίαρχα συστήματα.

Εγχώρια συγκυρία:

Ακρίβεια – Ανατιμήσεις – Ιδιωτικοποιήσεις:

Σε εγχώριο επίπεδο, το ζήτημα που εδώ και ενάμιση χρόνο πλήττει τα νοικοκυριά και δεν επιτρέπει την ικανοποίηση ακόμη και πολύ βασικών αναγκών, όπως η στέγη, είναι η ακρίβεια. Από τα βασικά αγαθά μέχρι τα ενοίκια και τους λογαριασμούς, η αύξηση είναι τεράστια σε σύγκριση με τα επίπεδα των μισθών και των συντάξεων. Η κυβέρνηση εξακολουθεί, βέβαια, να αποδίδει το φαινόμενο σε εξωτερικές δυνάμεις και  εξωτερικούς παράγοντες, αναφερόμενη σε ένα παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο οφείλεται και στον πόλεμο. Πράγματι, βλέπουμε ότι το καπιταλιστικό σύστημα διέρχεται σταδιακά σε μια κρίση (βλ. οικονομία μετά – covid, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός) με αντιδράσεις να ξεσπούν σε πολλά μέρη του κόσμου. Αυτό, ωστόσο, δεν απολήγει στην αδυναμία που διατείνεται ότι έχει η κυβέρνηση να ελέγξει το φαινόμενο. Η επικοινωνιακή διαχείριση της Νέας Δημοκρατίας για την ακρίβεια, με μέτρα όπως το καλάθι του νοικοκυριού ή με μία επιδοματική πολιτική (βλ. fuel pass), τα οποία αποτυγχάνουν και υποτιμούν τις ανάγκες και τα προβλήματα του λαού, προσπαθεί να κρύψει την πραγματική της πρόθεση, δηλαδή τη στήριξη μόνο των μεγαλοεπιχειρηματιών καπιταλιστών με την παράλληλη αδιαφορία της για τα κοινωνικά στρώματα, που υποφέρουν.

Μία ακόμη βασική αιτία που οδηγεί στην ανεξέλεγκτη αύξηση του κόστους ζωής αλλά και, όπως αποδείχθηκε με τον χειρότερο τρόπο, ορισμένες φορές σε θανάτους είναι οι ιδιωτικοποιήσεις πολλών δημόσιων φορέων και υποδομών. Η αντίληψη των βασικών δημόσιων αγαθών και δικαιωμάτων, από το ρεύμα μέχρι το δικαίωμα στη μετακίνηση, ως πεδία κερδοφορίας ιδιωτικών συμφερόντων οδηγεί είτε σε απρόσιτες τιμές είτε σε καθαρή υποτίμηση τους με καταστροφικές συνέπειες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η ΔΕΗ και η ΤΡΑΙΝΟΣΕ (Hellenic Train), η κάθε μια για τον δικό της λόγο. Από την μία, μέσα στο πλαίσιο του χρηματιστηρίου ενέργειας, η ΔΕΗ λειτουργεί πλέον με καθαρά όρους κερδοφορίας συντελώντας κι αυτή στην τεράστια αύξηση των τιμών, χωρίς να υπάρχει πλέον μια δημόσια υπηρεσία ηλεκτροδότησης που θα μεριμνά -έστω υποτυπωδώς σε μία αστική δημοκρατία- για την αμέριστη πρόσβαση στο ρεύμα για κάθε πολίτη. Από την άλλη, η, εξαγορασμένη από την ιταλική trenitalia επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ λειτουργεί εδώ και χρόνια στην λογική μείωσης του κόστους φέρνοντας στην χώρα τραίνα που είχαν αποσυρθεί στην Ιταλία λόγω δυσλειτουργιών και παραμελώντας εξ ολοκλήρου την ασφάλεια στο δίκτυο, την ίδια ώρα που τα εργατικά σωματεία προειδοποιούσαν για επερχόμενα θανατηφόρα ατυχήματα. Αποτέλεσμα αυτών το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη με τον θάνατο δεκάδων ανθρώπων. Φυσικά, η κυβέρνηση έτρεξε να ρίξει τις ευθύνες σε ανθρώπινα λάθη και να αποκρύψει τις δικές της ευθύνες μένοντας σταθερή στο διήγημά της περί ανάπτυξης. Άλλωστε η ίδια έχτιζε τόσα χρόνια, το αφήγημα του δημοσίου ώς κακού εργοδότη με υπουργούς της να εκθειάζουν την λειτουργία της Hellenic Train μόλις λίγες εβδομάδες πριν το δυστύχημα.

Στην ίδια βάση, παρατηρείται και η τάση για παραχώρηση σε ιδιωτικές εταιρείες μιας σειράς δημόσιων χώρων και κτιρίων, με κύριο παράδειγμα τον λόφο Στρέφη. Κάτι που έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο την απουσία δημόσιου χώρου για τους κατοίκους αλλά και την συνεχή αύξηση των ενοικίων της εκάστοτε περιοχής στο βωμό μιας υποτιθέμενης ανάπλασης.

Παράλληλα, το Δημόσιο Σύστημα Υγείας, που εδώ και χρόνια υποχρηματοδοτείται, υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο. Ο νόμος που ψηφίστηκε, πρόσφατα, με το προσωπείο της “ανάπτυξης” της δημόσιας υγείας, επιτρέπει στα δημόσια νοσοκομεία να παραπέμπουν τους ασθενείς σε εξωτερικά ιδιωτικά ιατρεία, κατά προτεραιότητα, στερώντας το δικαίωμα στην δημόσια περίθαλψη και προωθώντας την ιδιωτική υγεία και συμφέροντα. Την ίδια ώρα, τα δημόσια νοσοκομεία ασφυκτιούν, με άθλιες υποδομές και ανεπαρκές υγειονομικό υλικό αλλά και λιγοστό υγειονομικό προσωπικό, που δουλεύει σε καθεστώς κατέργου.

Δικαίωμα στη στέγη – Πλειστηριασμοί:

Την ίδια στιγμή, ξεκίνησε πάλι, με παρότρυνση του Αρείου Πάγου, η επίθεση των τραπεζών στην πρώτη κατοικία. Με νόμο που ψηφίστηκε επί ΣΥΡΙΖΑ και επιτρέπει την ηλεκτρονική διεξαγωγή πλειστηριασμών, η ΝΔ έδωσε το πράσινο φως για τους πλειστηριασμούς πρώτων κατοικιών, τους οποίους είδαμε να επιχειρούνται το προηγούμενο διάστημα. Ο Άρειος Πάγος, δηλαδή η αστική δικαιοσύνη που ανάμεσα σε μια οικογένεια που χάνει το σπίτι της και μια τράπεζα που διαρκώς κερδοφορεί, πάντα θα στέκεται με την δεύτερη και το κεφάλαιο, επικύρωσε τους νόμιμους πλειστηριασμούς πρώτων κατοικιών, για χρέη μόλις άνω των 500€. Στους πλειστηριασμούς που επιχειρήθηκαν αντιτάχθηκε πλήθος αλληλέγγυου κόσμου τόσο των γειτονιών όσο και γενικά, με αποτέλεσμα καμία οικογένεια να μην μείνει χωρίς σπίτι. Η αλληλεγγύη είναι το βασικότερο όπλο που έχουμε απέναντι σε αυτούς που στερούν από το λαό το βασικό δικαίωμα στη στέγη, κάνοντας αναγκαία την παρέμβαση μας σε οποιαδήποτε προσπάθεια έξωσης συνανθρώπων μας.

Το δικαίωμα στη στέγη είναι και πρέπει να θεωρείται ένα απαραβίαστο δικαίωμα. Τα τελευταία χρόνια πλήττεται όλο και περισσότερο με τις τιμές των ενοικίων να είναι πλέον απλησίαστες, ιδίως για τα πιο ταξικά κομμάτια της κοινωνίας. Ο πληθωρισμός, η τουριστικοποίηση και ο εξευγενισμός πολλών περιοχών οδηγεί στις αυξήσεις των ενοικίων με αποτέλεσμα η μίσθωση να φαντάζει ένα άπιαστο όνειρο. Όσον αφορά τις φοιτήτριες, τα επιδόματα ενοικίου που παρέχονται είναι πενιχρά και απαιτούν οικονομικά κριτήρια στα οποία ανταποκρίνονται όσοι βρίσκονται στο όριο της φτώχειας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εστίες στα Πανεπιστήμια, οι οποίες είτε είναι ανύπαρκτες είτε βρίσκονται σε μία κατάσταση εγκατάλειψης.

Δημοκρατική Εκτροπή:

Καθ΄ όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης της, η Νέα Δημοκρατία ακολουθεί πιστά το δόγμα νόμος και τάξη. Στην προσπάθεια επιβολής αυτού, βασικό στοιχείο είναι η συνεχής αυταρχικοποίηση του κράτους και των θεσμών του, μέσω της οποίας η κυβέρνηση προσπαθεί να καταστείλει οποιαδήποτε φωνή αντιστέκεται και να θωρακιστεί, επιβάλλοντας μία λογική φόβου, απέναντι στην οποία καμία δεν μπορεί να αντιδράσει.

Χαρακτηριστικό είναι, άλλωστε, και το σκάνδαλο των υποκλοπών, το οποίο ξέσπασε το καλοκαίρι, καθώς και ο επικοινωνιακός τρόπος με τον οποίο το χειρίζεται η ΝΔ. Η κυβέρνηση προχώρησε σε μια κατάφωρη παραβίαση οποιουδήποτε δημοκρατικού δικαιώματος μπορεί να εξασφαλίσει η αστική δημοκρατία, παρακολουθώντας πολιτικούς αντιπάλους αλλά και μέλη της ίδιας της κυβέρνησης μέσω της ΕΥΠ, η οποία υπάγεται, πλέον, απευθείας στον πρωθυπουργό. Η παρακολούθηση θεσμικών προσώπων από την κυβέρνηση, δείχνει ότι η ίδια δε θα δυσκολευτεί να προχωρήσει και στην παρακολούθηση αγωνιστριών του κινήματος. Ιδιαίτερα προβληματικός είναι και ο χειρισμός των αποκαλύψεων. Σε θέματα τέτοιας σημασίας θα περίμενε κανείς να εγείρονται ερωτήματα και εντός του κυβερνώντος κόμματος για το θέμα. Κι όμως φαίνεται ότι η γραμμή Μητσοτάκη έχει επικρατήσει πλήρως εντός της ΝΔ μετατρέποντας την σε καθεστωτικού τύπου. Αφού αρχικά προσπάθησε να μετακυλήσει όλη την πολιτική ευθύνη στον αρχηγό της ΕΥΠ και στον Δημητριάδη, στη συνέχεια με την βοήθεια των συστημικών μέσων η κυβέρνηση προσπάθησε να μειώσει το θέμα και να δώσει την εντύπωση ότι δεν ενδιαφέρει τον κόσμο. Όταν δε το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε πλήρως, στράφηκε στην στοχοποίηση δημοσίων λειτουργών, αλλά και στο να πείσει τον κόσμο ότι αντίστοιχες παρακολουθήσεις συνέβαιναν πάντα. Όλη αυτή η κατάσταση, συνδυαζόμενη με μια συνεχή προσπάθεια απόκρυψης σκανδάλων των στελεχών του κυβερνώντος κόμματος, φανερώνουν την αντιδημοκρατική εκτροπή της ΝΔ.

Σαφώς, βασικό στοιχείο για όλα τα παραπάνω είναι η διαρκώς εντεινόμενη καταστολή, με την ασύστολη χρήση βίας από το κατασταλτικό σώμα της αστυνομίας, η οποία δρα, πλέον, ανεξέλεγκτα, με την πλήρη συναίνεση και της κυβέρνησης. Η κρατική δολοφονία του Κώστα Φραγκούλη αποτελεί άλλωστε ένα πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα ανεξέλεγκτης δράσης της ΕΛΑΣ, με την κυβέρνηση και τον υπουργό Θεοδωρικάκο να αποκρύπτουν τόσο τις δικές τους ευθύνες όσο και της ΕΛΑΣ και να το χρησιμοποιούν ως μία ακόμη ευκαιρία να συσπειρώσουν το πιο ακραίο ακροατήριο τους. Η ρητορική που χρησιμοποιήθηκε έπειτα από την δολοφονία του 16χρονου Ρομ, τόσο από τα κυρίαρχα μέσα όσο και από στελέχη της κυβέρνησης, ξέπλενε την ΕΛΑΣ και τον δολοφόνο και όξυνε το κλίμα ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία, κάνοντας, παράλληλα, πλάτες στα ακροδεξιά στοιχεία που προσπαθούν να βγουν ξανά στην επιφάνεια.

Ελληνοτουρκικά:

Τον τελευταιο καιρό, παρακολουθούμε μια συνεχιζόμενη προκλητικότητα εκ μέρους του τουρκικού κράτους, με το ελληνικό κράτος να απαντάει και αυτό προκλητικά, ως απόρροια των αντιφάσεων εντός του ιμπεριαλιστικού μηχανισμού του ΝΑΤΟ. Δημιουργείται μία εύφλεκτη κατάσταση στο Αιγαίο και τα σύνορα. Φανερώνεται, έτσι, ο ανταγωνισμός που υπάρχει ανάμεσα στην αστική τάξη της Ελλάδας και της Τουρκίας. Πρόκειται για έναν ανταγωνισμό ο οποίος βασίζεται στο μοίρασμα των ορυκτών κοιτασμάτων και αφετέρου στη γενικότερη κυριαρχία στη ΝΑ Μεσόγειο, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης. Παρά τον, όντως, υπαρκτό κίνδυνο και τις απειλές εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης, η επιθετικότητα αυτή χρησιμοποιείται και από τις δύο κυβερνήσεις ανέκαθεν ως ένα μέσο αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης πόσο μάλλον σε αυτή τη περίοδο με  με μία συγκεκριμένη στόχευση: αρχικά, τον αποπροσανατολισμό της συζήτησης από την ακρίβεια, τις ανατιμήσεις και τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί, και στις δύο χώρες, μία κατάσταση που καταδικάζει τους λαούς στην φτώχεια, αλλά και τη συσπείρωση ενός ακροδεξιού εκλογικού ακροατηρίου, με τη διαμόρφωση ενός εξωτερικού εχθρού. Με αυτή τη ρητορική και προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον εξωτερικό εχθρό, οι δύο χώρες εγκλωβίζονται σε έναν συνεχή αγώνα εξοπλισμών, με δισεκατομμύρια να ξοδεύονται για προηγμένα οπλικά συστήματα.

Την ώρα που η δυσφορία από την ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση γίνεται όλο και εντονότερη, οι εξοπλισμοί τίθενται από την τωρινή αλλά και την προηγούμενη κυβέρνηση ως πρώτη προτεραιότητα, με τις δαπάνες οριακά να διπλασιάζονται, σε βάρος μισθών και των συντάξεων που διαρκώς μειώνονται αλλά και του κοινωνικού κράτους (υγεία, παιδεία, μεταφορές κλπ) που είτε φυτοζωεί, είτε θυσιάζεται ολοκληρωτικά στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Ταυτόχρονα, η διαρκής αύξηση των εξοπλισμών και η συνεχής καλλιέργεια πολεμικής έντασης, δημιουργούν ένα μιλιταριστικό κλίμα που δυναμιτίζει κεκτημένα και λειτουργεί ως “αφορμή εθνικής ενότητας” στο όνομα της οποίας περιστέλλεται η δημοκρατία, τα δικαιώματα και τα μέσα ταξικής πάλης (πχ. απεργία), ενώ καλλιεργούνται ιδεολογήματα όπως ο ρατσισμός και ο σεξισμός. Έτσι, η αντιπαράθεση οξύνεται, με τις ΝΑΤΟϊκές υποχρεώσεις Ελλάδας και Τουρκίας να εκπληρώνονται. Αξίζει, φυσικά, να σημειωθεί ότι παρά τις συνεχείς διακηρύξεις πως το ΝΑΤΟ αποτελεί φάρο ειρήνης για την περιοχή, φαίνεται, συνεχώς, πως μόνο αποσταθεροποιητικό παράγοντα μπορεί να αποτελέσει για τους λαούς. Είναι γεγονός, τέλος, πως η συνύπαρξη της Ελλάδας με την Τουρκία στο ιμπεριαλιστικό μηχανισμό του ΝΑΤΟ έχει μόνο χειροτερέψει τις σχέσεις των δύο κρατών.

Ωστόσο, η δική μας αντιμετώπιση, των “από κάτω”, πρέπει να είναι μόνο η ταξική διεθνιστική αλληλεγγύη. Από το ενδεχόμενο ενός πολέμου, οι περισσότερο πληγμένοι θα προκύψουν οι δύο λαοί. Επομένως, η αντιμετώπιση του ζητήματος απαιτεί την καλλιέργεια αντιπολεμικού κινήματος στην Ελλάδα και η διαρκής αναφορά και έκκληση για το ίδιο στην Τουρκία καθώς και ο συνεχής αγώνας ενάντια στα εξοπλιστικά προγράμματα. Η αλληλεγγύη που προέκυψε από τον μεγάλο σεισμό, είναι ένα πρώτο μεγάλο βήμα καλλιέργειας αντιπολεμικής διάθεσης στους δύο λαούς  και πρέπει να αποτελέσει την αρχή για την παγιοποίηση του.

Προσφυγικό – Διεθνιστική Αλληλεγγύη:

Πριν από λίγες ημέρες, οι γειτονικές μας χώρες, Τουρκία και της Συρία, επλήγησαν από έναν φονικό σεισμό, με αποτέλεσμα χιλιάδες αδέρφια μας να χάσουν τη ζωή τους. Εδώ και χρόνια, ο τουρκικός λαός υποφέρει από τη φτώχεια, αφού το τουρκικό κράτος δαπανά χρήματα κατά βάση για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, καταδικάζοντας τον, έτσι, σε πολύ κακές συνθήκες διαβίωσης, κάτω από άθλιες υποδομές. Ταυτόχρονα, ο συριακός λαός υποφέρει εδώ και χρόνια από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, ζώντας σε πόλεις συντρίμμια, σε μία χώρα στην οποία έχει επιβληθεί εμπάργκο και είναι αποκλεισμένη. Η κατάσταση που επικρατεί, αυτή τη στιγμή, αναδεικνύει φυσικά και την υποκρισία της Δύσης, η οποία σπεύδει να βοηθήσει την Τουρκία, (που βρίσκεται και στο ΝΑΤΟ) χωρίς να αρθρώνει λόγο για τις ανάγκες που έχει ο συριακός λαός, ο οποίος λόγω του αποκλεισμού της Συρίας, δε δέχεται καμία βοήθεια. Στην κατάσταση αυτή, ο ελληνικός λαός οφείλει να προτάσσει τη διεθνιστική αλληλεγγύη και απαντά με αυτή. Οι λαοί έχουν περισσότερα πράγματα να ενώσουν παρά να χωρίσουν σε αντίθεση με αυτά που διατρανώνουν οι Κυβερνήσεις, οι οποίες καλλιεργούν το μίσος και τον εθνικισμό εξυπηρετώντας το δικά τους συμφέροντα. Μετά από αυτή τη καταστροφή, είναι φυσικό επόμενο ότι θα δημιουργηθεί ένα νέο μεγάλο προσφυγικό κύμα προς την Ευρώπη με την Ελλάδα να είναι η χώρα υποδοχής τους. Εμείς, λοιπόν, καλουμαστε να τους υποδεχτούμε με αλληλεγγύη και να τους βοηθήσουμε να ξανάσταθούν στα πόδια τους και όχι να αντιμετωπιστούν ως μια απειλή που θα πλήξει τη χώρα, όπως έχουν χαρακτηριστεί από πολλά ΜΜΕ.

Οι ανταγωνισμοί μεταξύ των κρατών της Ελλάδας και της Τουρκίας αποτυπώνονται και στη διαχείριση των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών στα σύνορα. Από τη μία, η Ελλάδα, εφαρμόζοντας όλες τις πολιτικές της ΕΕ (βλ. συμφωνία Ελλάδας – Τουρκίας), λειτουργεί σαν συνοριοφύλακας της, επαναπροωθώντας βίαια προσφύγισσες στη θάλασσα και δολοφονώντας μετανάστες στα θαλάσσια ή χερσαία σύνορα, χτίζοντας τείχη στον Έβρο, στοιβάζοντας τους πρόσφυγες και τις μετανάστριες σε camps, που προσιδιάζουν περισσότερο με φυλακές. Οι συνθήκες διαβιωσης μέσα στα camps είναι άθλιες, με προσφύγισσες όχι μόνο να στοιβάζονται αλλά ακόμη και να τους απαγορεύεται να βγουν από αυτά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, με εξαίρεση λιγοστά camps που βρίσκονται στην Αττική, οι μετανάστες να αποκόπτονται εντελώς από τον αστικό ιστό, χωρίς να έχουν κανένα δικαίωμα στην κοινωνική προσαρμογή. Η κυβέρνηση της ΝΔ μάλιστα μεθόδευσε ανενόχλητη εκκενώσεις δομών στέγασης προσφύγων/μεταναστών μέσα στο χειμώνα, με το κλείσιμο του καμπ Ελαιώνα, τη κατάληψη «Προσφυγικά» αφήνοντας πλήθος κόσμου έκθετο και άστεγο απέναντι στις καιρικές συνθήκες χωρίς καμία μέριμνα. Το ελληνικό κράτος, αυτή τη στιγμή, εισπράττει χρήματα από την ΕΕ για να εγκλωβίζει – στην καλύτερη – και να δολοφονεί – στη χειρότερη – (θάνατοι προσφύγων σε camps) τους πρόσφυγες στο έδαφός του, πρόσφυγες οι οποίοι προκύπτουν από ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Στη συνέχεια, ας αναλογιστούμε τι συμβαίνει όταν πρόσφυγες και μετανάστριες καταφέρουν να γίνουν μέρος του αστικού ιστού. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι έντονος ο φόβος της βίαιης επαναπροώθησης, της έξωσης, του κλεισίματος των προγραμμάτων στέγασης που παρέχει το κράτος (πχ Εστία), ενώ η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και η «μαύρη», πολύωρη και κακοπληρωμένη εργασία στην οποία συχνά συμμετέχουν και τα παιδιά είναι η ζοφερή πραγματικότητα. Το γεγονός αυτό αποτελεί έναν από τους λόγους που συχνά παρατηρείται το φαινόμενο της σχολικής διαρροής, της εγκατάλειψης, δηλαδή, του σχολείου από τον μεταναστευτικό κόσμο. Ακόμη, όμως, και το ίδιο το σχολείο είναι υποστελεχωμένο όσο αφορά το καθηγητικό προσωπικό που έχει το κατάλληλο γνωστικό υπόβαθρο ώστε να εντάξει τα παιδιά στο σχολικό περιβάλλον.  Φυσικά, η ΝΔ αποκρύπτει αφενός την εγκληματική της πολιτική, εκμεταλλεύεται αφετέρου τις ροές προσφύγων, προκειμένου να οξύνει τα εθνικιστικά αισθήματα στην κοινωνία και να κερδίσει πολιτική υπεραξία. Έτσι, προβάλλει το αφήγημα ενός εξωτερικού εισβολέα που απειλεί τη χώρα, από τη μία, και “τούρκων – εχθρών” που αναποδογυρίζουν βάρκες, από την άλλη, την ώρα που το ελληνικό λιμενικό τις “σώζει”. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ακροδεξιά τόσο στην Τουρκία όσο και στην Ελλάδα αξιοποιεί μία τέτοια κατάσταση, ώστε να καταδείξει τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως το πρόβλημα και όχι τις πολιτικές των αστικών τάξεων και των δύο κρατών, που καταδικάζουν τους λαούς στην φτώχεια. Την ίδια ώρα, το τουρκικό κράτος μεταχειρίζεται τις προσφύγισσες σαν διακινητέα ύλη, εξυπηρετώντας, έτσι, τα δικά του συμφέροντα μέσω της όξυνσης της αντιπαράθεσης με το ελληνικό κράτος στα σύνορα.

Η άνοδος της ακροδεξιάς:

Διαχρονικά, οι πολιτικές των αστικών κυβερνήσεων, που οδηγούν σε οικονομική κρίση και φτώχεια, αλλά και η ρατσιστική ιδεολογία και το απορρέον από αυτή αφήγημα που αναπαράγουν αυτές και το κράτος, επιτρέπουν σε φασιστικά μορφώματα να αποκτήσουν έδαφος στην κοινωνία. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας, παρατηρήσαμε πολύ μεγάλη στροφή της κοινωνίας προς την ακροδεξιά και συγκεκριμένα στο κόμμα της Χρυσής Αυγής, το οποίο βρισκόταν στη Βουλή, ενώ παράλληλα, ανέπτυσσε την εγκληματική του δράση. Παρά την καταδίκη της ΧΑ ως εγκληματικής οργάνωσης τον Οκτώβρη του ‘20, η υπόθεση παραμένει ακόμη ανοιχτή, με πολλούς καταδικασμένους φασίστες να έχουν κάνει έφεση και να δικάζονται σε β’ βαθμό, και αρκετούς άλλους να αποφυλακίζονται. Ανάμεσα τους και ο Ηλίας Κασιδιάρης, ο οποίος διεκδικεί να κατέβει με εθνικιστικο – ναζιστικό κόμμα στις επερχόμενες εκλογές με το οποίο, μάλιστα, φαίνεται οριακά να εισέρχεται στη  Βουλή, απόδειξη ότι παρά την καταδίκη τους οι ναζιστές έχουν ακόμη έρεισμα στην κοινωνία. Σε αυτό το σημείο, η ΝΔ κινήθηκε εργαλειακά, αλλάζοντας τον εκλογικό νόμο, με τρόπο που αφενός διατείνεται ότι αποκλείει εγκληματίες καταδικασμένους από  τις εκλογές, από την άλλη, αφήνει ασαφή περιθώρια για μελλοντικούς αποκλεισμούς κι άλλων εκλογικών σχηματισμών, όχι προφανώς της ακροδεξιάς, αλλά της αριστεράς. Η αλλαγή αυτή του εκλογικού νόμου προβλέπει ότι δεν μπορεί να λάβει μέρος στην εκλογική διαδικασία όποιος έχει κριθεί ένοχος σε οποιοδήποτε βαθμό, όχι μόνο τελεσίδικα, όπως ίσχυε μέχρι στιγμής, γεγονός που διευρύνει τον αποκλεισμό υποψηφίων και κομμάτων και από τις εκλογές. Ακόμη πιο προβληματική είναι η δεύτερη προσθήκη στον εκλογικό νόμο, η οποία ορίζει ότι δεν μπορεί να συμμετάσχει στις εκλογές κόμμα του οποίου η δράση δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ρύθμιση με την οποία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν απαγορευτεί κομμουνιστικά κόμματα, (βλ. Πολωνία) με την πρόφαση ότι τα τελευταία έχουν ως στόχο την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Φυσικά, το κόμμα της ΝΔ, ένα κόμμα που αποτελείται από βουλευτές, όπως ο Βορίδης και ο Πλεύρης, για να απευθύνεται και σε ένα ακροδεξιό ακροατήριο, δεν έχει στόχο να σώσει τη δημοκρατία από τους φασίστες, αλλά να μην χάσει ορισμένες εκλογικές ομάδες.

Σε μια περίοδο που η ακροδεξιά σημειώνει άνοδο σε πολλές χώρες (βλ. Γαλλία, Ιταλία, Βραζιλία) και που στην Ελλάδα επανεμφανίζεται με φασιστικές ομάδες και κόμματα (βλ. φασιστική συγκέντρωση στα Ίμια), αποτελεί στοίχημα για το αντιφασιστικό κίνημα να απαντήσει και πάλι, όπως απάντησε στο παρελθόν, ώστε να μη ζήσουμε ξανά τις σκηνές του 2012.

Εργασιακά ζητήματα & Εργατικό Κίνημα:

Στο πεδίο της εργασίας, το τελευταίο διάστημα, έχουμε δει αρκετές κινητοποιήσεις και  διεκδικήσεις, με την απεργία της 9ης Νοέμβρη, να σημειώνει πολύ μεγάλη συμμετοχή, συγκριτικά με απεργίες προηγούμενων χρόνων. Ακόμη, είδαμε μαζικές απεργίες υγειονομικών, ενάντια σε ένα σύστημα υγείας υπό κατάρρευση, υποχρηματοδοτούμενο αλλά και υποστελεχωμένο. Εδώ και μέρες, οι εργάτριες της Σ.Ε. ΒΙΟ.ΜΕ. αγωνίζονται ξανά για να μείνει ανοιχτό το εργοστάσιο, αφού μέρος του οικοπέδου του πουλήθηκε σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό (μέτρο που ψηφίστηκε και εφαρμόστηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ). Δεν είναι η πρώτη φορά που το αυτοδιαχειριζόμενο εργοστάσιο – αντιπαράδειγμα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας – γίνεται στόχος της επίθεσης του κράτους και των τραπεζών. Τέτοια εγχειρήματα αποκαλύπτουν τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής και ανοίγουν ρωγμές στο κυρίαρχο αφήγημα για την οικονομία, αφού αντιπροτείνουν μια βιώσιμη παραγωγή με τα μέσα της και τα κέρδη της στα χέρια των εργατών. Γι’αυτό και τέτοια εγχειρήματα πολεμούνται σκληρά από το κυρίαρχο, όπως έχει γίνει μέχρι στιγμής με τη ΒΙΟΜΕ. Ειδικότερα, η επίθεση από την νεοφιλελεύθερη, αντεργατική και πλήρως ρεβανσιστική κυβέρνηση της ΝΔ, αποτυπώνεται και στα νομοθετήματα που περνάει ή τα μέτρα που λαμβάνει (βλ. νόμος Χατζηδάκη, επίπεδο κατώτατου μισθού), καθώς προσπαθεί να φέρει την οικονομία της χώρας σε ένα μοντέλο δήθεν ανάπτυξης, η οποία, όμως, θα πατάει στις πλάτες των εργαζομένων και θα αφορά λίγους (βλ. ανάπλαση Ελληνικού με καζίνο, χρηματοδοτήσεις ΕΣΠΑ). Στη συγκυρία αυτή, παρατηρείται η πολιτική κατεύθυνση για την πλήρη ποινικοποίηση του συνδικαλισμού και της διεκδίκησης στον χώρο της εργασίας. Συχνά και καθημερινά φαινόμενα αποτελούν οι εκδικητικές απολύσεις για συνδικαλιστική δράση και η στοχοποίηση συνδικαλιστών από εργοδότες, ούτως ώστε οι εργαζόμενοι να διεκδικούν ατομικά, και όχι συλλογικά. Παράλληλα, με πάτημα τα νομοθετήματα της κυβέρνησης, έχουμε φτάσει σε μία κατάσταση όπου οι περισσότερες απεργίες εργαζομένων κηρύσσονται παράνομες και καταχρηστικές, ενώ η κατάσταση που επιχειρείται να δημιουργηθεί είναι η τρομοκράτηση σε όποιον διεκδικεί συλλογικές συμβάσεις εργασίας, δουλειά με δικαιώματα και προοπτική. Παρόλα αυτά, η κατάσταση στα σωματεία αποτυπώνει μία προσωρινή ήττα αυτής της πολιτικής, με την αύξηση της συμμετοχής των εργαζομένων σε πολλά από αυτά. Γενικότερα, μιλάμε για ένα αναπτυξιακό μοντέλο που υπόσχεται ευημερία και θέσεις εργασίας, με τις τελευταίες να προσφέρονται λίγο αλλά και υπό πολύ κακές συνθήκες. Ο αγώνας των εκπαιδευτικών, φοιτητών και μαθητριών  ενάντια στο μέτρο της αξιολόγησης και τα ατομικά δελτία μοριοδότησης, μέτρα που φέρνουν τη λειτουργία πρωτοβάθμιας/δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δύο ταχυτήτων, χωρίς διορισμένους να βρίσκονται σε συνεχή επανακατάρτιση, συνεχίζεται δυναμικά και καταφέρνει νίκες όπως η απόσυρση της νομοθεσίας για τη διδακτική επάρκεια.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι πολύ θετική η τεράστια ανταπόκριση του κόσμου στο κάλεσμα της ΒΙΟΜΕ για στήριξη, όπως και η σταδιακή και γενικώς αυξανόμενη αντίδραση του κόσμου της εργασίας στην κατάσταση, από τις συστάσεις νέων σωματείων, μέχρι και την μεγάλη συμμετοχή στις απεργιακές κινητοποιήσεις. Φαίνεται πως μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ και μια γενικευμένη περίοδο ύφεσης για το κίνημα, πλέον, παρατηρούμε μια πορεία ανασυγκρότησης των αντιδράσεων. Ακριβώς για αυτό το λόγο, η σημασία των σωματείων και των συλλογικών διεκδικήσεων μέσα από αυτά κρίνεται μεγάλη.

Το Κίνημα των Καλλιτεχνών:

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας φαίνεται να βαθαίνει το μέτωπο που άνοιξε ήδη από την πανδημία με την τέχνη και τους εργαζόμενους στον κλάδο, σε πλήρη συνέχεια των γενικευμένων αντεργατικών πολιτικών και της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Η  πολιτική  της κυβέρνησης – από την παντελή αδιαφορία για τα καλλιτέχνα που έμειναν χωρίς δουλειά αλλά και χωρίς κρατική στήριξη την περίοδο του covid ως την ιδιωτικοποίηση των μουσείων που επιχειρείται να γίνει τώρα – ανάγεται στα πιο συντηρητικά και αντιδραστικά στοιχεία της δεξιάς.  Μία επίθεση που μεταφράζεται είτε στη σύνδεση του πολιτισμού με επιχειρηματικά συμφέροντα είτε στην πλήρη υποβάθμιση των κοιτίδων πολιτισμού και την απαξίωση των εργαζομένων στον κλάδο, όπως γίνεται και τώρα με τη νέα επίθεση στις εργαζόμενες και σπουδάστριες στην τέχνη. Πιο συγκεκριμένα, με το Προεδρικό Διάταγμα 85/2022, οι απόφοιτες των σχολών Παρασταστικών Τεχνών θα θεωρούνται απόφοιτες Λυκείου. Οι καλλιτέχνιδες, μέχρι το 2003, ανήκαν στην επαγγελματική – μισθολογική βαθμίδα Τ.Ε. (Τεχνικής Εκπαίδευσης). Από το 2003, δούλευαν σε καθεστώς μη διαβάθμισης, αφού αυτό καθοριζόταν από τον κάθε εργοδότη. Πλέον, η προοπτική τους υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο, αφού τώρα θα κατατάσσονται σε Δ.Ε. διαβάθμιση (Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης). Η τέχνη συνιστά έναν κλάδο που μαστίζεται από την ανεργία, την απλήρωτη εργασία, με τον μανδύα της «απόκτησης εμπειρίας», την διογκωμένη κρατική υποχρηματοδότηση, αλλά και τα αυξημένα περιστατικά έμφυλων κακοποιήσεων λόγω των εξουσιαστικών σχέσεων που δημιουργούνται στο περιβάλλον εργασίας. Μάλιστα, η επαγγελματική ενασχόληση με αυτή έρχεται, πλέον, να υποτιμηθεί καθολικά, και μέσω του ΠΔ. Μέσω αυτού οι χορεύτριες, τα ηθοποιά, οι τραγουδιστές και οι υπόλοιπες καλλιτέχνιδες, απόφοιτες κρατικών και ιδιωτικών ανωτάτων σχολών (για την εισαγωγή στις οποίες, οι σπουδαστές εξετάζονται από το Υπουργείο Πολιτισμού) στερούνται μια σειρά επαγγελματικών δικαιωμάτων, όπως το διορισμό σε θέσεις του δημοσίου και το δικαίωμα διδασκαλίας σε παραστατικές σχολές, ενώ υφίστανται και μεγάλες μισθολογικές μειώσεις. Το απαράδεκτο αυτό γεγονός, όμως, δεν αποτελεί κάτι πρωτοφανές καθώς εντάσσεται σε μια συνολικότερη τακτική της κυβέρνησης ΝΔ και της άρχουσας αστικής τάξης για την υποβάθμιση των πτυχίων μας και την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης. Το ΠΔ85 σε άλλα άρθρα του επικυρώνει την ισοτίμηση πτυχίων ιδιωτικών κολλεγίων με αυτά τον ΑΕΙ, ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός σε συνάντηση με εκπροσώπους του καλλιτεχνικού χώρου πρότεινε ως λύση την αναθεώρηση του άρθρου 16 του συντάγματος. Είδαμε ότι διάφορες ιδιωτικές σχολές με ανέκαθεν υπέρογκα κόστη φοίτησης δεν δίστασαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση προς προσωπικό τους οικονομικό όφελος, αλλά έσπευσαν να ανακοινώσουν και να διαφημίσουν χλιδάτα προγράμματα καλλιτεχνικών σπουδών με αδιανόητα κόστη. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι το συγκεκριμένο ΠΔ δεν είναι τυχαίο αλλά συνειδητά στοχεύει στην περαιτέρω εισχώρηση του κεφαλαίου στο δημόσιο πανεπιστήμιο και την επικράτηση της αντίληψης του “όσο μεγαλύτερο το κόστος, τόσο πιο σημαντικό το κύρος του πτυχίου”. Απέναντι σε τέτοιες τακτικές εμείς ως Αριστερή Ενότητα δεν επαναπαυόμαστε, αλλά στηρίζουμε τον αγώνα των καλλιτεχνών και συνεχίζουμε έναν ευρύτερο αγώνα για δημόσια δωρεάν παιδεία και πτυχία με αξία για ίσες ευκαιρίες στην εργασία.

Η απάντηση του καλλιτεχνικού κινήματος ήταν άμεση, με γρήγορη απόκτηση ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών και πολύμορφες δράσεις που δεν απέκλειαν κανένα, δείχνοντας μας την συμπεριληπτική διεδικητική ικανότητα του σύγχρονου, πολυταυτοτικού, ρηξιακού υποκειμένου. Σε έναν πολυήμερο και συνεχή αγώνα, τέθηκε υπό κατάληψη η σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ακολούθησαν η ΚΣΟΤ και άλλες σχολές πανελλαδικά, ενώ οι καταλήψεις αυξάνονται διαρκώς τόσο σε θέατρα όσο και στις καλών τεχνών (Ναύπλιο, Αθήνα, Φλώρινα). Στους κατειλημμένους κοινωνικούς χώρους, πραγματοποιούνται καθημερινά συνελεύσεις, πολιτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, συναυλίες, παραστάσεις, με τους σπουδαστές, να δίνουν, έτσι, μια αναπαράσταση του πανεπιστημίου ως χώρου δράσεων και κοινωνικοποίησης των φοιτητριών, έναντι σε ένα στείρο χώρο παρακολούθησης μαθημάτων, χωρίς πολιτικές διεργασίες. Σε κινηματικό επίπεδο, οι Σύλλογοι σπουδαστριών μαζί με τα Σωματεία των εργαζομένων στην τέχνη βρίσκονται κάθε μέρα στο δρόμο είτε με καθολικές απεργίες, είτε με πορείες, είτε με διαμαρτυρίες, είτε με καλλιτεχνικά δρώμενα, είτε με συναυλίες αλληλεγγύης, και προσπαθούν να επικοινωνήσουν τα αιτήματα τους για δωρεάν σπουδές, φοιτητικές παροχές, αναγνωρισμένα πτυχία και εύρεση έμμισθης εργασίας. Ακολούθησε, επίσης, μια μεθοδολογία διαρκούς διεύρυνσης των αιτημάτων, βάζοντας πολύ εμφατικά μεταξύ άλλων την δημιουργία δημόσιων ΑΕΙ ή τμημάτων παραστατικών τεχνών και στεκόμενο πολύ ανοιχτά ενάντια σε ιδιωτική/ ιδιωτικοποιημένη εκπαίδευση και οποιαδήποτε αναθεώρηση του άρθρου 16, καλώντας και τους άλλους ΦΣ να αντιληφθούν και αυτόν τον αγώνα ως αγώνα ενάντια στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο και να συνδράμουν με τη σειρά τους. Ακόμη, σε μια πράξη έμπρακτης υποστήριξης και γενικευμένης αντίδρασης τα καθηγητά των σχολών του Εθνικού Θεάτρου, του ΚΘΒΕ και του ΔΗΠΕΘΕ υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Η επιμονή που έχουν δείξει τα καλλιτεχνά στον αγώνα τους και η συνέχεια που έχουν δώσει σε αυτόν αποτελούν στοιχεία διαφοροποιητικά απο τις προηγούμενες κινηματικές εξάρσεις που δυστυχώς δεν είχαν συνέχεια. Παράλληλα, πρέπει να αναγνωρίσουμε και να υποστηρίξουμε την προσπάθειά τους, τον τελευταίο καιρό, για την υπέρβαση της μονοθεματικότητας των διεκδικήσεων τους και την ένταξη τους σε ενα συνολικοτερο πλαίσιο κοινωνικών διεργασιών και λαικων διεκδικήσεων, (στήριξη στον αγώνα των εκπαιδευτικών, στήριξη στον αγώνα ενάντια στην συγκάλυψη του εγκλήματος στα Τέμπη). Ρόλος μας είναι να εμπλουτίσουμε την προσπάθεια αυτή. Σε κάθε περίπτωση, η θεωρητική και πρακτική ανάλυση του καλλιτεχνικού κινήματος θα μπορέσει να λειτουργήσει προωθητικά για το πολύμορφο φοιτητικό κίνημα που θέλουμε να δημιουργήσουμε και η παρακαταθήκη του θα είναι σημαντική.

Συνολική επίθεση στον πολιτισμό:

Παράλληλα, τις τελευταίες μέρες, επιχειρείται από την κυβέρνηση ένα ακόμη πλήγμα ενάντια στον πολιτισμό, με το νομοσχέδιο που προβλέπει την μετατροπή των πέντε μεγαλύτερων κρατικών μουσείων της χώρας σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), αποκόπτοντας τα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Αυτό συνεπάγεται την περαιτέρω εμπορευματοποίηση των μουσείων, σε ένα πλαίσιο πλήρους τουριστικοποίησης. Μεταξύ άλλων, το ν/σ θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του αντιτίμου εισόδου, τον περιορισμό των ημερών ελευθέρας εισόδου, καθώς και ζητήματα στις προσλήψεις εργαζομένων. Επιπλέον, τα μουσεία αυτά θα διοικούνται πλέον από ένα Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο θα ορίζεται απευθείας από την/τον Υπουργό Πολιτισμού.

Έμφυλο:

Στην κοινωνία στην οποία ζούμε, όλες οι πτυχές της ζωής διαμορφώνονται τόσο από την πατριαρχία όσο και από τον καπιταλισμό. Η πατριαρχία, διαπερνά όλα τα υποκείμενα, διαμορφώνοντας έμφυλες ταυτότητες, αποδίδοντάς τους ρόλους, καταπιέζοντας όσα αποκλίνουν από το κυρίαρχο ετεροκανονικό-ανδρικό πρότυπο. Μία πλευρά της καταπίεσης αυτής, που έγινε ιδιαίτερα σαφής φέτος, εκφράζεται στο επίπεδο του κράτους και των θεσμών του, που αναπαράγουν και διαιωνίζουν τον βαθιά πατριαρχικό τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας. Πρακτικά, οι θεσμοί του αστικού κράτους όπως η αστυνομία και οι δικαστικές αρχές, φαίνεται πως πάντα στέκονται με τον -συνήθως- προνομιούχο, λευκό, cis, straight άντρα και ποτέ με το καταπιεζόμενο ή επιζών. Ενδεικτικά, είδαμε αστυνομικούς να βιάζουν μέσα στο ΑΤ Ομόνοιας, εισαγγελείς να προτείνουν την αθώωση βιαστών και δικαστήρια να ρίχνουν στα μαλακά ισχυρούς και διαπλεκόμενους άντρες βιαστές και μαστρωπούς.  Στην περίπτωση της 19χρονης στην Ηλιουπολη, όλοι οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν με εξαίρεση έναν, ο οποίος πολύ περισσότερο καταδικάστηκε λόγω της καταγωγής του με ρατσιστικά κίνητρα, παρά του εγκλήματος που διέπραξε. Παράλληλα, οι γυναικοκτονίες αυξάνονται, ενώ οι γυναικοκτόνοι κανονικοποιούν το έγκλημά τους ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες Μπαλάσκα, κερδίζοντας την προνομιακή μεταχείριση από την αστική δικαιοσύνη. Η κυβέρνηση, από την άλλη, ενώ συγκαλύπτει κυκλώματα trafficking, προσπαθεί να επωφεληθεί από το γεγονός ότι, πλέον, τα φεμινιστικά αιτήματα αντηχούν όλο και περισσότερο και τη βλέπουμε, έτσι, να νομοθετεί χρησιμοποιώντας ένα δήθεν προοδευτικό προσωπείο – υποτίθεται – υπέρ τέτοιων αιτημάτων (βλ. πρόγραμμα μαστογραφίας «Φώφη Γεννηματά», που στην πραγματικότητα αύξανε το όριο ηλικίας για δωρεάν μαστογραφία), στην ουσία, όμως, λειτουργεί οδηγώντας το κράτος και τους θεσμούς του ακόμη πιο πίσω, με τη θέσπιση της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας για παράδειγμα, που κλείνει το μάτι στους κακοποιητές- οικογενειάρχες και φυσικά με επιθέσεις των ΜΑΤ σε φεμινιστικές πορείες. Όλες οι φεμινιστικές κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος  χτυπήθηκαν βίαια από την αστυνομία, είτε αυτές λάμβαναν χώρο στο πεδίο του δρόμου, είτε έξω από δικαστικές αίθουσες.

Όσον αφορά τις κουήρ διεκδικήσεις, ενώ η κυβέρνηση προτάσσει συχνά ένα ξεπληματικό νεοφιλελεύθερο προσωπείο αποδοχής της διαφορετικότητας, στην πραγματικότητα κρατάει ενεργά πίσω την κοινότητα. Όχι μόνο δεν πραγματοποίησε ποτέ την “Εθνική Στρατηγική για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+” που είχε προκηρύξει, για την οποία φυσικά δεν είχαμε αυταπάτες ότι θα πετύχαινε κάτι πέραν κάποιων νομικών διευκολύνσεων, αλλά τάχθηκε ανοιχτά ενάντια σε αιτήματα όπως αυτά στο γάμο και την τεκνοθεσία, για τα οποία σύμφωνα με τον πρωθυπουργό ο λαός δεν είναι έτοιμος. Ακόμη, πριν λίγες μέρες το Υπουργείο Υγείας απέκλεισε την δυνατότητα συνταγογράφησης σκευάσματος blocker ορμονών, που αποτελεί το βασικό σκεύος ορμονών μαζί με την χορήγηση Οιστρογόνων ή Τεστοστερόνης για τα τρανς άτομα που βρίσκονται σε ορμονοληψία. Το εν λόγω σκεύασμα χωρίς συνταγή κοστίζει 190 ευρώ ανά τρίμηνο, και η μη χορήγηση του ή η χορήγηση παρόμοιου σκευάσματος θέτει σε κίνδυνο τόσο την σωματική όσο και την ψυχική υγεία των τρανς υποκειμένων. Γίνεται φανερή, λοιπόν, η αδιαφορία και η τρανσφοβική πολιτική του κράτους, το οποίο δυσχεραίνει για ακόμη μία φορά την πρόσβαση στο σύστημα υγείας για τα τρανς υποκείμενα.

Η διαρκής περιστολή του κοινωνικού κράτους, μεταθέτει στους ώμους των γυναικών το βάρος της κοινωνικής αναπαραγωγής, παγιοποιώντας τον ρόλο τους ως μητέρες και φροντήστριες των παιδιών ελλείψει παιδικών σταθμών και βρεφοκομείων, των αρρώστων ελλείψει νοσοκομείων, των ηλικιωμένων ελλείψη γηροκομείων κλπ. Παράλληλα, παρά τις υποκριτικές δηλώσεις διαφόρων, είτε δεν υπάρχουν, είτε υπολειτουργούν όλες οι δομές πρόληψης και προστασίας των θυμάτων σεξιστικής βίας (κεντρα οικογενειακού προγραμματισμού, γραμμές στήριξης, δομές φιλοξενίας, μονάδες υποστήριξης).

Βλέπουμε ότι η επίθεση σε έμφυλα υποκείμενα τόσο στη δημόσια σφαίρα, όσο και στην ιδιωτική (βλ. ενδοοικογενειακή βία, γυναικοκτονίες) αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητας.  Η δυνατή παρουσία του φεμινιστικού κινήματος σε κάθε εκδίκαση έμφυλων υποθεσεων κατόρθωσε να εκθεσει την αστική πατριαρχική δικαιοσύνη που σε κάθε περίπτωση έριχνε τους κακοποιητές στα μαλακά. Οι συνεχείς αγώνες του φεμινιστικού κινήματος κατοχυρώνουν όλο και περισσότερο χώρο σε θηλυκότητες να μιλάνε, και μονάχα στους αγώνες αυτούς μπορεί να χρεωθεί το ότι γίνονται όλο και περισσότερες καταγγελίες, ενώ οι φεμινιστικές διεκδικήσεις ακούγονται πλέον στο δημόσιο διάλογο, ο οποίος σταδιακά μετατοπίζεται, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την επικράτηση του όρου “γυναικοκτονία” στα Μ.Μ.Ε. Μαζικές φεμινιστικές πορείες του προηγούμενου διαστήματος, στις οποίες συμμετείχαν και οι Φ.Σ. μας, δίνουν το στίγμα για την προοπτική ενός αγώνα που μπορεί να δοθεί στους δρόμους, ενός αγώνα για την έμφυλη χειραφέτηση σε διαπλοκή με την εξάλειψη κάθε καταπίεσης.

Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα περιστατικά έμφυλης βίας δεν περιοριορίζονται σε συγκεκριμένους χώρους ή άτομα που αντιπροσωπεύουν την νεοφιλελεύθερη αφήγηση. Ο σεξισμός και η όμοτρανσφοβία εντοπίζονται σε όλους τους χώρους, ανάμεσα σε αυτούς και οι κινηματικοί, οι οποίοι αν και ιεραρχούν θεωρητικά το έμφυλο, αυτό δεν γίνεται πάντα πράξη.

Περιβαλλοντικό- Κλιματική κρίση:

Οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος είναι ορατές καθημερινά (βλ. αύξηση ακραίων καιρικών φαινομένων, ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες) και οι προβλέψεις για το άμεσο μέλλον γίνονται όλο και πιο δυσοίωνες. Οι πραγματικοί υπαίτιοι της κλιματικής κρίσης δεν είναι τα άτομα, που “δεν έχουν περιβαλλοντική συνείδηση” αλλά ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και το κεφάλαιο το οποίο αντιμετωπίζει την φύση ως αστείρευτη πηγή πόρων προς το δικό του συμφέρον. Παρόλο που οι ισχυροί ευθύνονται σε μεγαλύτερο βαθμό για αυτή την κατάσταση, τα λαϊκά στρώματα είναι εκείνα που αναγκάζονται να πληρώσουν το τίμημα της κλιματικής κρίσης (πχ ρύπανση εργατικών επαρχιακών περιοχών, κλιματικοί πρόσφυγες).

Ωστόσο, η αληθινή ανάγκη για πράσινη μετάβαση, έγινε αντιληπτή για το κεφάλαιο ως μια ακόμη ευκαιρία υπερσυσσώρευσης κέρδους. Από τη μια οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις για τις ΑΠΕ που απαξιώνουν τις περιβαλλοντικές μελέτες και ανοίγουν τον δρόμο για την καταστροφή φυσικών οικοτόπων και από την άλλη το χρηματιστήριο ενέργειας οδηγεί μόνο στην αισχροκέρδεια των «πράσινων επιχειρηματιών» εις βάρος της φύσης και χωρίς να δίνουν ουσιαστικές λύσεις στην κλιματική κρίση. 

Κόντρα στον ανθρωποκεντρικό και καπιταλιστικό τρόπο διαχείρισης του περιβάλλοντος, εμείς αγωνιζόμαστε για μια ριζικά διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας με γνώμονα την ενεργειακή δικαιοσύνη και την προστασία της φύσης. 

Βουλευτικές εκλογές:

Με τις βουλευτικές εκλογές να ορίζονται για τις 9 Απρίλη, έχει ανοίξει, όπως αναμενόταν, ευρύτερα στην κοινωνία ένας προεκλογικός διάλογος. Αξίζει, όμως, να παρατηρηθεί ποιοι είναι οι όροι με τους οποίους αυτός διεξάγεται. Εν πολλοίς λόγω της απουσίας ουδέτερης και πραγματικής ενημέρωσης και της βαθιάς εμπέδωσης του δόγματος ΤΙΝΑ, οι εκλογές φαίνεται να συζητούνται σε ένα αυστηρά ορισμένο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ. Ένα δίπολο που συχνά μεταφράζεται σε διαφορετικές εκφράσεις ανάλογα με το προσωπείο που επιλέγει να προωθήσει καθένα από τα δυο αυτα αστικά κόμματα (προοδευτική-συντηρητικη κυβέρνηση, σταθερότητα ή μη κ.ο.κ.).

Μέσα σε αυτή τη λογική, η προεκλογική συζήτηση φαίνεται να εγκλωβίζεται σε μια σκανδαλοθηρία με την κάθε πλευρά του ψευτοδιπόλου να προσπαθεί να “ξεσκεπάσει” τα -πραγματικά εγκληματικά- σκάνδαλα της άλλης. Ενώ ταυτόχρονα, οι ιδιες οι εκλογές φαίνεται να μεταφράζονται σε εκλογές προσώπων αφού, με την απουσία ουσιαστικών διαφόρων μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, πολύς κόσμος φαίνεται να στρατεύεται πίσω από ορισμένους εκπροσώπους (αρχηγοί κομμάτων, πρόσωπα με πιο έντονο/επιθετικό λόγο κτλ) και να ψηφίζουν αυτούς αντί για την συνολική τοποθέτηση του εκάστοτε εκλογικού σχηματισμού.

Φυσικά, μόνο αδιάφορο δεν μπορεί να είναι για τον δημόσιο λόγο όταν μέλη του κυβερνώντος κόμματος και της κυβέρνησης εμπλέκονται διαρκώς σε σκάνδαλα, είτε σχετικά με τη διαφθορά και κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, είτε σχετικά με την αντιδημοκρατική κατεύθυνση που ακολουθεί σταθερά η κυβέρνηση. Ωστόσο, οφείλουν αυτά να αποτελούν αφορμή για μια αντιπαράθεση και ζύμωση πάνω στα πραγματικά πολιτικά επίδικα που θα έκανε πολύ εύκολα αντιληπτό πως αυτό το δίλημμα ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ είναι πραγματικα κενό περιεχομένου.

Από την μία, η κυβέρνηση της ΝΔ τα τελευταία 4 χρόνια, έχει φέρει μια σειρά από αντιλαϊκούς νόμους, στοχεύοντας ξεκάθαρα στο να χτυπήσει τα κατώτερα στρώματα, αλλά κι εκείνους που προσπαθούν να αγωνιστούν και να αντιδράσουν. Η ίδια η διακυβέρνηση της αποτελεί μια τομή στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, με την νεοφιλελεύθερη επίθεση που έφερε σε όλα τα μέτωπα να είναι άνευ προηγουμένου. Από την επίθεση στο δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο και το άσυλο μέχρι την σκληρή καταστολή σε διάφορες περιόδους η ΝΔ έχει κάνει πολλές φορές ξεκάθαρο, ότι θα προσπαθήσει να καταστείλει καθε αντίδραση και να επιβάλει το δόγμα του φόβου.

Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, στοχευμένα θέτει στο στόχαστρο τη νεολαία, που είναι εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας που πρωτοστατεί στις αντιδράσεις και τα κινήματα. Η αυταρχικοποίηση του κοινωνικού σχηματισμού, που επιχειρείται, θα βρει αντιστάσεις κυρίως από την αγωνιζόμενη φοιτητιώσα νεολαία. Αυτό φάνηκε, ήδη, και από τα αποτελέσματα των φετινών φοιτητικών εκλογών, όπου σε πολλές σχολές η κυβερνητική νεολαία – ΔΑΠ ΝΔΦΚ έχασε την αυτοδυναμία της, με το κόσμο των σχολών να δείχνει κάποια αντανακλαστικά, απέναντι στην αυταρχικοποίηση τόσο των πανεπιστημίων όσο και γενικά.

Επιπλέον, έχει δοθεί όλο αυτό το διάστημα, άσυλο σε τραπεζίτες και μεγαλοεπιχειρηματίες να δρουν ανεξέλεγκτα και να κερδοσκοπούν στις πλάτες της εργατικής τάξης. Χαρακτηριστικά είναι τα πρόσφατα γεγονότα με τους πλειστηριασμούς πρώτων κατοικιών ανθρώπων που είχαν ακόμα και λίγα χρέη και που η κυβέρνηση, οι τράπεζες και τα funds, δεν θα δίσταζαν να τους αφήσουν στον δρόμο για το κέρδος. Σε όλα αυτά, έρχεται να προστεθεί και η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου που επιτρέπει στα funds να προβαίνουν σε πλειστηριασμούς, επιτρέποντας έτσι τον άμεσο πλειστηριασμό χιλιάδων κατοικιών.

Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, δεν προχώρησε σε εκείνες τις ανατρεπτικές τομές που θα απέβαιναν υπέρ των καταπιεσμένων, του κόσμου της εργασίας, των προσφυγισσών κ.ο.κ., αλλά εφάρμοσε σε μεγάλο βαθμό μία πολιτική ατζέντα αστικού κόμματος. Η οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε στη βάση των μνημονίων και της αναστροφής του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, συμβάδιζε με τις επιταγές της ΕΕ και του ΔΝΤ, ενώ, στο κοινωνικό πεδίο, ο ΣΥΡΙΖΑ θέσπισε τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, διατήρησε τα προσφυγικά camps, αυξάνοντας τις ροές προς αυτά, δεν κατάφερε τη ριζική αναδιάρθρωση του κατασταλτικού μηχανισμού της αστυνομίας, η οποία και επί διακυβέρνησής του εκκένωσε καταλήψεις και κατέστειλε στον δρόμο φοιτητές και συνταξιούχους. Ακόμη, το χρηματιστήριο ενέργειας, με τον καθοριστικό ρόλο που αυτό παίζει αυτή τη στιγμή στην κατακόρυφη αύξηση των τιμών και την επιβάρυνση των κατώτερων στρωμάτων αποτέλεσε “καινοτομία” της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Την απάντηση στην κυβέρνηση της ΝΔ και κάθε άλλη αστική κυβέρνηση, δίνει καθημερινά το κίνημα στον δρόμο και στις διαδικασίες του. Μέσα από τις μεγάλες διαδηλώσεις των καλλιτεχνών, από την οργάνωση, τον παλμό και την μαζικότητα του φεμινιστικού κινήματος, μέσα από τους Φοιτητικούς Συλλόγους και τις νίκες των φοιτητριών απέναντι στους νόμους της Κεραμέως, αλλά και μέσα από τις μεγάλες νίκες των εργαζομένων και την συλλογική πάλη μέσα από τα σωματεία του (βλ. Cosco, e – food, Μαλαματίνα).

Οι απαντήσεις, και ενόψει των βουλευτικών εκλογών, πρέπει να δοθούν για ακόμα μια φορά από το ίδιο το κίνημα, στον δρόμο, απέναντι στις αντιλαϊκές πολιτικές των αστικών κυβερνήσεων.

Η επίθεση στο Πανεπιστήμιο:

Οι ηλεκτρονικές εκλογές:

Το καλοκαίρι του 2022, η κυβέρνηση της ΝΔ, σε μια κατεύθυνση αποπολιτικοποίησης των σχολών και απονέκρωσης των φωνών συλλογικής διεκδίκησης, εξαπέλυσε άλλη μια επίθεση στους Φοιτητικούς Συλλόγους, με την ψήφιση του νόμου – πλαισίου για την εκπαίδευση, που προβλέπει τη διεξαγωγή ηλεκτρονικών εκλογών στις σχολές, για την ανάδειξη εκπροσώπων στα όργανα διοίκησης των Ιδρυμάτων. Πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων, πρυτάνεις, εγκάθετοι της κυβέρνησης, (βλ. Μπουντουβής, Λαγουδάκης κ.ά.) εξήγγειλαν ηλεκτρονικές εκλογές σε σχολές του ΕΜΠ, της ΑΣΟΕΕ, καθώς και στο Πολυτεχνείο της Κρήτης. Το κράτος, έτσι, προσπαθεί να παρέμβει στα όργανα των φοιτητριών, τα οποία εδώ και χρόνια λειτουργούν ανεξάρτητα από τις επιταγές αυτού και μπορούν να χαράξουν μια πορεία εναντίωσης στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση. Οι ηλεκτρονικές εκλογές με ενιαία ψηφοδέλτια κινούνται σε μία κατεύθυνση αποπολιτικοποίησης και απονομιμοποίησης των Συλλόγων, των οργάνων τους και του φοιτητικού συνδικαλισμού, εν γένει. Η μεν αφορά στο γεγονός ότι οι υποψήφιες των ενιαίων ψηφοδελτίων θα αποτελούν ατομικότητες, οι οποίες δε φέρουν συγκεκριμένο πολιτικό πλάνο για το πανεπιστήμιο, κάτι που προωθεί ένα κλίμα εξατομίκευσης και αποσυλλογικοποίησης της πολιτικής δράσης, καθώς και στο ότι ο ηλεκτρονικός χαρακτήρας θα αποκόπτει από τη διαδικασία αυτή την οποιαδήποτε πολιτική ζύμωση. Η δε εντάσσεται στο πλαίσιο της συνολικής επίθεσης απέναντι στη δράση των Συλλόγων, μιας δράσης που μπορεί να γίνει ριζοσπαστική και ανατρεπτική με την παρέμβαση της αριστεράς σε αυτούς. Μέσω της δημιουργίας αυτής της “παράλληλης” στους ΦΣ, δομής που θα προκύπτει από τις ηλεκτρονικές εκλογές,  αποδυναμώνονται τα όργανα των Φοιτητικών Συλλόγων -καθώς θεσμικά δεν θα έχουν την δυνατότητα παρέμβασης στα όργανα της διοίκησης-, ενισχύεται το αφήγημα των εκλογών “νοθείας και ανομίας” των ΦΣ και κεφαλαιοποιείται η απονομιμοποίηση του φοιτητικού συνδικαλισμού που ξεκίνησε με την επίθεση στις συνδικαλιστικές ελευθερίες του νόμου Κεραμέως Χρυσοχοΐδη.

Συγκεκριμένα στην Αθήνα, οι προσπάθειες για την διεξαγωγή ηλεκτρονικών εκλογών σε ΕΜΠ, ΑΣΟΕΕ, κ.ο.κ, απέτυχαν παταγωδώς, δείχνοντας την έλλειψη κάθε νομιμοποίησης της διαδικασίας αυτής στις συνειδήσεις των φοιτητών, και την αποτυχία της τελευταίας προσπάθειας της κυβέρνησης να εφαρμόσει προεκλογικά αποσπασματικές πτυχές των χωρίς κανένα έρεισμα αντιδραστικών νόμων της. Υπήρξαν τμήματα όπου δεν συγκροτήθηκαν καν εφορευτικές επιτροπές αλλά ούτε και – όπου ολοκληρώθηκαν – τα υποψήφια άτομα ήταν σε άμεση επικοινωνία και σύνδεση με τους πρυτάνεις και κοσμήτορες. Στην ανάδειξη αυτού του βαθιά αντιδημοκρατικού, έκθετου σε νοθείες μέτρου πρωτοστάτησαν τόσο οι Φοιτητικοί Σύλλογοι που σε κάποιες περιπτώσεις μπλόκαραν στην πράξη τα σχέδια της κυβέρνησης. Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε ωστόσο και το γενικότερο κλίμα αποπολιτικοποίησης των συλλόγων και αποχής που ναι μεν βοήθησε στο μπλοκάρισμα του μέτρου όχι όμως με πολιτικά κριτήρια τα οποία μπορούν να μετουσιωθούν στην μαζικοποίηση των συλλογικών διαδικασιών και στην υποστήριξη των οργάνων των ΦΣ, κάτι που αποτιμούμε αρνητικά.

Η νεοφιλελεύθερη επίθεση στο Πανεπιστήμιο:

Μετά από τρία χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ, έχει γίνει κατανοητή η στάση που έχει απέναντι στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, επαναφέροντας νομοθετικές διατάξεις που δεν κατάφεραν να εφαρμοστούν τα προηγούμενα χρόνια, προχωρώντας σε μια πλήρως νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση, η οποία πηγάζει τόσο από τις επιταγές της Ε.Ε. στην κατεύθυνση που έχει θέσει η συνθήκη της Μπολόνια, όσο και από τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού πανεπιστημίου και τις ρεβανσιστικές προθέσεις της δεξιάς στην Ελλάδα. Αδιαφορώντας για την περίοδο στην οποία βρισκόμαστε και τις ανάγκες των πανεπιστημίων μας στο σήμερα, η κυβέρνηση επιχειρεί έναν αγώνα δρόμου με απανωτά νομοθετήματα,  προσπαθώντας να μιμηθεί τις κινήσεις που έκαναν τα κράτη της Ε.Ε. τις προηγούμενες δεκαετίες, να άρει τα μεταπολιτευτικά κεκτημένα του φοιτητικού κινήματος, να αλλάξει το μοντέλο φοιτητή μέσω της εντατικοποίησης και της πειθάρχησης, να θέσει τα πανεπιστήμια σε μία νεοφιλελεύθερη τροχιά, με ό,τι αυτό σημαίνει για τη διοίκηση, την παραγόμενη έρευνα και την παρεχόμενη γνώση.

Παρατηρούμε ότι οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια ευθυγραμμίζονται με τις επιταγές της συνθήκης της Μπολόνια. Αυτό σημαίνει πως επιχειρείται το σπάσιμο του κύκλου σπουδών σε 3+2 έτη (τα 3 έτη με μια πιο γενική γνώση και 2 έτη εξειδίκευση), με μείωση των μαθημάτων και συμπύκνωση των υλών και άρα μειωμένη αντίληψη του ευρύτερου γνωστικού αντικειμένου. Παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο διασπώνται τα επαγγελματικά δικαιώματα με χαρακτηριστικό παράδειγμα την απόσπαση της διδακτικής επάρκειας από τις καθηγητικές σχολές, όπως προβλέπεται και με το νόμο πλαίσιο που ψηφίστηκε το καλοκαίρι, με αποτέλεσμα οι φοιτητές και οι φοιτήτριες να αναγκάζονται σε ένα αέναο κυνήγι προσόντων και εξειδίκευσης για να μπορέσουν να κατοχυρώσουν τα δικαιώματα αυτά και να εργαστούν. Το κυνήγι αυτό εξαναγκάζει τους απόφοιτους σε μεταπτυχιακά, σεμινάρια και προγράμματα επανακατάρτισης, συχνά επί πληρωμή. Στην Ελλάδα, ακόμη και αν δεν έχουν σπάσει οι κύκλοι σπουδών παρατηρούμε σε αυτή την κατεύθυνση να κινούνται οι διοικήσεις των σχολών ξεκινώντας με την αλλαγή των προγραμμάτων σπουδών και την προσαρμογή τους στα πρότυπα της συνθήκης της Μπολόνια. Την ίδια στιγμή σε πολλά επαγγέλματα (βλ. καθηγητικές σχολές) έχει γίνει απαραίτητη η συλλογή προσόντων για την απόκτηση εργασίας, αλλά και η παρακολούθηση ενός τουλάχιστον μεταπτυχιακού προγράμματος.

Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι συγχωνεύσεις και το κλείσιμο τμημάτων όπως βλέπουμε με τη θέσπιση της ΕΒΕ και με τον νόμο με την αξιολόγηση των ιδρυμάτων.  Χαρακτηριστική είναι η επιμονή του Υπουργείου στην εξαγγελία για συγχώνευση των ξενόγλωσσων τμημάτων  χωρίς κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα. Πάγια στόχευση, η οποία διαφαίνεται από μια σειρά από νόμους είναι να ελαχιστοποιηθούν τα μη οικονομικώς ανταποδοτικά τμήματα και οι απόφοιτοι λυκείου να οδηγούνται είτε σε ιδιωτικά κολλέγια είτε σε σχολές χαμηλής ειδίκευσης. Με αυτό το τρόπο θα μπορεί να υπάρχει ένα δυναμικό νέων ανειδίκευτων ή χαμηλής ειδίκευσης εργαζομένων που δεν θα καθυστερεί να βγει στην αγορά εργασίας.

Μια ακόμη χαρακτηριστική στόχευση των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων όσον αφορά τα πανεπιστήμια είναι η υποβάθμιση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του πανεπιστημίου. Είναι πάγια θέση της ΝΔ, εξάλλου, η κατάργηση του άρθρου 16. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι το κράτος επιδιώκει την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, τα οποία θα βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τα δημόσια. Το κράτος επιθυμεί να παραμείνει ο κύριος ρυθμιστής της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά προσπαθεί σιγά σιγά να απομακρυνθεί  από την χρηματοδότηση των πανεπιστημίων. Αυτό εξαναγκάζει τα πανεπιστήμια να στρέφονται σε άλλες μορφές χρηματοδότησης, αφενός από το ιδιωτικό κεφάλαιο και αφετέρου από τους ίδιους τους φοιτητές, μέσω της αυτοχρηματοδότησης.

Την ίδια στιγμή, σε επίπεδο διοίκησης, με ψηφισμένο νόμο, επαναφέρεται η κουβέντα για τα προβληματικά Συμβούλια Ιδρυμάτων, στα οποία θα συμμετέχουν και εξωπανεπιστημιακά μέλη, παράγοντες της οικονομικής ζωής της χώρας τα οποία ήδη έχουν αρχίσει να συγκροτούνται. Οι εκλογές για αυτά τα Συμβούλια, που θα οδηγήσουν τόσο στην αυταρχικοποίηση της διοίκησης των παν/μίων όσο και στην σύνδεση της λειτουργίας αυτών με επιχειρηματικά συμφέροντα έχουν ήδη εξαγγελθεί σε πολλά ιδρύματα της χώρας.  Ακόμα, πρόσφατα ανακοινώθηκε το πρώτο επαγγελματικό μεταπτυχιακό στο ΕΜΠ από την ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ η οποία εκμεταλλευόμενη την χρόνια υποχρηματοδότηση και τις ελλείψεις του ιδρύματος στήνει ένα μεταπτυχιακό για την εκπαίδευση φοιτητών έτοιμων για την εργασία σε αυτή. Η συνολική εικόνα είναι ότι το πανεπιστήμιο μετατρέπεται σε ένα χώρο εκπαίδευσης επισφαλών εργαζομένων με ενδιαφέροντα και γνώσεις συμβατές με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου.

Οι παραπάνω επιδιώξεις πάντα έβρισκαν ως εμπόδιο το φοιτητικό κίνημα καθώς το ελληνικό πανεπιστήμιο, λόγω της παρακαταθήκης του αντιδικτατορικού αγώνα, ανέκαθεν αποτελούσε έναν ζωντανό πολιτικό χώρο. Έναν χώρο που η συνδικαλιστική δράση ήταν κατοχυρωμένη και μπορούσε να πολιτικοποιεί τις συνειδήσεις των φοιτητριών και να προκαλεί ρωγμές στις κυβερνητικές πολιτικές. Γι’ αυτόν το λόγο η ΝΔ με το νόμο ΚΧ προσπάθησε να εξαλείψει πλήρως αυτή τη φύση του πανεπιστημίου, με χαρακτηριστικότερα μέτρα αυτά της ΟΠΠΙ και των πειθαρχικών. Ο νόμος Κ-Χ κατά κύριο ρόλο έρχεται να εντείνει τον ιδεολογικό χαρακτήρα του πανεπιστημίου και να μετατρέψει το πανεπιστήμιο σε ένα στείρο εκπαιδευτήριο.

Νίκες του Φοιτητικού Κινήματος

Παρά την ολομέτωπη επίθεση της κυβέρνησης στο φοιτητικό κίνημα και τον φοιτητικό συνδικαλισμό, εν γένει, καθόλη τη διάρκεια της τετραετίας της, με την κατάργηση του ασύλου, το νόμο για την αξιολόγηση, τον νόμο ΚΧ, τον νέο νόμο – πλαίσιο, κ.ά., παρατηρούμε ότι οι επιθέσεις αυτές καθώς και πολλές αναγγελίες της πέφτουν στο κενό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αποτροπή της εισόδου της ΟΠΠΙ εντός των πανεπιστημιακών χώρων, όπου μετά από μια σειρά χρονικών καθυστερήσεων στην εφαρμογή του μέτρου αυτού, όταν η κυβέρνηση επιχείρησε να το εφαρμόσει, οι φοιτήτριες και οι φοιτητές ήταν εκεί και εμπόδισαν στην πράξη την εφαρμογή του. Σύσσωμη η ακαδημαϊκή κοινότητα, βρισκόταν καθημερινά στις πύλες πολλών ιδρυμάτων της χώρας (ΕΚΠΑ, ΕΜΠ, ΑΠΘ). Το φοιτητικό κίνημα, έτσι, μετά από τις πιέσεις που άσκησε και τον αγώνα που έδωσε και έδινε από την πρώτη στιγμή αναγγελίας του νομοσχεδίου – τότε – Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη, πέτυχε την απόσυρση της πανεπιστημιακής αστυνομίας από τα ιδρύματα και τη μη επανεμφάνιση της από τότε. Ο ίδιος αγωνας, φυσικά, είχε τα αντίστοιχα αποτελέσματα σε σχέση και με τις μπάρες εισόδου και το σύστημα ελέγχου στις σχολές, που ποτέ δεν τοποθετήθηκε ούτε και εφαρμόστηκε.

Η κυβέρνηση, βλέποντας τον αγώνα του φοιτητικού κινήματος, που εμποδίζει τα σχέδια της για τα πανεπιστήμια, προχώρησε πέρυσι το καλοκαίρι, σε συνέχεια των πειθαρχικών διώξεων που είχε αποπειραθεί να επιβάλλει η διοίκηση του Πολυτεχνείου Κρήτης σε συνδικαλιστές, σε ποινική δίωξη των ίδιων και κάποιων ακόμη φοιτητών. Η αυταρχική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με την ποινική αυτή δίωξη, βάφτισε τις κινητοποιήσεις, που καθημερινά πραγματοποιούν οι ΦΣ και μέσα από αυτές πετυχαίνουν νίκες, ως ομηρία. Η στόχευση ήταν ξεκάθαρη, αλλά το φοιτητικό κίνημα τόσο στα Χανιά όσο και πανελλαδικά έδωσε και συνεχίζει να δίνει μια ξεκάθαρη απάντηση, με αποτέλεσμα οι διαδικασίες που είχαν εκκινηθεί, να έχουν παγώσει.

Το φοιτητικό κίνημα ανά τα χρόνια μέσα από τους αγώνες του έχει καταφέρει να θέσει αναχώματα στις εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις και σε πτυχές νομοθετημάτων που έρχονταν να πλήξουν το δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, αλλά και να θέσει ένα αντιπρόταγμα συλλογικής διεκδίκησης μέσα στις σχολές και την κοινωνία. Σε αυτή την κατεύθυνση, χρειάζεται να κινηθεί το φοιτητικό κίνημα και στις επόμενες προκλήσεις που θα τεθούν ή έχουν τεθεί, με γνώμονα τη θωράκιση των Φοιτητικών μας Συλλόγων και τη συλλογική προάσπιση των αναγκών των φοιτητριών.

Η καθημερινότητα της φοιτήτριας:

Η εικόνα που αντικρίζει η φοιτήτρια μόλις μπαίνει στο πανεπιστήμιο δεν είναι ανάλογη με αυτή που της έχει υποσχεθεί από τον περίγυρο της. Το όνειρο για μια ωραία φοιτητική ζωή καταρρίπτεται από πολύ νωρίς στις σπουδές της.

Η καθημερινότητα του φοιτητή αποτελείται από ένα αέναο κυνήγι μαθημάτων το οποίο προκαλεί ένα διαρκές άγχος. Υπέρογκες ύλες μαθημάτων, φόρτος εργασιών, μαθήματα προαπαιτούμενα και μαζικά κοψίματα, συνοδευόμενα με το φόβο της διαγραφής, συνθέτουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο φοίτησης που οδηγεί στην ολοένα και μεγαλύτερη εντατικοποίηση της φοιτητικής καθημερινότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έχει εντυπωθεί στις φοιτήτριες ο ατομικός δρόμος, αντίληψη που τις απωθεί από τις συλλογικές διαδικασίες και οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Η εμπέδωση του νεοφιλελεύθερου αφηγήματος στις συνειδήσεις των φοιτητών, τόσο μέσω της εντατικοποίησης, όσο και της αριστείας οδηγούν τις φοιτήτριες στον καριερισμό(με εξαίρεση τις καθηγητικές σχολές λόγω μορίων), δηλαδή σε μία συνεχή επέκταση του βιογραφικού με πιστοποιήσεις, βαθμούς και προϋπηρεσία. Επομένως, το πρόταγμα μας για μια συλλογική ζωη και διεκδίκηση μέσα στο πανεπιστήμιο έρχεται σε αντίθεση με αυτό που πιστεύουν οι ίδιοι. Αυτή, λοιπόν, είναι μια μάχη που πρέπει να δοθεί και σε επίπεδο συνειδήσεων.

Φυσικά, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι λόγω της οικονομικής κρίσης και της τρομακτικής ακρίβειας σε βασικά αγαθά οι φοιτήτριες αναγκάζονται ολοένα και περισσότερο να εργάζονται παράλληλα με τις σπουδές τους για να τα βγάλουν πέρα. Ταυτόχρονα, βλέπουμε ότι οι φοιτητικές παροχές απουσιάζουν, αφού δεν υπάρχει δωρεάν στέγαση και σίτιση, ενώ οι φοιτητικές εστίες δεν καλύπτουν επουδενί τα φοιτητά που τις έχουν ανάγκη, την ώρα, μάλιστα, που βρίσκονται σε κακή κατάσταση. Η απουσία φοιτητικής μέριμνας μειώνει κατακόρυφα το επίπεδο ζωής των φοιτητών και στερεί σε πολλές περιπτώσεις την δυνατότητα ταξικά πληττόμενων φοιτητών να σπουδάσουν (βλ. παντελής έλλειψη εστιών πχ ΔΠΘ στην Αλεξανδρούπολη, Πάντειο). Το γεγονός αυτό δημιουργεί ακόμη περισσότερο άγχος και πίεση στους φοιτητές με τη συντριπτική πλειονότητα να αναγκάζεται να δουλέψει, αποκλειόμενοι έτσι από την εκπαιδευτική διαδικασία, τις περισσότερες φορές κάτω από συνθήκες εργασιακής επισφάλειας και ανασφάλιστα. Γενικότερα, η σύγχρονη εργασιακή καθημερινότητα που έχει να αντιμετωπίσει μία φοιτήτρια – εργαζόμενη που αναλαμβάνει δουλειές του μεροκάματου σε συνδυασμό με τον αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη κάνουν την εκμετάλλευσή της ευκολότερη, καθώς οι συμβάσεις εργασίας (όπου υπάρχουν) είναι ατομικές και οι συνδικαλιστικές ελευθερίες περιορισμένες.  Όλα αυτά καθιστούν την απόκτηση πτυχίου έναν δύσκολο αγώνα δρόμου.

Ωστόσο, το σύγχρονο φοιτητικό υποκείμενο δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτό ώς κάτι μονοδιάστατο και απαραίτητα απολίτικο. Η καθημερινή τριβή με προοδευτικό ειδησεογραφικό ή/και θεωρητικό περιεχόμενο στα social media, έχει ως αποτέλεσμα την διαμόρφωση τουλάχιστον μιας στοιχειώδους ριζοσπαστικής αντίληψης για την σημερινή πραγματικότητα, ειδικά όσον αφορά τα κοινωνικά κινήματα. Η κριτική απέναντι στον καπιταλισμό ή έστω την αντιδημοκρατική τροπή της κυβέρνησης δεν αποτελεί ξένο τόπο για το υποκείμενο αυτό. Εκείνο που φαίνεται να απουσιάζει από την πολιτική του συνείδηση είναι μια ανοιχτά ρηξιακή στάση απέναντι στο σύστημα, ζήτημα που τροφοδοτείται κυρίως από την βαθιά εσωτερικευμένη αντίληψη του TINA (there’s no alternative). Παρόλα αυτά, οι οξυμένες ευαισθησίες του για ορισμένα κοινωνικά προβλήματα και ο “woke” ιντερνετικός ακτιβισμός του, παρά τις προβληματικές, μπορούν να αποτελέσουν εύφορο έδαφος για ουσιαστικότερη και πιο ριζοσπαστική πολιτικοποίηση.

Η εντύπωση του ατομικού δρόμου αλλά και η επίδραση της καραντίνας και της τηλεκπαίδευσης στο φοιτητικό υποκείμενο έχει καταστήσει το πανεπιστήμιο ένα χώρο όπου ο φοιτητής πηγαίνει μόνο για τα μαθήματα του, χωρίς να το αντιλαμβάνεται ως ένα χώρο κοινωνικό. Έτσι, το πανεπιστήμιο έχει μετατραπεί σε ένα στείρο ακαδημαϊκό κέντρο αντί για ένα χώρο κοινωνικοποίησης, πολιτικοποίησης, ανταλλαγής απόψεων και ενασχόλησης με πολιτιστικές ομάδες, (βλ. πανεπιστημιακές λέσχες) των οποίων η δημιουργία και διατήρηση καθίστανται ιδιαίτερα δύσκολη με το νέο νόμο – πλαίσιο που σύσσωμα τις καταργεί.

Σχεδιασμός:

Η κατάσταση των Φοιτητικών Συλλόγων και η ανάγκη ανασυγκρότησης τους:

Τα τελευταία χρόνια, και κυρίως από το 2015 και έπειτα, η κατάσταση που επικρατεί μέσα στους Φοιτητικούς Συλλόγους έχει αλλάξει κατά πολύ. Από τότε που Φοιτητικοί Σύλλογοι αποτελούσαν συλλογικά όργανα διεκδίκησης με μαζική συμμετοχή, έχουμε φτάσει σε μία κατάσταση πλήρους απονομιμοποίησης ή και αποχής από τα όργανα τους. Στην κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει κατά κύριο λόγο η επίθεση που συντελείται από το κράτος σε αυτούς, εδώ και χρόνια, με αποκορύφωμα την προσπάθεια δημιουργίας μιας αντιπαραθετικής δομής από αυτή των Φοιτητικών Συλλόγων, όπως τους γνωρίζουμε, με τις ηλεκτρονικές εκλογές. Βέβαια, θα εθελοτυφλούσαμε εάν θεωρούσαμε ότι το παραπάνω αποτελεί το μοναδικό λόγο που έχει οδηγήσει τους ΦΣ σε αυτό το σημείο. Με την κατάσταση που τείνει να διαμορφώνεται έχουν αναδειχθεί προβλήματα ή και παθογένειες που σίγουρα υπήρχαν και παλαιότερα, αλλά,  μάλλον, αγνοούσαμε.

Οι Φοιτητικοί Σύλλογοι και τα όργανα τους, τον τελευταίο καιρό, υπολειτουργούν ή λειτουργούν με προβληματικό τρόπο. Αρχικά, με την ανάδειξη της ΠΚΣ ως πρώτης πανελλαδικά δύναμης στις τελευταίες φοιτητικές εκλογές, φαινεται η ίδια να υλοποιεί ένα πλάνο αδρανοποίησης των Φοιτητικών Συλλόγων και των διαδικασιών τους. Έχει κάνει ξεκάθαρο ότι για εκείνη ιεράρχηση  για να πάνε μπροστά οι Φοιτητικοι Σύλλογοι είναι οι αποφάσεις των ΔΣ και όχι μια υγιής διαδικασία Γενικής Συνέλευσης, μέσα στην οποία λειτουργεί με λογικές καπελώματος. Όλα αυτά, φυσικά, δεν μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η ΠΚΣ, ως μία αριστερή δύναμη, μεριμνά για τη σωστή και υγιή λειτουργία των Φοιτητικών Συλλόγων, αλλά για το ακριβώς αντίθετο. Η κατάσταση αυτή έχει προστεθεί σε έναν ήδη προβληματικό τρόπο λειτουργίας των Διοικητικών Συμβουλίων μετά την πανδημία, τον οποίο έχουμε αναγνωρίσει, με διαδικασίες που εγκλωβίζονται σε μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις, πραγματοποιούνται με πολύ κακούς όρους και συχνά με έναν υπερσυγκεντρωτισμό ή και γραφειοκρατία, καταλήγοντας να είναι πλήρως απωθητικές για το μέσο φοιτητή. Το κύριο ζήτημα που προκύπτει, βέβαια, είναι το εξής: ο κλειστός χαρακτήρας των Διοικητικών Συμβουλίων, προφανώς, αποτυγχάνει να εμπλέξει στην οποιαδήποτε συζήτηση τις φοιτήτριες, πόσω μάλλον όταν αυτά εξακολουθούν να πραγματοποιούνται σε πολλούς Συλλόγους ακόμη ηλεκτρονικά. Έτσι, επικρατεί σε μεγάλο βαθμό η αντίληψη ότι τα ΔΣ δεν προσφέρουν κάτι, διότι αφορούν αντιπαραθέσεις αριστερών δυνάμεων, που δεν αφορούν ούτε τον Φοιτητικό Σύλλογο αλλά ούτε και υλικά ζητήματα. Ακόμη, λοιπόν, και όταν πετυχαίνουμε υλικές νίκες μέσω των οργάνων των ΦΣ, αυτές δεν αναγνωρίζονται συχνά ως τέτοιες. Αυτό έχει οδηγήσει στο πιο σημαντικό πρόβλημα, που είναι εκείνο της μη πίστης στη σημασία και το ρόλο των οργάνων, αλλά και της συλλογικής διεκδίκησης.

Σε ένα γενικευμένο κλίμα απαξίωσης των οργάνων και των διαδικασιών των Φοιτητικών Συλλόγων, είναι σημαντικό να δώσουμε μάχες και να ακολουθήσουμε μια συγκεκριμένη γράμμη, ώστε οι διαδικασίες των συλλόγων μας να αποκτήσουν ξανά πνοή και να έρθει σε επαφή με αυτές και με τα όργανα ο κόσμος των συλλόγων. Επομένως, είναι σημαντικό σε πρώτη φάση να προσπαθήσουμε να εξυγιάνουμε τις διαδικασίες των ΔΣ. Βασικό προβληματικό στοιχείο, είναι η έλλειψη διαφάνειας και διάδρασης με τον κόσμο του συλλόγου. Χαρακτηριστικό είναι ότι σπάνια δημοσιεύονται οι αποφάσεις του συλλόγου καθώς και ο χρόνος και ο τόπος των συνεδριάσεων του. Το ΔΣ, ως όργανο του συλλόγου οφείλει να είναι μια διαδικασία ανοιχτή στον κόσμο του συλλόγου. Επομένως, τα σχήματα μας, πρέπει στο εξής να επιδιώξουν τις ανοιχτές διαδικασίες ΔΣ, μέσα στον χώρο των σχολών, το οποίο θα προσπαθούμε να το κοινοποιούμε στον ΦΣ. Αντίστοιχα, πρέπει να κοινοποιούνται οι αποφάσεις του συλλόγου είτε με μοιράσματα, είτε με ένα τραπεζάκι συλλόγου στο οποίο θα μπορούν να συγκεντρώνονται όλες οι αποφάσεις και οι δράσεις του ΦΣ.

Με δεδομένη λοιπόν την αποστροφή του κόσμου των συλλόγων από τις διαδικασίες του, πρέπει να προσπαθήσουμε να ενισχύσουμε τα όργανα και να φέρουμε τον κόσμο σε επαφή μαζί τους, σε μια προσπάθεια επανενεργοποίησης και ανασυγκρότησης των ΦΣ, με στόχο πάντα την μαζικοποίηση των Γενικών Συνελεύσεων.

Την ίδια στιγμή, η φυσιογνωμία και ο τρόπος με τον οποίο παρεμβαίνουν οι αριστερές δυνάμεις στην πλειοψηφία τους μέσα στις σχολές, δεν διαμορφώνει ένα κλίμα εμπιστοσύνης και προσωπικής σύνδεσης των φοιτητριών με τις συνδικαλίστριες. Η φοιτητική αριστερά και πρώτα από όλα οι δικές μας δυνάμεις, χρειάζεται να απεγκλωβιστούν από μία στείρα παρέμβαση και να ιεραρχήσουν στην καθημερινή τους παρέμβαση πολιτικές σχέσεις εμπιστοσύνης με τον κόσμο στον οποίο απευθύνονται, με ειλικρινές νοιάξιμο και φροντίδα για τα καθημερινά προβλήματα και τις ανάγκες των Συλλόγων. Έτσι, θα επανανοηματοδοθεί τόσο ο ρόλος και η χρησιμότητα της αριστεράς μέσα στους κοινωνικούς χώρους, όσο και η σημασία αλλά και η επιτυχία της συλλογικής διεκδίκησης μέσα σε αυτούς.

Σε όλα τα παραπάνω, έρχεται να προστεθεί, τέλος, και μία ακόμη διαπίστωση. Τα τελευταία χρόνια, ο χαρακτήρας των σχολών ως κοινωνικών χώρων έχει αλλάξει ή ακόμη και εξαλειφθεί. Οι φοιτήτριες, σε μεγάλο βαθμό έχουν αφομοιώσει το κυρίαρχο αφήγημα περί ατομισμού, ενώ στην πλειοψηφία τους αντιλαμβάνονται τις σχολές απλώς σαν ένα χώρο διεξαγωγής μαθημάτων. Βέβαια, ακόμη και στις περιπτώσεις που αυτό δεν ισχύει, οι ρυθμοί ζωής της νεολαίας είναι τόσο έντονοι, ενώ η κατάσταση εργασίας στα φοιτητικά χρόνια, τείνει να γίνει κανονικότητα, εξαιτίας πολλών παραγόντων. Όλα αυτά διαμορφώνουν μία κατάσταση κατά την οποία φοιτητές και φοιτήτριες βρίσκονται στις σχολές μόνο για τα «ακαδημαϊκά τους καθήκοντα» ή ακόμη χειρότερα και καθόλου. Τα προηγούμενα χρόνια, οι σχολές αποτελούσαν ζωντανούς κοινωνικούς χώρους, γεμάτους ζωή και δη συλλογική. Αυτή η διαπίστωση σε συνδυασμό με την κατάσταση που επικρατεί αναδεικνύει και το δικό μας έλλειμμα, συνολικά της αριστεράς, να διατηρήσει το χαρακτήρα των σχολών ως κοινωνικών χώρων. Η αριστερά χρειάζεται να θέσει ξανά και εμφατικά στο προσκήνιο τη σημασία της συλλογικής ζωής και μέσα στις σχολές. Προκειμένου να γίνει αυτό, είναι ανάγκη να παλεύουμε για την κάλυψη των αναγκών των φοιτητριών μέσα στο χώρο του πανεπιστημίου, από βασικές ανάγκες, όπως η σίτιση (βλ. την εξασφάλιση των δωρεάν και επαρκών παροχών φοιτητικής μέριμνας) μέχρι την ανάγκη για διασκέδαση και ψυχαγωγία (βλ. φεστιβάλ, πάρτι, κινηματογραφικές προβολές, κ.ά.), και εν τέλει να καταφέρουμε να φέρουμε τον κόσμο πίσω στους κοινωνικούς χώρους, δημιουργώντας σιγά σιγά και την ανάγκη για πολιτική κουβέντα εντός αυτών. Οι Φοιτητικοί Σύλλογοι, προκειμένου να είναι ζωντανοί, προϋποθέτουν την ύπαρξη των φοιτητριών μέσα στις σχολές, και, άρα, τη λειτουργία των σχολών ως κοινωνικών χώρων. Έτσι, αν δεν ιεραρχήσουμε το αντιπρόταγμα της συλλογικής ζωής μέσα σε αυτές, δε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε και με σωστούς όρους για την ανασυγκρότηση και τη ζωντάνια των ΦΣ και των οργάνων τους.

Στο σημείο αυτό, μιλώντας και για την (ανα)συγκρότηση των ΦΣ και τη σημασία των οργάνων τους, έχει ανοίξει ξανά μέσα στους Συλλόγους, και από δυνάμεις με τις οποίες συμπορευόμαστε, η κουβέντα για τη σημασία ύπαρξης ενός δευτεροβάθμιου οργάνου, και όσων αυτό μπορεί να προσφέρει. Εμείς, αντιλαμβανόμενες τη σημασία της σωστής λειτουργίας των οργάνων, της ύπαρξης οργανωμένων δομών αλλά και θεσμών, είμαστε θετικές στην επανασύσταση ενός δευτεροβάθμιου οργάνου, που θα μπορεί να συγκροτήσει καλύτερα τις δομές των Συλλόγων αλλά και του κινήματος.

Συγκεκριμένα, η ΕΦΕΕ θα μπορέσει να επιλύσει μια σειρά από παθογένειες που βαραίνουν χρόνια το φοιτητικό συνδικαλισμό. Η καταγραφή διαφορετικών αποτελεσμάτων στις φοιτητικές εκλογές, η καταστρατήγηση των καταστατικών των ΦΣ, η αδυναμία πανελλαδικής έκφρασης του φοιτητικού κινήματος είναι μόνο μερικά από τα πλεονεκτήματα που θα αποκομίσει το ΦΚ από μια τέτοιου  χαρακτήρα κίνηση. Σε μια περίοδο που ο αναθεωρητισμός  της κυβέρνησης έρχεται να διαλύσει θεσμικά κατοχυρωμένες διεκδικήσεις του κινήματος απέναντι στο κράτος η ίδρυση ενός πανελλαδικού οργάνου έρχεται αυτόματα σε ευθεία σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική.

 Η ανασύσταση της δευτεροβάθμιας δομής δεν είναι η αρχή και το τέλος και της  ανασυγκρότησης των ΦΣ και ούτε πρέπει να την αντιμετωπίζουμε ως μοναδική λύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε μέσα στις σχολές. Αντίθετα, χρειάζεται να παρέμβουμε στη συζήτηση που έχει ανοίξει σχετικά, έτσι ώστε να θέσουμε δικλίδες ασφαλείας στη λειτουργία αυτής της δομής, ώστε να αποφευχθούν γραφειοκρατικές λογικές. Αυτό σημαίνει την καταστατική δέσμευσή της από εχέγγυα δημοκρατικής λειτουργίας και ελέγχου από τα κάτω (πχ οι αποφάσεις της πλειοψηφίας των ΦΣ θα πρέπει να δεσμεύουν το ΚΣ). Η εξασφάλιση της συμμετοχής όλων των πολιτικών δυνάμεων που παρεμβαίνουν στους ΦΣ, καθώς και η αιρετότητα και ανακλητότητα των εκπροσώπων είναι εκ των ων ουκ άνευ για την δημοκρατική λειτουργία μίας τέτοιας δομής. Χρειάζεται, τέλος, να συμμετέχουμε στην πολιτική διαπάλη για την ψήφιση ενός προοδευτικού καταστατικού που θα περιέχει διακηρύξεις για δημόσια και δωρεάν παιδεία, ουσιαστική δημοκρατία, συλλόγους με αντιπολεμικό στίγμα, συμπεριληπτική λειτουργία στη βάση της έμφυλης χειραφέτησης κ.ο.κ.

Σε συγκυρίες έξαρσης φοιτητικού κινήματος, ωστόσο δε σημαίνει για εμάς ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου οργάνου θα αντικαθιστούν τα συντονιστικά γενικών συνελεύσεων και καταλήψεων.

Παρέμβαση της Αριστερής Ενότητας το επόμενο διάστημα:

Παρέμβαση ενόψει βουλευτικών & φοιτητικών εκλογών

Ως Αριστερή Ενότητα, αντιλαμβανόμαστε το πανεπιστήμιο ως ένα χώρο αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την κοινωνία. Για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να λείπει από την τοποθέτηση μας μία ανάλυση σχετικά με τις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές. Δεδομένης της δυσπιστίας που έχει δημιουργηθεί στην κοινωνία, όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα και τη λειτουργία των πολιτικών θεσμών, δυσπιστία η οποία έχει γίνει επικρατούσα τάση στη νεολαία, πρέπει καταρχάς, ως Αριστερή Ενότητα, να προτρέπουμε τους συμφοιτητές μας να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται ως αριστερή δύναμη, να παρέμβουμε στον πολιτικό διάλογο που θα εκτυλίσσεται και αναπόφευκτα αναζωπυρώνεται κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και να καταφέρουμε να τον στρέψουμε σε μία πραγματικά ριζοσπαστική κατεύθυνση.

Λόγω της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει το δημόσιο – δωρεάν πανεπιστήμιο αλλά και της επίθεσης που αυτό δέχεται συστηματικά από την τωρινή κυβέρνηση (νόμος ΚΧ, νόμος πλαίσιο, υποχρηματοδότηση, κ.ά.), καθώς και λόγω της συνολικότερης επίθεσης που δέχεται η κοινωνία (φτωχοποίηση, ακρίβεια, μείωση της κοινωνικής πρόνοιας, παράλυση των δημοκρατικών θεσμών κ.ο.κ.) από αυτήν, βασική αιχμή της παρέμβασης μας οφείλει να είναι η ανάδειξη της αντιδημοκρατικής και νεοφιλελεύθερης επέλασης της Νέας Δημοκρατίας που φάνηκε καταστροφική σε όλα αυτά τα επίπεδα. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να κάνουμε σαφές ότι σε αυτή τη συγκυρία μία “προοδευτική” ψήφος (ΣΥΡΙΖΑ) σίγουρα δεν μπορεί να αποτελέσει (για εμάς) μια εναλλακτική, ικανή να απαντήσει στις ανάγκες των καταπιεσμένων, των εργαζομένων, των φοιτητριών, αλλά ούτε και μία εναλλακτική απέναντι στο ενδεχόμενο επανεκλογής της Νέας Δημοκρατίας. Ενόψει των φετινών βουλευτικών εκλογών και όσων φυσικά έχουν προηγηθεί την τελευταία τετραετία ή γενικότερα, χρειάζεται να προωθήσουμε αφενός το όραμα μας για την κοινωνία, αφετέρου τα αιτήματα μας για το δημόσιο, δωρεάν & δημοκρατικό πανεπιστήμιο. Μέσω αυτού του αντιπροτάγματος, θα προσπαθήσουμε να απεμπλέξουμε τον κόσμο των Συλλόγων μας από τη λογική τόσο του ΤΙΝΑ όσο και του δικομματισμού, δείχνοντας πως όσες βρεθήκαμε στο δρόμο αγωνιζόμενες ενάντια στην καταστολή, το φασισμό, την έμφυλη βία, την ακρίβεια, υπερασπιζόμενες τα δημοκρατικά δικαιώματα, απεργώντας για καλύτερες εργασιακές συνθήκες, εμποδίζοντας τη διάλυση του δημοσίου και δωρεάν πανεπιστημίου, είμαστε ακριβώς εκείνες που μπορούν στην παρούσα συνθήκη να μετρήσουμε βήματα στα πεδία αυτά με πραγματική ανατρεπτική προοπτική. 

Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά στο πανεπιστήμιο, ως Αριστερή Ενότητα, σαφώς τασσόμαστε ενάντια στο αυταρχικό, αποστειρωμένο και εντατικοποιημένο νεοφιλελεύθερο πανεπιστήμιο των αστικών κυβερνήσεων, που προωθεί την εξατομίκευση και τους αποκλεισμούς. Φυσικά, είμαστε αντίθετες και με μια πιο “προοδευτική” για το πανεπιστήμιο αντίληψη, που καθόλου δεν επιδιώκει την αποσύνδεση αυτού από τα επιχειρηματικά συμφέροντα, την επαρκή χρηματοδότηση της εκπαίδευσης ή και το προχώρημα ριζοσπαστικών τομών στον τρόπο λειτουργίας των Ιδρυμάτων – από την ισότιμη συμμετοχή εργαζομένων, καθηγητών και φοιτητριών στη Διοίκηση έως τις δωρεάν παροχές για όλους. Για εμάς, το δίπολο αυτό που έχει στηθεί ανά τα χρόνια, αποτελεί ψευτοδίλημμα, και ως τέτοιο, αλλά και ως κεντρικός κόμβος, χρειάζεται να αναδειχθεί στην παρέμβαση μας ενόψει των βουλευτικών εκλογών.

Η λογική που περιγράφεται παραπάνω, δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως μία αδυναμία μας απέναντι σε δυνάμεις που θα έχουν συγκεκριμένη πρόταση για τις εκλογές, αλλά ως πολιτική μας τοποθέτηση, ούσα μια ανεξάρτητη φοιτητική δικτύωση, με συνολικότερη και συγκεκριμένη τοποθέτηση τόσο για το δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο όσο και για κεντροπολιτικά ζητήματα.

Έτσι, το επόμενο διάστημα, οδεύοντας και προς τις φοιτητικές εκλογές, χρειάζεται να δώσουμε έμφαση σε συγκεκριμένες αιχμές που αφορούν τόσο το πανεπιστήμιο όσο και την κοινωνία, εν γένει, στη βάση των αναγκών μας. Το σχέδιο μας για τις επερχόμενες εκλογές θα περιγράφει από τη μία, τα αιτήματα για μία ουσιαστική δημοκρατία, ενάντια στην αντιδημοκρατική εκτροπή που συντελείται από τη ΝΔ αυτή τη στιγμή, την ανάγκη της άμεσης απεμπλοκής της χώρας μας από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, τον αγώνα ενάντια στην έμφυλη βία και καταπίεση, τον αγώνα για κλιματική δικαιοσύνη. Από την άλλη, θα σκιαγραφεί ένα πανεπιστήμιο δημοκρατικό και ελεύθερο με πλήρη επαναφορά και προστασία του ασύλου, ελεύθερη πρόσβαση για όλες, προφανώς χωρίς καμία επιτήρηση και κανένα έλεγχο εισόδου, όπου οι δυνάμεις καταστολής δεν θα έχουν καμία θέση μέσα σε αυτό, ενώ οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και οι δημοκρατικές διαδικασίες μέσα στους Φοιτητικούς Συλλόγους θα εξασφαλίζονται στο έπακρο. Βασική μας αιχμή χρειάζεται να είναι η διεκδίκηση χρηματοδότησης, αυξημένης και επαρκούς, ικανής να καλύψει δωρεάν φοιτητικές παροχές για όλα, υποδομές προσβάσιμες σε όλες, επαρκές προσωπικό υπό καλές συνθήκες εργασίας, ενίσχυση των πιο πληττόμενων κομματιών των φοιτητριών. Ταυτόχρονα, θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για ένα πανεπιστήμιο που θα μας διασφαλίζει ισχυρά πτυχία με επαγγελματικά δικαιώματα και όχι πτυχία διασπασμένα και εξισωμένα με τις πιστοποιήσεις ιδιωτικών φορέων, που διαλύουν κάθε επαγγελματική μας προοπτική. Τέλος, προωθούμε την αναπαραγωγή μιας κοινωνικά χρήσιμης γνώσης, με μαθήματα / έρευνα που μπορούν δυνητικά να προσφέρουν στην κοινωνική πλειοψηφία, χωρίς να εξυπηρετούν κυρίαρχα τα οικονομικά συμφέροντα του κεφαλαίου.

Καθημερινή Παρέμβαση:

Φυσικά, δεν ξεχνάμε ότι η παρέμβασή μας το επόμενο διάστημα δε θα περιορίζεται μόνο σε κεντρικά πολιτικά ζητήματα. Ως φοιτητική δικτύωση, πρέπει να επιδιώξουμε την καθημερινή και συστηματική επαφή με τους υπόλοιπους συμφοιτητές μας και τα καθημερινά άγχη και τις ανάγκες, που αφορούν ζητήματα τόσο σχολής όσο και μέριμνας. Πεδία διεκδίκησης εξακολουθούν να είναι η μη απόσπαση της διδακτικής επάρκειας από τα πτυχία μας,  η κατάργηση μαθημάτων – αλυσίδων, μία πιο βιώσιμη φοιτητική καθημερινότητα, επιμέρους υλικά ζητήματα που μπορεί να προκύψουν κατά την διάρκεια των εξεταστικών ή των εξαμήνων, κ.ά.

Για να μπορέσουμε να στηρίξουμε και να είμαστε μέρος των αγώνων των συμφοιτητών μας που μάχονται για καλύτερες συνθήκες στις εστίες, θα πρέπει να ερχόμαστε σε επαφή με τα σχήματα που παρεμβαίνουν σε αυτές, καθώς και με τους εστιακούς συλλόγους, ώστε η παρέμβαση κι η στήριξη μας να γίνεται έμπρακτα κι όχι σε επίπεδο απλής αλληλεγγύης. Ακόμα, το να καλούμε εστιακούς φοιτητες να μιλήσουν σε γενικές συνελεύσεις του συλλόγου ώστε να μεταφέρουν την εικόνα από τις εστίες θα βοηθούσε στον συντονισμό κι την κοινή δράση για τα αιτήματα τους.

Οι πρόσφατες υλικές νίκες, που βελτιώνουν άμεσα την καθημερινότητα των φοιτητών, σε διάφορους Φοιτητικούς Συλλόγους, μας υπενθυμίζουν πως ο μόνος δρόμος διεκδίκησης είναι ο μαζικός και ο συλλογικός, καθώς και ότι η οποιαδήποτε παρέμβαση στα όργανα Διοίκησης των σχολών μας μπορεί να λειτουργήσει προωθητικά σε μία κατεύθυνση υλοποίησης αιτημάτων των ΦΣ. Υπενθυμίζοντας τις συλλογικές και υλικές νίκες που οι ΦΣ έχουν καταφέρει, είναι αναγκαίο να προσπαθήσουμε να εμπνεύσουμε, να πείσουμε, αλλά και να παρακινήσουμε τον κόσμο των σχολών μας να συμμετέχει δυναμικά στις κινητοποιήσεις σε Κοσμητείες / Προέδρους, με στόχο τη συλλογική διεκδίκηση καλύτερων όρων σπουδών. Χρειάζεται, έτσι, να αναδείξουμε ότι οι ατομικές προσπάθειες (μέσω συλλογής ηλεκτρονικών υπογραφών / επιστολών) είναι καταδικασμένες να αποτυγχάνουν, ενώ ο συλλογικός αγώνας μέσα από τα όργανα των Φοιτητικών Συλλόγων μπορεί και έχει αποβεί επανειλημμένα νικηφόρος.

Ως δικτύωση, ιεραρχούμε ιδιαίτερα ψηλά το ζήτημα της φοιτητικής μέριμνας, πόσω μάλλον εν μέσω μίας περιόδου ακρίβειας και σκληρής οικονομικής κρίσης. Έτσι, είναι απαραίτητο να εμπλακούμε περισσότερο τόσο με το ζήτημα της σίτισης και στέγασης, όσο και με εκείνο της προσβασιμότητας των αναπήρων συμφοιτητών μας. Όσον αφορά στη σίτιση, διεκδικούμε δωρεάν και ποιοτικά γεύματα για όλες μας, ανεξαρτήτως οικονομικών κριτηρίων, ευρύχωρες λέσχες σίτισης, αλλά και απεμπλοκή των ιδιωτικών φορέων από την παροχή αυτή. Αντίστοιχα, όσον αφορά στα συμφοιτητά μας που κατοικούν στις εστίες, είναι απαραίτητο να στηρίξουμε τον αγώνα τους για αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, θέρμανση, πρόσληψη επαρκούς προσωπικού φύλαξης, κ.ά. Ακόμη, χρειάζεται να εξασφαλίζουμε ότι τα πανεπιστήμια, οι σχολές, οι πανεπιστημιακές λέσχες, οι λέσχες σίτισης, οι βιβλιοθήκες, θα είναι προσβάσιμες για όλα και πλήρως εξοπλισμένες με μπάρες / ανελκυστήρες καθώς και συγγράμματα σε μορφή braille. Τέλος, με βάση και τον τελευταίο νόμο – πλαίσιο που ψηφίστηκε το καλοκαίρι και καταργεί μεταξύ άλλων τις πανεπιστημιακές λέσχες, σημαντικό είναι να εντάξουμε στην ατζέντα μας την προστασία των πολιτιστικών ομάδων, των αναγνωστηρίων και όλων των παροχών αυτών.

Παρέμβαση στις Διοικήσεις:

Η παρέμβαση των Φοιτητικών Συλλόγων και των πολιτικών δυνάμεων που παρεμβαίνουν σε αυτούς στις Διοικήσεις των Ιδρυμάτων ανάγεται σε ακόμη πιο σημαντικό ζήτημα σε αυτήν τη συγκυρία για δύο βασικούς λόγους: αφενός λόγω της προσπάθειας εφαρμογής του μέτρου των ηλεκτρονικών εκλογών για την ανάδειξη εκπροσώπων των φοιτητών στις Διοικήσεις, αφετέρου λόγω της καθιέρωσης του ηλεκτρονικού τρόπου διεξαγωγής των διαδικασιών των οργάνων Διοίκησης, που αφήνει πολλά περιθώρια αποκλεισμού των φοιτητριών, όπως έχουμε δει να γίνεται στο ΕΜΠ, αλλά και να επιχειρείται στο ΕΚΠΑ. Εκκινώντας από το τελευταίο, είναι εκ των ων ουκ άνευ αίτημα η δια ζώσης διεξαγωγή των συνεδριάσεων αυτών, που αποτελεί την βάση κάθε δυνατότητας ισότιμης – στο όριο του εφικτού – παρέμβασής μας σε αυτές. Σε επόμενο στάδιο, οφείλουμε να εντάξουμε στην παρέμβασή μας την απονομιμοποίηση των ηλεκτρονικών εκλογών, ως ένα αντιδημοκρατικό και διάτρητο σύστημα εκλογής εκπροσώπων, που θα λειτουργεί αντιπαραθετικά ως προς τις εκλογές των Φοιτητικών Συλλόγων. Οι τελευταίες είναι και η μόνη ικανή διαδικασία να αναδείξει τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά και τους εκπροσώπους που μπορούν να υπερασπίζονται τα δικαιώματα και τις ανάγκες των φοιτητριών μέσω των οργάνων των Συλλόγων, και μέσα στις Διοικήσεις. Στη βάση αυτού του σκεπτικού, θα πρέπει και να επαναφέρουμε το ζήτημα του ορισμού εκπροσώπων στα Διοικητικά Συμβούλια, έτσι ώστε να διασφαλιστεί στο μέγιστο η νομιμοποίηση και η συμμετοχή μας στις διαδικασίες των διοικήσεων. Ωστόσο, η συμμετοχή μας αυτή δεν είναι ούτε ο μόνος, ούτε ο κυρίαρχος λόγος που πρέπει να προχωρήσουμε σε συγκρότηση προσωποπαγών ΔΣ. Ο ορισμός συγκεκριμένων εκπροσώπων θα οδηγήσει στην εξυγίανση των οργάνων καθώς αυτός θα προκύπτει όντως από την βάση του εκάστοτε φοιτητικού συλλόγου και όχι από φυσικές ηγεσίες ή στελέχη της εκάστοτε παράταξης. Οι ορισμένοι εκπρόσωποι θα οφείλουν να λογοδοτούν στον σύλλογο για τις τοποθετήσεις και τις πράξεις τους και κατά συνέπεια θα κρίνονται από αυτόν με πολύ πιο εύκολο τρόπο από ότι συμβαίνει τώρα. Παράλληλα με αυτή την προσπάθεια, πρέπει να εγγυηθούμε την ύπαρξη πρακτικών του ΔΣ τα οποία θα αναρτώνται ώστε να ενημερώνονται όλα. Προφανώς, η ύπαρξη προσωποπαγών ΔΣ δεν σημαίνουν τίποτα ως προς την αντίληψη μας για τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες των συλλόγων μας, ενώ δεν ακυρώνουμε a priori την διεξαγωγή ανοιχτών ΔΣ. Όσον αφορά, τέλος, στα ζητήματα σχολής, εν στενή εννοία, είναι αυτονόητη η διεκδίκηση της παρέμβασής μας στις επιμέρους Γενικές Συνελεύσεις Τμήματος αλλά και στις Κοσμητείες.

Σύνδεση με την κοινωνία:

Ως Αριστερή Ενότητα, θεωρούμε ότι τα πανεπιστήμια μας, δεν αποτελούν ένα αποκομμένο από την υπόλοιπη κοινωνία κομμάτι. Αντιθέτως, αποτελούν τους χώρους μέσα στους οποίους κοινωνικοποιούμαστε αλλά και πολιτικοποιούμαστε. Ακόμη, το φοιτητικό κίνημα, ως ένα κίνημα που έχει πετύχει πολλά, θα είχε χρησιμότητα να συμβαδίζει και να συνεισφέρει στα υπόλοιπα κοινωνικά κινήματα και να μην μένει αμέτοχο στις εξελίξεις, καταφέρνοντας, έτσι, να αλληλεπιδρά με αυτά. Εμείς, ως Αριστερή Ενότητα, προσπαθούμε αυτό να το κάνουμε πράξη, εμπλέκοντας τους ΦΣ και σε ευρύτερες διεργασίες ή κινητοποιήσεις τόσο του αντιφασιστικού κινήματος όσο και του φεμινιστικού, αλλά και εξασφαλίζοντας ότι οι σχολές μας είναι ή θα γίνουν συμπεριληπτικές και φιλόξενες για όλες μας.

Το τελευταίο διάστημα, φασίστες έχουν κάνει την εμφάνιση τους στις σχολές μας, τόσο με στοχάδια και σβάστιγγες όσο και τραμπουκίζοντας συνδικαλιστές ή ευρύτερα κόσμο. Προφανώς, πλησιάζοντας και προς τις βουλευτικές εκλογές, η κατάσταση αυτή είναι συνολικότερη και αφορά όλη την κοινωνία. Εξάλλου, γνωρίζουμε ότι η συνέχιση της δίκης της Χ.Α. σε β’ βαθμό, δίνει πάτημα στους φασίστες, γι’ αυτό και ο αντιφασιστικός αγώνας σε σχολές αλλά και παντού χρειάζεται να είναι μαζικός και καθημερινός. Μέσα στους κοινωνικούς μας χώρους, χρειάζεται να έχουμε τα αντανακλαστικά μας οξυμμένα, ώστε να τους περιφρουρούμε από φασιστικές παρεμβάσεις και να τους γεμίζουμε αντιφασιστικά συνθήματα και κείμενα, δηλώνοντας ξεκάθαρα ότι μέσα στις σχολές δεν έχουν καμία δουλειά. Οι Φοιτητικοί Σύλλογοι, και με δική μας πρωτοβουλία, το τελευταίο διάστημα, έχουν συμμετάσχει σε μία σειρά αντιφασιστικών κινητοποιήσεων (συγκεντρώσεις στη δίκη της Χ.Α., συγκέντρωση στη μνήμη του Λουκμάν, Ίμια, κ.ά.), ακριβώς επειδή το πανεπιστήμιο δεν είναι ούτε θα έπρεπε να εκλαμβάνεται ως κάτι αποκομμένο από την κοινωνία. Ακόμη, ως δικτύωση, συμμετέχουμε στον Αντιφασιστικό Συντονισμό Αθήνας – Πειραιά, επιλέγοντας να εμπλεκόμαστε ακόμη πιο ενεργά με το αντιφασιστικό κίνημα και να μεταφέρουμε τις διεργασίες αυτού μέσα στους κοινωνικούς μας χώρους και τους Φοιτητικούς μας Συλλόγους. Επιπλέον, συμμετέχουμε οργανικά σε αυτοοργανωμένες δομές αλληλεγγύης, που εδώ και δεκαετίες έχουν παίξει κομβικό ρόλο στο αντιφασιστικό/αντιρατσιστικό κίνημα και έχουν πρωτοστατήσει σε αγώνες για τα κοινωνικά δικαιώματα γενικότερα.

Παράλληλα, ανοίγουμε πάγια το ζήτημα του εμφύλου και συμμετέχουμε ενεργά στο φεμινιστικό κίνημα, βάζοντας σε αυτή τη διαδικασία και τους ΦΣ (με  συνελεύσεις για την 25 Νοέμβρη και την 8 Μάρτη, όσο και με συμμετοχή αυτών σε πάρα πολλές φεμινιστικές κινητοποιήσεις). Πλέον,  οι Φοιτητικοί Σύλλογοι, κυρίως με ευθύνη δική μας, έχουν αναλάβει έναν αναβαθμισμένο ρόλο διεκδίκησης και στα κοινωνικά πεδία, συνομιλώντας ή και στηρίζοντας άλλα κινήματα και ξεφεύγοντας από ένα πλαίσιο διεκδίκησης μόνο εκπαιδευτικών / φοιτητικών ζητημάτων.

Αντιλαμβανόμαστε ότι η έμφυλη καταπίεση και η πατριαρχία είναι το αίτιο για να τελεστούν εγκλήματα με έμφυλο πρόσημο (γυναικοκτονίες, βιασμοί, κ.ά.). Θα πρέπει να παλέψουμε όχι μόνο έτσι ώστε οι κοινωνικοί μας χώροι να αποτελέσουν ένα safe – space για κάθε ένα μέσα στις σχολές αλλά και για να αποκτήσουν νόημα και πραγματική υπόσταση οι έννοιες του νοιαξίματος και της συμπερίληψης μέσα στους ΦΣ. Μέσα στους Συλλόγους μας, χρειάζεται να πάρουμε πρωτοβουλίες ή και μέτρα, ώστε να γνωρίζουν όλοι ότι παραβιαστικές και κακοποιητικές συμπεριφορές αλλά και η εκφορά σεξιστικού, ομοφοβικού και τρανσφοβικού λόγου απέναντι σε θηλυκότητες και κουιρ υποκείμενα δε γίνονται δεκτές. Ταυτόχρονα, χρειάζεται να προωθείται από εμάς και ένα ουσιαστικά φεμινιστικό πρότυπο συνδικαλισμού, μακριά από μάτσο πρακτικές επιβολής και πατερναλισμού, αλλά και πιο φροντιστικό σε σχέση με τις επιταγές, χρονικότητες και πιέσεις από εμάς προς εμάς τις ίδιες. Σε αυτό έχουν να συνεισφέρουν σημαντικά και οι ομάδες φύλου, όπου έχουν συσταθεί, κυρίαρχα με δική μας πρωτοβουλία, και οι οποίες έχουν φανεί προωθητικές για την πολιτική κουβέντα μέσα στις σχολές. Μάλιστα, το επόμενο διάστημα μπορούν να ενεργοποιηθούν, να λάβουν πρωτοβουλίες και να χαράξουν σχεδιασμό από τα κάτω, ειδικά σε ό,τι αφορά φεμινιστικούς κινηματικούς κόμβους (βλ. απεργία 8ης Μάρτη), στους οποίους θέλουμε να συμμετέχουν οι ΦΣ μας, σε συμπόρευση με τις φεμινιστικές συλλογικότητες. Φυσικά, επιδιώκουμε να δώσουμε στο έμφυλο και ένα πιο κεντρικό πολιτικό στίγμα, μιλώντας για διάφορες πτυχές του ζητήματος, όπως για την ανάγκη επιτέλους νομικής κατοχύρωσης του όρου γυναικοκτονίας, ή για το ρόλο του κοινωνικού κράτους στην καταπολέμηση των έμφυλων ανισοτήτων και την ανάγκη αναβάθμισής του: η δωρεάν παροχή προϊόντων περιόδου  – ειδικά στη δεδομένη συγκυρία υπό το πρίσμα της ακρίβειας – όπως και η θεσμοθέτηση αδειών περιόδου, οι δομές ψυχολογικής υποστήριξης, η δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (test ΠΑΠ, αντισυλληπτικά, αμβλώσεις, εξετάσεις για ιό HIV, δωρεάν μαστογραφίες, ιατροφαρμακευτικές ανάγκες τρανς ατόμων) είναι μερικά μόνο παραδείγματα. Στόχος μας, επίσης, πρέπει ταυτόχρονα να είναι και η συμπερίληψη των ανάπηρων συμφοιτητριών μας στις διαδικασίες της Αριστερής Ενότητας. Αναμφίβολα, η δράση μας γύρω από την συμπερίληψη των ανάπηρων υποκειμένων δεν πρέπει να περιορίζεται στην παρέμβαση μας στον χώρο του πανεπιστημίου αλλά και εντός των δικών μας διαδικασιών. Οι χώροι που πραγματοποιούμε τις πολιτικές μας διαδικασίες και τις εκδηλώσεις (πάρτι, αντιμαθήματα κ.α)  αλλά και ο τρόπος με τον οποίο τις δομούμε πρέπει να είναι προσβάσιμοι σε όλα μας (π.χ προβολές ελληνικών ταινιών με υπότιτλους). Η συμπερίληψη στις διαδικασίες μας δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται απλώς ως μία απαραίτητη ενέργεια αλλά στόχος μας για το επόμενο διάστημα πρέπει να είναι να καλλιεργήσουμε μια κουλτούρα συμπερίληψης και μέσα από τα παραπάνω αλλά και ανοίγοντας περισσότερο το συγκεκριμένο ζήτημα και στο εσωτερικό της δικτύωσης μας.

Τέλος, από τις διεκδικήσεις μας δεν θα μπορούσαν να λείπουν όσες αφορούν το μεταναστευτικό, οι οποίες, επίσης, ανέκαθεν αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της παρέμβασης και του πεδίου προβληματισμού και ενασχόλησής μας. Χρειάζεται, λοιπόν, να αντισταθούμε στις απάνθρωπες επαναπροωθήσεις και τις εξώσεις και να διεκδικήσουμε την ομαλή ένταξη των μεταναστ(ρι)ών, των παλιννοστούντων και των ατόμων που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες (πχ Ρομά). Ομαλή ένταξη σημαίνει, για αρχή, την παροχή ασύλου. Αυτονόητα, επίσης, σημαίνει την παροχή εργασιακών προοπτικών, την ίση πρόσβαση στο δημόσιο και δωρεάν σύστημα υγείας, την πρόσληψη καθηγητ(ρι)ών με γνωστικό υπόβαθρο διαπολιτισμικής εκπαίδευσης και την δημιουργία δωρεάν, καθολικών σεμιναρίων επιμόρφωσης (πάνω στο διαπολιτισμικό μοντέλο εκπαίδευσης) για τους ήδη υπάρχοντες. Έτσι, θα προωθηθεί η ένταξη των μαθητ(ρι)ών με όλα τα διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους και θα περιοριστούν σημαντικά τα ποσοστά της σχολικής διαρροής. Ακόμη, κύρια διεκδίκησή μας αποτελεί η δημιουργία, στο πλαίσιο του πανεπιστημίου, μαθημάτων διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας για μη φυσικά ομιλητά. Συνολικά, στοχεύουμε στην εξάλειψη του θεσμικού ρατσισμού και στην ευαισθητοποίηση της κοινωνίας.

Ενωτική Συμπόρευση μέσα στις σχολές & Ανασύνθεση της φοιτητικής αριστεράς:

Στις τελευταίες φοιτητικές εκλογές η φοιτητική αριστερά πέτυχε τη μεγαλύτερη δυνατή συμπόρευση, με ενωτικά κατεβάσματα ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ, μέσα στις σχολές. Αυτή ήταν η πιο αναγκαία απάντηση απέναντι σε όσα είχαν προηγηθεί το προηγούμενο διάστημα με την επίθεση της ΝΔ μέσα στα πανεπιστήμια, και εν τέλει κατάφερε να συσπειρώσει πολύ κόσμο γύρω από αιχμές, αλλά και να σημειώσει πολύ καλά αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών διαμορφώθηκαν με την ΔΑΠ – ΝΔΦΚ να χάνει την πρωτιά σε πολλούς Συλλόγους, την ΠΚΣ να αναδεικνύεται σε πρώτη πανελλαδικά δύναμη και τα ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ να σημειώνουν άνοδο. Φάνηκε, έτσι, ότι η ενωτική συμπόρευση και δράση εμπνέει τον κόσμο και τον συσπειρώνει περαιτέρω σε μία τέτοια διαδικασία. Η Αριστερή Ενότητα, ανέκαθεν, αναγνώριζε και ιεραρχούσε τη σημασία των ενωτικών πρωτοβουλιών και της από κοινού δράσης της ριζοσπαστικής αριστεράς μέσα στους ΦΣ, και τα περσινά αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών, μόνο να μας δικαιώνουν μπορούν. Ωστόσο, οφείλουμε να προσεγγίσουμε κάθε ενωτική από ξεχωριστή οπτική γωνία, αφού όπως είναι λογικό, δεν λειτουργούν όλες με τον ίδιο τρόπο. Η ανασύνθεση οφείλει να έχει κάποια όρια, έτσι ώστε η κατανόηση και οι παραχωρήσεις που γίνονται να μην μεταφράζονται από τα ΕΑΑΚ ως ελεύθερος χώρος για αυθαίρετες πρωτοβουλίες και δράσεις. Δεν μπορούμε να μιλάμε με όρους συνεργασίας σε σχήματα ενωτικών, που οι πολιτικές διαφωνίες εντός τους εκφράζονται με τραμπουκισμούς και εξουσιαστικές συμπεριφορές. Ως Αριστερή Ενότητα, είμαστε επί της αρχής με την ανασύνθεση, χωρίς όμως να την βλέπουμε ως αυτοσκοπό, αλλά ως μία πρωτοβουλία που μπορεί να συγκροτήσει ένα ικανό συνδικαλιστικό όχημα που θα λειτουργεί με όρους συντροφικότητας και θα αγωνιστεί για ένα δημόσιο, δωρεάν πανεπιστήμιο.

Για αυτό λόγο, και ενόψει των φετινών φοιτητικών εκλογών, θα επιδιώξουμε ξανά τη διατήρηση ή ακόμη και τη διεύρυνση των ενωτικών κατεβασμάτων. Το γεγονός ότι η ΠΚΣ συνιστά την πρώτη δύναμη, με αυτοδυναμία σε πολλούς ΦΣ, καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την μέγιστη ενωτική και μετωπική συμπόρευση. Ωστόσο, πρέπει να καταστεί ξεκάθαρο πώς για εμας η ενότητα προκύπτει ως αναγκαιότητα για τους ταξικούς και κοινωνικούς αγώνες της εποχής μας και όχι ως πολιτικός αυτοσκοπός. Για αυτόν το λόγο λοιπόν, οι ενωτικές πρωτοβουλίες που συμμετέχουμε πρέπει να είναι ανάλογες της κουλτούρας αλλά και του πολιτικού πολιτισμού που θέλουμε να αντιπροτάξουμε. Η συνδιαμόρφωση και η – ελπίζουμε – ανασύνθεση εν τέλει της φοιτητικής αριστεράς πρέπει να γίνεται στη βάση υλικών επιδίκων με στραμμένα τα μάτια πάντα στην εκπλήρωση των αναγκών του σύγχρονου υποκειμένου. Επομένως, λογικές άσκησης μικροπολιτικής και επιβολής θα πρέπει να απομονώνονται, αφενός γιατί καμία σχέση δεν έχουν με τη συλλογική και συντροφική μας κουλτούρα και αφετέρου αποξενώνουν το κόσμο που προσπαθούμε εμείς οι ίδιες να εμπνεύσουμε και να εμπλέξουμε. Απέναντι στην ΠΚΣ, που συστηματικά εργαλειοποιεί τους ΦΣ και τα όργανα τους, αδρανοποιώντας τους εν τέλει, η ριζοσπαστική φοιτητική αριστερά οφείλει να δώσει μία απάντηση και να συγκροτήσει ένα σχέδιο για τους Φοιτητικούς Συλλόγους, τη λειτουργία τους αλλά και την ανασυγκρότηση τους, οριοθετώντας, εν τέλει, και τη στρατηγική της ΠΚΣ μέσα στις σχολές.

Όπως πέρυσι εγγυηθήκαμε τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση ενόψει των φοιτητικών εκλογών, έτσι και φέτος, το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, χρειάζεται να εκκινήσουμε την κουβέντα για αυτή, καλώντας όλα τα σχήματα ΕΑΑΚ να παραμείνουν στις ήδη υπάρχουσες ενωτικές πρωτοβουλίες. Το επόμενο διάστημα, φυσικά, δε θα μείνει ανεπηρέαστο και από το γεγονός των βουλευτικών εκλογών. Επομένως, χρειάζεται, να ξεκινήσει, ήδη από τώρα, αυτή η διαδικασία, καθώς και να διασφαλιστεί ότι οι ενωτικές πρωτοβουλίες που θα συγκροτηθούν θα λειτουργούν με προωθητικούς όρους και θα ιεραρχούν την κοινή συνδικαλιστική παρέμβαση εντός των σχολών. Έτσι, ως Αριστερή Ενότητα, θα καλέσουμε τα σχήματα των ΕΑΑΚ σε κοινή διαδικασία των δύο δικτυώσεων, όχι μόνο για να μιλήσουμε για την αναγκαιότητα των μετώπων ενόψει των φοιτητικών εκλογών, αλλά και για να δώσουμε τις απαραίτητες απαντήσεις στις προκλήσεις που έχουν τεθεί ή πρόκειται να τεθούν (βλ. ηλεκτρονικές εκλογές), καθώς αναγνωρίζουμε ότι η ενωτική δράση δεν αφορά μόνο τη διαδικασία των εκλογών, αλλά χρειάζεται να είναι συνεπής και συνεχής, καθόλη τη διάρκεια της χρονιάς. Επιπλέον, χρειάζεται να υπάρξει άμεσα ένα ευρύτερο κάλεσμα για κοινή διαδικασία συνολικά στις αριστερές ριζοσπαστικές δυνάμεις των συλλόγων, αλλά και στους συλλόγους των σπουδαστών/στριών καλλιτεχνικών σχολών, έτσι ώστε να κινηθούμε και σε μια κατεύθυνση σύνδεσης φοιτητικού και καλλιτεχνικού κινήματος.

Επιπλέον, η Αριστερή Ενότητα είναι εκείνη η δικτύωση που όχι μόνο μάχεται για τις ενωτικές πρωτοβουλίες μέσα στις σχολές αλλά μιλάει εδώ και χρόνια για την ανασύνθεση της φοιτητικής αριστεράς, με την υπέρβαση των υπαρχόντων σχηματισμών και της δημιουργίας ενός πολιτικού σχήματος ανά κοινωνικό χώρο. Θεωρούμε ότι τόσο η δικτύωση των ΕΑΑΚ όσο και της Αριστερής Ενότητας έχουν προσφέρει πολλά μέσα στους ΦΣ, παρόλα αυτά και οι δύο, τη δεδομένη στιγμή, έχουν αρκετές προβληματικές, σε διαφορετικά επίπεδα και ανάλογες με τις ιδιαιτερότητες των δικτυώσεων. Οι ελλείψεις που εντοπίζονται και στις δύο δικτυώσεις, σε διαφορετικά, βέβαια, σημεία, χρειάζεται να ξεπεραστούν (να ξεπεραστούν και οι παθογενείς συμπεριφορές από μέρους των ΕΑΑΚ οι οποίες δεν αρμόζουν με την ενωτική κατεύθυνση που θέλουμε να έχουμε), και τα θετικά στοιχεία να συγκεραστούν, έτσι ώστε να συγκροτηθεί ένα νέο συνδικαλιστικό όχημα μέσα στις σχολές, ικανό να εμπλέξει όσο το δυνατό περισσότερο ανένταχτο κόσμο, που ενδεχομένως δεν ενεπλάκη στις ήδη υπάρχουσες δικτυώσεις. Έτσι, από την επόμενη χρονιά, χρειάζεται να εκκινήσει, με δική μας πρωτοβουλία, αυτή η κουβέντα στο εσωτερικό των αγωνιστικών δυνάμεων, με βάση και τις ενωτικές πρωτοβουλίες, χωρίς όμως να εγκλωβίζει τη συζήτηση μόνο ανάμεσα στη δικτύωση των ΕΑΑΚ και της ΑΡΕΝ.

Παράλληλα, μέσα από αυτές τις διαδικασίες φιλοδοξούμε να ανοίξουμε στο σύνολο της αριστεράς τη συζήτηση για την ανασυγκρότηση των φοιτητικών συλλόγων και μέσα από την ανασύσταση της ΕΦΕΕ. Οφείλουμε να διασφαλίσουμε όσο το δυνατόν πλατύτερα την ενιαία τοποθέτηση των ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από διάλογο στη βάση των σχημάτων.

Εσωτερική λειτουργία της δικτύωσης

Στο κομμάτι του σχεδιασμού, πέρα από το πλάνο μας για την παρέμβαση στις σχολές και την επαφή μας με το υπόλοιπο φοιτητικό κίνημα, εντάσσεται και η εσωτερική μας λειτουργία. Κοιτώντας αυτοκριτικά το προηγούμενο διάστημα μάλλον χρειάζεται να παραδεχτούμε στα εαυτά μας πως η ΑρΕν δεν είχε την καλύτερη δυνατή λειτουργία και οργάνωση γεγονός που επηρέασε τόσο την παρουσία μας όσο και τις αναλύσεις μας. 

Πιστεύουμε πως η αυτονομία και οριζοντιότητα της δικτύωσης είναι πολύ θετικά χαρακτηριστικά της τα οποία θέλουμε να διαφυλάξουμε και αναβαθμίσουμε. Για να είναι όμως κάτι τέτοιο εφικτό, χρειάζεται η ΑρΕν να μπορεί να λειτουργεί ταυτόχρονα ως σύνολο και ως αυτόνομα σχήματα. Βασικό για τα παραπάνω, είναι η ΑρΕν να έχει πραγματικά μια λειτουργία και επικοινωνία μεταξύ της, να έχει τις διαδικασίες της, τους ρυθμούς της και τις δομές της, που θα επιτρέπουν τελικά την ομαλή και διαρκή λειτουργία της.

Το συντονιστικό, παρόλο που δεν έχει αποφασιστικά πολιτικό χαρακτήρα, χρειάζεται να είναι λίγο πιο ενεργοποιημένο, για να μπορεί να βγάζει αφενός συχνότερα ανακοινώσεις και αφετέρου να έχει μια καλύτερη εποπτεία την δικτύωσης και των αναγκών της. Θα μπορούσε, επίσης, να επωμιστεί συντονιστικούς ρόλους όπως οργάνωση της περιφρούρησης ή διαχείρηση τυχόν περιστατικών στη δικτύωση. Αυτό σημαίνει πως η λειτουργία του ως όργανο δεν πρέπει να υποτιμάται και να περιορίζεται στη συγγραφή του κειμένου αλλά να κάνει πιο συχνές διαδικασίες για διεκπεραίωση των παραπάνω.

Ακόμα σημαντικότερο είναι να συναντιέται το σύνολο της δικτύωσης συχνότερα και εκτός των τριών μεγάλων μας διαδικασιών (2 πανελλαδικά και κάμπινγκ). Πολιτικά και οργανωτικά ακτιφ, τα οποία παλαιότερα ήταν μέρος της ρουτίνας μας -αλλά τώρα έχουν ξεχαστεί-, χρειάζεται να πραγματοποιούνται με μια συνέχεια και συνέπεια. Έτσι, η δικτύωση θα είναι σε θέση να συζητάει πάνω σε διαφωνίες, να επικαιροποιεί διαρκώς τις αναλύσεις και τις στοχοθεσίες της και ταυτόχρονα να καλλιεργεί μια εγγύτητα στα σχήματα και τα υποκείμενά τους.

Το πανεπιστήμιο των αναγκών:

Απέναντι στην αποστείρωση, τον ατομισμό, την εντατικοποίηση που θέλουν να επιβάλλουν στα πανεπιστήμια, εμείς δεν απαντάμε μόνο «όχι». Βγαίνουμε στην αντεπίθεση με ένα ξεκάθαρο όραμα για το πανεπιστήμιο. Όλα, φυσικά, ξεκινούν από ένα πανεπιστήμιο δημόσιο και δωρεάν, που δε θέτει ταξικούς φραγμούς και δεν αποκλείει κανέναν, καμία και κανένα. Ένα χώρο ελευθερίας, όπου το καθένα θα μπορεί να εκφράζεται κοινωνικά και πολιτικά, όπου δεν υπάρχουν περιθώρια για ρατσιστικές, ομοφοβικές, παρενοχλητικές συμπεριφορές.

Ένα πανεπιστήμιο στο οποίο μέσα στο κλίμα ακρίβειας θα μεριμνά για τις φοιτήτριες και θα παρέχει δωρεάν σίτιση, δωρεάν φοιτητικές εστίες και αξιοπρεπείς υποδομές σε αυτές.

Το πανεπιστήμιο των αναγκών είναι εκεί όπου συνυπάρχουν χωρίς διακρίσεις ένα εργαζόμενο φοιτητό με έναν πρόσφυγα, μία τρανς γυναίκα, ένα γκέι αγόρι, των οποίων η φοιτητική ταυτότητα διαπλέκεται με τις υπόλοιπες. Είναι εκεί, όπου η γνώση δεν προέρχεται μόνο από την αυθεντία του καθηγητή, αλλά όλα μαζί συνεισφέρουμε στην παραγωγή της. Τη στιγμή που μέσω των Συμβουλίων Διοίκησης άνθρωποι της αγοράς θα ελέγχουν και θα κατευθύνουν τη γνώση και την έρευνα μέσα στα Πανεπιστήμια με σκοπό την κερδοφορία του κεφαλαίου, εμείς επιδιώκουμε γνώση που εξυπηρετεί την κοινωνική ευημερία και χειραφέτηση. Να μπορεί κάθε φοιτήτρια να ασχοληθεί ερευνητικά με ό,τι την ενδιαφέρει και όχι με τις απαιτήσεις κεφαλαίου, αστυνομίας και στρατού (βλ. drone στο ΑΠΘ).

Στο πανεπιστήμιο αυτό, οι φοιτήτριες έχουν σημαντικό ρόλο στην λήψη των αποφάσεων, αφού άλλωστε αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος του. Ένα πανεπιστήμιο όπου οι φοιτητές δημιουργούν τα δικά τους εγχειρήματα και προτάσσουν τις δικές τους δομές αυτοδιαχείρισης. Ένα πανεπιστήμιο των συλλογικών αγώνων, συνδεδεμένο με τα κοινωνικά κινήματα, συμπεριληπτικό, που βάζει μπροστά την αλληλεγγύη και θέτει αναχώματα σε κάθε εκπαιδευτική αναδιάρθρωση που θέλει να του στερήσει αυτά τα χαρακτηριστικά. Αυτό είναι το πανεπιστήμιο που οραματιζόμαστε και για το οποίο αγωνιζόμαστε, το πανεπιστήμιο των αναγκών μας.