Διεθνής Συγκυρία
Τον τελευταίο χρόνο, η ήδη τεταμένη κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο έχει εκτροχιαστεί ακόμα περισσότερο, με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Σε μια περίοδο που η δυτική κυριαρχία αμφισβητείται, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ επιχειρούν να αποκτήσουν ισχυρότερη επιρροή, με τις εντάξεις νέων χωρών, όπως η Σουηδία, ενώ τα κράτη της ΕΕ προβαίνουν σε όλο και περισσότερες αγορές στρατιωτικών εξοπλισμών, προσπαθώντας να αποκτήσουν στρατιωτική αυτονομία. Όλο αυτό προκαλεί μια περεταίρω έξαρση του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και μια κατακόρυφη αύξηση των δαπανών για εξοπλισμούς. Οι συνέπειες των διεθνών ανακατατάξεων φέρνουν τους λαούς και τη νέα γενιά σε ακόμα χειρότερη θέση με την οικονομική και ενεργειακή κρίση, την ακρίβεια και το τεράστιο κόστος ζωής να υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής μας και να συμπιέζουν προς τα κάτω την προοπτική μας για καλύτερους όρους διαβίωσης.Η περαιτέρω πόλωση και το κλίμα ανασφάλειας που δημιουργείται από τη διαρκή απειλή πολέμου και την οικονομική εξαθλίωση των λαών, οδηγεί προοδευτικά στην επανεμφάνιση και την επικράτηση ακροδεξιών ιδεών, καθώς σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, ακροδεξιά κόμματα παρουσιάζουν διαρκώς άνοδο, βασιζόμενα σε ένα δήθεν φιλολαϊκό, εθνοκεντρικό και αντισυστημικό αφήγημα. Η πολιτική του ΝΑΤΟ είναι αυτή που γεννά πολέμους και, εν προκειμένω, αυτή που δίνει τόσα χρόνια άλλοθι στο κράτος δολοφόνο του Ισραήλ να διαπράττει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στην Παλαιστίνη. Τους τελευταίους μήνες, το Ισραήλ με την ανοχή και συχνά τη βοήθεια του δυτικού κόσμου, διαπράττει μια γενοκτονία μέσω των συνεχών βομβαρδισμών και της πρόκλησης ενός λιμού, με θύματα αμάχους, κυρίως γυναίκες και παιδιά, γράφοντας έτσι τα πιο σκοτεινά κεφάλαια στην ιστορία του 21ου αιώνα. Η Ελλάδα, είναι επίσης υπεύθυνη για την κατάσταση που επικρατεί, καθώς τροφοδοτεί με όπλα το Ισραήλ και συνάπτει στρατιωτικές συμφωνίες με αυτό, την ίδια στιγμή που τα συστημικά μίντια αποσιωπούν το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Εγχώρια Συγκυρία
Αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε την εγχώρια πολιτική συγκυρία, θα λέγαμε πως χαρακτηρίζεται από την ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου, όπου η Νέα Δημοκρατία επικράτησε κατά κόρον, αποτελούν απτή απόδειξη αυτού και ήρθαν να επισφραγίσουν όλη την προηγούμενη τετραετία βίαιων και νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων. Παρά την λαϊκή αγανάκτηση και τις περιόδους φαινομενικής φθοράς του κυβερνητικού αφηγήματος που προηγήθηκαν των εκλογών, η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να συγκεντρώσει ποσοστό που άγγιξε το 41%. Φάνηκε δυστυχώς, πως το τέλος μιας σκληρής τετραετίας για τους από κάτω, που σημαδεύτηκε από αντιλαϊκές τομές τόσο σε νομοθετικό επίπεδο όσο και σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας κατέληξε σε μία σαρωτική νίκη της κυβέρνησης. Οι εκλογές παράλληλα έδειξαν πως η Νέα Δημοκρατία έχει κερδίσει τη μάχη της ηγεμονίας, και στην πραγματικότητα δρα ανενόχλητη, λόγω της έλλειψης αντιπολίτευσης από την Αριστερά, επιβάλλοντας καθημερινά την πολιτική της κυριαρχία. Παράλληλα την ήττα της αριστεράς στις τελευταίες εκλογές διαδέχτηκε η είσοδος δυο ακροδεξιών και ενός ναζιστικού κόμματος στην Βουλή, αποδεικνύοντας πως η εγχώρια ακροδεξιά βρίσκεται και πάλι σε άνθιση. Το αθροιστικό αποτέλεσμα των φασιστικών μορφωμάτων μετατοπίζουν συνολικά τον πολιτικό διάλογο όλο και πιο δεξιά, καθώς καρπώνονται το πολιτικό κενό της Αριστεράς, αντιπολιτευόμενοι από τα δεξιά. Η κυβέρνηση μέσα σε αυτό το νέο τοπίο βρίσκει την κατάλληλη ευκαιρία για να προχωρήσει σε ένα οριστικό ξεκαθάρισμα με τα μεταπολιτευτικά κεκτημένα, το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας του κεφαλαίου στην χώρα αλλά και την αυταρχική θωράκιση της απέναντι στις λαϊκές αντιδράσεις.
Η σκληρή ρατσιστική πολιτική της ΝΔ και η προπαγάνδα από τα καθεστωτικά ΜΜΕ διαμορφώνουν ένα τοπίο εύφορο για την επάνοδο του φασισμού στην κοινωνία. Αυτή πρώτον φαίνεται από την μετατόπιση της συζήτησης και την εμφάνιση ακραίας ρητορικής για θέματα όπως το προσφυγικό τον πόλεμο στην Παλαιστίνη αλλά και το έμφυλο. Ακόμα πιο επικίνδυνη όμως είναι η άνοδος περιστατικών φασιστικών επιθέσεων διαφόρων ειδών, από το κυνήγι προσφύγων στον Έβρο τον προηγούμενο Σεπτέμβρη, μέχρι την πρόσφατη ομοτρανσφοβική επίθεση σε κουήρ άτομα στην Θεσσαλονίκη. Αυτές οι εξελίξεις πέρα από το ότι δυσχεραίνουν τις ζωές μας αλλά και ιδιαίτερα τις ζωές των πιο καταπιεσμένων υποκειμένων, βολεύουν την κυβέρνηση για να παρουσιάζεται η πολιτική της ως πιο ορθολογική και προοδευτική. Είναι εμφανές ότι ο φασισμός ανέκαθεν αξιοποιείται από το κράτος και τις αστικές κυβερνήσεις, ως το μακρύ χέρι του συστήματος, ως εκείνη η ιδεολογία που παρότι παρουσιάζεται ως αντισυστημική, διευκολύνει και προωθεί τις κρατικές επιδιώξεις. Η κυβέρνηση μέσα σε αυτό το νέο τοπίο βρίσκει την κατάλληλη ευκαιρία για να προχωρήσει σε ένα οριστικό ξεκαθάρισμα με τα μεταπολιτευτικά κεκτημένα και το τέρας του φασισμού καλείται να παίξει ξανά ρόλο. Παρά τη δυσμενή αυτή κατάσταση, το αντιφασιστικό κίνημα δίνει καθημερινά τη μάχη απέναντι στους φασίστες που επιχειρούν να αποκτήσουν κοινωνική νομιμοποίηση, αλλά και απέναντι στο κράτος και την κυβέρνηση που τους αξιοποιεί.
Η κυβέρνηση ακολουθεί την πολιτική της φτώχειας, με τις τιμές βασικών αγαθών και συνολικά τον πληθωρισμό ολοένα να αυξάνονται. Η ΝΔ παρουσιάζει την ακρίβεια ως ένα διεθνές φαινόμενο, που αδυνατεί να ελέγξει, προσπαθώντας να κανονικοποιήσει τη συνθήκη της φτώχειας ως μία λογική κατάσταση ενώ υιοθετεί επίπλαστα μέτρα που δεν ανακουφίζουν τον λαό. Την ίδια στιγμή, η στεγαστική κρίση αποτελεί πλέον υπαρκτό πρόβλημα που αντανακλάται τόσο στις τιμές των ενοικίων όσο και στη δυσκολία εύρεσης και διατήρηση της κατοικίας με την επέλαση των airbnb και την αύξηση των πλειστηριασμών. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπου υιοθετούνται νομοθετήματα για πλαφόν στα ενοίκια και περιορισμό της βραχυχρόνιας μίσθωσης, ώστε να παραμένουν σταθερές και χαμηλές οι τιμές των ενοικίων και να μπορεί ευκολότερα να βρεθεί κατοικία, η κυβέρνηση της ΝΔ αφήνει τα airbnb και τα boutique hotels να δρουν ανεξέλεγκτα μέσα στα αστικά κέντρα. Αυτό οδηγεί στην τουριστικοποίηση τους και στην απομάκρυνση των κατοίκων από αυτά. Μέσα σε όλα αυτά ακόμα και η πρώτη κατοικία αποτελεί διακύβευμα. Το τελευταίο διάστημα είδαμε πολλές κινήσεις βίαιων εξώσεων, κάποιες από τις οποίες κατάφεραν να εμποδίσουν οι αλληλέγγυες κινητοποιήσεις με την συμμετοχή των φοιτητικών συλλόγων.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, βρήκε έδαφος να προχωρήσει μια σειρά αναδιαρθρωτικών τομών σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής θέτοντας στο στόχαστρο λαό και νεολαία. Η νομοθεσία για τον νέο ποινικό κώδικα, για παράδειγμα έρχεται να υλοποιήσει αυτή τη στόχευση, καθώς αποτελεί νομικό οπλοστάσιο απέναντι στις διεκδικήσεις των κινημάτων. Μέσα σε ένα κλίμα διαρκούς καταστολής, ανεργίας, εντατικοποίησης των ζωών μας, ακρίβειας, ανέχειας, ανασφάλειας και εξαθλίωσης ο νέος Ποινικός Κώδικας έρχεται να χειροτερεύσει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Οι νέες αλλαγές δείχνουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο το ταξικό πρόσημο της δικαιοσύνης. Η αύξηση των τιμών των παραβόλων, οι εξ αποστάσεως τηλεδίκες, η αυστηροποίηση των ποινών με την μετατροπή πλημμελημάτων σε κακουργήματα όχι μόνο δεν θα περιορίσουν την εγκληματικότητα, αλλά θα υποβαθμίσουν τις ζωές των ήδη περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων. Ταυτόχρονα, ανοίγει ο δρόμος για τη διαχείριση των φυλακών από ιδιώτες και την περαιτέρω υποβάθμιση των συνθηκών ζωής των κρατουμένων, ενώ ποινικοποιείται η πολιτική δράση και οι φωνές όλων αυτών που αντιδρούν.
Η ΝΔ δεν χάνει ευκαιρία να ξεδιπλώσει την νεοφιλελεύθερη πολιτική της και την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων με βασικότερο κόμβο την δεδομένη στιγμή τον αντισυνταγματικό νόμο για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, που αποτελεί την πιο επιθετική και τελειωτική τομή για το δημόσιο δωρεάν πανεπιστήμιο και διαλύει ολικά την έννοια της δημόσιας δωρεάν παιδείας ως κοινωνικό αγαθό, καθώς και τα πτυχία την επαγγελματική προοπτική και το μέλλον των φοιτητριών. Επιπλέον στα πλαίσια υλοποίησης της νεοφιλελεύθερης ατζέντας της η κυβέρνηση πήρε την ‘‘πρωτοβουλία’’ να καταθέσει σχέδιο νόμου για την ισότητα στον πολιτικό γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια. Η πολιτική της αυτή επιλογή, αφορά την προσπάθεια της να καπηλευτεί τις νίκες του και τα αιτήματά του φεμινιστικού κινήματος, προβάλλοντας ένα προοδευτικό προφίλ, εκμεταλλευόμενη τις φεμινιστικές και λοατκι διεκδικήσεις προσπαθώντας να τις εγκολπώσει και να επωφεληθεί από αυτές μέσα στο γενικότερο πλαίσιο του pink washing και του ροζ καπιταλισμού. Οι διεκδικήσεις του ΛΟΑΤΚΙ+ και φεμινιστικών κινημάτων ήταν που λειτούργησαν ως μοχλός πίεσης προς μια τέτοια μεταρρύθμιση. Φυσικά η στάση της Νέας Δημοκρατίας δεν μας γεννά αυταπάτες ότι στηρίζει τους φεμινιστικούς αγώνες αφού είναι αυτό το πολιτικό κόμμα που αναπαράγει ομοφοβικές ρητορείες αλλά και αδιαφορεί για περιστατικά επιθέσεων (πχ. Θεσσαλονίκη) παρουσιάζοντας τα ως “μεμονωμένα”, δίνοντας τους χώρο να αναπτυχθούν. Η θεσμοθέτηση του ομόφυλου γάμου δεν αποτελεί φυσικά το τέλος των διεκδικήσεων, αποτελεί όμως πανηγυρική δικαίωση του μακροχρόνιου αγώνα του Φεμινιστικού Κινήματος και της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας για ισότιμα δικαιώματα, και εξάλειψη των διακρίσεων. Υπάρχει όμως ακόμη πολύς δρόμος να διανύσουμε, γιατί οι έμφυλες ανισότητες και η καταπίεση που βιώνουμε οι θυληκότητες και τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα από την πατριαρχία και τον καπιταλισμό αντικατοπτρίζονται σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Αυτό γίνεται φανερό τόσο από μέτρα και νομοθετήματα της κυβερνησης όπως τα “panic button” ως λύση στην έμφυλη βία ή τον νόμο Τσιάρα για τη συνεπιμέλεια αλλά και από τις τόσες υποθέσεις που έχουν πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης και αφορούν εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας με το δικαστικό σώμα και το κράτος να στηρίζουν εγκληματίες. Συγκεκριμένα, η υπόθεση της δωδεκάχρονης στον Κολωνό φανερώνει τη συνολικότερη διασύνδεση του βαθέος κράτους και της κυβέρνησης με κυκλώματα trafficking και τη Greek Mafia, γεγονός που αντανακλάται και στην προσπάθεια συγκάλυψης της υπόθεσης και αθώωσης των βιαστών για τα βαρύτερα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνται. Η αδιαφορία της κυβέρνησης απέναντι στις θηλυκότητες και τα θύματα της έμφυλης βίας ενθαρρύνει, στην πραγματικότητα, και την στάση που διαχρονικά έχει η δικαιοσύνη σε αυτές τις υποθέσεις, όπου «προστατεύει» τους θύτες, ειδικά εφόσον χαίρουν εξουσίας και κύρους, καταδικάζοντας ψυχικά και νομικά τα θύματα. Διαχρονικά, η συνειδητή ολιγωρία του κράτους απέναντι σε τέτοιες υποθέσεις απαντάται από την δράση του φεμινιστικού κινήματος, που, εν προκειμένω, στηρίζει εδώ και ένα χρόνο οικονομικά, ψυχολογικά και νομικά τη δωδεκάχρονη και την οικογένεια της και πέτυχε στην αθώωση της μητέρας της 12χρονης και στο να κριθεί ένοχος ο παιδοβιαστής και μαστροπός Η.Μίχος.
Σε αυτό το καταπιεστικό πλαίσιο για την κοινωνική πλειοψηφία, το καθεστώς της ΝΔ, ακολουθώντας τη φιλονατοϊκή και φιλοϊσραηλινή εξωτερική πολιτική που χαρακτηρίζει όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών, παίρνει μια θέση για την γενοκτονία που συντελείται στην Παλαιστίνη, η οποία δεν νομιμοποιείται από την κοινωνία. Βρίσκεται σε πλήρη σύμπλευση με τις κατευθύνσεις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ και αναπτύσσει σχέσεις με το κράτος δολοφόνο του Ισραήλ στη σφαγή ενός λαού. Καταδεικνύει την περαιτέρω πρόσδεση της χώρας μας στα σχέδια του ΝΑΤΟ και τον δυτικό ιμπεριαλισμό καθώς και την προσπάθειά της να αναβαθμίσει το ρόλο της σε αυτά, με την αποστολή πολεμικού υλικού, φρεγάτας και την δημιουργία νέας νατοϊκής βάσης στην Ελευσίνα για τον σκοπό αυτό. Σε μια εποχή αμφισβήτησης της δυτικής κυριαρχίας, πολεμικής προετοιμασίας και αύξησης των πολεμικών δαπανών η κυβέρνηση βάζει τον ελληνικό λαό σε επικίνδυνα νερά. Ως ΑΡ.ΕΝ, μέσα και έξω από τις σχολές μας κάνουμε ξεκάθαρο ότι θα στεκόμαστε πάντα στο πλευρό των καταπιεσμένων και των απελευθερωτικών κινημάτων, μαχόμενες για την αυτοδιάθεση των λαών και την αξιοπρεπή διαβίωση όλων των ανθρώπων ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Η κυβέρνησης της ΝΔ, σε πλήρη σύμπλευση με τις κατευθύνσεις της ΕΕ, βάζει πολύ εμφατικά στην πολιτική της ατζέντα το μοντέλο Υποχρηματοδότηση – Απαξίωση – Διάλυση – Ιδιωτικοποίηση σε κάθε δημόσια δομή. Οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων φάνηκε στις 28/02/23. Το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη επιβεβαίωσε με το χειρότερο τρόπο στον ελληνικό λαό, πως οι ιδιωτικοποιήσεις δολοφονούν. Αυτή η δολοφονική πολιτική, που διαλύει και καταργεί τα δημόσια και κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες, ακολουθείται και εφαρμόζεται τόσο από τη Νέα Δημοκρατία όσο και διαχρονικά από τις προηγούμενες κυβερνήσεις (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ) και η αριστερά παλεύει εδώ και χρόνια ενάντια σε αυτή. Βασικό αίτημα μας πρέπει να συνεχίσει να είναι η επαπανακρατικοποίηση όλων των ιδιωτικοποιημένων κοινωνικών δομών και αγαθών με τρόπο που θα αναδεικνύει τον δημόσιο χαρακτήρα τους και όρους οι οποίοι δεν θα επιτρέπουν την κερδοφορία του κεφαλαίου εις βάρος του λαού.” Ένα χρόνο μετά όλη η κοινωνία έχει δείξει τόσο την οργή της για αυτό το έγκλημα όσο και την απαίτηση για ανάληψη πολιτικών ευθυνών και καταδίκη των υπευθύνων της πολιτικής που οδήγησε στη δολοφονία 57 ανθρώπων. Παρότι η οργή αυτή δε φάνηκε στις περσινές κάλπες, έχει φανεί στους δρόμους με τρανό παράδειγμα την απεργία της 28ης Φλεβάρη όπου ο κόσμος γέμισε τους δρόμους όλης της Ελλάδας και έδωσε ξεκάθαρο μήνυμα ενάντια στη συγκάλυψη του εγκλήματος και τις ιδιωτικοποιήσεις συνολικά. Η κυβέρνηση της ΝΔ, ωστόσο, επιλέγει για μια ακόμη φορά αγνοήσει τις λαϊκές διεκδικήσεις, κλείνοντας την υπόθεση χωρίς να επιρρίψει καμία ευθύνη σε πολιτικά πρόσωπα, ολοκληρώνοντας έτσι την πλήρη συγκάλυψη του κρατικού αυτού εγκλήματος. Επιπλέον, τα μέτρα ασφαλείας στους σιδηρόδρομους παραμένουν ακόμα στην ίδια κατάσταση, δηλαδή εκλείπουν! Συμβάντα αντίστοιχα με αυτό των Τεμπών έχουν αποφευχθεί την τελευταία στιγμή από επέμβαση των εργαζομένων, και φυσικά έχουν αποσιωπηθεί από όλα τα συστημικά ΜΜΕ.Η όλη στάση της κυβέρνησης τόσο πριν όσο και μετά το έγκλημα μας επιβεβαιώνει την πολιτική λογική πίσω από τις ιδιωτικοποιήσεις κοινωνικών αγαθών (ρεύμα, υγεία, παιδεία) και πρέπει να μας προϊδεάζει για τις τακτικές που θα ακολουθήσουν και σε άλλες υπηρεσίες όπου συνυπάρχει ιδιωτικός και δημόσιος τομέας (νοσοκομεία, πανεπιστήμια, κλπ.)
Διανύουμε μία περίοδο όπου οι αντιδραστικές νομοθετικές τομές σε ένα σωρό από πτυχές της κοινωνικής ζωής έχουν περάσει και εφαρμόζονται, ανεξάρτητα από τη δυναμική ή όχι αντίσταση του λαϊκού και νεολαιίστικου παράγοντα. Σε ιδεολογικό επίπεδο, η κυβέρνηση έχει καταφέρει, με συστηματική δουλειά, νομοθετική και μη, να εδραιώσει πλήρως όλα της τα αφηγήματα, έχοντας δημιουργήσει μια κατάσταση απάθειας και ατομικισμού στην κοινωνία. Ωστόσο, το πρόσφατο παράδειγμα που ζήσαμε με το φοιτητικό κίνημα του ΄24 μέτρησε βήματα προς μια ανανέωση στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία αντιλαμβάνεται την συλλογική πάλη, τα σωματεία, τους συλλογικούς φορείς εν γένει, και πάνω σε αυτήν την θετική στροφή καλούνται τώρα τα κινήματα να χτίσουν θύλακες αντίστασης σε μια σειρά αναδιαρθρώσεων που αφορούν μια σειρά από τομείς και συνολικά στην κυβερνητική πολιτική.
Επίθεση στο Πανεπιστήμιο
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εν μέσω εξεταστικής, παρακάμπτοντας το άρθρο 16, παρουσίασε και αργότερα ψήφισε τον νόμο “Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου-πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων κι άλλες διατάξεις” βασική πτυχή του οποίου είναι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων (παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα ονόματι ΝΠΠΕ), μιας χρόνιας στόχευσης της ΝΔ και όλων των αστικών κυβερνήσεων στις κατευθύνσεις της Ε.Ε.. Ο νόμος αποτελεί το αποκορύφωμα στην νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση της παιδείας που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια και εναρμονίζεται πλήρως με τις πολιτικές της υποβάθμισης και ιδιωτικοποιήσεων των δημόσιων αγαθών. Ο δρόμος προς την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων ήταν ήδη στρωμένος από τις πολιτικές και νομοθετήματα προηγούμενων ετών. Αρχικά, η στοχευμένη και σταδιακή υποχρηματοδότηση των πανεπιστημίων οδήγησε τα δημόσια ΑΕΙ να υπολειτουργούν. Αυτό σε συνδυασμό με την ΕΒΕ (απουσία εισακτέων) και το νόμο περί αξιολόγησης (αδυναμία τμημάτων να ανταπεξέλθουν στα κριτήρια της αξιολόγησης) οδήγησε σε κλείσιμο αρκετών τμημάτων. Ως αποτέλεσμα αυτού, το δημόσιο πανεπιστήμιο συρρικνώνεται και έτσι μειώνονται οι επιλογές των υποψηφίων να σπουδάσουν σε μια δημόσια και δωρεάν σχολή. Έτσι αυτομάτως δημιουργείται και ένα πελατολόγιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ταυτόχρονα η διαρκής δυσφήμηση του δημόσιου πανεπιστημίου στο δημόσιο διάλογο τόσο για τις υποδομές τους όσο και για την ύπαρξη πολιτικής δράσης και ανομίας προσπαθούν να καλλιεργήσουν στις συνειδήσεις την αντίληψη ότι τα δημόσια πανεπιστήμια υστερούν και τα ιδιωτικά θα τα βοηθήσουν να βελτιωθούν.
Μέσα από αυτό το νόμο ανοίγεται ένα νέο πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο, αυτο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο μέχρι τώρα ήταν ανεκμετάλλευτο, οξύνοντας ακόμα περισσότερο την επιχειρηματική λειτουργία του πανεπιστημίου. Με την παράκαμψη του άρθρου 16 και την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων αίρεται το βασικό μεταπολιτευτικό κεκτημένο του μαζικού, δημόσιου, δωρεάν πανεπιστημίου που έδινε τη δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας. Παρά το γεγονός ότι τονίζεται ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των πανεπιστημίων αυτών, μεγάλα funds (π.χ. CVC) έχουν δείξει ενδιαφέρον για να επενδύσουν σε αυτά, με απώτερο στόχο να αυξήσουν τα κέρδη τους. Συγχρόνως μέσω του ανταγωνισμού των ιδιωτικών πανεπιστημίων με τα δημόσια, στόχος είναι σιγά σιγά να αλλάξει η λειτουργία του δημοσίου πανεπιστημίου προσομοιάζοντας παραπάνω σε αυτή του ιδιωτικού. Βασικός επιπλέον στόχος είναι η σταδιακή, αλλά όχι πλήρης αποδέσμευση του κράτους από την χρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων.
Πιο συγκεκριμένα οι αλλαγές στο δημόσιο πανεπιστήμιο θα παρατηρηθούν στα εξής πεδία:
1)Συρρίκνωση δημόσιου πανεπιστημίου – Χρηματοδότηση
Αρχικά ο νέος νόμος προβλέπει την αλλαγή των διατάξεων της αξιολόγησης. Ενδεικτικά πλέον η χρηματοδότηση βάση αντικειμενικών κριτηρίων θα γίνεται σε ποσοστό 70%(από 80%) και το επιπλέον bonus με βάση τα κριτήρια αξιολόγησης θα γίνεται σε ποσοστό 30% (από 20%). Εκτός αυτού, τα ΝΠΠΕ με την ίδρυσή τους θα έχουν πρόσβαση στους ίδιους κρατικούς και διακρατικούς (πχ ΕΣΠΑ) πόρους με τα Δημόσια Πανεπιστήμια. Δεδομένης της αναμενόμενης σταθερότητας ή μείωσης των διαθέσιμων πόρων, η ισότιμη πρόσβαση δημοσίων και ιδιωτικών σε αυτούς θα τους μοιράσει (κατά πάσα περιπτώση ανισότιμα), συμπιέζοντας τους προϋπολογισμούς των δημοσίων σε ερευνητικό και εκπαιδευτικό επίπεδο προς τα κάτω. Έτσι θα μειωθεί ακόμα περισσότερο η κρατική χρηματοδότηση υποχρεώνοντας τα ιδρύματα, είτε να προσαρμοστούν, ώστε να πληρούν τα κριτήρια του τίθενται για το επιπλέον 30% της χρηματοδότησης είτε να αναζητήσουν άλλους τρόπους χρηματοδότησης. Τα κριτήρια, δε, αυτά επιλέγονται με βάση αφενός την εναρμόνιση της λειτουργίας των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας και τις ανάγκες των επιχειρήσεων (λ.χ. «αποδοτικότητα» των ερευνητικών προγραμμάτων) και αφετέρου με πτυχές της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης (λ.χ. κριτήριο αναλογίας εισακτέων – αποφοίτων, που προϋποθέτει την εφαρμογή του ορίου σπουδών). Εξάλλου, προκειμένου να καλυφθεί το ενδεχόμενο κενό της χρηματοδότησης αυτής, ένας άμεσος τρόπος αυτοχρηματοδότησης είναι η επιβολή διδάκτρων, κάτι που προβλέπεται ήδη στο νέο νόμο για τους αλλοδαπούς φοιτητές και φοιτήτριες.Η ύπαρξη διδάκτρων οξύνει τους ταξικούς φραγμούς στο πανεπιστήμιο, αφού αποκλείει ακόμη περισσότερο τα πιο ταξικά στρώματα από την είσοδο τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μάλιστα, το παράδειγμα άλλων χωρών έχει αναδείξει ότι τα δίδακτρα οδηγούν στην εμφάνιση του φαινομένου των φοιτητικών δανείων, αφού τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών οδηγούνται σε αυτά, προκειμένου να μπορέσουν να εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή και να περατώσουν τις σπουδές τους. Όλα τα δεδομένα αναδεικνύουν ότι η επιβολή διδάκτρων καταλύει στην ουσία του το δικαίωμα στη δημόσια και δωρεάν παιδεία, ανεξαιρέτως. Βέβαια, τα δίδακτρα δεν είναι μία πρωτοφανής συνθήκη για το δημόσιο πανεπιστήμιο, αφού ήδη από το 2016, έχουν επιβληθεί στην πλειονότητα των μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών. Επομένως διαμορφώνεται ένα πανεπιστήμιο που πρόσβαση σε αυτό θα έχουν όσες και όσοι έχουν λεφτά να το πληρώσουν. Παράλληλα, οι υπάρχουσες παροχές στην σίτιση και στέγαση θα βασιστούν ακόμα παραπάνω στα χέρια των εργολάβων με κίνδυνο ως προς την ποιότητα και την δωρεάν διανομή τους, κάτι το οποίο διαφαίνεται και από τα 700 εκ. που δίνονται από το ταμείο ανάκαμψης σε ΣΔΙΤ. Επιπλέον κάποιες παροχές θα σταματήσουν να υπάρχουν, όπως τα δωρεάν συγγράμματα. Τέλος αλλος ένας τρόπος εύρεσης χρηματοδότησης είναι η περεταίρω είσοδος ιδιωτικών επιχειρήσεων στην έρευνα των δημοσίων πανεπιστημίων. Έτσι, θα παράγεται έρευνα πλήρως εναρμονισμένη με τις ανάγκες του κεφαλαίου και των επιχειρήσεων, και όχι τις ανάγκες της κοινωνίας και του περιβάλλοντος. Οι σχολές, οι οποίες δεν είναι οικονομικά ανταποδοτικές (ανθρωπιστικές σχολές και περιφερειακά τμήματα) θα δυσκολευτούν ακόμα παραπάνω να ανταπεξέλθουν και θα οδηγηθούν σε συγχωνεύσεις (βλ. ΔΙΠΑΕ και ΔΠΘ) ή και σε κλείσιμο.
2)Πτυχία και επαγγελματικά δικαιώματα
Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων θα επηρεάσει τα πτυχία και τα επαγγελματικά δικαιώματα. Κάνοντας την εκτίμηση ότι τα προγράμματα σπουδών των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα είναι πιο εξειδικευμένα όπως αποδεικνύουν τα έως τώρα ευρωπαϊκά παραδείγματα. θα δημιουργούνται απόφοιτοι πολλαπλών ταχυτήτων. Ο ανταγωνισμός αυτός στην αγορά εργασίας θα έχει αντίκτυπο στους μισθούς καθώς ένας απόφοιτος ιδιωτικού όντας εξειδικευμένος σε έναν συγκεκριμένο τομέα θα πληρώνεται με χαμηλότερο μισθό σε σχέση με κάποια που έχει συνολική εποπτεία του γνωστικού αντικειμένου. Αυτό θα συμπιέσει όλους τους μισθούς προς τα κάτω. Ταυτόχρονα λόγω της ύπαρξης ιδιωτικών με εξειδικευμένα πτυχία στα πρότυπα της συνθήκης της Μπολόνια και του νόμου Νέοι Ορίζοντες τα δημόσια ΑΕΙ θα αλλάξουν τα προγράμματα σπουδών τους. Αυτό σημαίνει κατακερματισμένο πτυχίο με λιγότερα επαγγελματικά δικαιώματα, το οποίο θα προκύπτει από τις ανάγκες της αγοράς την εκάστοτε χρονική περίοδο. Η απόφοιτη θα αναγκαστεί, λοιπόν, λόγω της απουσίας σφαιρικών γνώσεων και επαγγελματικών δικαιωμάτων να μπει ακόμα πιο έντονα σε ένα αέναο κυνήγι προσόντων (επί πληρωμή μεταπτυχιακά, σεμινάρια).
3) Διοίκηση
Στα ΝΠΠΕ ο τρόπος διοίκησης είναι πλησιέστερος σε αυτόν μίας εταιρείας καθώς τα ακαδημαϊκά όργανα δεν έχουν αποφασιστικό χαρακτήρα, παρά μόνο συμβουλευτικό. Αυτό σε συνδυασμό με τις αλλαγές που προβλέπει ο νόμος για τη διοίκηση των δημοσίων (εκχώρηση αρμοδιοτήτων συλλογικών οργάνων-σύγκλητος, συνέλευση τμήματος- σε μονοπρόσωπα όργανα -Πρύτανης, Κοσμήτορας, Πρόεδρος τμήματος-) κάνει ξεκάθαρο πως οδηγούμαστε σε μια πιο αντιδημοκρατική διοίκηση αφού θα χαθεί το αυτοδιοίκητο και η ακαδημαϊκή ελευθερία. Προφανώς μένει εκτός συζήτησης για άλλη μια φορά, η ισότιμη συμμετοχή όλης της ακαδημαϊκής κοινότητας (φοιτητές, καθηγητές, ερευνητές, διοικητικοί) στη λήψη των αποφάσεων. Έτσι οδηγούμαστε σε μία διοίκηση που θα είναι έρμαιο των επιταγών των εκάστοτε κυβερνήσεων και θα υλοποιεί την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση.
4) Ιδεολογικός μετασχηματισμός του δημόσιου πανεπιστημίου
Με βάση όλα τα παραπάνω θα μετατοπιστεί και ιδεολογικά το δημόσιο πανεπιστήμιο. Αρχικά, το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ιδιωτικών πανεπιστημίων αποκλείει την ύπαρξη Φοιτητικών Συλλόγων εντός τους, στερώντας τους το χώρο εκείνο συλλογικών διαδικασιών και αποφάσεων. Συρρικνώνεται, έτσι, η δυνατότητα όσων φοιτούν εκεί να συζητούν σε Γενικές Συνελεύσεις, να εμπλέκονται στη δημοκρατική και από τα κάτω αυτή διαβούλευση για τους όρους σπουδών, για κοινωνικά ζητήματα, κ.ο.κ., να καλλιεργήσουν συλλογική συνείδηση και ριζοσπαστικά αντανακλαστικά. Η πολιτική συζήτηση εντός των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα είναι, έτσι, από περιορισμένη έως ανύπαρκτη, και αντίστοιχα θα είναι ελάχιστος ο χώρος για την ανάπτυξη πολιτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών πρωτοβουλιών από τις φοιτήτριες. Με αυτό τον τρόπο, η ιδεολογική επίθεση στο δημόσιο πανεπιστήμιο θα ενταθεί, αφού, η ήδη σοβαρή απονομιμοποίηση των Φ.Σ. και των πολιτικών διεργασιών εντός τους θα έχει απέναντί της ένα υπαρκτό παράδειγμα ανυπαρξίας των Φοιτητικών Συλλόγων και πολιτικής αποστείρωσης σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, παράδειγμα το οποίο θα ασκήσει πίεση στα δημόσια πανεπιστήμια, ώστε να λειτουργήσουν με αντίστοιχο τρόπο. Παράλληλα η ύπαρξη διδάκτρων μαζί με τις διαγραφές θα οδηγήσει στην περαιτέρω εντατικοποίηση των φοιτητ(ρι)ών, με αποτέλεσμα την στροφή στον ατομικό δρόμο και την απομάκρυνση από την πολιτικοποιηση και τις συλλογικές διεκδικήσεις. Τομή σε αυτό αποτελεί και η αδιαπερατότητα που θα έχουν εκ των πραγμάτων τα αιτήματα των φοιτητών προς τους καθηγητές και τη διοίκηση για βελτίωση των όρων σπουδών. Σε ένα πανεπιστήμιο των οποίων τους όρους λειτουργίας αποφασίζουν ιδιώτες, -ανά ίδρυμα και όχι ενιαία- και στα οποία τα δίδακτρα αποτελούν κανονικότητα, δε χωράει η διεκδίκηση για μια φοιτητική καθημερινότητα πιο βιώσιμη, προσαρμοσμένη στις ανάγκες των φοιτητών. Τέλος, ακόμη και το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών, καθοριζόμενα (άμεσα ή έμμεσα) από την αγορά, θα εστιάζουν αποκλειστικά στην απόκτηση τεχνικών δεξιοτήτων (skills) και αποσπασματικών τεχνοκρατικών πληροφοριών, εμπεδώνοντας τόσο τον υπάρχον καταμερισμό εργασίας, όσο και το ιδεολόγημα της αποδοτικότητας (και συνεπώς εντατικοποίησης και υπερεξειδίκευσης) και της οικονομικής ανταποδοτικότητας, αντί μιας σφαιρικής, συστηματικής παιδείας στην κατεύθυνση των κοινωνικών αναγκών. Ως αποτέλεσμα, θα μιλάμε πλέον για ένα πανεπιστήμιο, στο οποίο οι φοιτήτριες θα είναι πλήρως πειθαρχημένες τόσο εντός της σχολής όσο και μετέπειτα στην αγορά εργασίας. Τέλος, θα εμπεδώνεται η αντίληψη ότι το κράτος δεν οφείλει να παρέχει δημόσια και δωρεάν αγαθά, όπως η παιδεία.
Απολογισμός Φοιτητικού Κινήματος
Το φοιτητικό κίνημα του προηγούμενου διαστήματος κατάφερε να φέρει στο προσκήνιο την λαϊκή δυσαρέσκεια και να κινητοποιήσει μεγάλο μέρος της εκπαιδευτικής κοινότητας και της κοινωνίας σε αγώνα με αιτήματα τόσο εκπαιδευτικά, όσο και ευρύτερα κοινωνικά. Οι συνθήκες και ο κοινωνικοπολιτικός συσχετισμός μέσα στον οποίο ξεδιπλώθηκε μας δημιουργούν προσδοκίες για την επόμενη μέρα και μας υπενθυμίζουν βασικά χαρακτηριστικά της νεολαίας ως κοινωνική ομάδα χάρη στα οποία ξεπηδούν δυνατότητες για μια κοινωνική αντεπίθεση. Μέσα σε συνθήκες εντεινόμενης ακρίβειας , πολεμικής εμπλοκής, συρρίκνωσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων, συγκάλυψης του εγκλήματος στα Τέμπη, το φοιτητικό κίνημα βγήκε στο δρόμο και πάλεψε ενάντια στη διάλυση του δημόσιου πανεπιστημίου. Η μάχη, ωστόσο, συμβολίζει κάτι πολύ μεγαλύτερο και αυτό γίνεται σαφές από το εύρος της κοινωνικής στήριξης, από το πόσο τα αιτήματα των φοιτητικών συλλόγων κρίθηκαν δίκαια από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και από την συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών. Η πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία ταυτίστηκε με τον αγώνα των φοιτητριών αυτούς τους δύο μήνες και αυτό δεν μπορεί παρα να μας δημιουργεί ελπίδες, αλλά και καθήκοντα για το επόμενο διάστημα και τις μάχες που έχουμε μπροστά μας.
Οι σύλλογοι μετά από μια μακρά περίοδο αποσυσπείρωσης έγιναν ξανά το κέντρο της πολιτικής δράσης των φοιτητών και αυτό είναι ίσως το κρισιμότερο στοιχείο της επόμενης περιόδου για το ΦΚ. Από τις σημαντικότερες νίκες του φετινού ξεσπάσματος του φοιτητικού κινήματος, ήταν το ότι πλέον οι καταλήψεις, το ανώτατο μέσο πάλης που έχουμε στα χέρια μας ως φοιτητά/τριες/τές, ήρθαν ξανά στο δημόσιο διάλογο και αποτέλεσαν εστίες ταχύτατης πολιτικοποίησης και συζήτησης. Ακόμα, καθιερώθηκε στο συλλογικό νου ότι οι φοιτητικοί σύλλογοι συνεδριάζουν τακτικά μέσω των Γενικών Συνελεύσεων, παράγουν πολιτικό λόγο και σχεδιασμό και οι αποφάσεις τους έχουν αυξημένη βαρύτητα. Τα σχήματά μας, συνέβαλαν σε αυτές τις διαδικασίες και πολιτικοποιούσαν τον διάλογο εντός τους, κατορθώνοντας έτσι, να έχουμε με το μέρος μας το πλειοψηφικό κομμάτι του φοιτητικού σώματος. Η διαρκής επικοινωνία με όλη την πανεπιστημιακή κοινότητα (μέλη ΔΕΠ/ΣΕΡΕΤΕ) ενίσχυσε τον αγώνα για δημόσια και δωρεαν παιδεία,κάνοντας το φοιτητικό κίνημα πανεκπαιδευτικό. Μάλιστα σε συγκεκριμένες σχολές (π.χ. Πάντειο) τα οξυμένα μέσα πάλης που χρησιμοποιήθηκαν -κατάληψη και απεργία- η αλληλεπίδραση των διεκδικήσεων μας, λειτούργησε ακόμη πιο ενισχυτικά στη μαζικοποίηση των μπλοκ και των γεμάτων αμφιθεάτρων στις ΓΣ. Οι αποφάσεις των ΦΣ, η διαρκής παρουσία μας στον δρόμο και σε όσα ΜΜΕ μπορούσαμε και οι συζητήσεις που ανοίγαμε σε σχέση με το δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο συνδικαλιστικά, αλλά και με κάθε δυνατή ευκαιρία, οδήγησαν στην παραγωγή μιας κεντρικότερης πολιτικής διαμάχης που αφορά την δημόσια και δωρεάν παιδεία και τον νόμο Πιερρακάκη, δημιουργώντας έτσι, ρωγμές στην ιδεολογική ηγεμονία της φαινομενικά παντοδύναμης ΝΔ. Το φοιτητικό κίνημα επέβαλε στα κόμματα εντός βουλής να καταψηφίσουν το νόμο, με αποτέλεσμα η ΝΔ να ψηφίζει ολομόναχη το αντισυνταγματικό αυτό νομοσχεδιο, ένα νομοσχέδιο που απέρριψε η συντριπτική πλειοψηφία της σπουδάζουσας νεολαίας στα πανεπιστήμια και ευρύτερα η κοινωνία πολώθηκε και μετατοπίστηκε περισσότερο κατά του νόμου. Πρέπει να αναγνωρίζουμε αυτή την μετατόπιση των στάσεων αστικών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ) χωρίς αυταπάτες: αποτελεί ισχυρή ένδειξη της δυναμικής και της ορατότητας που έλαβε το φοιτητικό κίνημα τους δύο τελευταίους μήνες και της δυνατότητάς του να επηρεάσει συνειδήσεις. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο τα δύο αυτά κόμματα άλλαξαν τη στάση τους, σε μια προσπάθεια εισχώρησης στις κινητοποιούμενες μάζες, τις οποίες πάντοτε αντιλαμβάνονται ως δεξαμενές ψηφοφόρων και τίποτα παραπάνω. Οι επιλογές που πάρθηκαν την πρώτη εβδομάδα μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την ένταση και το εύρος του φοιτητικού κινήματος των επόμενων εβδομάδων. Κρίνουμε ότι η μεθοδολογία των κυλιόμενων καταλήψεων από την αρχή ήταν κομβικής σημασίας επιλογή για την ανάπτυξη των δυνατοτήτων του κινήματος. Το πάγωμα των εξεταστικών που επιβάλαμε, ήταν αυτό που «τράβηξε» τους φοιτητές στις διαδικασίες των συλλόγων, ακόμα και όσους δε συμμετείχαν στις γενικές συνελεύσεις και άνοιξε πολύ περισσότερο το διάλογο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, πολώνοντας έτσι κατευθείαν τη συζήτηση στους συλλόγους και βάζοντας σαφή διλήμματα στο σύνολο των φοιτητών. Αποτιμητικά, η ταλάντευση σε σχέση με την συγκεκριμένη μεθοδολογία σε ορισμένες περιπτώσεις των σχημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς και η έλλειψη ενιαίου σχεδιασμού στην αρχή, επέδρασε αρνητικά στα αποτελέσματα και την διαπάλη με την πρόταση της ΠΚΣ ιδίως την πρώτη εβδομάδα. Είναι πραγματικότητα όμως πως στη συνέχεια τα σχήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς κατάφεραν να αναμετρηθούν με την προσπάθεια της ΠΚΣ να ενσωματώσει το σύνολο των αποφάσεων στο πολιτικό της σχέδιο και να ηγεμονεύσουν στο εσωτερικό του κινήματος.
Από την πρώτη κιόλας εβδομάδα του κινήματος, τα σχήματα της Αριστερής Ενότητας, σε σύμπλευση με τα υπόλοιπα σχήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, προχωρήσαμε σε μια σειρά από κινήσεις που κρίνουμε αναγκαίες για ένα φοιτητικό κίνημα:
- Επιμείναμε σε σχέση με την διεξαγωγή του ΣΓΣΚ σε χώρο που καταλήγει η πορεία αμέσως μετά το τέλος αυτής , βάζοντας σαφή κατεύθυνση για μαζικές διαδικασίες συντονισμού των συλλόγων κόντρα στη λογική των συσκέψεων μακριά από τις διαδικασίες του κινήματος.
- Δείξαμε μαχητική και συγκρουσιακή διάθεση μέσα από τους συλλόγους στους οποίους υπερψηφίστηκαν τα ενωτικά αγωνιστικά πλαίσια ήδη από την πρώτη κιόλας πορεία, προβάλλοντας έτσι μια έντονη δυναμική.
- Προσπαθήσαμε για την διασφάλιση των κοινών ΣΓΣΚ και την συμπόρευση στο δρόμο με ενιαία μπλοκ και κοινά πανό, όποτε αυτό ήταν δυνατόν να καταστεί εφικτό.
Τα σημεία αυτά αναγνωρίστηκαν από μια μεγάλη μερίδα του αγωνιζόμενου κόσμου των συλλόγων ως προωθητικά για το κίνημα και εν τέλει μας έφεραν σε μια ηγεμονική θέση εντός αυτού έναντι της ΠΚΣ. Ενδεικτικό είναι και το παράδειγμα της επί της αρχούς αμφισβήτησης της πρότασης των “115 συλλόγων” μέσω της οποίας η ΠΚΣ προσπαθούσε να απομονώσει τις δικές μας δυνάμεις. Η αντιπαράθεση πάνω στη μεθοδολογία του “συντονισμού των εκλεγμένων” με το Συντονιστικό Γενικών Συνελεύσεων και Καταλήψεων μπορεί να διεξήχθη υπό δυσμενείς συσχετισμούς την πρώτη εβδομάδα του κινήματος ωστόσο ήταν αυτή που μας έδωσε δυνατότητα σύνθεσης με ευνοϊκούς όρους στη συνέχεια. Όλα τα παραπάνω λοιπόν ήταν που εγγυήθηκαν τη διενέργεια κοινού συντονιστικού την δεύτερη εβδομάδα , με ενιαίο ΔΤ / βάση για τα κοινά αγωνιστικά πλαίσια των επόμενων εβδομάδων. Είναι δεδομένο πως η εξέλιξη αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο, έτσι ώστε να συνεχιστούν οι καταλήψεις και να ηττηθούν στο σύνολο των συλλόγων τόσο η ΔΑΠ όσο και τα πλαίσια ανοιχτής σχολής.
Σημεία (αυτο)κριτικής με ειδική αναφορά για την επίδραση τους στο κίνημα
- Τα παραπάνω ζητήματα διαπερνούν τον τρόπο οργάνωσης και συζήτησης του φοιτητικού κινήματος την περίοδο που πέρασε. Οι βασικές δομές οργάνωσης του κινήματος αυτό το δίμηνο ήταν οι Συντονιστικές Επιτροπές Κατάληψης και τα Συντονιστικά Γενικών Συνελεύσεων και Καταλήψεων.Παρά την πολύ μεγάλη μαζικότητα των αγωνιστικών μπλοκ ήταν εμφανής η αδυναμία, σε επίπεδο Αθήνας τουλάχιστον, να αποκτησουν οι συντονιστικές επιτροπές των καταλήψεων ένα πολιτικό χαρακτήρα με πραγματικό ρόλο για την εξέλιξη τόσο μιας συγκεκριμένης κατάληψης όσο και του κινήματος ευρύτερα.Αυτά, φυσικά προσέκρουσαν και σε αντικειμενικές συνθήκες, όπως η στάση της ΚΝΕ, που στεκόταν εμπόδιο είτε στην συγκρότηση Σ.Ε.Κ. είτε στην ομαλή διεξαγωγή τους. Ωστόσο, παρά τις ειλικρινείς προσπάθειες από μέρους μας, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρισουμε πως οι πρωτοπόρες δυνάμεις του κινήματος έδειξαν μια εμφανή αδυναμία να οργανώσουν συμμετοχικές δομές με ευνοϊκές συνθήκες για την ενεργή συμμετοχή του ανένταχτου κόσμου -που όμως συμμετείχε ενεργά στις Γ.Σ- τόσο στη λήψη αποφάσεων όσο και ακόμα στη διοργάνωση πολιστιστικών δράσεων στα πλαίσια των καταλήψεων πλην ορισμένων εξαιρέσεων. Πρακτικά δεν κατάφεραν να παράξουν πολιτική μαζί με ανένταχτο δυναμικό στη βάση του εκάστοτε συλλόγου, στις ΣΕΚ, προκειμένου τόσο να εμπλακεί οργανικότερα με το κίνημα όσο και να το ενέχουν οι όποιες διαδικασίες του κινήματος (π.χ. ΣΓΣΚ). Αυτό οδήγησε και σε έναν προβληματικό τρόπο λειτουργίας των ΣΓΣΚ που είχε ως αποτέλεσμα ο σχεδιασμός που προέκυπτε να μην βγαίνει από τα κάτω και απο ανένταχτο κόσμο.Παρότι ήταν θετικό πως τα ΣΓΣΚ διεξήχθησαν στην πλειοψηφία τους ενιαία και με τη συμμετοχή όλων των δυνάμεων είναι ξεκάθαρο πως δεν αποτέλεσαν διαδικασίες εμπλοκής όλου του δυναμικού του κινήματος όπου θα τίθενται ουσιαστικές προτάσεις σχεδιασμού και πολιτικά επίδικα από τους ΦΣ πάνω στα οποία θα γίνεται αντιπαράθεση. Ετσι τα ΣΓΣΚ περιορίστηκαν σε πεδία συζήτησης – χωρίς υγειις όρους- των πολιτικών δυνάμεων. Είναι γεγονός, όμως, πωςι τα σχήματα μας δεν πρότειναν κάποια αλλαγή στη δομή των ΣΓΣΚ για καλύτερη λειτουργία τους (πχ Αιρετοί-Ανακλητοί από την ΓΣ του ΦΣ). Ως ΑρΕν δεν πρέπει να απορρίπτουμε αυτές τις διαδικασίες (ΣΕΚ, ΣΓΣΚ) ως τυπικές διαδικασίες μεταξύ δυνάμεων. Για εμάς αυτές οι διαδικασίες είναι πολιτικά κύτταρα κρίσιμα για την κατεύθυνση του φοιτητικού κινήματος και τις διεκδικήσεις του, στα οποία έχουν λόγο όλες και όλοι που συμμετέχουν στο κίνημα. Ταυτόχρονα αποτελούν οδοδείκτες για την συζήτηση εντός των συλλόγων όσο και για τις λύσεις, που μπορεί να επιφέρει η δική μας γραμμή υπεράσπισης των συλλόγων συνομιλώντας με τα παραπάνω ελλείμματα, μέσα από δημοκρατικές, οριζόντιες και ανοιχτές διαδικασίες
- Η συζήτηση γύρω από έναν διαφορετικό σχεδιασμό που θα ξεφεύγει από την κινητοποίηση της Πέμπτης, με στόχο να την τροφοδοτήσει και όχι να την υποκαταστήσει, έμεινε στα χαρτιά και συχνά υλοποιήθηκε με όρους που ήταν έως και αρνητικοί για την εξέλιξη του κινήματος. Τόσο οι προσπάθειες στις οποίες και εμείς ήμασταν βασικός εκφραστής για συνύπαρξη με τους εργαζόμενους και τα σωματεία του όσο και η προσπαθεια για κατάληψη της πρυτανείας του ΕΚΠΑ την εβδομάδα της ψήφισης είναι τρανταχτά παραδείγματα αποτελεσματικού σχεδιασμού. Τόσο οι προσπάθειες στις οποίες και εμείς ήμασταν βασικός εκφραστής για συνύπαρξη με τους εργαζόμενους και τα σωματεία του όσο και η προσπάθεια για κατάληψη των πρυτανειών του ΕΚΠΑ και του ΑΠΘ την εβδομάδα της ψήφισης είναι τρανταχτά παραδείγματα αποτελεσματικού σχεδιασμού. Το ότι αυτές οι προσπάθειες, είτε λόγω άρνησης συμμαχικών πολιτικών δυνάμεων να συμμετέχουν ή/και εσκεμμένης απουσίας τους από το σχεδιασμό, είτε λόγω έλλειψης αποφασιστικότητας δεν ήταν επιτυχημένες, μόνο αρνητικά μπορεί να αποτιμηθεί και δεδομένα στέρησαν κάποιες κρίσιμες “αναζωπυρώσεις” .
- Κατά βάση η πολιτική συζήτηση εντός των αμφιθεάτρων μεταξύ των δύο πανελλαδικών πορειών έμεινε στα επίπεδα των πρώτων εβδομάδων. Παρότι το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε στις 7 Φεβρουαρίου, δεν θα μπορούσαμε να πουμε πως νέα στοιχεία έγιναν αντικείμενο συζήτησης των συνελεύσεων καθώς δεν επικαιροποιήθηκε επαρκώς το αφήγημα μας αλλά και ο σχεδιασμός αναφορικά με τα μέσα πάλης κατόπιν της κατάθεσης. Σε ένα ήδη πολιτικοποιημένο σώμα μετά από 3 και 4 γύρους ΓΣ, πρέπει να εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα τους λόγους για τους οποίους κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό. Αντίστοιχα δεν εισήχθησαν στη συζήτηση θέματα και αιτήματα που θα έδιναν μια ακόμα μεγαλύτερη διάσταση στο ΦΚ, όπως οι διεκδικήσεις για μείωση της ακρίβειας και αύξηση των μισθών ή αίτηματα του αντιπολεμικού κινήματος που κυρίως αφορούν την γενοκτονία που συντελεί το κράτος του Ισραήλ στη λωρίδα τη Γάζας. Ως αποτέλεσμα δεν επιτεύχθηκε επαρκώς η εξωστρέφεια του Φοιτητικού Κινήματος και κατ’ επέκταση η σύνδεση του με άλλα κινήματα καθώς και με μερίδες της κοινωνίας. Μπορεί λοιπόν το ΦΚ να κατάφερε να ανοίξει το ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων στο δημόσιο διάλογο και να τα απονομιμοποιήσει στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας, ωστόσο δεν κατάφερε να την εμπλέξει οργανικά σε έναν κοινό μέτωπο πάλης.
- Είναι γεγονός ότι μετά το πέρας των πρώτων εβδομάδων του κινήματος, οι συνελεύσεις απομαζικοποίηθηκαν. Σε αυτό έπαιξε ρόλο τόσο η απουσία του αντίπαλου δέους μέσα στις συνελεύσεις καθώς και το “απεργοσπαστικό” μέτρο των τηλεξεταστικών-τηλεμαθημάτων. Πέρα από αυτά όμως, συνέβαλε και το γεγονός ότι δεν υπήρχε πολιτική εμβάθυνση από πλευράς των πολιτικών δυνάμεων πάνω στο κομμάτι της ανάλυσης του νομοσχεδίου καθώς και στο ότι δεν τοποθετούσαμε μπροστά με το δικό μας πρόταγμα (κωδικά: πάλη για ένα πραγματικά δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο).
- Τέλος, είναι σημαντικό μετά από πυκνές περιόδους κινήματος να κάνουμε και την αυτοκριτική μας, ως δικτύωση, αντλώντας χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον, τόσο εντός της δικτύωσης της ΑΡ.ΕΝ., όσο και για το νέο εγχείρημα που επιδιώκουμε να συγκροτήσουμε. Σε μια πυκνή συγκυρία, όπως ήταν εκείνη του ενεργού φοιτητικού κινήματος, ενδεχομένως η καθημερινότητα δεν ευνοεί τη διεξαγωγή τακτικών διαδικασιών ΑΡ.ΕΝ., όπως τα ακτίφ. Παρόλα αυτά, θεωρούμε απαραίτητο για την υγιέστερη λειτουργία της ΑΡ.ΕΝ. και την καλύτερη πορεία των σχημάτων μας εντός των Συλλόγων να ιεραρχούνται και να διεξάγονται τέτοιες διαδικασίες, αλλά και να υπάρχει καλύτερη αλληλοτροφοδότηση και επικοινωνία τόσο ανάμεσα στα σχήματα μας όσο και με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Επιπλέον, θεωρούμε ότι η ΑΡ.ΕΝ. πρέπει να μη διστάζει να λαμβάνει πρωτοβουλίες για την υλοποίηση του σχεδιασμού της, ακόμη και αν συμμαχικές μας δυνάμεις διαφωνούν με την κατεύθυνση που θέτουμε, καθώς αυτός προκύπτει μετά από πολιτική συζήτηση και ώριμη εκτίμηση των αναγκών της εκάστοτε συνθήκης. Εξάλλου, σε κάθε συγκυρία και στιγμή κάθε σχεδιασμός που τίθεται και υλοποιείται, έπειτα κρίνεται και απολογίζεται.
Σχετικά με τα μέτρα καταστολής και την στάση των διοικήσεων
Ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο το οποίο πρέπει να κρατήσουμε από το φοιτητικό κίνημα της προηγούμενης περιόδου σε σχέση και με παλαιότερα κινήματα (πχ 2006-2007) είναι η πλήρης ανατροπή των συσχετισμών σε επίπεδο διοικήσεων εις βάρος της φοιτητικής αριστεράς και της δράσης των συλλόγων. Συγκριτικά με παλαιότερες περιόδους όπου οι διοικήσεις των ιδρυμάτων στήριζαν με ανακοινώσεις τους αγώνες των φοιτητών για δημόσια και δωρεάν παιδεία, είδαμε τη κρίσιμη στιγμή το σύνολο των αντιδραστικών διοικήσεων να λειτουργούν σε πλήρη σύμπλευση με τις κυβερνητικές επιταγές. Φάνηκε ότι, η τοποθέτηση πρόθυμων υλοποιητών των εντολών της κυβέρνησης σε πρυτανικές θέσεις λειτούργησε τη κρίσιμη στιγμή ως προληπτικό και κατασταλτικό μέσο στους αγώνες και τις διεκδικήσεις του φοιτητικού κινήματος, το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε το επόμενο διάστημα.
Τα θωρακισμένα όργανα διοίκησης (Σύγκλητοι, Συμβούλια Διοίκησης) αλλά και οι διοικήσεις/πρυτάνεις που ακολουθούσαν πιστά τις εντολές της ΝΔ οδήγησαν σε μια επιθετική στάση απέναντι στους φοιτητικούς συλλόγους (βλ εισβολές της αστυνομίας σε μια σειρά από ιδρύματα). Κορύφωση αυτής της αυταρχικής επίθεσης από την κυβέρνηση αποτέλεσαν και οι εισαγγελικές παρεμβάσεις, οι 49 συλλήψεις εντός του ασύλου του ΑΠΘ, η εκδικητική απόλυση του διοικητικού στο ΕΚΠΑ και οι 4 πειθαρχικές διώξεις φοιτητ(ρι)ών στο πανεπιστήμιο Πατρών, όλα αυτά υπό την συνεχή απειλή διαγραφών, προκειμένου να ποινικοποιηθεί η πολιτική δράση, να τρομοκρατηθούν οι φοιτητές και για να καταστείλουν τους αγώνες των φοιτητριών. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση δεν δίστασε να στοχοποιήσει ακόμα και τους “δικούς της” πρυτάνεις, με την εισαγγελική παρέμβαση που τις ανάγκαζε να αναφέρουν τα μέτρα καταστολής των καταλήψεων που πήραν, κίνηση η οποία δεν προχώρησε και λόγω της νομιμοποίησης των καταλήψεων των Φοιτητικών Συλλόγων στην κοινωνία και της πίεσης που ήταν δεδομένο ότι αυτοί θα ασκούσαν.
Είναι γεγονός όμως ότι και οι διοικήσεις που είχαν μια στάση υπεράσπισης των αγώνων των φοιτητ(ρι)ών υπέκυψαν στις απειλές της κυβέρνηση τόσο για ποινικές διώξεις των ίδιων όσο και για μείωση χρηματοδότησης κάνοντας ξεκάθαρο το πόσο έντονα η κυβέρνηση ήθελε να σταματήσει το φοιτητικό κίνημα. Τα τηλεμαθήματα και οι τηλεξεταστικές επιβλήθηκαν με την πρόφαση ότι αποτελούν μέσο διάσωσης των εξαμήνων απο πλευράς Κυβέρνησης και Διοικήσεων , επιδιωκοντας να παρακάμψουν τις αποφάσεις των ΓΣ και να κάμψουν το Φοιτητικό Κίνημα και τις διεκδικήσεις του. Με αφορμή του νόμους περί ολοκλήρωσης του εξαμήνου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και το αφήγημα τρομοκρατίας για «χαμένα εξάμηνα» οι Διοικήσεις προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν το απεργοσπαστικό και κατασταλτικό μέτρο των τηλεξετάσεων.
Φέρνουν πάνω σε όλα αυτά και σχέδια ασφαλείας για τα ιδρύματα (ελεγχόμενη πρόσβαση, κάμερες, τουρνικέ, ίσως και προσπάθεια τοποθέτησης ΟΠΠΙ). Κόντρα σε αυτό τον αυταρχισμό το ΦΚ έδειξε, δείχνει και θα συνεχίσει να δείχνει ισχυρά αντανακλαστικά και να δείχνει την πραγματική δυναμική του την οποία τόσο πολύ θέλουν να εξαλείψουν.Πρέπει λοιπόν να αντλήσουμε συμπεράσματα από όσα συνέβησαν και να δούμε την επόμενη μέρα μέσα σε αυτο το συσχετισμό, που παρά το ελπιδοφόρο ΦΚ παραμένει εξαιρετικά δυσμενής.
Η αντιδραστικότητα της καταστολής μας πιέζει αναπόδραστα προς την διεύρυνση και όξυνση της παραδοσιακής μεθοδολογίας παρέμβασης και αγώνα, όχι πλέον μόνο για λόγους φυσιογνωμικούς, αλλά για την διασφάλιση της ύπαρξης αγωνιζόμενων δυνάμεων στα πανεπιστήμια, με τα χαρακτηριστικά, την δυναμική και το εκτόπισμα που επιθυμούμε και κρίνουμε αναγκαίο.
Σχεδιασμός
Παρέμβαση Εντός των Σχολών
Για να χαράξουμε την παρέμβαση μας είναι αναγκαίο να αναγνωρίσουμε πως την περίοδο του κινήματος, τα σχήματα μας συζητούσαν επί ενός σχεδιασμού πιο συνολικού, που αφορούσε στην ενιαιότητα αυτού, ανά πόλη. Έτσι, τα σχήματα εν μέσω του φοιτητικού κινήματος δεν είχαν την ευκαιρία να παράξουν πολιτική γραμμή και σχεδιασμό στη βάση των κοινωνικών τους χώρων. Έπειτα από τις κινηματικές διεργασίες, και στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, τα σχήματα της Αριστερής Ενότητα θα πρέπει να ακολουθήσουν την κατεύθυνση της αυτόκεντρης ανάπτυξης τους, με πολιτικά επίδικα και γραμμή που θα θέτουν τα ίδια για τους κοινωνικούς τους χώρους, στη βάση και της απόφασης της πανελλαδικής μας διαδικασίας. Η κατεύθυνση αυτή αφορά στην ουσία της τον τρόπο με τον οποίο ανέκαθεν η δικτύωση μας αντιλαμβανόταν τους κοινωνικούς χώρους και τα σχήματα εντός αυτών και σχετίζεται με τα εξής πολιτικά ζητήματα: α) την επανοικειοποίηση των σχολών μας, με πολιτικές και πολιτιστικές συλλογικές αναπαραστάσεις εντός τους, κόντρα στην προσπάθεια αποστείρωσης τους από την κυβέρνηση και τις διοικήσεις, και απέναντι στην μεθόδευση ενός πιο σκληρού μοντέλου λειτουργίας για τα ιδρύματα β) την προσαρμογή του αγώνα για τη διεκδίκηση της δημόσιας – δωρεάν παιδείας σε κάθε σύλλογο, αγώνας που κορυφώθηκε και κατά τη διάρκεια του φοιτητικού κινήματος, αλλά, σίγουρα, χρήζει εξειδίκευσης και αυτοτελούς ανάδειξης σε κάθε σύλλογο από τα σχήματα της Αριστερής Ενότητας, που διαχρονικά έθεταν αυτή την κατεύθυνση διεκδίκησης μέσα στις σχολές.
Πιο συγκεκριμένα βρισκόμαστε σε μία περίοδο, η οποία έρχεται αμέσως μετά από το μεγαλύτερο φοιτητικό κίνημα των τελευταίων 15 χρόνων. Οι γύροι κυλιόμενων συνελεύσεων και καταλήψεων έχουν πλέον λήξει, και με το νομοσχέδιο να έχει ήδη ψηφιστεί τα σχήματα της Αριστερής Ενότητας οφείλουν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Είναι πολύ σημαντικό και μεγάλο στοίχημα, η συζήτηση γύρω από το δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο να παραμείνει ζωντανή και το αίτημα της δημόσιας και δωρεάν παιδείας που συσπείρωσε τις φοιτήτριες όλο το προηγούμενο διάστημα να συνεχίσει να αποτυπώνεται με κάθε μέσο. Πρώτα από όλα βασικό κομμάτι του συνδικαλιστικού μας αφηγήματος μετά το πέρας του κινήματος πρέπει να είναι το γιατί κάναμε 2 μήνες καταλήψεις και συνελεύσεις και γιατί αυτές όντως πέτυχαν σημαντικές νίκες παρά την ψήφιση του νόμου και αφήνουν σημαντικές παρακαταθήκες για την επόμενη μέρα του αγώνα μας, ο οποίος προφανώς δεν τελείωσε στην ψήφιση. Αναγνωρίζοντας τη δυσκολία να υπάρξει ένα νέο κεντρικό αφήγημα το οποίο θα πολώσει τις συζητήσεις και τα αμφιθέατρα τόσο έντονα όσο τους τελευταίους δυόμισι μήνες, πρέπει να δημιουργήσουμε κόμβους, οι οποίοι θα θέτουν συνεχώς το φοιτητικό υποκείμενο σε μία εγρήγορση γύρω από την δημόσια και δωρεάν παιδεία. Τέτοιοι κόμβοι μπορούν να είναι τα ζητήματα των δημοσίων και δωρεάν φοιτητικών παροχών τα οποία συνδέονται με την υποχρηματοδότηση , όπως μία πλήρως δωρεάν και ποιοτική σίτιση, στέγαση και εστίες που θα εξασφαλίζουν την αξιοπρεπή διαβίωση των φοιτητών και των φοιτητριών αλλά και η εξ ολοκλήρου δωρεάν παροχή συγγραμμάτων, η έλλειψη υλικού σπουδών που αναγκάζει τη φοιτήτρια να δώσει χρήματα από την τσέπη της. Έτσι στόχος πρέπει να είναι να στήσουμε αναχώματα στη σταδιακή μετακύλιση του κόστους φοίτησης στα φοιτητά, που μπορεί να φτάσει μέχρι και τα δίδακτρα στον προπτυχιακό κύκλο σπουδών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την δημιουργία υλικών και συλλογικών αναπαραστάσεων, όπως οι συνεχείς κινητοποιήσεις με εξώστρεφα αλλά και θαρρετά αιτήματα και να φτάσει μέχρι και τις καταλήψεις δομών (π.χ. εστιατορίων), όταν αυτά δεν ικανοποιούνται.
Σημαντική θέση στον λόγο μας, σε συνέχεια της προσφυγής της ΠΟΣΔΕΠ στο ΣτΕ για τον νομο, θα πρέπει να έχει και η αναγκαιότητα της κρίσης του ως αντισυνταγματικό. Αναγνωρίζουμε ότι η δικαιοσύνη και το ΣτΕ δεν έχουν πάντα τις φιλολαϊκότερες τοποθετήσεις και εξυπηρετούν τα συμφέροντα των από πάνω. Παρόλα αυτά αντιλαμβανόμαστε πως η “αντισυνταγματική” κρίση του νόμου θα αποτελεί μία νίκη του φοιτητικού κινήματος και θα είναι μία δικαίωση του αγώνα μας. Είναι άλλωστε γεγονός, ότι η παράκαμψη του αρ. 16 προετοιμάζει το έδαφος και για την αναθεώρησή του και πρέπει να γίνει ξεκάθαρο, ότι όπως και τώρα, έτσι και τότε θα βρουν τις φοιτήτριες απέναντί τους.
Το στίγμα ακόμη και τώρα, μετά την ψήφιση του νόμου, θα πρέπει να είναι αυτό της “μεγάλης” και διαρκούς μάχης υπεράσπισης της δημόσιας και δωρεάν παιδείας, η οποία θα αποτυπώνεται σε καθημερινές υλικές διεκδικήσεις και νίκες, θέτοντας έτσι τους φοιτητές και τους συλλόγους μας σε εγρήγορση με την προοπτική ξεσπάσματος της επόμενης κινηματικής περιόδου. Έχουμε ήδη κατορθώσει να μετατοπίσουμε την κοινή γνώμη, να έχουμε τις φοιτήτριες/τες με το μέρος μας και να είμαστε η πλειοψηφία με έρευνες να το επιβεβαιώνουν. Η παρακαταθήκη αυτή είναι ικανή (ως τέτοια αλλά και σε επίπεδο λόγου) να συσπειρώσει ακόμη περισσότερο την σπουδάζουσα νεολαία και να τροφοδοτήσει το επόμενο κύμα του αγώνα. Άρα το αφήγημα των σχημάτων μας συμπυκνώνεται στο γεγονός ότι το νομοσχέδιο θα ακυρωθεί μέσω κινήσεων που θα καθιστούν την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων μία επικίνδυνη και αβέβαιη επένδυση για τους ιδιώτες, μέσω 1) της διατήρησης του θετικού συσχετισμού στην κοινωνία όσον αφορά τις απόψεις για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, μέσω κινητοποιήσεων ανά τακτά χρονικά διαστήματα και άρα τη δεδομένη ύπαρξη αντιδράσεων όταν τυχόν αυτά ιδρυθούν και 2) μέσω κινητοποιήσεων και πίεσης με άλλες μεθόδους (π.χ. προσφυγές) στο ΣτΕ, κάτι που καθιστά την επένδυση στον τομέα αυτό αμφίβολη. Οι τρόποι αυτοί στήνουν ένα αφήγημα το οποίο θα δώσει συνέχεια στον αγώνα ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια και θα συντηρήσει, σε ένα βαθμό, το κλίμα που υπάρχει, μέχρι τις επόμενες κινήσεις της κυβέρνησης.
Ταυτόχρονα είναι αναγκαίο ως σχήματα κοινωνικού χώρου να καταπιανόμαστε και με ζητήματα φοιτητικής καθημερινότητας όπως είναι τα προαπαιτούμενα μαθήματα και η περαιτέρω εντατικοποίηση των προγραμμάτων σπουδών που δυσκολεύουν περαιτέρω τα φοιτητά στην περάτωση των σπουδών τους, στρώνοντας το έδαφος για διαγραφές στα ν+ν/2 έτη. Αυτά φυσικά συνδέονται με την αποστείρωση του πανεπιστημίου από οτιδήποτε μη ακαδημαϊκό και η αναφορά τέτοιων παραδειγμάτων στην καθημερινή μας παρέμβαση παροτρύνει τους φοιτητές να παρέμβουν στο σύλλογο τους χωρίς να καθιστά τη συνθήκη συντεχνιακή. Πρέπει να παλεύουμε για υλικές νίκες γύρω από αυτά τα ζητήματα καθώς τις αντιλαμβανόμαστε ως κάτι το πραγματικά αναγκαίο, αλλά και ως ένα μέσο που καθιερώνει στα υποκείμενα την έννοια και τη δύναμη της συλλογικής πάλης έναντι του ατομικού δρόμου, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την ενεργή συμμετοχή σε κεντρικότερες μάχες. Αντιπροτείνουμε ένα πανεπιστήμιο το οποιο δεν είναι μόνο ένα κέντρο εκπαίδευσης και εξετάσεων αλλά ένας χώρος πολιτικής και πολιτιστικής ζύμωσης και δράσης αλλά και κοινωνικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης, ιδιαίτερα σε μία συγκυρία που ειδικά η εργαζόμενη φοιτήτρια στερείται όλο και περισσότερο ελεύθερου χρόνου. Με λόγο προταγματικό, θέτουμε πολιτικά και πολιτιστικά αντιπαραδείγματα και γεμίζουμε τις σχολές μας με εκδηλώσεις και συζητήσεις γύρω από θέματα που αφορούν πραγματικά τον φοιτητή.
Τέλος, ως Αριστερή Ενότητα, αναγνωρίζουμε την αναγκαία θέση του φοιτητικού κινήματος για δημιουργία αναχωμάτων στις κυβερνητικές επιθέσεις και την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση αλλά δεν μένουμε σε αυτό. Αντιλαμβανόμαστε την αξία των θετικών αντιπροταγμάτων ως ένα μέσο αντιπαράθεσης με το κυρίαρχο αφήγημα αλλά και ως τρόπο βελτίωσης της καθημερινότητας μας στο δημόσιο πανεπιστήμιο, αναδεικνύοντας οτι η φοιτητική αριστερά μπορεί να παράγει ένα συνολικό πλάνο για το πανεπιστήμιο και να το υλοποιεί. Ειδικά μετά από αυτή την μακρά περίοδο κινηματικών διεργασιών είναι απαραίτητο η “αντίσταση” να μεταφερθεί σε “επίθεση” και να αναδείξουμε οτι το φοιτητικό κίνημα μπορεί να αποτυπώνει νίκες στο τώρα με βάση τις ανάγκες μας. Αυτές οι διεκδικήσεις μπορούν να εκτείνονται από την φοιτητική μέριμνα μέχρι τα προγράμματα σπουδών.
Στα πλαίσια των θετικών αντιπροταγμάτων και της δόμησης μια συνολικότερης εικόνας για το πως θέλουμε το πανεπιστήμιο, πρέπει να επιδιώκουμε την όλο και μεγαλύτερη σύνδεση του με τους κοινωνικούς αγώνες. Με εκδηλώσεις, ανοιχτές συζητήσεις και δημιουργίες θεματικών ομάδων θα μπορούμε να μεταφέρουμε τις διεργασίες των κινημάτων στις σχολές μας αλλά και να εμπλέκουμε άμεσα τους συλλόγους μας σε αυτά αλλά και ως δικτύωση θα πρέπει να συνεχίσουμε και να εμπλουτίσουμε την παρέμβαση μας σε συλλογικότητες. Πρέπει ως δυνάμεις να εγγυόμαστε τις σύνδεση των αγώνων τόσο σε επίπεδο συνδικαλιστικής παρέμβασης και πολιτικοποίησης του κόσμου των συλλόγων όσο και σε σχέση με το άνοιγμα αυτών σε συλλογικές διαδικασίες (π.χ. Γενικές Συνελεύσεις) που θα αναπτύξουν τον πολιτικό διάλογο γύρω από αυτούς. Μέσω αυτών θα καταφέρουμε οι σχολές μας να είναι πραγματικά συμπεριληπτικές για όλα.
Εκλογές
Οι φετινές εκλογές έρχονται μετά από ένα πολύ κομβικό γεγονός για τα πανεπιστήμια και τη φοιτητική αριστερά. Δυόμισι μήνες κινήματος, έθεσαν μπροστά τους φοιτητικούς συλλόγους και επαννοηματοδότησαν τις δομές τους (Γενικές Συνελεύσεις) και τις δομές του φοιτητικού κινήματος (ΣΕΚ και ΣΓΣΚ). Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό οι φετινές φοιτητικές εκλογές να αποτυπώνουν όλες τις ως τώρα νίκες του φοιτητικού κινήματος και οι φωνές που στο δίπολο δημόσια και δωρεάν παιδεία – ιδιωτικά πανεπιστήμια, κράτησαν στάση υπέρ του πρώτου και που αντιλήφθηκαν ότι ο τρόπος να μετρήσουμε νίκες είναι το μέσο πάλης της κατάληψης να αποκρυσταλλωθούν σε ψήφο στα ενωτικά ψηφοδέλτια της ριζοσπαστικής αριστεράς. Είναι άλλη μία ευκαιρία, να φανεί περίτρανα πως το μεγαλύτερο μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας, οι φοιτητές, υπερασπίζονται τα δημόσια πανεπιστήμια πλειοψηφικά.
Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο το φοιτητικό κίνημα να κεφαλαιοποιηθεί και το δίπολο αυτό να παραμείνει στον διάλογο. Οι αιχμές τον διδάκτρων, της υποβάθμισης των πτυχίων και των επαγγελματικών μας δικαιωμάτων, των επανακαταρτήσεων και της επισφαλούς ολιγόμισθης επαγγελματικής προοπτικής που φέρνει ο νέος νόμος καθώς και η υποχρηματοδότηση από την οποία υποφέρουν τα ιδρύματά μας, θα μας βοηθήσουν να ορίσουμε ξανά το στίγμα των σχημάτων και της δράσης τους.
Ακόμα, σε άρρηκτη σύνδεση με το νόμο για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, τα σχήματα της Αρ.Εν. θα εκφράζουν ένα γενικότερο πλαίσιο εναντίωσης στις ιδιωτικοποιήσεις. Στις ιδιωτικοποιήσεις που οδήγησαν στο κρατικό έγκλημα στα Τεμπη, στις ιδιωτικοποιήσεις που οδήγησαν στην κατάρρευση του ΕΣΥ την περίοδο της πανδημίας, στις ιδιωτικοποιήσεις από τις οποίες ποτέ δεν φάνηκε κάποια αναβάθμιση της αντίστοιχης δημόσιας παροχής από την ίδρυση της ιδιωτικής (π.χ. ιδιωτικά σχολεία). Τα ενωτικά ανοιχτά αγωνιστικά ψηφοδέλτια θα πρέπει να αποτελέσουν την αποκρυστάλλωση των διεκδικήσεων που έβγαλε το Φοιτητικό Κίνημα, αποτελούμενα από τον κόσμο του αγώνα των τελευταίων μηνών. Θα πρέπει να μπορέσουν να εκφράσουν τα άγχη και τις ανησυχίες μια ολόκληρης γενιάς, τόσο πολιτικά αλλά και φυσιογνωμικά, Με μια πλουραλιστική θεματολογία που θα περιέχει αιχμές όπως η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και οι διεκδικήσεις του Φοιτητικού κινήματος, την ακρίβεια και την αύξηση του κόστους ζωής, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις έμφυλες καταπιεσεις, την ριζοσπαστική οικολογία. Και παράλληλα να αποτυπώνουν όχι αποκλειστικά έναν αντικυβερνητικό λόγο, αλλά να αναδεικνύουν τις αντιλαϊκές πολιτικές, τόσο της κυβέρνησης όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες σε μια περίοδο ακρίβειας και φτώχειας τσακίζουν ακόμα περισσότερο την καθημερινότητά μας και βάζουν τα κέρδη πάνω από τις ζωές μας. Στις εκλογές λοιπόν, αυτό πρέπει να καταλήγει, τόσο στο μαύρισμα της κυβερνητικής παράταξης που προσπαθεί να υλοποιήσει πιστά τις επιταγές της, την ΔΑΠ, αλλά και όσες δυνάμεις με προοδευτικό προσωπείο συναινούν στην εφαρμογή των ίδιων πολιτικών, τσακίζοντας τις σπουδές μας (βλ. ΠΑΣΠ).
Φυσικά, η δράση των σχημάτων της Αρ.Εν. ως σχήματα κοινωνικού χώρου δεν αφορούσε και δεν αφορά μόνο την εναντίωση στα νομοθετήματα τα οποία υποβαθμίζουν τις σπουδές, τα πτυχία και τη ζωή μας. Δρούμε και αρθρώνουμε πολιτικό λόγο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την καθημερινότητα της φοιτήτριας στην εκάστοτε σχολή. Διεκδικούμε ανθρώπινους όρους σπουδών και καταπιανόμαστε με υλικές διεκδικήσεις που αφορούν τις σχολές μας. Παλεύουμε κόντρα στην εντατικοποίηση, τα ασφυκτικά deadlines, τις αλυσίδες και τις καθηγητικές αυθαιρεσίες και παλεύουμε για τη βελτίωση των όρων σπουδών μας. Παράλληλα, αντιλαμβανόμαστε τις πολλαπλές καταπιέσεις της φοιτήτριας και προσπαθούμε διαρκώς οι συλλογικότητές μας και το πανεπιστήμιο να είναι χώροι συμπεριληπτικοί και προσβάσιμοι προς όλα τα άτομα της σπουδάζουσας νεολαίας (θηλυκότητες, ΛΟΑΤΚΙ+, ανάπηρα άτομα κ.α.). Το Φ.Κ. αποτελεί διαχρονικά, με την αυτοτέλεια του και την δυναμική του, ένα κίνδυνο για τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Παράλληλα μπορεί,με τη συμπόρευση – συνένωσή του με το εργατικό και τα ευρύτερα κοινωνικά κινήματα (π.χ. φεμινιστικό, αντιφασιστικό, αντιρατσιστικό, οικολογικό) να αποτελέσει την θρυαλλίδα για συνολικότερες και ριζοσπαστικές αλλαγές, για ένα κοινωνικό μετασχηματισμό. Γι αυτό και συμμετέχουμε σε αυτά και στηρίζουμε τις διεκδικήσεις τους. Προσπαθούμε να αρθρώνουμε λόγο φεμινιστικό και συμπεριληπτικό ως άλλο ένα αντιπρόταγμα στη σημερινή πατριαρχική κοινωνία των γυναικοκτονιών, των βιασμών και των κυκλωμάτων trafficking.
Πέρα από όλα τα παραπάνω θα πρέπει να έχουμε στην παρέμβασή μας εν όψει των εκλογών και ένα πρωταγματικό λόγο για όλα τα ζητήματα τα οποία ανοίγουμε. Πέρα από την αμυντική στάση απέναντι στην επίθεση προς το δημόσιο πανεπιστήμιο ο λόγος μας θα πρέπει να είναι επιθετικός και διεκδικητικός, ξεφεύγοντας από μία στείρα άρνηση σε όλα όσα προσπαθούν να μας επιβάλλουν. Ουσιαστικά πρέπει να αντιπροτείνουμε ένα πανεπιστήμιο το οποίο θα είναι πραγματικά δωρεάν, θα έχει ποικίλες πολιτιστικές δράσεις και θα αποτελεί χώρο ελευθεριών και συλλογικών αγώνων. Με τον τρόπο αυτό θα καλλιεργήσουμε στη συνείδηση των φοιτητριών πως ο αγώνας μας για βελτίωση των όρων σπουδών μας και γενικότερα για τη βελτίωση των ζωών μας δεν σταματάει ποτέ.
Τέλος, τους τελευταίους δυόμισι μήνες ξεσπάσματος του Φοιτητικού Κινήματος, τα σχήματα της Αριστερής Ενότητας, ιεράρχησαν την κοινή συμπόρευση και τον κοινό σχεδιασμό στον δρόμο, στα Συντονιστικά Γενικών Συνελεύσεων και Καταλήψεων και στις ΓΣ και πιέσαμε αυτά τα αριστερά σχήματα που δεν δείχνουν συχνά ενωτική διάθεση αλλά και την ΠΚΣ (η οποία δεν εγγυήθηκε την ενωτική κατεύθυνση, πολλώ δε μάλλον υπηρξε διασπαστική σε πολλές σχολές) να κινηθούν σε αυτήν την κατεύθυνση. Για άλλη μία φορά, φάνηκε πως το πάγιο αίτημα της Αρ.Εν. για ενότητα στο κίνημα και στους συλλόγους, είναι η νικηφόρα μεθοδολογία που συσπειρώνει της φοιτήτριες και θέτει τους Φοιτητικούς μας Συλλόγους σε καλύτερη θέση μάχης. Με ανάλογο τρόπο θέλουμε να κινηθούμε και εν όψει των φοιτητικών εκλογών.
Η ενωτική κατεύθυνση της Αριστερής Ενότητας αποτυπώνεται εδώ και χρόνια με την ύπαρξη και λειτουργία των ενωτικών, μέσα στις σχολές. Οι ενωτικές αυτές, αφενός προκύπτουν από τις εκλογικές συνεργασίες και κατεβάσματα εντός των Συλλόγων, αφετέρου εξακολουθούν να υπάρχουν και να λειτουργούν καθημερινά και μετά από αυτές, τόσο στο πεδίο των Διοικητικών Συμβουλίων, αλλά και των Γενικών Συνελεύσεων και του φοιτητικού κινήματος. Η ενότητα της φοιτητικής αριστεράς έχει αποβεί ανά τα χρόνια σωστή πολιτική επιλογή και προωθητική κατεύθυνση για τους Συλλόγους, παρόλα αυτά, πρέπει και με ειλικρίνεια να αναγνωρίσουμε και τα προβλήματα που προκύπτουν εντός των ενωτικών, με διαφορετική ένταση ανά κοινωνικό χώρο. Η συνύπαρξη σχημάτων από διαφορετικές πολιτικές καταβολές, συνεπάγεται την αναγκαιότητα σύνθεσης επί διαφορετικών πολιτικών αναλύσεων και αντιλήψεων σε επιμέρους ζητήματα. Έτσι, η πολιτική διαπάλη τόσο ως προς τη φυσιογνωμία και τη λειτουργία των Συλλόγων, όσο και ως προς τον πολιτικό λόγο που αρθρώνουν οι ενωτικές, είναι μία συνεχής διαδικασία που θα πρέπει να επιδιώκουμε να γίνεται με υγιείς όρους και να καταλήγει σε προωθητικά αποτελέσματα για κάθε Σύλλογο. Μέχρι στιγμής, οι ενωτικές δε λειτουργούν πάντοτε στη βάση της παραπάνω λογικής, και, επομένως, έχουμε να μετρήσουμε βήματα έως ότου αυτό να καταστεί πραγματικότητα. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την πολιτική και κοινωνική αποτελεσματικότητα των μετώπων ανά Σύλλογο αλλά και την μεγάλη εκλογική επιτυχία του ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ, στις περσινές φοιτητικές εκλογές. Αναγνωρίζοντας τα παραπάνω, και φέτος, όπως αναφέρεται και παρακάτω, θα επιδιώξουμε τη διεύρυνση αφενός και την εκ νέου επιτυχία αφετέρου της εκλογικής αυτής συμμαχίας. Παράλληλα, εκθέτοντας, την πολιτική μας αντίληψη γύρω από τη λειτουργία και τη σύνθεση των ενωτικών, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά τις φοιτητικές εκλογές, πρέπει να προσπαθήσουμε να μετρήσουμε βήματα από κοινού με τα σχήματα που θα προχωρήσουμε σε κοινό εκλογικό κατέβασμα προς την κατεύθυνση ακόμη καλύτερης συνύπαρξης μας εντός αυτών.
Η εκλογική συμμαχία ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ έχει δείξει τα τελευταία χρόνια μία πολύ καλή και ανοδική δυναμική και αποδεικνύει την αξία των μετωπικών εκλογικών καταγραφών, παίρνοντας την τρίτη θέση πανελλαδικά στις τελευταίες φοιτητικές εκλογές. Παρόλα αυτά, η συμμαχία αυτή πρέπει να διευρυνθεί και να δημιουργηθεί μία ακόμη μεγαλύτερη συνεργασία δυνάμεων και σχημάτων, τα οποία αντιλήφθηκαν την αναγκαιότητα της συμπόρευσης και της ριζοσπαστικής αριστερής παρέμβασης μέσω των σχημάτων στο κίνημα, και είτε δεν συμμετείχαν παλαιότερα σε αυτή τη συνεργασία (π.χ. Αttack, ΑΡΔΙΝ), είτε δεν παρεμβαίνουν σε κάποιο από τα δύο δίκτυα, της Αριστερής Ενότητας και της ΕΑΑΚ. Αυτό μπορεί να υλοποιηθεί μέσω συντονιστικού σε πανελλαδικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο σχολών, με ενωτικές διαδικασίες των σχημάτων που παρεμβαίνουν σε αυτές. Επιδιώκουμε ευρεία ενωτικά ψηφοδέλτια με αριστερό ριζοσπαστικό στίγμα που θα αποτυπώνει την αναγκαιότητα της κοινής συμπόρευσης στο κίνημα και στους ΦΣ. Καλούμε άμεσα, το επόμενο διάστημα σε διήμερο πανελλαδικό συντονισμό, όλα τα αριστερά, ριζοσπαστικά, μαχητικά σχήματα με τα οποία συμπορευτήκαμε στο κίνημα, ώστε να συζητήσουμε επί του θέματος, φιλοδοξώντας να προκύψει μία νέα ενιαία εκλογική καταγραφή με νέο όνομα και να μην υπάρξουν για άλλη μία φορά κατακερματισμένα ψηφοδέλτια της φοιτητικής ριζοσπαστικής αριστεράς. Ως σχήματα κοινωνικού χώρου πρέπει τα εκλογικά μας κατεβάσματα να βασίζονται στις ιδιαιτερότητες του κάθε συλλόγου και να προσπαθούν να είναι προωθητικά για αυτόν. Άρα είναι θεμιτό τα σχήματα μας όπου κρίνεται αναγκαίο από τα ίδια να προχωρήσουν σε συνεργασίες και με σχήματα, τα οποία μπορεί να μην συμμετέχουν στην κοινή πανελλαδική διαδικασία σχημάτων.
Τα σχήματά μας μέσα από την παρέμβασή τους και το στίγμα των ενωτικών ψηφοδελτίων θέλουμε να αντικατοπτρίσουν τα αιτήματα των φοιτητών/φοιτητριων και να εκφράσουν μία νέα αριστερή προοπτική μέσα στα πανεπιστήμια.
Ενωτική Κίνηση Σχημάτων
Η ανασύνθεση της φοιτητικής αριστεράς με στόχο την δημιουργία ενός πολιτικού υποκειμένου ριζοσπαστικού και επικίνδυνου αποτελούσε πάντα αξιακή τοποθέτηση και στόχο της Αριστερής Ενότητας. Πατώντας πάνω σε αυτή τη βάση το προηγούμενο διάστημα έγιναν κινήσεις από κοινού με σχήματα της ΕΑΑΚ για την δημιουργία αυτού του νέου φοιτητικού πολιτικού υποκειμένου. Χαιρετίζουμε την δημιουργία της Ενωτικής Κίνησης Σχημάτων που λειτουργεί ως ένας χώρος συζήτησης και δράσης των σχημάτων της ΑΡΕΝ και της ΕΑΑΚ πανελλαδικά. Παράλληλα χαιρετίζουμε την δημιουργία του σχήματος της “Ρωγμής στο πολιτικό ΕΚΠΑ”, που είναι το πρώτο σχήμα που δημιουργήθηκε από την αυτοδιάλυση της ΑΡΕΝ πολιτικού και ΡΑΣ ΕΑΑΚ και την συνένωση τους σε ένα ενιαίο πολιτικό όχημα.
Το κεντρικό πολιτικό σκηνικό από το 2019 και μετά, με την εκλογική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας είναι το δυσμενέστερο των τελευταίων ετών για τους από κάτω, τους εργαζόμενους, τους ταξικά πληττόμενους φοιτητές αλλά και όσα αγωνίζονται για καλύτερες συνθήκες ζωής και προοπτικής σε κάθε τομέα διαβίωσης. Αυτό αποτυπώθηκε και μέσω των επιθέσεων στην τριτοβάθμια παιδεία και στα κεκτημένα χρόνων του φοιτητικού κινήματος, από την νομική κατάργηση του ασύλου μέχρι την παράκαμψη του άρθρου 16, εντείνοντας την ανάγκη για την μια νέα δυναμική και συμπεριληπτική φοιτητική αριστερά που θα μπορεί να αντιστέκεται στις ρεβανσιστικές επιθέσεις αλλά και να θέτει τα δικά της αιτήματα για το δημόσιο, δωρεάν και μαζικό πανεπιστήμιο. Μετά την ήττα των κινημάτων του 2015, η ΑΡ.ΕΝ. προχώρησε σε διαδικασίες που προτάσσουν την ανασύνθεση της φοιτητικής αριστεράς. Μετά από σημαντικές πολιτικές ζυμώσεις, κοινές διαδικασίες που κάναμε με ένα κομμάτι των ΕΑΑΚ, με το οποίο αποκτήσαμε αναβαθμισμένη πολιτική επικοινωνία, φτάνουμε σήμερα στη θέση να κάνουμε το επόμενο βήμα ώστε να αναπτύξουμε αυτό το πολιτικό πλάνο για την ανασύνθεση της φοιτητικής αριστεράς.
Η πάγια θέση της Αριστερής Ενότητας για κοινή συμπόρευση και δράση όλων των ριζοσπαστικών σχημάτων στους κοινωνικούς χώρους είναι αυτή που δημιούργησε την βάση της ανασύνθεσης. Η πολιτικής μας απόφαση να συγκροτήσουμε και να υπερασπιστούμε την εκλογική συμμαχία ΑΡΕΝ-ΕΑΑΚ, καταφέρνοντας να δώσουμε στους συλλόγους μια ριζοσπαστική και αγωνιστική προοπτική, μας έφερε σε ένα αναβαθμισμένο σημείο σύγκλισης και διαλόγου με κομμάτια της ΕΑΑΚ που από κοινού αντιλαμβανόμαστε τις παθογένειες της φοιτητικής αριστεράς και τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας νέος ριζοσπαστικός πολιτικός φορέας στα πανεπιστήμια. Κρατώντας στην λογική μας την ενιαία μετωπική πολιτική κατεύθυνση, αποφασίζουμε να εμβαθύνουμε περαιτέρω τον πολιτικό διάλογο και προχωράμε στην δημιουργία ενός κοινού οχήματος με τα κομμάτια εκείνα που οι πολιτικές μας επιδιώξεις και οι προβληματισμοί συγκλίνουν.
Μέσα από αυτές τις διαδικασίες, αποκρυσταλλώνεται με τον πιο καθαρό τρόπο το πώς, ως ΑΡ.ΕΝ., αντιλαμβανόμαστε τα μέτωπα σε σχέση με τις ανασυνθετικές διεργασίες. Αντιλαμβανόμενες ότι η εκλογική συμμαχία ΕΑΑΚ-ΑΡ.ΕΝ. δεν φαίνεται να πληροί στο σύνολό της τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί στην παρούσα φάση ένα ευνοϊκό πεδίο ανασύνθεσης, γίνεται φανερό ότι εμείς οι ίδιες ιεραρχούμε την ανασυνθετική διαδικασία με ένα κομμάτι αυτής της συμμαχίας. Έτσι, γίνεται σαφές ότι υπάρχουν ξεκάθαρα σημεία που είναι κρίσιμα για εμάς, ώστε να υπάρξει αναβαθμισμένη συμπόρευση, όπως το πώς αντιλαμβανόμαστε την ηγεμονία στο εσωτερικό της φοιτητικής αριστεράς και των συλλόγων, ενώ, ταυτόχρονα, διαφαίνεται και το με ποια σχήματα των ΕΑΑΚ μπορεί να υπάρξει αυτή και με ποια όχι.
Έπειτα από κάλεσμα της Ρωγμής σε όλα τα σχήματα της ΑΡΕΝ και της ΕΑΑΚ και εν γένει στα αριστερά σχήματα των σχολών στην βάση μιας ανάλυσης της πολιτικής συγκυρίας με κόμβο την παράκαμψη του άρθρου 16 και του φοιτητικού υποκειμένου αλλά και με παραδοχές για τις ελλείψεις,τις παθογένειες και το πολιτικό κενό της φοιτητικής ριζοσπαστικής αριστεράς, πραγματοποιήθηκε η πρώτη πανελλαδική διαδικασία της Ε.Κ.Σ. Σε αυτή την διαδικασία δόθηκε μια εικόνα από συλλόγους πανελλαδικά και από πόλεις που η Αριστερή Ενότητα δεν έχει σχήματα, τροφοδοτώντας και τα δικά μας σχήματα. Παρόλα αυτά τόσο από τα σχήματα ΕΑΑΚ όσο και από τα δικά μας σχήματα η πολιτική συζήτηση δεν βάθυνε ουσιαστικά γύρω από την συνολικότερη ανάγνωση της συγκυρίας, τα αποτελέσματα της ίδρυσης των ιδιωτικών πανεπιστημίων και δεν καταπιάστηκε καθόλου με τον σχεδιασμό σε επίπεδο κινήματος (μάλιστα αποδείχθηκε πως τις πρώτες εβδομάδες με αυτά τα σχήματα είχαμε έναν εντελώς διαφορετικό σχεδιασμό). Φάνηκε από όλα τα σχήματα να αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ένα κενό στην ριζοσπαστική αριστερά και πως κυρίως το μόρφωμα των ΕΑΑΚ έχει φτάσει σε ένα τέλμα αδυνατώντας να ενεργοποιήσει και να πολιτικοποιήσει ουσιαστικά το φοιτητικό υποκείμενο, όπως έκανε παλιότερα. Ακόμα και αν υπάρχει η διάθεση να βρούμε από κοινού ποια είναι τα θετικά στοιχεία των υπάρχοντων μορφωμάτων (ΑΡΕΝ και ΕΑΑΚ) και να τα συγκεράσουμε, δεν βρισκόμαστε όλα τα σχήματα ακριβώς στην ίδια σελίδα ώστε να δούμε πως ουσιαστικά θα υπερβούμε παθογένειες που μπορεί να υπάρχουν στην λειτουργία των ΕΑΑΚ. Επίσης είναι δεδομένο πως θα συνεχίζουν να υπάρχουν ιδεολογικές αποκλίσεις που θα αποτελούν στο άμεσο χρονικό διάστημα αντικείμενο πολιτικής διαπάλης στο εσωτερικό τόσο των σχημάτων όσο και του νέου φορέα. Όλα τα παραπάνω βέβαια δεν αποτελούν λόγο ώστε να μην συνεχίσουμε την συζήτηση για την δημιουργία αυτού του νέου μορφώματος.
Διανύοντας το μαζικότερο κίνημα των τελευταίων ετών, αυτό ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια και την παράκαμψη του άρθρου 16, και με την ιστορική εμπειρία ότι ο πολιτικός διάλογος σε περιόδους ζωντανών γεγονότων αποτελεί το πιο εύφορο πεδίο ανασύνθεσης και κοινών βηματισμών, πραγματοποιήθηκε ακτίφ της Ε.Κ.Σ. ώστε τα σχήματα που συμμετέχουν να συζητήσουν για το νομοσχέδιο, την μέχρι τότε εμπειρία του κινήματος και τις προοπτικές συνέχισης του για την δημιουργία πραγματικών ρωγμών στην πολιτική τους.
Σε μία προσπάθεια απολογισμού των πρώτων κοινών μας βημάτων και διαδικασιών αναγνωρίζουμε την ανάγκη για βελτίωση των όρων με τους οποίους πραγματοποιείται η ίδια η ανασύνθεση. Είναι αντιληπτό, κυρίως από τις διαδικασίες της ΕΚΣ ότι οι παθογένειες των ΕΑΑΚ δεν έχουν ακόμη απεμπολιστεί. Κυρίαρχο είναι η δημιουργία αγκυλώσεων σε κωδικοποιήσεις που δεν αγγίζουν το φοιτητικό υποκείμενο και πηγαίνει μόνο πίσω τον πολιτικό διάλογο ενώ δεν βοηθούν στην διαδικασία σύνθεσης των πολιτικών τοποθετήσεων. Αυτό συνέβη ακριβώς επειδή δεν έγινε καμία προσπάθεια αυτές οι κωδικοποιήσεις να αιτιολογηθούν πολιτικά και να μπει η συνολικότερη πολιτική ανάλυση από την οποία προκύπτουν. Μόνο με ουσιαστικό πολιτικό διάλογο και διαπάλη μέσα από διαδικασίες θα μπορέσουμε να υπερβούμε αυτές τις κωδικοποιήσεις, να βρούμε τα κοινά σημεία και να παράξουμε νέες αναλύσεις που θα μας ενέχουν όλες και όλους. Παράλληλα μπαίνει η τοποθέτηση οτι οι όροι συζήτησης θα πρέπει να διεξάγονται με όρους πολιτικής ηγεμονίας η οποία όμως μεταφράζεται περισσότερο σε αριθμητική υπεροχή παρά σε συνεχείς προσπάθειες σύνθεσης στη βάση της κοινωνικής αναγκαιότητας στους κοινωνικούς χώρους και ευρύτερα στο πολιτικό σκηνικό.Σε επίπεδο αυτοκριτικής, πρέπει να παραδεχτούμε ότι τα σχήματα μας δεν κατάφεραν να θέσουν τους προβληματισμούς στο επίπεδο λειτουργίας και διαλόγου της πρωτοβουλίας αυτής. Αντιλαμβανόμενες αυτό, θεωρούμε πως, τώρα, υπάρχει η ανάγκη η δικτύωση μας να δώσει ακόμη περισσότερο βάση στην δημιουργία των όρων που θα οδηγήσουν, από μεριάς μας, στην διεξαγωγή ουσιαστικότερου πολιτικού διαλόγου κατά την ανασυνθετική διαδικασία. Συγκεκριμένα, κρίνουμε πως χρειάζεται να ιεραρχήσουμε ακόμα περισσότερο την διεξαγωγή ακτίφ στα οποία, πέρα από την πολιτικοποίησή μας στο πλαίσιο των σχημάτων, θα συζητάμε ανοιχτά για ζητήματα της πολιτικής μας τοποθέτησης, αλλά και θα εμβαθύνουμε, σε μεγαλύτερο επίπεδο, σε στοιχεία που αποτελούν ταυτοτικά μας ως Αρ.Εν ή/και μας διαφοροποιούν από άλλα κομμάτια της ριζοσπαστικής αριστεράς. Είναι σίγουρο πως η ανασύνθεση κομματιών της φοιτητικής αριστεράς δεν είναι εύκολη διαδικασία είναι όμως απαραίτητη για το ίδιο το φοιτητικό κίνημα και την πολιτική του ανάπτυξη και διασύνδεση. Με άξονα αυτό πρέπει να προβούμε σε μια από κοινού διαδικασία συζήτησης για την πολιτική κουλτούρα γύρω από την ανασύνθεση, λαμβάνοντας υπ όψιν μας τα ήδη υπάρχοντα παραδείγματα.
Όπως αναφέρθηκε και πριν, η Ρωγμή είναι το πρώτο σχήμα που δημιουργήθηκε από αυτή την ανασυνθετική διαδικασία. Από προηγούμενα χρόνια η κοινή παρέμβαση, τα κοινά κατεβάσματα και η κοινή δράση σε επίπεδο συλλόγου αναβάθμισαν τον πολιτικό διάλογο μεταξύ των σχημάτων ΑΡΕΝ και ΡΑΣ ΕΑΑΚ πολιτικού αποτελώντας το μοναδικό ίσως παράδειγμα πανελλαδικά μετά το 2019 με ουσιαστικά κοινή παρουσία και λειτουργία, δημιουργώντας έτσι τους όρους για μια ανασύνθεση των σχημάτων και την δημιουργία ενός σε επίπεδο συλλόγου. Η Ρωγμή έχει καταφέρει να παρεμβαίνει στον σύλλογο του Πολιτικού σαν αυτό που αποκαλούμε “σχήμα κοινωνικού χώρου”. Να είναι δηλαδή άμεσα συνδεδεμένη με την καθημερινότητα του συλλόγου, με τα φοιτητά αυτού και με όλες τις πτυχές και τα προβλήματα της φοιτητικής καθημερινότητας. Ταυτόχρονα όμως -σε αντίθεση με την παραδοσιακή θεώρηση για τον φοιτητικό συνδικαλισμό-, καταπιάνεται και αρθρώνει λόγο και για ζητήματα που αφορούν την κοινωνία ευρύτερα, άρα και τις φοιτήτριες ως κομμάτι αυτής, όπως οι φεμινισμοί, το μεταναστευτικό κλπ. Πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ρωγμή προέκυψε ως προϊόν ανασυνθετικής διαδικασίας σε ένα χρονικό πλαίσιο πολιτικής αποσύνθεσης για τη φοιτητική αριστερά.
Με βάση λοιπόν τις εμπειρίες από τις διαδικασίες του προηγούμενου διαστήματος καλούμαστε ως Αριστερή Ενότητα να ξεφύγουμε από τις αξιακές τοποθετήσεις περι ανασύνθεσης και να πραγματευτούμε τους όρους προς την επίτευξη της. Ανεξάρτητα με το αν η ΑΡΕΝ έχει φτάσει σε τέλμα ή όχι, εμείς δεν ξεκινάμε τη σκέψη μας για ανασύνθεση από αυτό, αλλά επειδή θεωρούμε προωθητική την ανασύνθεση της φοιτητικής αριστεράς για το κίνημα και το πολιτικό σκηνικό και όχι ως μια ευκαιριακή προσπάθεια για τη λύση των προβλημάτων της δικτύωσης. Η Αριστερή Ενότητα είναι ένα πετυχημένο παράδειγμα λειτουργίας δικτύωσης με μια σειρά χαρακτηριστικών που πρέπει να κρατήσουμε στην φαρέτρα μας σε αυτή τη διαδικασία: α) Η υγιής και δημοκρατική εσωτερική λειτουργία, με πανελλαδικές διαδικασίες που πάντοτε απολήγουν σε πολιτικές αποφάσεις που θέτουν τις κατευθυντήριες γραμμές για τα σχήματα, σε συνδυασμό με την αυτονομία του κάθε σχήματος για εξειδίκευση των γραμμών αυτών στην παρέμβαση και την παρουσία του, τα ακτιφ τα οποία χαράσουν ανά κρίσιμες περιόδους το σχεδιασμό της δικτύωσης και βοηθούν τον εσωτερικό διάλογο μεταξύ των σχημάτων, β) οι συντροφικές σχέσεις, γ) η ανοικτότητα, η συμπεριληπτικότητα και η φυσιογνωμία των σχημάτων, μακριά από επιβλητικές και εξουσιαστικές συμπεριφορές, δ) η ενασχόληση με κάθε κοινωνικό ζήτημα εντός και εκτός των ορίων της σχολής αλλά και η ίδια μας η παρουσία σε κάθε κινηματική διεργασία (φεμινιστικές, αντιφασιστικές, αντικατασταλτικές, ακρίβεια, περιβαλλοντικές κλπ) -από τη ρητορική και τα ψηφίσματα μέσα στις σχολές μέχρι και την φυσική παρουσία σε αυτά και τη συμμετοχή μας σε δομές και γεγονότα (στέκι μεταναστ(ρι)ών, αντιρατσιστικό φεστιβαλ, πορείες και συγκεντρώσεις) ε) η παρουσία μας στις σχολές με δράσεις επανοικειοποίησης των χώρων. Όλα αυτά είναι τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την Αριστερή Ενότητα και μαζί με την παρουσία μας στις σχολές ως σχήματα κοινωνικού χώρου, είναι αυτά ακριβώς που πρέπει να διατηρήσουμε και να αναπτύξουμε στην ανασυνθετική διαδικασία.
Προχωρώντας στην κατεύθυνση της ουσιαστικής ανασύνθεσης, πρέπει ως Αριστερή Ενότητα να διαφυλάξουμε την εσωτερική μας δημοκρατία, ειδίκα ως δικτύωση που συνεχίζει να υφίσταται. Για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τα επόμενα βήματα για την ανασύνθεση της φοιτητικής αριστεράς θα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι εκκινούμε από τις γερές βάσεις και παρακαταθήκες της ΑΡΕΝ, όπως προαναφέρθηκαν. Επομένως, θα πρέπει το επόμενο διάστημα να πυκνώσουν οι εσωτερικές μας διαδικασίες, ώστε να αποτιμηθούν αφενός τα μέχρι τώρα βήματα και της ΑΡΕΝ και της ανασύνθεσης, να αποτυπωθεί αφετέρου ένα σαφές και στοχευμένο πλάνο για το πως φανταζόμαστε τη λειτουργία του νέου μορφώματος αλλά και τα βήματα που πρέπει να γίνουν για να φτάσουμε εκεί. Οι συζητήσεις από το εσωτερικό των σχημάτων -αρχικά-, θα πρέπει στη συνέχεια να μεταφερθούν στο σώμα της δικτύωσης με διαδικασίες μεγαλύτερης ευελιξίας από ένα πανελλαδικό, δηλαδή ακτίφ (ιδρυμάτων, πόλεων, πανελλαδικά), ώστε να υπάρξουν ο χώρος, ο χρόνος και οι προϋποθέσεις για την ουσιαστική ζύμωση της δικτύωσης πάνω σε ένα ζήτημα που αποτελεί τομή στην ίδια την ύπαρξη της δικτύωσης, αλλά και διαχρονικό στόχο μας στα πλαίσια της αντίληψής μας για την ανασύνθεση.
Τέλος, είναι σημαντικό για εμάς να τονίσουμε ότι η δημιουργία ενός νέου μορφώματος δεν γίνεται με αυτοσκοπό την αριθμητική μας αύξηση και την αναδιάταξη της τράπουλας της φοιτητικής αριστεράς, χωρίς ουσιαστικό αποτύπωμα. Ο στόχος μας είναι η δημιουργία ενός ριζοσπαστικού, μαχητικού φορέα ικανού να αγωνίζεται για το δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο, συμπορευόμενο και με τα κοινωνικά κινήματα, και να στέκεται εμπόδιο σε κάθε σχέδιο που προσπαθεί να πλήξει τις σπουδές και τις ζωές μας. Ένας φορέας που θα εκφράζει τα χαρακτηριστικά της γενιάς μας, κρατώντας τα καλύτερα στοιχεία από την κάθε παράδοση και πηγαίνοντας τα παραπέρα, εμπνέοντας και συμπεριλαμβάνοντας αγωνιστές και αγωνίστριες που δεν βρίσκονται ακόμα στις γραμμές της φοιτητικής αριστεράς. Προχωράμε με τη βαθιά πίστη ότι τα παραπάνω μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσα από διαδικασίες επί ίσοις όροις διαλόγου, σύνθεσης και συνδιαμόρφωσης, με κριτήριο την κοινωνική χρησιμότητα.
Πανεπιστημιο των Αναγκών
Η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση όπως αποτυπώνεται σε Ευρωπαϊκές συμφωνίες (π.χ. Συνθήκη της Μπολόνια) αλλά και σε Ελληνικές εκθέσεις (π.χ. Πόρισμα Πισσαρίδη)παρουσιάζουν πλήρως μια αναπροσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος με βάση τις επιδιώξεις του κεφαλαίου. Είναι μια προσπάθεια για ένα πανεπιστήμιο άμεσα συνδεδεμένο με την αγορά εργασίας και μακριά από τις κοινωνικές ανάγκες, με γνώση και έρευνα προσανατολισμένη στις ανάγκες του κεφαλαίου, χωρίς πολιτικές διεργασίες εντός του και απομονωμένο από τις κινηματικές εξελίξεις, με αποφοίτους εξειδικευμένους και άμεσα εκμεταλλεύσιμους, που η οικονομική επιβίωση θα εξαρτάται από πόρους που θα εξασφαλίζει το ίδιο μέσω διδάκτρων και εισχώρηση των επιχειρηματικών συμφερόντων στις λειτουργίες και τις παροχές του(π.χ. ΣΔΙΤ) οξύνοντας ακόμη περισσότερο τους ταξικούς φραγμούς για την πρόσβαση σε αυτό και την περάτωση των σπουδών. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με την προσπάθεια οικοδόμησης ενός πανεπιστημίου που θα λειτουργεί ως μεταβατικό στάδιο για την αγορά εργασίας και θα χάσει κάθε στίγμα κοινωνικού και πολιτικού χώρου.
Στον αντίποδα αυτού, ως Αριστερή Ενότητα, ως φοιτητική ριζοσπαστική αριστερά καλούμαστε να οικοδομήσουμε μια διαφορετική αντίληψη για το πανεπιστήμιο ως ένα θετικό αντιπρόταγμα στην νεοφιλελεύθερη αντίληψη. Φυσικά ο ρόλος μας δεν είναι να περιγράψουμε λεπτομερώς το “ιδανικό” πανεπιστήμιο, την δομή και τον τρόπο λειτουργίας του καθώς αυτό είναι μια δυναμική διαδικασία που θα προκύψει από το ίδιο το υποκείμενο που θέλει να εκφράσει, το φοιτητό. Εμείς όμως καλούμαστε να θέσουμε στο δημόσιο διάλογο και στους κοινωνικούς μας χώρους την εκκίνηση αυτής της συζήτησης αλλά και τις βάσεις για την υλική αποτύπωση αυτού του οράματος. Για εμάς το Πανεπιστήμιο των Αναγκών μας δεν είναι ένα ακόμη συνδικαλιστικό στοιχείο αλλά ένα στρατηγικό πλάνο που βάζει στο επίκεντρο τη συμμετοχή όλων των κομματιών της πανεπιστημιακής κοινότητας στην διαχείριση του πανεπιστημίου αλλά και σε μια άλλη εικόνα για την εκπαιδευτική διαδικασία, την παρεχόμενη γνώση και τον πανεπιστημιακό χώρο ως χώρο συνάντησης των κινημάτων.
Παλεύουμε για ένα πανεπιστήμιο που θα αποτελεί ασφαλή και συμπεριληπτικό χώρο για όλα μας, που ο αγώνας ενάντια στις πολλαπλές καταπιέσεις μας θα παίρνει συλλογικά χαρακτηριστικά. Για ένα πανεπιστήμιο που θα παράγει γνώση για τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τους προβληματισμούς της κοινωνικής πλειοψηφίας- των ταξικά πληττόμενων στρωμάτων και των πολυταυτοτικών υποκείμενων- ενώ δεν θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ισχυρών και δεν θα παράγεται με αυτοσκοπό να αξιοποιηθεί για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Για ένα πανεπιστήμιο με αυτοδιαχειριζόμενες δομές, μέσω των οποίων τα φοιτητά θα προβάλλουν τα δικά τους αντιπαραδείγματα κόντρα στα κυρίαρχα πρότυπα. Ένα πανεπιστήμιο των συλλογικών αγώνων, συνδεδεμένο με τα κοινωνικά κινήματα, που βάζει μπροστά την αλληλεγγύη και θέτει αναχώματα σε κάθε εκπαιδευτική αναδιάρθρωση που θέλει να του στερήσει αυτά τα χαρακτηριστικά. Αυτό είναι το πανεπιστήμιο που οραματιζόμαστε και για το οποίο αγωνιζόμαστε, το Πανεπιστήμιο των Αναγκών μας.