ΣΥΓΚΥΡΙΑ
Διανύουμε μία περίδο, ύστερα από την ψήφιση του 3ου Μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη νίκη του στις εκλογές της 20ής Σεπτέμβρη, η οποία βρίσκει τη ριζοσπαστική αριστερά σε μια κατάσταση απογοήτευσης και αμηχανίας. Μετά από μήνες καταιγιστικών πολιτικών εξελίξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η διαπραγματευτική στρατηγική που επιχείρησε να αμφισβητήσει και να συγκρουστεί με το κυρίαρχο, αυταρχικό, νεοφιλελεύθερο σχέδιο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, έδειξε τα όριά της. Προκειμένου, λοιπόν, να προχωρήσουμε στην ανασυγκρότηση της αριστεράς με νέους, ελπιδοφόρους ορίζοντες, οφείλουμε να αναλύσουμε τη συγκυρία και να εξάγουμε χρήσιμα και προωθητικά για την επόμενη μέρα συμπεράσματα.
Οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί ως θεσμοθετημένος νεοφιλελευθερισμός
Η κυρίαρχη ευρωπαϊκή ελίτ, υπερασπιζόμενη τα συμφέροντα του κεφαλαίου, επέλεξε να εκμηδενίσει κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης και εναλλακτικής πολιτικής, καταργώντας κάθε πρόσχημα δημοκρατικής λειτουργίας, επιβάλλοντας μια άνευ ετέρου χρηματοπιστωτική ασφυξία, με στόχο, όχι μόνο μια δήθεν δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά κυρίως την πειθάρχηση κάθε προσπάθειας αντίστασης εντός της Ευρώπης, παρούσας ή μελλοντικής.
Το κοινό νόμισμα επιτέλεσε το ρόλο για τον οποίον δημιουργήθηκε, θωρακίζοντας τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και οι αφηγήσεις περί χρέους και άτακτης χρεοκοπίας και επιστροφής σε εθνικό νόμισμα χρησιμοποιήθηκαν για την πειθάρχηση της κοινωνίας. Επομένως, δεν μπορούμε πλέον να αγνοούμε ότι οι πολιτικές λιτότητας δεν βρίσκονται στον πυρήνα της Ευρωζώνης, αλλά αποτελούν τον πυρήνα. Ακόμα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και τον αντιδραστικό πυρήνα του σύγχρονου κράτους, όχι αποκλειστικά ως ένα εργαλείο άσκησης πολιτικής από την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά ως ένας μηχανισμός αναπαραγωγής της εξουσίας του κεφαλαίου και των συμφερόντων του, με τεχνοκρατικό χαρακτήρα. Έγινε εμφανές και στην περίπτωση της Ελλάδας, ότι άνθρωποι σε θέσεις κλειδία του ελληνικού κράτους, όπως στην ΤτΕ και την γ.γ. Εσόδων, αποτέλεσαν γνήσιοι εκφραστές του ελληνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου, σε ευθεία σύνδεση με τους μηχανισμούς της Ε.Ε.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτούργησε ως θεσμοθετημένος νεοφιλελευθερισμός και εξέφρασε καθ ΄όλη την περίοδο της διαπραγμάτευσης την αδιαλλαξία της. Αιτήματα όπως η δημοκρατία, το κοινωνικό κράτος και οι ανάγκες των υποτελών παραγκωνίστηκαν, δημιουργώντας στους λαούς της Ευρώπης μια συλλογική μνήμη των πρακτικών, του συντονισμού και των δυνάμεων της ευρωπαϊκής οικονομικής και πολιτικής ελίτ, πράγμα που καθιστά τις δυνατότητες για μια απόπειρα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της ελληνικές κοινωνίας ανύπαρκτες, υπό τις παρούσες συνθήκες. Για την επανάκτηση των αιτημάτων αυτών, γίνεται, πλέον, φανερό, ότι θα πρέπει να εμποδιστεί η περαιτέρω προέλαση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και να αρθεί η ταξική ασυμμετρία των εργαζομένων της Ευρώπης, μια άρση ικανή να πραγματοποιηθεί κάτω από τη σημαία της αντιλιτότητας, με στόχο τον παραγωγικό και κοινωνικό μετασχηματισμό.
Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να ξανανοίξουμε τη συζήτηση γύρω από το κατά πόσο και πώς η αποδέσμευση της Ελλάδας από το ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ και της Ευρωζώνης, θα αποτελέσει παράγοντα που θα ενισχύσει την πάλη ενάντια στη λιτότητα πανευρωπαϊκά. Σημαντικό είναι, δηλαδή, να υπάρξει φροντίδα, ώστε, το αίτημα για έξοδο της Ελλάδας από την ΕΕ και την Ευρωζώνη, να ενισχύσει και να μη ζημιώσει τα κινήματα αντιλητότητας πανευρωπαϊκά.
Τέλος, χαρακτηριστικό παράδειγμα της αδιαλλαξίας της ευρωπαϊκής ελίτ και της αδιαμφισβήτητης ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού και του ολοκληρωτησμού εντός των πλαισίων της, αποτελεί και η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο προσφυγικό ζήτημα. Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι στη μέση ανατολή είναι μια πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό και από τη στάση της ΕΕ. Τα κράτη-μέλη στηρίζουν, είτε έμμεσα (παροχή βάσεων στο ΝΑΤΟ), είτε άμεσα (ενεργή συμμετοχή με αποστολή στρατευμάτων στις χώρες της Μέσης Ανατολής), την εμπόλεμη κατάσταση, με αποκορύφωμα τον πόλεμο στην Συρία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός τεράστιου προσφυγικού κύματος από τις εμπόλεμες περιοχές προς την Ευρώπη. Πρόσφυγες προσπαθώντας να ξεφύγουν από τον πόλεμο επιβιβάζονται όπως-όπως σε φουσκωτές βάρκες προκειμένου να διασχίσουν την Μεσόγειο. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιείται ο διάπλου είναι τραγικές, με αποτέλεσμα σε καθημερινή βάση να υπάρχουν ναυάγεια με δεκάδες νεκρούς, μετατρέποντας έτσι την μεσόγειο σε ένα ανθρώπινο νεκροταφείο. Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, η στάση της ΕΕ παραμένει απάνθρωπη, καθώς συνεχίζει να κρατάει κλειστά τα σύνορα, οδηγώντας χιλιάδες πρόσφυγες στο θάνατο από πνιγμό.
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με την ενεργή εμπλοκή του στα κοινωνικά, εργατικά και φοιτητικά κινήματα τα πρώτα χρόνια του μνημονίου, κατάφερε να εκφράσει τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων και να αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση στις διπλές εκλογές του 2012, αποτελώντας το αντίπαλο δέος στον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο.
Η λάθος εκτίμηση των εξαιρετικά δυσμενών ταξικών και ιδεολογικών συσχετισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίοι παρουσιάζουν αφενός μία σχετική αδράνεια και αφετέρου αλλάζουν με διαφορετικές ταχύτητες και χρονικότητες σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην αυταπάτη, ότι τα αντιτειθέμενα ταξικά συμφέροντα που ουσιαστικά αποτελούν τα βασικά συγκροτητικά στοιχεία του διπόλου λιτότητα- αντιλιτότητα, θα μπορούσαν να συγκεραστούν σε μια ενιαία λύση για το πρόβλημα του χρέους, με διαπραγματευτικά όπλα την κοινή λογική, τον ορθολογισμό και το αίσθημα του δικαίου. Ενδεικτική του αδιεξόδου αυτής της αντίληψης ήταν η υπογραφή της συμφωνίας της 20ης Φλεβάρη, με τη δέσμευση της ελληνικής πλευράς για την αποπληρωμή του χρέους, την αποφυγή μονομερών ενεργειών και την πίστη στην καλή θέληση και προφορική δέσμευση των δανειστών.
Έχοντας αυτή τη στραγητική για την Ευρώπη, ο ΣΥΡΙΖΑ υποτίμησε τη σημασία του κοινωνικού και παραγωγικού μετασχηματισμού και έριξε όλο το πολιτικό βάρος στην κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, ώστε, από κυβερνητική θέση, να καταφέρει να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους. Έτσι, άρχισαν να γίνονται ορατές οι πρώτες εκφάνσεις του κυβερνητισμού, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ αρκούνταν σε επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις και μπαίνοντας σε μια διαρκή προεκλογική εκστρατεία, εως ότου καταληφθεί η εξουσία.
Στα πλαίσια αυτά, δεδομένων των πιέσεων του αστικού μπλοκ και των μιντιακών εκφραστών του, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να μην έρθει σε σύγκρουση με τους δανειστές, αλλά να φτιάξει ασαφώς καθορισμένες και θολές ταξικές συμμαχίες, με αποτέλεσμα να λειαίνει συνεχώς τον αριστερό, ριζοσπαστικό λόγο του, τόσο στο επίπεδο της εναλλακτικής οικονομικής πρότασης, αποφεύγοντας συγκρούσεις που ξεφεύγουν από το δημοσιονομικό πεδίο και έχουν να κάνουν ξεκάθαρα με την ενσωμάτωση της κυρίαρχης ιδεολογίας, όσο και στα κοινωνικά ζητήματα, όπως το μεταναστευτικό, η σχέση κράτους – εκκλησίας και τα εθνικά θέματα. Ταυτόχρονα, στην προσπάθεια να κάμψει τα πιο συντηρητικά και φοβικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας, υιοθέτησε και αποδέχτηκε πλήρως τον ευρωμονόδρομο
Ως αποτέλεσμα, η εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούνταν από ένα μη ιδεολογικά συνεκτικό, ταξικά ετερογενές κοινωνικό μπλοκ, χωρίς ιδιαίτερα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, με έντονα τα στοιχεία της ανάθεσης, που αντιλαμβανόταν την πάλη, όχι ως μια καθημερινή επανασταστική πρακτική με ορίζοντα τη χειραφέτηση, αλλά ως μία εναπόθεση των ελπίδων και των προσδοκιών της σε μία πεφωτισμένη πολιτική ηγεσία. Ένα κοινωνικό μπλοκ, δηλαδή, που ήταν παντελώς ανέτοιμο πολιτικά να διαχειριστεί το ενδεχόμενο ρήξεων και συγκρούσεων.
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη
Τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη διαπαργματευτική διαδικασία είχε ήδη διολισθήσει από την «έντιμη συμφωνία» στον «“έντιμο συμβιβασμό», έχοντας ήδη προσχωρήσει στη μνημονιακή λογική, προτείνοντας μάλιστα ένα «μετριοπαθές» μνημόνιο 47 σελίδων, η αδιαλλαξία της τρόικα οδήγησε την κυβέρνηση στην απόφαση για το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη. Αυτό είχε ως αντίδραση από τους Ευρωπαίους τη διακοπή της ρευστότητας και άρα την επιβολή των capital controls.
Παρά το άνευ προηγουμένου σκηνικό φόβου και τρομοκρατίας που καλλιεργήθηκε τόσο από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, όσο και από το αστικό μπλοκ που συσπειρώθηκε γύρω από το «ΝΑΙ», αλλά και από το κλίμα κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας που δημιουργούνταν λόγω των capital controls, ο ελληνικός λαός επέδειξε ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά και επέλεξε το «ΌΧΙ» με ποσοστό 62%. Ένα «ΌΧΙ» ταξικό, νεολαιίστικο και υπό τις απειλές για έξοδο από την Ευρωζώνη και χρεοκοπία.
Η μάχη του δημοψηφίσματος, που πήρε και κινηματικά χαρακτηριστικά, κατάφερε να ξεκελειδώσει μια νέα κοινωνική δυναμική, ιδιαίτερα στα κομμάτια της νεολαίας, ενώ αποτελεί και την πρώτη ηχηρή αμφισβήτηση του μονοδρόμου της λιτότητας, δημιουργώντας ρήγματα σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο.
Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ως μία τομή από τα κάτω, μια δήλωση άρνησης, κυρίως από την πλευρά των ιδιαίτερα πληττόμενων κομματιών της κοινωνίας (άνεργοι, επισφαλώς εργαζόμενοι, νεολαία-φοιτητές) με ξεκάθαρα ταξικά χαρακτηριστικά, σε αντιδημοκρατικές και αναδιανεμητικές πολιτικές προς τους ισχυρότερους.
Από την ήττα στη χρεοκοπία
Παρ΄όλα αυτά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν αποτέλεσε ούτε καν χαρτί για την βελτίωση της διαπραγματευτικής θέσης, με αποτέλεσμα να μετατραπεί το «ΟΧΙ» του λαού σε «ΝΑΙ» της κυβέρνησης, η οποία, δεδομένης της στρατηγικής της για την Ευρωζώνη και της ενσωμάτωσης του ευρωμονόδρομου, δεν είχε καταρτίσει κανένα εναλλακτικό σχέδιο, που θα μπορούσε να υποστηρίξει μία επικείμενη ρήξη.
Η νέα συμφωνία είναι βασισμένη στη νεοφιλελεύθερη αφήγηση, με βασικό κορμό το θατσερικό ΤΙΝΑ. Συγκεκριμένα, το τρίτο μνημόνιο είναι υφεσιακό και θα επιβαρύνει περαιτέρω την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ενώ παράλληλα επιβάλλει νεοφιλελεύθερες αλλαγές στην αγορά εργασίας. Επίσης ενισχύει τις ιδιωτικοποιήσεις στη χώρα με όρους σχεδόν αποικιοκρατικούς, ενώ αποδέχεται απροκάλυπτα στενό εξωτερικό θεσμικό έλεγχο, που μοιάζει να καταλύει την έννοια της αυτονομίας της όποιας ελληνικής κυβέρνησης. Παρά τις κοινοβουλευτικές απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ, το μνημόνιο κατάφερε να συσπειρώσει ένα αντιφατικό μπλοκ συναίνεσης στη Βουλή, που δεν αποτελεούνταν από την πρότερη κυβερνητική πλειοψηφία, αλλά από μια σύμπραξη των μνημονιακών πολιτικών δυνάμεων, παλιών και νέων.
Γρήγορα ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε από το στάδιο της ήττας, σε αυτό της χρεοκοπίας, οπότε και προσπάθησε όχι μόνο να δημιουργήσει τη νέα μνημονιακή συναίνεση, αλλά και να υπερασπιστεί επιθετικά τις μνημονιακές πολιτικές. Χαρακτηριστικό αυτής της πραγματικότητας είναι η μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής συζήτησης από το δίπολο «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» στο διακύβευμα του ποιος είναι ο καλύτερος υλοποιητής της παρούσας σκληρής και αντιλαϊκής συμφωνίας, που αποτελεί συνέχεια των μνημονίων 1 και 2.
Οι εκλογές της 20ής Σεπτέβμρη
Η πολιτική μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ είχε ως επακόλουθο το να υπάρξουν ανακατατάξεις και να ανοίξουν εκ νέου πολιτικές συζητήσεις στο χώρο της αριστεράς. Σε πρωτόλειο επίπεδο, αυτές εκφράστηκαν στις εκλογές της 20ής Σεπτέμβρη, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με την πλήρη συναίνεση της ευρωπαϊκής ηγεσίας. Ο λαός κλήθηκε εκβιαστικά, μέσα σε ένα ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο, να επιλέξει διαχειριστή για το 3ο μνημόνιο. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια της απογοήτευσης και της ήττας, μεγάλη μερίδα αγωνιστών και αγωνιστριών του προηγούμενου διαστήματος, είτε έμειναν αμήχανοι μπροστά στις εξελίξεις, είτε επέλεξαν να απέχουν από την εκλογική διαδικασία. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα τεράστια ποσοστά της αποχής, καθώς και από τα μικρά ποσοστά των αριστερών αντιμνημονιακών δυνάμεων,που δεν κατάφεραν να πείσουν την κοινωνία πάνω στο εναλλακτικό τους σχέδιο.
Είναι προφανές ότι, μετά τις εκλογές, προέκυψε ένα κοινοβούλιο, που στη συντριπτική του πλειοψηφία συντάσσεται με την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας και μεταλλάσσει το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης όπως το γνωρίζαμε. Η παρούσα κοινοβουλευτική εκπροσώπηση είναι αναντίστοιχη των αγωνιστικών παρακαταθηκών όλου του προηγούμενου διαστήματος, που ξεδιπλώθηκαν από τις πλατείες μέχρι τις γενικές απεργίες και από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις μέχρι τις αντιφασιστικές διαδηλώσεις.
Παράλληλα, το αποτέλεσμα των εκλογών έχει δύο ακόμη δυσάρεστα σημεία. Το ένα προφανώς είναι η ύπαρξη της Χρυσής Αυγής για άλλη μια φορά στο ελληνικό κοινοβούλιο, η οποία παρά την ελαφριά πτώση σε απόλυτες ψήφους, φαίνεται να έχει πλέον ένα πάγιο εκλογικό δυναμικό και να κατακτά την τρίτη θέση στη βουλή. Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε δει τη Χρυσή Αυγή να δολοφονεί μετανάστες, να τρομοκρατεί εργαζομένους, αριστερούς και lgbt άτομα, να δολοφονεί τον Παύλο Φύσσα και ο αρχηγός της να αναλαμβάνει την ευθύνη. Ωστόσο, όλα αυτά δεν ήταν αρκετά για να αποτρέψουν αρκετούς συμπολίτες μας να τους στηρίξουν. Πλέον κανείς δεν μπορεί να πει πως «δεν ήξερε», είναι δύσκολο να τους αντιμετωπίσουμε απλώς ως αγανακτισμένους και όσι ξεκάθαρα ως υποστηρικτές των νεοναζί και άρα μια από τα ίδια.
Εκτός από τα παραπάνω, παρατηρούμε και την άνοδο της αντιπολιτικής. Το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζεται από την αποϊδεολογικοποίηση των πολιτικών διακυβευμμάτων, την άνθηση της ρατσιστικής και ακροδεξιάς ρητορίας, την lifestyle παρουσίαση των προσωπικών στιγμών των προβεβλημένων βουλευτών σε περιοδικά και εκπομπές, τον εμποτισμό της ρητορικής των κομμάτων με ατάκες τηλεοπτικών παραθύρων. Και, τελικά, την αποκλειστικά επικοινωνιακή διαχείριση της πολιτικής. Η αντιπολιτική, η οποία εκκινεί ήδη από την εποχή του ΛΑΟΣ, κορυφώθηκε σε αυτές τις εκλογές με την είσοδο της Ένωσης Κεντρώων στη βουλή. Η αριστερά δεν κατάφερε να διεισδύσει σε αυτό το φαινόμενο, αποδομώντας το, με αποτέλεσμα πολλές φορές να το αναπαράγει. Τώρα που μαζί με τη φασιστική απειλή, η αντιπολιτική αποτελεί μια από τις πιο επικίνδυνες διεξόδους της κρίσης εκπροσώπησης, κρίνεται αναγκαίο η αριστερά να την αποδομήσει σε επίπεδο ιδεολογίας και πρακτικής.
Στη νέα μνημονιακή περίοδο, ο κόσμος της εργασίας, οι άνεργοι και οι νεολαία, δεν πρέπει να έχουν καμία αυταπάτη ότι τα επώδυνα μέτρα που ψηίστηκαν από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μπορούν να αλλάξουν μέσα από μια διαδικασία ισοδύναμων μέτρων και πάταξης της διαπλοκής. Για εμάς, πλέον, είναι πιο έκδηλο από ποτέ, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ενσωματώσει τα αιτήματα των κινημάτων και των αγωνιζόμενων τμημάτων της κοινωνίας, ενώ και οι ίδιοι οι υποτελείς και οι καταπιεζόμενοι οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι κάθε χειραφετιτική διαδικασία, δεν μπορεί, παρά να περνάει μέσα από την ήττα και τη συντριβή του πολιτικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ και οποιουδήποτε άλλου διαχειριστή αντίστοιχων πολιτικών.Η αριστερά, ύστερα και από την εμπειρία της στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να ξεκινήσει ειλικρινείς ανασυνθετικές διαδικασίες τόσο εντός της, όσο και με την υπόλοιπη κοινωνία και ιδαίτερα με τη νεολαία, προκειμένου να προσεγγίσει εκείνο το συνολικό πολιτικό σχέδιο, και να ανασυντάξει τις κοινωνικές και πολιτικές αντιστάσεις, που θα μπορέσουν να στήσουν μία αντιπαραθετική ηγεμονική αφήγηση έναντι των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που τείνουν να γίνουν καθεστώς στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Ως Αριστερή Ενότητα όλο το προηγούμενο διάστημα σηκώσαμε μια σειρά ζητημάτων εντός των κοινωνικών χώρων του Πανεπιστημίου και του ΤΕΙ σε σχέση με την ανατροπή μιας παγιωμένης κατάστασης οξυμένων προβλημάτων. Στη προσπάθεια μας αυτή έγινε έκδηλη η ανάγκη να επεμβαίνουμε δυναμικά στους κοινωνικούς χώρους στους οποίους δραστηριοποιούμαστε και να προσπαθούμε να δημιουργήσουμε εμείς οι ίδιοι τις συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν την ανατροπή. Το φοιτητικό κίνημα δεν μπορεί πλέον να βρίσκεται στα σκοινιά. Πρέπει να αξιοποιήσει στο μέγιστο τα ήδη υπάρχοντα εργαλεία (ερμηνευτικά, κινηματικά, παρέμβασης) αλλά και να αναζητήσει νέα. Η υπόθεση ενός πανεπιστήμιου των αναγκών μας δεν μπορεί παρά να αφορά και την ενεργητική διάθεση να δημιουργήσουμε στο σήμερα δομές αντίστοιχες σε αυτό που θεωρούμε κοινωνικά χρήσιμο, απαλλαγμένο από ταξικούς φραγμούς και εμπορευματοποίηση της γνώσης.
Πάνω σε αυτή τη λογική αναδείξαμε ζητήματα σχετικά με τις εργολαβίες, το κράτος καταστολής αλλά και ζητήματα για τα προγράμματα σπουδών και την εντατικοποίηση που δημιούργησε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί μία σημαντική τομή που είναι η ψήφιση του 3ου Μνημονίου στις 13/8/15 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όπου πέρα της συνέχισης της διάλυσης του κοινωνικού κράτους και της καθημερινής εγκόλπωσης της λιτότητας θα υπάρξει και η περαιτέρω υποχρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και συνολικά της δημόσιας παιδείας.
Το επόμενο διάστημα πρέπει να ιεραρχήσουμε από τη μία την ανατροπή των πολιτικών λιτότητας που βάζουν στο στόχαστρο και τις δαπάνες για τη δημόσια εκπαίδευση και από την άλλη την άμεση απαίτηση της υλοποίησης νομοθετημάτων για την κατάργηση των διαγραφών, του ν+2, την προσπάθεια επαναφοράς ή εισαγωγής της συμμετοχής φοιτητών και διοικητικών υπαλλήλων στα όργανα διοίκησης του Πανεπιστημίου και την εκλογή τους και την κατάργηση των συμβουλίων διοίκησης που είχανε δρομολογηθεί από τον προηγούμενο Υπουργό Παιδείας. Στη νέα κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε μας δίνεται η δυνατότητα να ανοίξουν εντός των κοινωνικών μας χώρων και άλλα ζητήματα όπως η ενιαία πανεπιστημιακή εκπαίδευση με την οποία θα τελειώσει ο κατακερματισμός της γνώσης και τα πτυχία δύο ταχυτήτων.
Βέβαια τα προβλήματα δεν τελειώνουν εδώ, καθώς πρέπει να απαντήσουμε άμεσα σαν φοιτητικό κίνημα στα άμεσα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν στην καθημερινότητά τους οι φοιτητές όπως σίτιση-στέγαση-μετακίνηση , ειδικά αυτή τη στιγμή που η μέριμνα θα είναι πολυτέλεια. Επομένως το φοιτητικό κίνημα είναι εκείνο που πρέπει να αποτελεί τον προωθητικό πόλο μέσα στην κοινωνία ώστε να δώσει διέξοδο στην απογοήτευση, στον ατομικό δρόμο και στην αποδοχή του μονόδρομου της λιτότητας. ‘’Τέλος, η αντίληψη του πανεπιστήμιου ή της γνώσης ως κάτι ταξικά ουδέτερο το οποίο δεν υπόκειται και δεν συμμετέχει στη κοινωνική κίνηση μας βρίσκει αντίθετους. Το πανεπιστήμιο έχει αποδείξει ότι λειτουργεί ως ιδεολογικός μηχανισμός και μέσο πειθάρχησης αναπαράγοντας και εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Η εντατικοποίηση του κύκλου σπουδών, η τεχνοκρατικοποίηση της γνώσης και η δημιουργία ενός πρότυπου ευέλικτου και ‘’φτηνού’’ εργαζομένου αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ως εκ τούτου μοιάζει απαραίτητο να εργαζόμαστε για το μετασχηματισμό του πανεπιστήμιου, να επέμβουμε κριτικά και παραγωγικά σε ζητήματα όπως η έρευνα και το πρόγραμμα σπουδών. Απαραίτητη συνθήκη σε αυτό είναι η εμπλοκή μας σε διαδικασίες κοινωνικού πειραματισμού, με νέες μορφές χρήσης και οργάνωσης των γνωστικών μας ικανοτήτων , ώστε να διευρύνουμε και να εμπλουτίσουμε τη σχετική αυτονομία της γνώσης που προσφέρεται από το πανεπιστήμιο. ‘’
Σχεδιασμός για το επόμενο διάστημα
Οι ραγδαίες εξελίξεις στο κεντρικοπολιτικό επίπεδο και η απότομη αλλαγή των δεδομένων εντός των τελευταίων μηνών, επιτάσσει η δικτύωση της Αριστερής Ενότητας να ξανασυζητήσει για δεύτερη φορά μέσα σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα τις στοχεύσεις και τις ιεραρχήσεις της, τα μεθοδολογικά της εργαλεία, τα ζητήματα τα οποία επιλέγει να ανοίγει εντός του κοινωνικού χώρου του ελληνικού Πανεπιστημίου και τον τρόπο με τον οποίο θα το κάνει. Η δικτύωση ως σύνολο αλλά και τα επιμέρους σχήματα πρέπει κατά πρώτον να μπουν σε μια δημιουργική διαδικασία αυτοκριτικής και απολογισμού για τον τρόπο με τον οποίο όλο το προηγούμενο διάστημα επέλεξαν να συνδέουν και να εξαρτούν τους αγώνες και τις φοιτητικές διεκδικήσεις με τις εξελίξεις στην κεντρική πολιτική σκηνή στη χώρα και να αναθεωρήσουν πολλές από τις βεβαιότητες με τις οποίες παρενέβαιναν στο κοινωνικό τους χώρο. Παράλληλα όμως πρέπει να περιφρουρήσουν τώρα με μεγαλύτερη φροντίδα από ποτέ όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά τα οποία εξασφαλίζουν στην Αριστερή Ενότητα μια διακριτή ταυτότητα εντός των Φοιτητικών Συλλόγων και την καθιστούν χρήσιμη και απαραίτητη για την υπόθεση της επαναφοράς του πραγματικά δημόσιου και δωρεάν Πανεπιστημίου και ακόμα παραπέρα, για την οικοδόμηση του Πανεπιστημίου των αναγκών μας. Σε αυτή την κατεύθυνση ως Αριστερή Ενότητα, υπο το πρίσμα σύνδεσης του κοινωνικού χώρου του πανεπιστημίου με την υπόλοιπη κοινωνία, οφείλουμε να συνδέσουμε τα αιτήματα για δωρεάν δημόσιο πανεπιστήμιο με τους αγώνες των εργαζομένων. Η νεολαία πρέπει να συνδέεται με τους εργαζόμενους δίνοντας από κοινού τις πολιτικές μάχες για την ανατροπή του μνημονίου και των πολιτικών λιτότητας. Πρώτο βήμα στην υλοποίηση αυτού του στόχου είναι η διεξαγωγή κοινών συνελεύσεων φοιτητών και εργαζομένων(εκπαιδευτικών, διοικητικών υπαλλήλων).
Πρώτο και κύριο από αυτά τα χαρακτηριστικά που πρέπει να διατηρηθούν, είναι η συνεχής προσπάθεια των σχημάτων της Αριστερής Ενότητας για σύνδεση του κοινωνικού χώρου του Πανεπιστημίου με την υπόλοιπη κοινωνία. Η αξιολόγηση ότι το Πανεπιστήμιο και οι Φοιτητικοί Σύλλογοι δεν πρέπει αλλά, κυρίως, δεν μπορούν να είναι αποκομμένοι από τις εξελίξεις στα υπόλοιπα κοινωνικά πεδία είναι συγκροτητικό χαρακτηριστικό της Αρ.Εν. Η άποψη εκείνη που θέλει το Πανεπιστήμιο ως ένα ακόμα στείρο εξεταστικό κέντρο και τους φοιτητές αντικείμενα σε μια διαρκή διαδικασία απλής επαγγελματικής εξειδίκευσης μας έβρισκε πάντα απέναντί της. Και αυτό πρέπει να ισχύσει ακόμα περισσότερο στη παρούσα συγκυρία, όπου οι προσδοκίες για μια ευνοϊκότερη κεντρικοπολιτική κατάσταση και μια σταδιακή ενσωμάτωση των φοιτητικών αιτημάτων των τελευταίων χρόνων φαίνεται να διαψεύδεται. Οι φοιτητές θα συνεχίσουν να βρίσκονται αντιμέτωποι με την υποχρηματοδότηση του Πανεπιστημίου, την ιδιωτικοποίηση διαφόρων λειτουργιών του και την υποτίμηση της αξίας των τίτλων σπουδών, και αυτό πρέπει να είμαστε έτοιμοι να το αντιμετωπίσουμε, πυροδοτώντας τις διεργασίες εκείνες που θα ενισχύσουν την διεκδίκηση και την αντίσταση.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής, μεγάλη σημασία έχει η αυτονομία της Αριστερής Ενότητας, τόσο ως δικτύωσης, όσο και κάθε επιμέρους σχήματός της. Και αυτό διότι η επιμονή στην αυτονομία παραγωγής πολιτικής γραμμής από τα σχήματα και στην αυτονομία εν γένει στην λειτουργία τους είναι το εργαλείο εκείνο που μπορεί να τα καταστήσει αποτελεσματικά στον κοινωνικό τους χώρο, να τους επιτρέπει να αφουγκράζονται τα ιδιαίτερα προβλήματά του και να προσαρμόζουν την παρέμβασή τους στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Μπορεί να προφυλάσσει τη δικτύωση από την εκφορά υπερ-γενικευμένου, πλατφορμίστικου, ξύλινου λόγου – τακτική που είναι ξένη στο χώρο της δικής μας αριστεράς. Ταυτόχρονα όμως, πέρα από πολιτικό εργαλείο, η αυτονομία αποτελεί και αξιακή επιλογή, που αποδεικνύει τη σημασία της στην παρούσα δύσκολη συγκυρία ανακατατάξεων εντός της ελληνικής αριστεράς. Είναι δηλαδή εκείνο το χαρακτηριστικό που θα κρατήσει τα σχήματα ζωντανά εντός της παρούσας πολιτικής κρίσης και θα τα οδηγήσει με ασφάλεια στην επόμενη περίοδο αναδιαμόρφωσης του χάρτη της φοιτητικής αριστεράς. Αναγκαία όμως είναι και η περιφρούρηση της αυτονομίας της ΑρΕν από φαινόμενα κατάχρησής της, και αυτό διότι η αυτονομία αυτή δεν μπορεί να εννοηθεί παρά μόνο εντός των γενικών πλαισίων και κατευθύνσεων που θέτει η δικτύωση μέσα από τις πανελλαδικές της διαδικασίες. Η αριστερή ενότητα δεν ενδιαφέρεται να αποτελέσει το αριστερό άλλοθι για οποιαδήποτε συλλογικότητα είτε υπερασπίζεται τις κυβερνητικές πολιτικές εντός πανεπιστημίου είτε θέλει να αποκτήσει αντιμνημονιακό προσωπείο ενώ ο πολιτικός της φορέας διαχειρίζεται την εφαρμογή των μνημονίων.
Επιπλέον, θα πρέπει να εξετάσουμε το ζήτημα της γνώσης και τον τρόπο που αυτή παράγεται στο πανεπιστήμιο. Θέτοντας ως πρόταγμα ένα πανεπιστήμιο που επίκεντρο είναι ο άνθρωπος και ανάγκες του και όχι το κέρδος, επισημαίνουμε την γνώση ως μέσο χειραφέτησης και αυτοπραγμάτωσης του ατόμου. Με βάση αυτή την λογική, τα γνωστικά αντικείμενα και η έρευνα δεν θα πρέπει να κατευθύνονται από τις ανάγκες τις αγοράς, αλλά η διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών θα πρέπει τόσο να διέπεται από την έννοια της ακαδημαϊκότητας, όσο και να συνδέεται με τις ανάγκες τις κοινωνίας.
Άλλο ένα στοιχείο που πρέπει να διαφυλάξουμε και να εντείνουμε στο τρόπο με τον οποίο παρεμβαίνουμε είναι το πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας στους Φοιτητικούς Συλλόγους. Η Αριστερή Ενότητα πρέπει να είναι το υποκείμενο εκείνο που πρώτο θα εγκαλεί τους φοιτητές να συμμετέχουν μαζικά και δραστήρια στις Γενικές τους Συνελεύσεις, μακριά από οποιαδήποτε λογική ανάθεσης ή απλής αποδοχής αποφάσεων-πλαισίων των οποίων την σύνταξη και την υλοποίηση θα επιλαμβάνονται αποκλειστικά οι φοιτητικές πολιτικές δυνάμεις. Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων υποδεικνύει πως, εντός της σφοδρής οικονομικής κρίσης και των πολιτικών ακραίας λιτότητας, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες επιλέγουν την λύση του ατομικού δρόμου, γεγονός που νεκρώνει σταδιακά τις συλλογικές διαδικασίες και εν γένει τη συλλογική ζωή εντός των Πανεπιστημίων. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, στόχος της Αρ.Εν πρέπει να είναι ο διαρκής αγώνας για την επαναφορά της πολιτικής στους Φοιτητικούς Συλλόγους. Αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για αυτό, αποτελέι η ανασυγκρότηση των δομών του φοιτητικού κινήματος σε όλα τα επίπεδά του. Αυτό περιλαμβάνει τόσο την ανασύσταση τριτοβάθμιου πανελλαδικού οργάνου όσο και την ανασυγκρότηση των διαδικασιών των φοιτητικών συλλόγων στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού τους (σύνθεση πλαισίων κατά την διαδικασία, κοινό προεδρίο, κατάλογος ομιλητών, τοποθετήσεις και από φοιτητές πέρα από τις συλλογικότητες). Έτσι γίνεται εφικτό οι διαδικασίες αυτές να αποτελέσουν τα οχήματα μέσα από τα οποία οι φοιτητικοί σύλλογοι μαζικά, δημοκρατικά και τελικά αποτελεσματικά θα αποφασίζουν και θα υλοποιούν τις αποφάσεις τους.
Διαρκής όμως πρέπει να είναι και η προσπάθεια των σχημάτων μας για ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων των φοιτητών και των φοιτητριών και για την ηγεμονία των αξιών της Αριστεράς, όπως η αλληλεγγύη, η αυτοοργάνωση, η συνεργατικότητα. Σε αυτήν την κατεύθυνση, οφείλουμε να αποφύγουμε μια αφήγηση που θα εξαντλείται σε δίπολα, όπως μνημόνιο-αντιμνημόνιο ή ΕΕ-αντιΕΕ, παραβλέποντας το πλαίσιο εντός του οποίου τα δίπολα αυτά δημιουργήθηκαν, δηλαδή την ταξική πάλη. Η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας λειτουργεί ως καταλύτης, υποδεικνύοντας τις αντιθέσεις που αναπτύσσονται σε κάθε περίπτωση. Τα παραπάνω δίπολα δεν αποτελούν στείρα πολιτικά προτάγματα, αλλά θα πρέπει να χρησιμοποιούνται και να εξετάζονται εντός των συνθηκών της ταξικής πάλης, η οποία τα ανέδειξε. Παράλληλα η υπογραφή του 3ου μνημονίου από τον Σύριζα, ως μονόδρομος με βάση το «ευρώ πάση θυσία» μας επιβάλλει την σύγκρουση με την νέα λογική τύπου ΤΙΝΑ μέσα στον κοινωνικό μας χώρο. Στην προσπάθεια για την οικοδόμηση ενός εναλλακτικού δρόμου, ο κοινωνικός πειραματισμός δίνει μόνο μερική απάντηση αν δεν συνδεθεί με την αμφισβήτηση του πλαισίου μέσα στο οποίο το μνημόνιο εμφανίζεται ως καθεστώς από την κυβέρνηση, την ευρωζώνη και συνολικά την ΕΕ. Επομένως οφείουμε το επόμενο διάστημα να βγάλουμε την ρήξη από το επίπεδο απλής εκφοράς λόγου, να ανοίξουμε την κουβέντα στις σχολές για την ύπαρξη αριστερής πολιτική εκτός των πλαισίων της νομισματικής ένωσης, χωρίς λογικές όμως πλατφορμισμού και προαπαιτούμενων για την οικοδόμηση οποιουδήποτε κινήματος.
Τα ανοιχτά θεματικά σχήματα, οι θεματικές συνελεύσεις, οι προβολές και οι συζητήσεις, οι συλλογικές αναγνώσεις και τα αντιμαθήματα, το άνοιγμα κοινωνικών ζητημάτων όπως το μεταναστευτικό και τα έμφυλα, το πρόταγμα του πολιτιστικού αντιπαραδείγματος, μπορούν να δώσουν το στίγμα της ταυτότητας των σχημάτων μας, να πολιτικοποιούν την καθημερινότητα και να εμπνέουν εμάς και τους φοιτητές και τις φοιτήτριες συνολικά. Σε αυτήν την κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει η δημιουργία παράλληλων χώρων πολιτικοποίησης που να επανασυστήνουν την διάσταση του Πανεπιστημίου ως κοινωνικό χώρο. Αφουγκραζόμενοι-ες ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα και καθημερινές ανάγκες επαναοικειοποιούμαστε και δίνουμε νέα νοήματα στο άσυλο. Τέτοια εγχειρήματα μπορούν να είναι πολιτικά-πολιτιστικά στέκια των Συλλόγων ή αυτοδιαχειριζόμενες βιβλιοθήκες, δίκτυα αλληλεγγύης όπως αυτοοργανωμένα κοινωνικά φροντιστήρια, εγχειρήματα ερασιτεχνικού αθλητισμού ή καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τέτοια εγχειρήματα μπορούν να συνθέτουν στο τώρα πτυχές του Πανεπιστημίου των αναγκών και να ανατροφοδοτούν τα οράματά μας, να μας πολιτικοποιούν σπάζοντας τα στενά πλαίσια της φοιτητικής καθημερινότητας. Παρόλο που κοινωνικός μας χώρος είναι το πανεπιστήμιο, η δράση μας δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτό. Ήρθε η ώρα να αντιστρέψουμε τους όρους και να δημιουργήσουμε τους δικούς μας κοινωνικούς χώρους-στέκια που όχι μόνο θα στεγάζουν διαδικασίες αλλά παράλληλα θα λύσουν λειτουργικά προβλήματα και θα αποτελέσουν σημείο συνάντησης των σχημάτων μας μεταξύ τους και με άλλα συλλογικά υποκείμενα και εκτός κοινωνικού χώρου συδεδεμένα με την τοπική κοινωνία (γειτονία. Πόλη). Με αυτά τα χειραφετητικά προτάγματα μπορούμε να αναλάβουμε την υπόθεση του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Πορεύομενες/οι με αυτές τις αξίες, προασπζόμαστε τα συμφέροντα των υποτελών και όλων όσων πλήττονται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Σε αυτή τη βάση ένα από τα πρώτα νομοσχέδια το οποίο θα εφαρμοστεί είναι αυτό που αφορά τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας. Ακριβώς επειδή δεν αντιλαμβανόμαστε την ΑΡΝ μόνο ως μια συλλογικότητα που ασχολείται με τα πανεπιστήμια αλλά ως οργανικό κομμάτι της κοινωνίας, οφείλουμε να οργανώσουμε τις αντιστάσεις μας, να δημιουργήσουμε εκείνες τις δομές και εκείνες τις πρωτοβουίες οι οποίες θα μπλοκάρουν την διαδικασία των πληστειριασμών. Σημαντική παρακαταθήκη αποτελεί το παράδειγμα της Ισπανίας, όπου οργανώθηκε η κοινωνία, αντιλαμβανόμενη την ανάγκη αλληλεγγύης και υπεράσπισης βασικών αγαθών από το ίδιο το κίνημα.
Ιδιαίτερα εντός της παρούσας προσφυγικής κρίσης που δημιούργησαν οι επί δεκαετίες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις της Δύσης στην Μέση Ανατολή και την Αφρική, πρέπει τα σχήματά μας να δράσουν σε δύο κατευθύνσεις: Αυτήν της δημιουργίας και της εμπλοκής σε κινήματα και πρωτοβουλίες αλληλεγγύης που προσπαθούν να εξυπηρετήσουν τις άμεσες ανάγκες των προσφύγων και των μεταναστών, δεδομένου ότι η κρατική μέριμνα σε αυτό το επίπεδο είναι εγκληματικά περιορισμένη, και αυτήν της πυροδότησης αντιδράσεων που θα μεταφέρουν την πίεση για την διαχείριση του ζητήματος στο ελληνικό κράτος και την Ευρωπαϊκή Ένωση με ριζοσπαστικά αιτήματα όπως το άνοιγμα των συνόρων, η παροχή ασφαλούς διέλευσης εντός του ευρωπαϊκού χώρου η δημιουργία κατάλληλων κέντρων υποδοχής και υποστήριξης, και προφανώς η παύση της εμπλοκής στις χώρες προέλευσης και η ανάληψη πρωτοβουλιών για το σταμάτημα του πολέμου. Άλλωστε, ο αντιφασισμός και ο αντισεξισμός υπήρξαν πάντοτε ταυτοτικά χαρακτηριστικά της ΑρΕν, που δεν μπορούν να περιορίζονται φυσικά σε επίπεδο εκφώνισης αλλά πρέπει να εμποτίζουν την καθημερινή μας παρέμβαση. Γι” αυτό η ΑρΕν θα πρέπει να συνεχίσει να συντάσσεται και να συμμετέχει σε εγχειρήματα τα οποία προβλέπουν στην κατάργηση των έμφυλων, ταξικών, φυλετικών, θρυσκευτικών κτλ ανισοτήτων αλλά και να φροντίσει για τη γείωση των θεμάτων αυτών στον κοινωνικό της χώρο, το πανεπιστήμιο.
Τέλος, στόχος της ΑΡ.ΕΝ, μεσοπρόθεσμος αλλά και μακροπρόθεσμος, οφείλει να είναι η άρση όλων των ταξικών φραγμών στην εκπαίδευση. Μια ουσιαστική δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση είναι η εκπαίδευση που παρέχεται χωρίς καμιά προϋπόθεση οικονομικής δυνατότητας, είτε αυτό αφορά τη σίτιση είτε τη στέγαση είτε τα συγγράμματα είτε τις μεταφορές. Τα σχήματα μας πρέπει να σκιαγραφήσουν σχεδιασμούς, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των κοινωνικών τους χώρων, που να αναπτύσσουν μια μεθοδολογία διεκδίκησης αυτών των αιτημάτων. Σ’ ότι αφορά τη σίτιση να διεκδικήσουμε σίτιση καθολική, δημόσια και δωρεάν. Σ’ ότι αφορά τα συγγράμματα στοχεύουμε στην επαναφορά των πολλαπλών συγγραμμάτων, την αξιοποίηση και αναβάθμιση των δανειστικών βιβλιοθηκών των ιδρυμάτων καθώς και την επαναλειτουργία τυπογραφείων που μπορεί να έχουν τα πανεπιστήμια, όπως το ΕΚΠΑ. Για τις μεταφορές, να διεκδικήσουμε τη δωρεάν μεταφορά των φοιτητών μέσω χορήγησης ειδικής κάρτας. Από τα αιτήματα μας δεν πρέπει να λείπει και η δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και ασφάλιση.
Η μεθοδολογία όμως διεκδίκησης όλου αυτού του φάσματος φοιτητικών αιτημάτων και η πρακτική δημιουργίας αντιστάσεων απέναντι στην όλο και αυξανόμενη ιδιωτικοποίηση εκφάνσεων του Πανεπιστημίου και αποκλεισμού όλο και περισσότερων φοιτητών από μια ουσιαστικά δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, με καταλυτικό παράγοντα και την συνέχιση των συμβουλίων Διοίκησης και των εργολαβιών (σίτιση, στέγαση, μεταφορά) είναι ο τομέας εκείνος στον οποίο πρέπει να προβούμε στην σημαντικότερη αναθεώρηση και προσεκτικότερη επανατοποθέτηση. Πρέπει να εντείνουμε την προβολή και παρουσίαση αυτών των αντιμεταρρυθμίσεων ως άμεσου απότοκου των πολιτικών λιτότητας, αλλά και των συγκεκριμένων πολιτικών για την Τριτοβάθμια εκπαίδευση, που εκπορεύονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και συγκεκριμένα από την νεοφιλελεύθερη ηγεμονία εντός αυτής, και εφαρμόζονται απαρέγκλιτα από το ελληνικό κράτος. Στη βάση αυτής της αφήγησης πρέπει να υπάρχει μια συνεχής έγκλιση προς τους φοιτητές και τις φοιτήτριες για την δημιουργία εντός σταθερού και δυναμικού φοιτητικού κινήματος που θα είναι παρών στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων και των θιγόμενων κεκτημένων του.
Σε αυτό το σημείο, κρίνοντας πως η νεοφιλελεύθερη επίθεση στο Πανεπιστήμιο, που συνεχώς θα χειροτερεύει τους όρους σπουδών μας, δεν πρόκειται να πάψει ή να αναστραφεί σύντομα, θεωρούμε πως για την επανασύσταση του φοιτητικού κινήματος, ζωτική είναι η δημιουργία μετωπικών πρωτοβουλιών εντός της φοιτητικής Αριστεράς σε πανελλαδικό επίπεδο. Διάφορα κομμάτια αυτής έχουν βρεθεί σε κοινούς αγώνες και έχουν αναπτύξει μια κουλτούρα συμπόρευσης στις κινηματικές διεργασίες και στις φοιτητικές διεκδικήσεις, που αποτελούν σημαντική παρακαταθήκη για την παραπέρα συσπείρωση των δυνάμεων τους.
Ωστόσο για να συμβάλλουμε δημιουργικά σε αυτή την ανασυνθετική διαδικασία μέσα στους φοιτητικούς συλλόγους θα έπρεπε αρχικά να προβούμε σε έναν απολογισμό κινηματικών πρωτοβουλιών και προσπαθειών συντονισμού από τις αριστερές φοιτητικές δυνάμεις και τον κόσμο των σχολών. Είδαμε, λοιπόν, ότι διαδικασίες που έγιναν με συνεννοήσεις «από τα πάνω» δεν βοήθησαν στην συγκρότηση μαζικών μετώπων μέσα και έξω από τις σχολές ούτε και στην επίτευξη νικών στο κοινωνικό. Αντίθετα, κινήματα που στήθηκαν «από τα κάτω», όπως η υπατία, οι πλατείες, η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και τα δίκτυα αλληλεγγύης κατάφεραν να ξεπεράσουν πάγιες αγκυλώσεις της αριστεράς (πλατφορμισμοί, ηγεμονισμοί, υλοποίηση σχεδιασμών κομματικών φορέων) και πρέπει να αποτελέσουν παράδειγμα για την έναρξη των ενωτικών διαδικασιών.
Οπότε η αφετηρία των μετωπικών πρωτοβουλιών πρέπει πρώτα να γίνει σε επίπεδο κοινής πολιτικής παρέμβασης και πρακτικής σε επίδικα και διαδικασίες μέσα στα διακριτά πλαίσια του κάθε φοιτητικού συλλόγου. Το άνοιγμα μιας τέτοιας διαδικασίας πρέπει να είναι ευρύ, χωρίς να αποκλείει βάση παρελθοντικών εμπειριών η ασυμφωνιών, καθώς και να επιδιώκει να σεβαστεί την αυτονομία και την ιδιαιτερότητα κοινωνικών χώρων και πολιτικών σχηματισμών. Έτσι προτάσσουμε κοινές εκδηλώσεις, διεκδικητικές πρωτοβουλίες για τα ζητήματα του εκάστοτε συλλόγου, πολιτιστικά αντιπαραδείγματα (συναυλίες, προβολές κτλ) με σκοπό την δημιουργία και εμβάθυνση σχέσεων εμπιστοσύνης, διαλόγου, συνύπαρξης αλλά και συντροφικότητας με τα υπόλοιπα κομμάτια της αριστεράς. Όλες αυτές οι ανασυνθετικές διεργασίες, ωστόσο, έχουν ως κοινό γνώμονα την προσπάθεια επίτευξης ανώτερου βαθμού συνεννόησης μεταξύ των αριστερών σχημάτων ώστε να μπορεί να φαντάζει εφικτή μια πολιτική σύγκλιση που να απολήγει ακόμα και σε κοινές διαδικασίες, κοινά σχήματα και σε μελλοντικό χρόνο σε κοινές εκλογικές καθόδους.
Καλούμαστε, λοιπόν, να συμμετάσχουμε στις ανασυνθετικές διαδικασίες της αριστεράς, όχι στην λογική συγκολλήσεων αλλά στην ειλικρινή και εν τέλει προωθητική συζήτηση για κοινούς τόπους, βιώματα, ανάγκες, για την δημιουργία μιας συνολικής προοπτικής.