ΣΥΓΚΥΡΙΑ
Διεθνής Συγκυρία
Το βασικότερο, ίσως, χαρακτηριστικό της σημερινής συγκυρίας, είναι η συνέχιση της κρίσης του καπιταλισμού, παρά τις διάφορες προσπάθειες να παρουσιαστούν διέξοδοι και βελτιώσεις ως προς τα οικονομικά μεγέθη. Ακόμα και στις λίγες περιπτώσεις φαινομενικής οικονομικής ανόδου, αυτή η συνθήκη συνδέεται κατά βάση με την εξυγίανση και τη διόρθωση οικονομικών μεγεθών που αφορούν τις δυνατότητες παραγωγής και αναπαραγωγής κεφαλαίου, και σίγουρα δεν αποτυπώνει κάποια άνοδο του επιπέδου ζωής των από τα κάτω ή τον περιορισμό των πολλαπλών ανισοτήτων. Έτσι, η συμπλήρωση μιας δεκαετίας δομικής καπιταλιστικής κρίσης, σημαίνει, για τις/τους περισσότερες/-ους, απλώς την αδυναμία περιγραφής ενός καλύτερου μέλλοντος, όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο, αλλά πλέον και στο επίπεδο ολόκληρων κοινωνιών που καλούνται να συμβιβαστούν με την υποβάθμιση των όρων ζωής τους. Το στοίχημα για την αριστερά έγκειται σε κάθε περίπτωση στο να εκμεταλλευτεί την κρίση ηγεμονίας του αστικού μπλοκ και το πολιτικό κενό που δημιουργείται δίνοντας απαντήσεις στις λογικές του ΤΙΝΑ. Το ότι δεν το έχει καταφέρει είναι εξαιρετικά προβληματικό και θέτει ακόμα πιο επιτακτικά την ανάγκη συλλογικών-κινηματικών απαντήσεων που θα δημιουργούν τους όρους για την οικοδόμηση μιας αριστερής ριζοσπαστικής εναλλακτικής.
Υπό το πρίσμα, λοιπόν, της κορύφωσης της καπιταλιστικής κρίσης, μπορεί να προσεγγιστεί και η έντονη όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών την περίοδο αυτή. Το φαινόμενο αυτό επιδέχεται διάφορων αναγνώσεων: ο ιμπεριαλισμός μπορεί να θεωρηθεί ως η κορύφωση της καπιταλιστικής προέλασης, τη στιγμή που ο πόλεμος χρησιμοποιείται ως μέθοδος για την καταστροφή κεφαλαίου, δηλαδή ως απάντηση στην τρέχουσα κρίση. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι σαφές ότι η ένταση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ιδίως με τη μορφή της σύγκρουσης ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και Ρωσίας, αποτυπώνει την αντιπαράθεση δυο αντίπαλων συνασπισμών καπιταλιστικών συμφερόντων, με φόντο ιδίως τη Μέση Ανατολή, αλλά και άλλες περιοχές του κόσμου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την διαρκή αύξηση των προσφυγικών ροών. Οι αντιπαραθέσεις αυτές, είτε με άξονα την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων (π.χ. ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία), είτε με όρους ιδεολογικής, πολιτικής και πολιτισμικής σύγκρουσης (π.χ. σύγκρουση Ερντογάν – κουρδικού καθεστώτος αυτοοργάνωσης), συντελούν στην αναζωπύρωση εθνικιστικών τάσεων και στην κατασκευή φανταστικών εχθρών ανάμεσα στους λαούς.
Όλα τα παραπάνω, βρίσκουν το ελληνικό κράτος να ακολουθεί πιστά τις επιταγές του ΝΑΤΟ και να προσπαθεί παράλληλα να αναβαθμίσει το δικό του ρόλο. Αυτό αποδεικνύεται από τις αντιδραστικές συμμαχίες με ΙΣΡΑΗΛ-ΑΙΓΥΠΤΟ-ΚΥΠΡΟ , από την εμφάνιση του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, από την επιθετική πολιτική στις ΑΟΖ. Στο ίδιο μοτίβο, η κυρίαρχη τουρκική τάξη κινείται σε ένα πλαίσιο επικίνδυνου ανταγωνισμού στην περιοχή διεκδικώντας και αυτή κυρίαρχο ρόλο στην Ν.Α. Μεσόγειο. Το καταπιεστικό καθεστώς Ερντογάν, που όχι απλά δεν περιορίζει τις επιθετικές πολιτικές του στο εσωτερικό(διώξεις, φυλακίσεις, ακραία καταστολή ,στέρηση κοινωνικών ελευθεριών κ.α.) , αλλά χέρι-χέρι με τους ακραίους ισλαμιστές του FSA (από τους κύκλους του οποίου γεννήθηκε το τέρας του ISIS)και με την ανοχή της Ρωσίας-Άσαντ, επιτίθεται στα κουρδικά φύλα της Βόρειας Συρίας με πρόφαση την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Την ίδια στιγμή, μετά τις επεμβάσεις σε Αφρίν και Ιράκ αποτυπώνεται μία πολιτική, που αποσκοπεί στην ανασυγκρότηση μιας μοντέρνας τουρκικής υπερδύναμης, με μέσο, φυσικά, τον στρατιωτικό επεκτατισμό, αλλά και τον εσωτερικό εκφασισμό μερίδας της τουρκικής κοινωνίας. Στις συνθήκες αυτές αναδεικνύεται εμφανώς το χρέος της ελληνικού και της τουρκικού κινήματος να υψώσουν ένα τείχος απέναντι στις πολεμικές διαθέσεις των από πάνω.
‘Όσον αφορά στην πολιτική κατάσταση στην ‘’Γηραιά Ήπειρο’’ παγιώνεται η τάση ανόδου της ακροδεξιάς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις εκλογές στην Αυστρία και τη Γερμανία . Όλα δείχνουν πως οι αναταραχές που σχετίζονται με την αυτονόμηση της Καταλονίας θα οξυνθούν την επόμενη χρονική περίοδο θέτοντας υπό αμφισβήτηση την καθεστηκυία τάξη εντός των τειχών της ΕΕ. Μια ακόμη καθοριστική παράμετρος που αξίζει να σημειωθεί είναι η ενίσχυση ακροδεξιών ευρωσκεπτικιστικών ρευμάτων (βλ. Ιταλία) , τα οποία ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να περιβληθούν με προοδευτικό ριζοσπαστικό πρόσημο. Η αδυναμία της Αριστεράς να δώσει συνολικά απαντήσεις στα επίδικα της συγκυρίας προβάλλοντας με ξεκάθαρες θέσεις αποδέσμευσης από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, συμβάλει καθοριστικά στη διαμόρφωση του εν λόγω κοινωνικοπολιτικού πλαισίου. Κοινωνικά και ριζοσπαστικά κινήματα δεν εκλείπουν, χωρίς αυτά να παρουσιάζουν ωστόσο την μαζικότητα των προηγούμενων ετών (εκπαιδευτικές διαδηλώσεις –Γαλλία)
Όλα τα παραπάνω, βρίσκουν την ελληνική κυβέρνηση να ακολουθεί πιστά τις επιταγές του ΝΑΤΟ και να προσπαθεί η ίδια να αναβαθμίσει το ρόλο της ως ηγέτιδα δύναμη στα Βαλκάνια. Παράλληλα, οι εξελίξεις στα Βαλκάνια φουντώνουν με την επαναφορά του «Μακεδονικού» στο προσκήνιο. Είναι ολοφάνερο πως η επίλυση του ονοματολογικού, εντάσσεται στους ευρύτερους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ για την περιοχή(π.χ. βάση Μπόντστιλ), που στοχεύουν στην πλήρη πρόσδεση των βαλκανικών λαών στο ευρωατλαντικό μπλοκ επιρροής(ΕΕ-ΝΑΤΟ) και συγχρόνως στην ανάσχεση του ρωσικού παράγοντα από την βαλκανική επικράτεια. H κοινωνική ευημερία του μακεδονικού λαού και η ειρήνη μεταξύ των λαών των Βαλκανίων δεν θα επέλθει απ’την ένταξη της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, παρά μόνο θα δημιουργήσει στο λαό της περαιτέρω συμφορές. Θα εμπλέξει την Μακεδονία στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και στα φιλοπολεμικά της σχέδια, θα εντείνει την εκμετάλλευση που υφίστανται η εργατική τάξη. Ωστόσο, ο κάθε λαός όπως και ο λαός της Μακεδονίας, έχει το δικαίωμα στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Οι πολιτικές αυτές κατευθύνσεις συνολικά, συνοδεύονται από την καλλιέργεια εθνικισμών και μίσους ανάμεσα στους λαούς, οι οποίες εξ ορισμού αντίκεινται στα συμφέροντα των επιμέρους εργατικών τάξεων για ειρήνη και ευημερία.
Εγχώρια συγκυρία
Ξετυλίγοντας το νήμα της εγχώριας συγκυρίας, έχουμε απέναντι μας την μνημονιακή συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ να εφαρμόζει με ταχύτατους ρυθμούς τις δεσμεύσεις έναντι των δανειστών και του κεφαλαίου, τσακίζοντας ολοκληρωτικά τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας προκειμένου να ευνοήσει τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, ανακυκλώνοντας και εντείνοντας ακόμα περισσότερο το καθεστώς λιτότητας και ύφεσης των τελευταίων χρόνων. Οι βασικοί πυλώνες της κυβερνητικής πολιτικής έτσι όπως διαφαίνονται από το Σεπτέμβρη του 15 και μετά, είναι οι ιδιωτικοποιήσεις, οι μαζικοί πλειστηριασμοί κατοικιών, η σημαντική υποχώρηση του κράτους πρόνοιας οι αντεργατικές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, η περιχαράκωση των συνόρων και η απομόνωση των προσφύγων σε άθλιες συνθήκες στο εσωτερικό της χώρας.
Όσον αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, την μετατροπή δηλαδή δημόσιων και κοινών αγαθών σε εμπόρευμα, μπορούμε να μιλάμε για οριστικό ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου(λιμάνια, νερό, αεροδρόμια, ΟΣΕ, ενέργεια). Σαν προάγγελος της ιδιωτικοποίησης των αστικών συγκοινωνιών, θα μπορούσαμε να βλέπουμε τις μπάρες που έχουν επιβληθεί στις εισόδους – εξόδους των σταθμών. Άλλωστε προκειμένου να ιδιωτικοποιηθεί μια πτυχή δημόσιας περιουσίας, είναι σύνηθες πρώτα να οριοθετείται.
Με το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, με την ουσιαστική στήριξη και των υπόλοιπων μνημονιακών κομμάτων, έχει αρχίσει να υλοποιεί καταιγισμό πλειστηριασμών, με στόχο την υφαρπαγή της λαϊκής κατοικίας και περιουσίας. Εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και εφαρμόζοντας “κατά γράμμα” τις εντολές της Ε.Ε. και των «Θεσμών», αποβλέπει στην ευρύτατη αναδιανομή του πλούτου σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, με την εκχώρηση σε τράπεζες και funds των όποιων περιουσιακών στοιχείων έχουν απομείνει στα πληττόμενα από τα αλλεπάλληλα μνημόνια λαϊκά στρώματα.
Για τον σκοπό αυτόν, όχι μόνο ψήφισε την ηλεκτρονική πλατφόρμα διεξαγωγής των πλειστηριασμών με ταχύτατες διαδικασίες, έτσι ώστε εκατοντάδες λαϊκές οικογένειες να χάνουν τα σπίτια τους κάθε βδομάδα, αλλά ψήφισε επίσης το ιδιώνυμο για την καταστολή των αγώνων του κινήματος κατά των πλειστηριασμών και την αυτεπάγγελτη δίωξη των αγωνιστών/-τριών, που εδώ και χρόνια παρεμβαίνουν στα Ειρηνοδικεία μην επιτρέποντας στις τράπεζες να αρπάξουν λαϊκές κατοικίες. Από την αρχή της εφαρμογής των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών στα συμβολαιογραφεία, το κίνημα έχει έρθει αντιμέτωπο με υπέρμετρες δυνάμεις καταστολής. Η καταστολή αυτή απογυμνώνει ακόμη περισσότερο της κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ από το προοδευτικό προσωπείο που θέλει να φέρει.
Επιπρόσθετα, το πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε για να κλείσει η τρίτη αξιολόγηση, έχει έλθει για να σφραγίσει την κατάργηση του κράτους πρόνοιας, μέσω των τεράστιων περικοπών στα προνοιακά επιδόματα. Γκρεμίζει έτσι κάθε τείχος προστασίας που υπήρχε για τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες.
Η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα των τελευταίων δεκαετιών ωστόσο, που αφορά το διεθνές πολιτικό σκηνικό, και που εκπορεύεται και μέσα από την κυβερνητική πολιτική της δικιάς μας χώρας , εντείνεται στο πεδίο των εργασιακών δικαιωμάτων – ελευθεριών. Θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για την ακρότατη επιθετική έκφραση του κεφαλαίου που ισοπεδώνει κοινωνικές κατακτήσεις είτε με άμεση κατάργηση, είτε με αφυδάτωση του περιεχομένου τους. Θα μπορούσαμε να το θέσουμε και ως την ιστορική ρεβάνς που επιχειρεί να πάρει το κεφάλαιο για όσες παραχωρήσεις αναγκάστηκε να κάνει προκειμένου να αποφύγει γενικευμένες κοινωνικές ανατροπές. Η περίοδος των μνημονίων με τον καταιγισμό μέτρων εργασιακής απορρύθμισης δημιουργεί σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ένα νέο εργασιακό τοπίο στην κατεύθυνση της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης της εργασίας που επιχειρείται σταδιακά και με χαμηλότερους ρυθμούς κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Με το άλλοθι της κρίσης και της υψηλής ανεργίας, θεσμικές παρεμβάσεις ενισχύουν την ανάπτυξη των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, την ελαστικοποίηση των ωραρίων, τη διευκόλυνση των ατομικών και των ομαδικών απολύσεων. Ταυτόχρονα όμως έγιναν παρεμβάσεις στη λειτουργία του συνδικαλιστικού και του απεργιακού δικαιώματος. Με τις αλλαγές αυτές , αποδεικνύεται πως η διαδρομή των εργασιακών δικαιωμάτων δεν είναι ευθύγραμμη στην πορεία των χρόνων, αλλά προϊόν πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών στην εκάστοτε συγκυρία.
Με όλα τα παραπάνω, η κυβερνητική πολιτική ενισχύει αλλά και πάτα πάνω στο ιδεολόγημα, που θέλει τα συνδικάτα ως κατασκευές του παρελθόντος και ως στρεβλώσεις στη λειτουργία της «ελεύθερης» αγοράς, τις απεργίες ως τροχοπέδη στην «ανάπτυξη», το κοινωνικό κράτος να απορρυθμίζεται στο όνομα της ελάφρυνσης των βαρών των επιχειρήσεων προς δόξα των ιδιωτικοποιήσεων («αποκρατικοποιήσεων»). Κατά κύριο λόγο προωθεί το αφήγημα ότι η απεργία αφορά τους συνδικαλιστές και όχι πλατιά κομμάτια εργαζομένων. Έτσι παρουσιάζει την αντεργατική μεταρρύθμιση του απεργιακού δικαιώματος, σαν προσπάθεια εκδημοκρατισμού.
Ένα σημαντικό ζήτημα που έχει επανέλθει στο δημόσιο διάλογο για μια ακόμη φορά είναι τα εθνικά θέματα (“μακεδονικό”, ελληνοτουρκικοί ανταγωνισμοί) τα οποία δίνουν στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη. Οι πολιτικές αυτές κατευθύνσεις, υπηρετούν τα χρόνια συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης , η οποία προσπαθεί να παίξει έναν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή των Βαλκανίων κερδοφορώντας εις βάρος του γειτονικού μακεδονικού λαού . Το ελληνικό κεφάλαιο αφενός διεκδικεί να είναι ο βασικός εκπρόσωπος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και αφετέρου να επεκτείνει τη δυναμική του στους νέους διεθνείς ανταγωνισμούς που αναπτύσσονται στην περιοχή. Το αφήγημα του αλυτρωτισμού της δημοκρατίας της Μακεδονίας (η οποία υστερεί στρατιωτικά, οικονομικά και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων συγκριτικά με την Ελλάδα) αξιοποιήθηκε κυρίως από τη δεξιά και την ακροδεξιά και έδωσε χώρο στην ανασύνταξη του ελληνικού εθνικισμού, -εκμεταλλευόμενη και την λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Είδαμε την έξαρση του εθνικισμού στα συλλαλητήρια σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα με απόληξη το ξέπλυμα φασιστών, νεοναζί, με τη σύμπραξη της κοινοβουλευτικής δεξιάς και της αστυνομίας, όσον αφορά στις επιθέσεις σε ελεύθερους κοινωνικούς χώρους – εμπρησμός της κατάληψης Libertatia. Από τη μεριά της, η κυβέρνηση αντί να καταδικάσει τις εγκληματικές ενέργειες, προέβη σε αναίτια καταστολή της αντιφασιστικής πορείας που ακολούθησε στη Θεσσαλονίκη.
Παράλληλα, φέτος συμπληρώνονται ακριβώς δύο χρόνια από το κλείσιμο των συνόρων των χωρών του Βίζενγκραντ και την ντροπιαστική συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό. Σε αυτό το φόντο η κυβέρνηση Συριζα-Αν.Ελ. συνεχίζει τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές της διατηρώντας το φράκτη του Έβρου κι αυξάνοντας τις παράνομες επαναπροωθήσεις από εκείνο το σημείο, το μόνο ασφαλές μονοπάτι για την διέλευση προσφύγων. Ταυτόχρονα παρά τους δήθεν ανταγωνισμούς της με το τουρκικό κράτος, σε συνεργασία με αυτό, με τη Frontex αλλά και με το ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, αποκλείει και τη θαλάσσια οδό στις συνεχείς προσφυγικές ροές συμβάλλοντας με την πολιτική της ‘’αποτροπής’’ σε τραγικά ναυάγια με δεκάδες νεκρούς πρόσφυγες όπως συνέβη πρόσφατα κοντά στο Αγαθονήσι. Όμως ακόμα και για τους περισσότερους πρόσφυγες που φτάνουν στη χώρα, η κατάσταση είναι αφόρητη. Πολλοί από αυτούς βρίσκονται εγκλωβισμένοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα στα στρατόπεδα κράτησης ακριτικών νησιών ή απομακρυσμένων από τα αστικά κέντρα και τον ντόπιο πληθυσμό περιοχών της ενδοχώρας σε συνθήκες εξαθλίωσης χωρίς πρόσβαση σε στοιχειώδεις κοινωνικές παροχές. Αποτέλεσμα αυτής της αντιμετώπισης είναι η αύξηση των θανάτων λόγω των συνθηκών, οι αυτοκτονίες προσφύγων αλλά και η έκθεση τους σε τυχόν φασιστικές επιθέσεις. Απέναντι στα παραπάνω όμως και μολονότι το προσφυγικό ζήτημα δε βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας, το πολύμορφο κίνημα αλληλεγγύης εξακολουθεί να προβάλλει αντιπολεμικά αιτήματα στο δρόμο και να βρίσκεται στο πλάι των προσφύγων όπως αποδεικνύουν τα αντιπαραδείγματα των καταλήψεων στέγασης και των δομών αλληλεγγύης ( City Plaza, ΚΣΜ ) αλλά και η πρόσφατη πορεία της 17ης Μάρτη.
Ταυτόχρονα, λοιπόν, με την όξυνση της καταστολής στους δρόμους (οι τελευταίες κινητοποιήσεις των φοιτητών και των εκπαιδευτικών σε υπουργείο παιδείας και στο κέντρο της Αθήνας καταπνίγηκαν από στα χημικά από την αστυνομία) αλλά και τις εκκενώσεις καταλήψεων , παρατηρούμε και μία όξυνση της καταστολής στον σωφρονισμό και το δικαστικό σύστημα. Αποκορύφωμα όλης αυτής της τάσης ήταν η θεσμοθέτηση του Νέου Σωφρονιστικού Κώδικα με τη γνωστή πια τακτική της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δηλαδή παρουσιαζόμενο ως ένα ριζοσπαστικό και προοδευτικό νομοσχέδιο που θα βελτίωνε κατά πολύ τις συνθήκες στα καταστήματα κράτησης. Όλα όσα ο Νέος Σωφρονιστικός Κώδικας προβλέπει, σε συνδυασμό με τους πέντε κρατούμενους νεκρούς τους τελευταίους μήνες, έναν απεργό πείνας στα πρόθυρα του θανάτου, τον Β.Δημάκη να παλεύει με τα ίδια μέσα για εκπαιδευτική άδεια και την συνεχή χρήση του τρομονόμου (187Α) αποδεικνύει ότι κάθε άλλο παρά αληθινό είναι το αφήγημα της κυβέρνησης. Την ίδια στιγμή, λοιπόν, η Ηριάννα και ο Περικλής, με την αθωότητα τους αδιαμφισβήτητη από την κοινή γνώμη, βρίσκονται υπόδικοι και μέσα στην φυλακή, πράγμα που αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο αφενός το παράλογο του δικαστικού συστήματος και αφετέρου την ποινικοποίηση κοινωνικών σχέσεων και πολιτικών φρονημάτων. Πολιτικών φρονημάτων, βέβαια, συγκεκριμένου χρωματισμού, καθώς δεν φαίνεται να απασχολεί την πλειονότητα των δικαστών το γεγονός ότι οι κατά κοινή ομολογία δολοφόνοι της ΧΑ κυκλοφορούν ελεύθεροι.
Επίθεση στο Πανεπιστήμιο
Με βάση την εικόνα που σχηματίζεται από τα παραπάνω αναδεικνύεται ένα πεδίο οξυμένης επίθεσης σε όλους του κοινωνικούς τομείς με βασικές ανάγκες και αυτονόητα δικαιώματα να ανάγονται σε προνόμια για λίγους και μάλλον εκλεκτούς. Αυτή η συνθήκη διαπερνά και την ίδια την κατεύθυνση για το πανεπιστήμιο, ένα πανεπιστήμιο-επιχείρηση που διαπλάθει μελλοντικούς εργαζόμενους/ες στα μέτρα της αγοράς και του κεφαλαίου. Με τις επιταγές της Bologna η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση ξεκινά από το Νόμο Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου που δεν εφαρμόστηκε στην ολότητα του. Την κατεύθυνση για τη πλήρη νεοφιλελευθεροποιήση της εκπαίδευσης έρχεται να ολοκληρώσει και να εφαρμόσει η Κυβέρνηση Σύριζα-Αν.Ελ. με το Νόμο Γαβρόγλου που κατακερματίζει βασικές πτυχές του δωρεάν και δημόσιου χαρακτήρα του πανεπιστημίου υπό τις μνημονιακές καταβολές (η υποχρηματοδότηση των ιδρυμάτων, η επιβολή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, η απόσπαση των επαγγελματικών δικαιωμάτων από τα πτυχία η συγχώνευση ων Τ.Ε.Ι. στο Π.Δ.Α. καθώς και η καταστρατήγηση του ασύλου και των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων με την προώθηση μια στρεβλής διαδικασίας συνδιοίκησης).
Με αυτά να αποτελούν τους βασικούς πυλώνες διάρθρωσης της επίθεσης παρατηρούμε την όλο και μεγαλύτερη εισροή ιδιωτικού κεφαλαίου στις σχολές και τη σταδιακή κατάργηση του δωρεάν δημόσιου χαρακτήρα με μια σαφή τάση η παιδεία να γίνει από αγαθό, εμπόρευμα και το πανεπιστήμιο από χώρος διακίνησης ιδεών και μόρφωσης, επιχείρηση παροχής υπηρεσιών και πιστοποιητικών. Παρά το καθολικό της αλλαγής για τα πανεπιστήμια η τμηματική εφαρμογή πτυχών του νόμου καλλιεργεί την αδυναμία για μια καθολική απάντηση από τα αγωνιζόμενα κομμάτια των συλλόγων σε πανελλαδική κλίμακα. Αυτό είναι ένα καίριο πλήγμα των δικαιωμάτων της νέας γενιάς ̇ η κατάσταση «δια βίου μάθησης» που στην πραγματικότητα συνεπάγεται μια ατέρμονη συνθήκη ειδίκευσης-αποείδικευσης και επανακατάρτισης υπό τα φόντο των ταξικών φραγμών που εφαρμόζονται. Εν τέλει αυτό συνεπάγεται εργαζόμενους/ες πολλών ταχυτήτων πλήρως υποταγμένους στις ανάγκες μιας κορεσμένης αγοράς εργασίας. (αντικατάσταση ΦΛΣ)
Η επίθεση στο πανεπιστήμιο ακούει στο όνομα Νόμος Γαβρόγλου. Η κατεύθυνση που δίνει το νομοσχέδιο σε συνδυασμό φυσικά με τις προτάσεις του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) οδηγεί στην απόσπαση των επαγγελματικών δικαιωμάτων από τα πτυχία των καθηγητικών σχολών. Το ΦΠΨ της Φιλοσοφικής Σχολής είναι ένα από τα τμήματα που συνδέονται με την προαναφερθείσα κατεύθυνση καθώς, όπως ψηφίστηκε και από τη Σύγκλητο, διασπάται. Αυτό σημαίνει πως θα δημιουργηθεί ένα τμήμα Φιλοσοφίας, οι φοιτητές/ιες που έχουν επιλέξει την κατεύθυνση της Ψυχολογίας θα απορροφηθούν από το τμήμα της Ψυχολογίας της Σχολής και τέλος θα δημιουργηθεί ένα τμήμα Επιστημών Εκπαίδευσης το οποίο με τη σειρά του σε βάθος μικρού χρονικού διαστήματος θα μπορέσει να λειτουργήσει σε άλλο κύκλο σπουδών και με όριο εισακτέων ως πάροχος της διδακτικής επάρκειας στους αποφοίτους των καθηγητικών σχολών. Τοιουτοτρόπως, η μη ενσωμάτωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων στο πτυχίο οδηγεί τον φοιτητή σε μια κατάσταση ειδίκευσης, αποειδίκευσης και επανεξειδίκευσης στην προσπάθειά του να κατακτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα «χαρτιά». Επίσης έτσι ανοίγεται ο δρόμος για δίδακτρα στον φορέα της διδακτικής επάρκειας. Ένα ακόμη τμήμα που πλήττεται είναι το τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής αφού τα πτυχία των θεατρολόγων του δημόσιου και δωρεάν πανεπιστημίου εξισώνονται με αυτά των αποφοίτων των ιδιωτικών δραματικών σχολών υποσκάπτοντας έτσι το άρθρο 16 του ελληνικού συντάγματος που προστατεύει την δημόσια ανώτατη εκπαίδευση. Παρόμοια είναι η κατάσταση στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών. Στα δε Ξενόγλωσσα Τμήματα ο κάτοχος του υψηλότερου ιδιωτικού διπλώματος σε μια γλώσσα (επίπεδο C2) πληρώνοντας το χρηματικό ποσό των 400 ευρώ σε σεμινάριο θα δικαιούται να διδάξει τη γλώσσα στα κέντρα διδασκαλίας. Αυτό θα σημάνει την πλήρη υπονόμευση των πτυχίων των διαφόρων ξενόγλωσσων τμημάτων, ανοίγοντας τον δρόμο για την δυνατότητα διδασκαλίας των ανωτέρω και σε σχολεία. Στόχος λοιπόν όλων αυτών είναι η δημιουργία ευέλικτων και χαμηλά αμειβόμενων εργαζομένων, πολλών ταχυτήτων την ίδια ώρα που τα εργασιακά δικαιώματα καταλύονται και οι συλλογικές συμβάσεις έχουν καταργηθεί. Παρ’ όλα ταύτα, το προηγούμενο διάστημα ο αγώνας υπήρξε έντονος και οι πρωτοβουλίες αρκετές και ικανοποιητικές. Συγκεκριμένα η Φιλοσοφική Σχολή με μαζικές συνελεύσεις και ενιαία αγωνιστικά πλαίσια δίνει τον δικό της αγώνα μέσα από καταλήψεις, συμμετοχή σε πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια στο πλευρό των αναπληρωτών καθηγητών και εκδηλώσεις. Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως ο μετωπικός τρόπος με τον οποίον οι δυνάμεις της φοιτητικής αριστεράς διαχειρίστηκαν την αυθόρμητη κίνηση των φοιτητών και φοιτητριών του Θεατρικού και του ΦΠΨ έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην κλιμάκωση του αγώνα και τη συμμετοχή όλο και περισσότερου ανένταχτου κόσμου στα συλλογικά όργανα του Συλλόγου και στις κινητοποιήσεις.
Μέσα στις επί μέρους εφαρμογές του νόμου είναι και η δημιουργία του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής που περνάει μέσα από τη συγχώνευση του ΤΕΙ Αθήνας και του ΤΕΙ Πειραιά, που απ’ ότι φαίνεται δεν θα είναι και η μόνη, αλλά θα ακολουθηθεί και από τις συγχωνεύσεις άλλων ΤΕΙ και Πανεπιστημίων της περιφέρειας. Με την επικείμενη συγχώνευση, ουσιαστικά μειώνεται ο προϋπολογισμός που θα διατίθεται στο ΠΔΑ, σε σχέση με αυτόν που θα δινόταν για τα δύο Ιδρύματα ξεχωριστά, πράγμα που πρακτικά σημαίνει μείωση σε διδακτικό προσωπικό, σε υλικοτεχνικές υποδομές κτλ. Παράλληλα με τη συγχώνευση και απορρόφηση τμημάτων (δημιουργία 26 τμημάτων έναντι των 36 που προϋπήρχαν), μειώνεται και ο αριθμός των εισακτέων και άρα και η δαπάνη για τη φοιτητική μέριμνα. Σε συνέχεια λοιπόν όλων αυτών, με τη δημιουργία 2ετών προγραμμάτων που δεν θα αργήσουν να είναι επι πληρωμή αλλά και με τη σύνδεση των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις, διαφαίνεται πλέον η απόσυρση της κρατικής χρηματοδότησης και η είσοδος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στα Ιδρύματα.
Ο νόμος Γαβρόγλου μεταξύ των άλλων επαναφέρει τη συνδιοίκηση προσχηματικά, με μια επίφαση δημοκρατικότητας. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι μόνο το 10% με 15% των μελών των οργάνων διοίκησης θα αποτελούνται από φοιτητές. Ήδη σε κάποιες σχολές έχει αρχίσει να εφαρμόζεται. Ως Αριστερή Ενότητα στεκόμαστε ενάντια σε κάθε προσπάθεια των διοικήσεων εφαρμογής αυτού του μέτρου που προσπαθεί να καθιερώσει ο νόμος Γαβρόγλου.
Βρισκόμαστε παράλληλα σε μια περίοδο που το πανεπιστημιακό άσυλο βρίσκεται στο στόχαστρο. Οι σχολές παρουσιάζονται στη δημόσια σφαίρα ως κέντρα ανομίας ενώ συγχρόνως φασίστες έκαναν την εμφάνιση τους στην Πανεπιστημιούπολη. Σε αυτό το πλαίσιο η επαναφορά της έννοιας του ασύλου από το νόμο Γαβρόγλου κάθε άλλο παρά ριζοσπαστική είναι καθώς δεν αποτελεί επιστροφή σε μια ισχυρή έννοια του ασύλου, που να περιλαμβάνει την ελεύθερη κινηματική δράση και τη συνδικαλιστική ελευθερία. Αντίθετα θα επιτρέπεται η επέμβαση δυνάμεων στα ΑΕΙ και η πραγματοποίηση λοκ-αουτ με απόφαση του πρυτανικού συμβουλίου με το πρόσχημα της προστασίας της διδασκαλίας και της έρευνας. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτές οι πρακτικές ευθυγραμμίζονται με μια αυταρχική πολιτική καταστολής των φοιτητικών αγώνων και της συνδικαλιστικής δράσης. Από την πλευρά μας δηλώνουμε ότι ο Φοιτητικός Σύλλογος είναι ο μόνος υπεύθυνος για την προστασία του ασύλου.
Η κατάσταση αυτή δεν πρέπει να μας οδηγεί σε απογοήτευση και εσωστρέφεια, καθώς το προηγούμενο διάστημα υπήρξαν παραδείγματα συλλογικής πάλης και αντίστασης, όπως η δημιουργία της πρωτοβουλίας φοιτητών/-τριων ΤΕΙ Αθήνας ενάντια στο νομοσχέδιο Γαβρόγλου και τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (στην οποία συμμετέχουν δυνάμεις όπως η ΕΑΑΚ,ΑΡΕΝ,ΑΡΔΙΝ, ΣΣΠ και η οποία κατόρθωσε να ζωντανέψει ορισμένους συλλόγους, στους οποίους πραγματοποιούνται μαζικές/ζωντανές γενικές συνελεύσεις), πραγματοποίηση έπειτα από 4 περίπου χρόνια μαζικής συνέλευσης στη Φιλοσοφική και οι κινητοποιήσεις του Συλλόγου φοιτητών Ξάνθης. Έτσι, παρά την κινηματική νηνεμία, τη φετινή χρονιά αναπτύχθηκαν επιμέρους αγώνες σε συγκεκριμένες σχολές και ανέδειξαν τη δυνατότητα απάντησης στις μνημονιακές πολιτικές της κυβέρνησης από το φοιτητικό κίνημα και τη φοιτητική Αριστερά. Στο ΤΕΙ βρίσκεται σε εξέλιξη ένας τετράμηνος αγώνας ενάντια στις αυθαίρετες συγχωνεύσεις τμημάτων και στη δημιουργία του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Στη ΦΛΣ γίνεται μια συντονισμένη προσπάθεια αποτροπής της διάσπασης του ΦΠΨ (που οδηγεί στην απόσπαση επαγγελματικών δικαιωμάτων και στην υποβάθμιση των πτυχίων) καθώς και στην εξίσωση πτυχίων (τμήμα θεατρικών σπουδών). Στους Πολιτικούς Μηχανικούς του ΑΠΘ εκτυλίσσεται ένας αγώνας ενάντια στην επιβολή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά.
Παρά τον εφησυχασμό που καλλιεργούσε η κυβέρνηση, βλέπουμε πλέον στην πράξη την κατάλυση του δωρεάν και δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας, με την σταδιακή εφαρμογή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, σε σχολές που μέχρι τώρα δεν υπήρχαν. Η επιχειρηματικοποίηση του Πανεπιστημίου δεν είναι όμως και τόσο τυχαία, αφού και με την ίδρυση 4ετων προγραμμάτων σπουδών στο ΠΔΑ, τα Πανεπιστήμια βρίσκουν μία νέα δεξαμενή φοιτητών, που για να μπορούν να έχουν ίσες ευκαιρίες με τους αποφοίτους των 5ετών, θα πληρώνουν για την περαιτέρω κατάρτιση τους. Παράλληλα, και με τη μη εφαρμογή του πλαφόν, τα δίδακτρα πλέον υπόκεινται στην κρίση και άρα την «καλή θέληση» του εκάστοτε Ιδρύματος. Παρατηρείται λοιπόν ότι το Πανεπιστήμιο μετατρέπεται σε επιχείρηση, προσφέρει υπηρεσίες επι πληρωμή και εν τέλει καταλήγει να είναι προνόμιο των λίγων.
Με την ολοένα εντεινόμενη επίθεση που περιγράφεται, που μέσα της εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό και την υποχρηματοδότηση των πανεπιστημίων, η Ιδιωτική Πρωτοβουλία αρχίζει να εισέρχεται σε όλο και περισσότερες πτυχές τους. Οι εργολαβίες καταναλώνουν από τη μία τεράστια ποσά από τους προϋπολογισμούς των Ιδρυμάτων, που σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούνται από τη χαμηλή ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και από την άλλη κερδοφορούν στις πλάτες τόσο των εργαζομένων τους όσο και των φοιτητών. Δεν είναι τυχαία τα παραδείγματα των εργαζομένων (βλ. καθαρίστριες, εργαζόμενοι στη σίτιση, φύλακες) που κατά καιρούς διαμαρτύρονται για της απαράδεκτες συνθήκες εργασίας και τους χαμηλούς μισθούς, όπως δεν είναι τυχαίοι και οι αγώνες που μορφώθηκαν και όλο το περασμένο εξάμηνο από οικότροφους των εστιών και φοιτητές, απέναντι στις άθλιες συνθήκες στέγασης και τη διακοπή της σίτισης σε εστίες και πανεπιστήμια. Αντίστοιχα, μέσα στην όλο και εντεινόμενη υποχρηματοδότηση, φοιτητικές παροχές που χρόνια τώρα αποτελούσαν κατακτήσεις των φοιτητών και θεμέλιους λίθους της δωρεάν Παιδείας βλέπουμε ότι σιγά σιγά αρχίζουν να καταργούνται.
Πέρα όμως των φοιτητικών παροχών, υπό το πέπλο της υποχρηματοδότησης, τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό οι μισθοί των μελών ΔΕΠ και του εκπαιδευτικού και διδακτικού προσωπικού. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι πλέον, δημιουργείται μία νέα κατηγορία χαμηλά αμειβόμενων εργαζομένων εντός των Πανεπιστημίων, που στα πλαίσια της διδακτορικής τους διατριβής, καλούνται να καλύψουν κομμάτια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, πολλές φορές χωρίς καν να αμείβονται για αυτές. Εδώ ακριβώς έρχεται να πατήσει και η «χρησιμότητα» των παραπάνω μέτρων, που στα πλαίσια της μειωμένης κρατικής χρηματοδότησης, ανοίγει την πόρτα για τα δίδακτρα και τις επιχειρήσεις, στη λογική της κάλυψης των κενών στη χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων.
Παράλληλα με την παραπάνω επίθεση, παρατηρούμε και μία συνολικότερη κατεύθυνση απόσπασης των επαγγελματικών δικαιωμάτων αλλά και της διδακτικής επάρκειας από τα πτυχία∙ αυτό συμβαίνει τόσο μέσα από τις αλλαγές που προωθούν και οι διοικήσεις των σχολών στα προγράμματα σπουδών αλλά και μέσα από τις διασπάσεις ενιαίων τμημάτων σχολών (βλ. ΦΠΨ). Στόχος αυτών των αλλαγών, είναι η απόσπαση από τα πτυχία της απαραίτητης γνώσης για την άσκηση του εκάστοτε επαγγέλματος και άρα των εργασιακών δικαιωμάτων που αυτά συνεπάγονται. Την ίδια στιγμή, έρχονται να δημιουργηθούν εξωπανεπιστημιακοί φορείς πιστοποίησης που με την παροχή κύκλων σεμιναρίων και εξετάσεων, με το αζημίωτο μάλιστα, θα αποδίδουν ένα πακέτο εργασιακών δικαιωμάτων, που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να εξισωθούν με τα δικαιώματα ενός καλά θωρακισμένου, ενιαίου και αδιάσπαστου πτυχίου. Στόχος όλων των προηγούμενων, είναι η δημιουργία ευέλικτων και χαμηλά αμειβόμενων εργαζόμενων, που θα χρειάζονται συνεχή επανακατάρτιση και θα έχουν χαμηλή διαπραγματευτική ισχύ και υποτιμημένη εργασία. Ο κατακερματισμός των κλάδων, προωθείται σε μία στιγμή που τα εργασιακά δικαιώματα καταλύονται και οι συλλογικές συμβάσεις έχουν καταργηθεί.
Ο κατακερματισμός αυτός των αντικειμένων σπουδών και των επιστημονικών κλάδων αλλά και οι αλλαγές που προωθούνται, όπως περιγράφεται και πιο πάνω, στα προγράμματα σπουδών και συνολικά στον τρόπο μετάδοσης της γνώσης, εξυπηρετούν την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας εντός των Πανεπιστημίων. Μία αφήγηση που προωθεί τον κατακερματισμό της γνώσης και την υπερειδίκευση, δημιουργώντας ευέλικτους και άρα εύκολα εκμεταλλεύσιμους εργαζόμενους. Παράλληλα η εδραίωση της σχέσης μεταξύ διδασκόντων και φοιτητών ως αυθεντία-παθητικών δεκτών σημαίνει και την εδραίωση ενός μοντέλου « παθητικού φοιτητή», που δεν επερωτά και δεν αντιδρά, ενός μοντέλου φοιτητή που μέσα από τον ανταγωνισμό ακολουθεί και τον ατομικό δρόμο, ενός μοντέλου φοιτητή που πλάθεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελέσει τον «κατάλληλο-ανταγωνιστικό-ευέλικτο» μελλοντικό εργαζόμενο. Με την παγίωση, όμως του συγκεκριμένου μοντέλου φοιτητή διαμορφώνεται συνολικά μια κανονικότητα κατά την οποία το Πανεπιστήμιο παύει να αποτελεί κοινωνικό χώρο , πεδίο γόνιμου προβληματισμού και αλληλοζύμωσης. Έτσι λοιπόν, απαξιώνονται οι συλλογικές διαδικασίες και γίνεται σιγά σιγά όλο και πιο δύσκολο να δημιουργηθούν κινηματικές διεργασίες εντός των σχολών , μέσα από τις οποίες θα επιτυγχάνεται η βελτίωση των όρων με των οποίων σπουδάζουμε αλλά και η σύνδεση του Πανεπιστημίου με τις ανάγκες της κοινωνίας.
Την ίδια στιγμή, παρατηρείται η ένταση των ταξικών φραγμών εντός του Πανεπιστημίου, με την εισαγωγή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα (Νομική ΕΚΠΑ, Πολιτικοί Μηχανικοί ΑΠΘ κ.ά.), την περικοπή των φοιτητικών παροχών (π.χ. σίτιση και στέγαση), αλλά και την απειλή της περικοπής των δωρεάν συγγραμμάτων. Παράλληλα, όλο και περισσότερα ιδιωτικά συμφέροντα υπεισέρχονται εντός του Πανεπιστημίου, το οποίο γίνεται αντιληπτό ως προσφιλές πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Τόσο η ερευνητική διαδικασία και τα αποτελέσματά της, όσο και η ίδια η γνώση, υπάγονται στις ανάγκες του κεφαλαίου και στο κριτήριο της οικονομικής ανταποδοτικότητας. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι η ακαδημαϊκή και επιστημονική έρευνα, καθώς και η μεταδιδόμενη γνώση συχνά στρατεύεται στις ανάγκες των εταιριών και εν γένει της αγοράς, και όχι της κοινωνίας και του εκάστοτε ακαδημαϊκού αντικειμένου.
Μπορούμε να μιλήσουμε, λοιπόν, για το διττό ρόλο του Πανεπιστημίου, που αποτελεί, αφενός, Ιδεολογικό Μηχανισμό του Κράτους και συμβάλλει στην παραγωγή και αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, και αφετέρου για ένα επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο, αντίστοιχο της νεοφιλελεύθερης επέλασης σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Τα δυο αυτά χαρακτηριστικά, βέβαια, δεν αποτελούν ξεχωριστά και ξεκομμένα πεδία ανάλυσης. Αντίθετα,στο πλαίσιο μιας διαλεκτικής σχέσης, η έμπρακτη διαμόρφωση ενός Πανεπιστημίου στα πρότυπα της Αγοράς συμβάλλει αποφασιστικά στην εμπέδωση της κυρίαρχης ιδεολογίας από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, ενώ ταυτόχρονα οι νεοφιλελεύθερες λογικές και το σκεπτικό του ατομικού δρόμου νομιμοποιούν και εμβαθύνουν τη δημιουργία ενός Πανεπιστημίου που προσιδιάζει σε επιχείρηση, ένα Πανεπιστήμιο που βρίσκεται, συνεπώς, μακριά από τις ανάγκες των ίδιων των υποκειμένων που ζουν καθημερινά μέσα σε αυτό.
Η καθημερινότητα του φοιτητή/τριας
Μιλώντας για την καθημερινότητα του φοιτητή, είναι χρέος μας να κάνουμε μια σύντομη απόπειρα ανάλυσης της σημερινής ελληνικής νεολαίας. Συγκεκριμένα, η σημερινή νέα γενιά είναι σε μεγάλο βαθμό μορφωμένη, καταρτισμένη, εξειδικευμένη έχοντας πρόσβαση στην πληροφορία και στην τεχνολογία. Παρ’όλη την κατάρτιση και τα εφόδια που έχει η γενιά μας, οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες λόγω των μνημονιακών πολιτικών δημιουργούν ένα δυστοπικό τοπίο για τους νέους και τις νέες. Η μερική απασχόληση (στις περισσότερες φορές άσχετη με το αντικείμενο σπουδών), οι επισφαλείς συνθήκες εργασίας, τα χιλιάδες “μπλοκάκια” που αποκόβουν τον εργαζόμενο από το εργασιακό περιβάλλον, οι συνθήκες γαλέρας στον ιδιωτικό τομέα, τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας και η μετανάστευση είναι παράγοντες που αντικειμενικά δυσχεραίνουν της παρέμβασή μας και το έργο μας. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την διάψευση της ελπίδας μετά το καλοκαίρι του ’15 έχουν οδηγήσει τις νέες γενιές σε ένα ιδιότυπο «μεταμνημονιακό ατομικισμό». Έτσι, η νέα γενιά και οι σημερινοί φοιτητές θεωρούν το μνημόνιο ως θέσφατο και αναπόφευκτο κακό. Το σχέδιο δηλαδή που ξεδιπλώθηκε σε πλατιά κομμάτια της ελληνικής νεολαίας από το κίνημα του ’06-’07 έως το δημοψήφισμα του 2015, το σχέδιο που έλεγε «θα αλλάξουμε τις ζωές μας» έχει μετατραπεί στο «να κοιτάξουμε και λίγο τις ζωές μας». Όμως, επειδή οι αντικειμενικές συνθήκες είναι δυσμενείς, εδώ ανοίγει ένα στοίχημα για την φοιτητική αριστερά να πατήσει πάνω στα σημερινά υλικά προβλήματα της νεολαίας, να δώσει απαντήσεις και ένα συνολικότερο αφήγημα ρήξης. Να ψηλαφίσει δηλαδή ένα εναλλακτικό δρόμο υπέρβασης της κρίσης με αριστερό και ριζοσπαστικό στίγμα.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, βαδίζοντας στα βήματα των προκατόχων της, προχωρά τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση στα πανεπιστήμια που προφανώς συμβαδίζει και με τις μνημονιακές πολιτικές. Η δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση χρόνο με το χρόνο υποβαθμίζεται διαρκώς. Παράλληλα, στη βάση των αναγκών που επιτάσσει το κεφάλαιο, προσαρμόζονται αντίστοιχα και οι σπουδές εντός των πανεπιστημίων. Το κεφάλαιο αναζητεί υπερεξειδικευμένο και ευέλικτο δυναμικό, το οποίο να μπορεί να προσαρμόζεται μετά από συνεχείς επανακαταρτίσεις, έτσι ώστε να καλύπτει συγκεκριμένα κενά στην αγορά εργασίας. Τα τελευταία λοιπόν χρόνια και με βάση τη νέα οικονομική συνθήκη έχει δημιουργηθεί μια νέα ταυτότητα φοιτητή που συγκροτείται από τον ατομισμό, τον καριερισμό και την πλήρη πειθάρχηση στα κυρίαρχα πρότυπα.
Η ολοένα και αυξανόμενη εντατικοποίηση της καθημερινότητας των φοιτητών/τριών ,μέσω αλυσίδων μαθημάτων, υποχρεωτικών εργαστηρίων, υποχρεωτικών προόδων, καθιέρωση ορίου δήλωσης μαθημάτων, δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο πειθάρχησης. Στα πλαίσια της συνεχούς εντατικοποίησης, ο φοιτητής στερείται τον ελεύθερο του χρόνο γεμίζοντας τον με σεμινάρια και συνέδρια. Αυτή η καθημερινότητα προβάλλεται στην κυρίαρχη αφήγηση ως η μόνη ικανή συνθήκη να προετοιμάσει τον μελλοντικό εργαζόμενο για τις απαιτητικές συνθήκες εργασίας, αποσυνδέοντας τις σπουδές από τη γνώση και μετατρέποντάς τες σε μία διαδικασία κατάρτισης.
Κατ’αυτό τον τρόπο οι φοιτητές-τριες αποξενώνονται πλήρως από την ιδέα ότι το πανεπιστήμιο αποτελεί έναν κοινωνικό χώρο που θα έπρεπε να είναι άμεσα και οργανικά συνδεδεμένος με τις ανάγκες της κοινωνίας. Η ιδέα ότι το πανεπιστήμιο αποτελεί χώρο στείρας επαγγελματικής κατάρτισης, δηλαδή έναν χώρο μετάβασης ανάμεσα στο σχολείο και την εργασία, έρχεται να κουμπώσει με τη κυρίαρχη λογική του ανταγωνισμού και του ατομικισμού. Αυτό όμως που έχει αλλάξει σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια και έχει μια αξία να τονιστεί είναι ότι πλέον το διαρκές κυνήγι προσόντων και δεξιοτήτων έχει έναν πιο «επιβιωτικό» χαρακτήρα, καθώς η απόκτηση των προσόντων αυτών δεν κινείται τόσο στη λογική της εξασφάλισης μιας επιτυχημένης επαγγελματικής πορεία, αλλά αντίθετα προωθείται ως μονόδρομος που δεν περιβάλλεται με μια θετική αφήγηση για το μέλλον όπως συνέβαινε παλαιότερα. Ο καριερισμός υφίσταται ακόμα ως αντίληψη αλλά αφενός έχει χάσει έδαφος και αφετέρου δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις πραγματικές συνθήκες της αγοράς εργασίας. Η όσο το δυνατόν συντομότερη ολοκλήρωση των σπουδών με παράλληλη απόκτηση εφοδίων παραμένει λοιπόν ο στόχος, αλλά γίνεται κυρίως υπό ένα πρίσμα ανταπόκρισης στις δυσχερείς οικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι φοιτητές/τριες.
Παράλληλα συγκροτούνται φοιτητές/-τριες με πολλαπλές, πολλές φορές και αντικρουόμενες ταυτότητες το μοντέλο «φοιτητής-εργαζόμενος-συνδικαλιστής» κάνει την εμφάνιση του όλο και συχνότερα. Η εργασία σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση του Πανεπιστημίου και τη μετακύλυση του κόστους φοίτησης στις πλάτες των φοιτητών/τριων, δημιουργούν υποχρεώσεις στις οποίες ο φοιτητής/-τρια πολλές φορές αδυνατεί να αντεπεξέλθει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αφενός πολύ πιεσμένες χρονικότητες που δυσκολεύουν την ενασχόληση με ζητήματα σχολής και την συμμετοχή σε συλλογικές διαδικασίες και αφετέρου την υποβάθμιση της φοιτητικής ταυτότητας και ως εκ τούτου της αντίληψης του πανεπιστημιακού χώρου ως «δικού τους» άλλα και ως χώρο πολιτικών και συνδικαλιστικών διεργασιών.
Όλα τα παραπάνω, συμβαίνουν σε μία περίοδο όπου ο φοιτητής, μην έχοντας συλλογικές αναπαραστάσεις που να οδηγούν σε υλικές νίκες, απαξιώνει τις έννοιες της συλλογικής διεκδίκησης, των συλλογικών αγώνων και διαδικασιών. Έτσι λοιπόν, μέσα από την εντατικοποίηση, την παράλληλη εργασία, και τα στενεμένα χρονικά όρια των σπουδών, επικρατεί ο ατομικός δρόμος έναντι του συλλογικού, ως η μόνη διέξοδος για μία καλύτερη εργασιακή προοπτική. Σε αυτό το πλαίσιο ο συνδικαλισμός θεωρείται από τους φοιτητές/τριες κάτι το παρωχημένο, κάτι που πρέπει να εκλείψει από τις σχολές, αφού εκφεύγει από την κανονικότητα και την ομαλότητα των μαθημάτων. Παράλληλα, η έννοια της αυθεντίας του καθηγητή και ο τρόπος μετάδοσης της γνώσης, συμβάλλει στη δημιουργία φοιτητών που δεν επερωτούν και δεν αντιδρούν. Αυτή η κατάσταση οδηγεί στην απονέκρωση των συλλογικών διαδικασιών και στην απαξίωση των φοιτητικών οργάνων και συλλογικών δράσεων. Το σκηνικό αυτό έρχεται να συμπληρώσει και η αυταρχικοποίηση των διοικήσεων σε ορισμένες σχολές, γεγονός που ολοκληρώνει ένα ψηφιδωτό ποινικοποίησης του συνδικαλισμού και αμφισβήτησης της ίδιας της υπόστασης του φοιτητικού συλλόγου.
Στο φόντο που περιγράφτηκε παραπάνω, οι κινητοποιήσεις που είδαμε να συγκροτούνται στη διάρκεια της φετινής χρονιάς, στη πλειοψηφία τους είχαν αιτήματα φοιτητικά γύρω από αιχμές του ν.Γαβρόγλου. Παρ’όλα αυτά -με χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ΤΕΙ Αθήνας- έφεραν στο προσκήνιο ένα δυναμικό πρόθυμων αγωνιστών/στριών που παλεύουν ενάντια στην επίθεση. Ταυτόχρονα μέσα απ’ αυτή την αγωνιστική διαδικασία ο κόσμος αυτός ριζοσπαστικοποιήθηκε περισσότερο και σε ένα βαθμό αντιλήφθηκε και την κεντρικοπολιτική διάσταση του αγώνα. Οι παραπάνω περιπτώσεις αποδεικνύουν ότι παρά τις υπαρκτές δυσκολίες εξακολουθούν να υπάρχουν δυνατότητες και τάσεις αμφισβήτησης εντός της φοιτητικής νεολαίας.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ
Σε μια περίοδο που η πολιτική μοιάζει να μην έχει κεντρικό ρόλο στη φοιτητική καθημερινότητα είναι κομβικής σημασίας τα σχήματα μας να αποτελέσουν καταλύτη σε μια προσπάθεια επανεμφάνισης της συλλογικής αναφοράς στις σχολές. Η καθημερινή παρουσία μας στους κοινωνικούς μας χώρους αποκτά αναβαθμισμένο πολιτικό βάρος καθώς η συντήρηση και ανανέωση συλλογικών αναπαραστάσεων καθίσταται πρωταρχικής σημασίας ζήτημα για τις δυνάμεις που θέλουν τους συλλόγους ζωντανά κύτταρα αμφισβήτησης και πολιτικής συμμετοχής. Η κρίση που περνάει ο φοιτητικός συνδικαλισμός επιβάλλει την υπεράσπιση από πλευράς μας της πολιτικής πρακτικής ως μια συγκροτητική πτυχή της φοιτητικής ζωής. Η επανενεργοποίηση των Γενικών Συνελεύσεων, ως της σημαντικότερης δομής του φοιτητικού συλλόγου, οι τομές δημοκρατίας εντός αυτών, οφείλει να τίθεται ως το πρώτιστο μέλημα ενός αριστερού σχήματος σήμερα. Πρώτο στάδιο αποτελεί αφενός η ενημέρωση των φοιτητών-τριών για τις δομές του συλλόγου. Αφετέρου θα μπορούσε να αποτελέσει προωθητικό παράγοντα και με βάση τις ιδιαιτερότητες κάθε σχολής η βελτίωση της διαδικασίας διεξαγωγής των Γενικών Συνελεύσεων προκειμένου να αποφεύγονται περιστατικά αυθαιρεσίας και μονοπώληση της συζήτησης από τις πολιτικές δυνάμεις. Μέσα από την συσσωρευμένη εμπειρία χρόνων συνδικαλιστικής πρακτικής, με επιμονή στα υπάρχοντα μέσα πάλης ειδικά σε μία συγκυρία ύφεσης του κινήματος, αλλά και με διάθεση πειραματισμού και υπέρβασης παθογενειών, τα σχήματα μας έχουν τα εφόδια να επικαθορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις στους κοινωνικούς χώρους και να ριζοσπαστικοποιούν τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις του φοιτητικού κινήματος. Το φοιτητικό κίνημα μπορεί να μην έχει κατορθώσει να βρει συνολικά απαντήσεις στο πως θα βγει επιθετικά στο προσκήνιο αλλά υπάρχουν ανοιχτά πεδία και προοπτικές. Παίρνοντας το νήμα από τις καταλήψεις σε Νομική Αθήνας και Πολιτικούς Μηχανικούς πέρσι, αντλώντας εμπειρία από τον υποδειγματικό αγώνα των φοιτητών/τριών του ΤΕΙ Αθήνας και του ΑΠΘ, ακολουθώντας τον παλμό των κινητοποιήσεων της ΦΛΣ πλάι στους αδιόριστους καθηγητές, οφείλουμε με ακόμα περισσότερη επιμονή αλλά και πίστη να συνεχίσουμε δυναμικά, να μην αφήσουμε τον συνολικά δυσμενή συσχετισμό να αναιρέσει ρήγματα που ανοίγονται στη συγκυρία, να μην αφήσουμε την απογοήτευση και την αδράνεια να ηγεμονεύσει στις σχολές μας. Είναι πολύ σημαντικό η δικτύωση να στηρίξει υλικά και πολιτικά τους κατά τόπους αγώνες σε αυτές τις σχολές (και όχι μόνο) δημιουργώντας παραδείγματα αντιστάσεων και αγώνων τα οποία εκλείπουν σήμερα σε μαζική κλίμακα. Τέτοιες σημαντικές αγωνιστικές κινητοποιήσεις θα πρέπει να είναι υπόθεση όλης της δικτύωσης και όχι μόνο των εκάστοτε σχημάτων στον κοινωνικό τους χώρο. Τα παραπάνω παραδείγματα αποδεικνύουν ότι ακόμα και σε περιόδους κινηματικής ύφεσης μπορεί να υπάρχουν εστίες αντίστασης και αγώνα. Μπορούμε να αποτελέσουμε ανάχωμα στην ισοπεδωτική πολιτική της κυβέρνησης σε βάρος των εργαζομένων, των ανέργων, των μεταναστών/ριών και της νεολαίας και να αντιπαλέψουμε το φασισμό και τον σεξισμό σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας μας. Σε σύνδεση πάντα με τους εργαζομένους στα πανεπιστήμια, είναι καθήκον μας να δώσουμε το παρόν στις μάχες του επόμενου διαστήματος ενάντια στην υποχρηματοδότηση, το ν.Γαβρόγλου, τις συγχωνεύσεις και τα 2ετή προγράμματα σπουδών, τον κατακερματισμό των επαγγελματικών δικαιωμάτων, την στοχοποίηση του ασύλου και συνολικά την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση.
Στην ίδια λογική στο επόμενο διάστημα θα κληθούμε να δώσουμε την μάχη των φοιτητικών εκλογών. Στο πλαίσιο απαξίωσης και στοχοποίησης του φοιτητικού συνδικαλισμού και των συλλογικών διαδικασιών οι φοιτητικές εκλογές ακολουθούν μια πορεία σταδιακής απονομιμοποίησης στα μάτια των φοιτητών/τριών, κάτι που υλικά μεταφράζεται σε ένταση της αδιαφορίας και στην αύξηση του ποσοστού της αποχής. Εντός αυτού του σκηνικού ως Αρ.Εν. είναι ανάγκη να παλέψουμε για μια διαδικασία η οποία θα γίνεται από τους/τις φοιτητές/τριες μέσα από κριτήρια και όρους που θα τίθενται από τους/τις ίδιες και η οποία θα προστατεύεται από το Φοιτητικό Σύλλογο μακριά από εξωπανεπιστημιακούς παράγοντες. Οφείλουμε, χωρίς να θεωρούμε βέβαια ότι οι εκλογές σηματοδοτούν τον πιο σημαντικό πυλώνα της παρέμβασης μας, να δώσουμε και αυτή τη μάχη με όλες μας τις δυνάμεις προκειμένου να θωρακιστεί η δημοκρατία και οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, να αμφισβητηθεί η πρωτοκαθεδρία των συστημικών δυνάμεων στις σχολές, να αναχαιτιστούν οι αντιπολιτικές τάσεις στη νεολαία και να δοθεί ένα στίγμα ενωτικής αριστερής φωνής στους συλλόγους που δεν θα συμβιβάζεται με την ασφυκτική κατάσταση που ζούμε αλλά θα βάζει στο επίκεντρο τον αγώνα, τις φοιτητικές ανάγκες και την συνολική προοπτική για τη νεολαία.
- Φοιτητική Καθημερινότητα
Στο πλαίσιο των παραπάνω είναι σημαντική η εμπλοκή μας με οργανικούς όρους στην καθημερινότητα των σχολών και η συστηματική μας παρέμβαση εντός αυτών. Σε ένα φόντο αποπολιτικοποίησης, συνθήκη για την οποία υπάρχουν πολλές αιτίες, παρατηρούμε ότι κυριαρχεί αυτή τη στιγμή ως τάση στο πανεπιστήμιο ο διαχωρισμός ανάμεσα σε οργανωμένους και μη, κάτι που οφείλεται μεταξύ άλλων και σε δικές μας βεβαιότητες που δεν αναμετρώνται με το ερώτημα πως αυτή η συνθήκη μπορεί να μεταστρέφεται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η πολιτική προσέγγιση σε μαζικά ακροατήρια να γίνεται πιο δύσκολη σε σχέση με μια προηγούμενη κατάσταση και έτσι να ανάγεται η πολιτική ως κάτι ξένο, το οποίο είναι ασχολία ειδικών και με μειοψηφική αναφορά. Κάνοντας αυτή την παραδοχή μια πολιτική λογική που συνεχίζει να θέτει τον ριζοσπαστισμό ως προϋπόθεση και υπ’αυτό το πρίσμα να ανοίγει με άμεσους όρους και χωρίς μεθοδολογία το μάξιμουμ της πολιτικής ατζέντας σίγουρα δεν επικοινωνεί με την προβληματική αυτή και ίσως απομακρύνει ακόμα πιο έντονα κομμάτια των φοιτητών/τριών. Σε αυτό το πλαίσιο οι ανάγκες μας (από την σίτιση και τη στέγαση μέχρι το όριο δήλωσης μαθημάτων και την εντατικοποίηση),που συγκροτούνται στο πλαίσιο της καθημερινότητας μας στις σχολές, μπορούν να αποτελέσουν ένα πρώτο βήμα πολιτικοποίησης το οποίο επιτρέπει να αίρονται οι διαχωριστικές στη βάση του «κοινού» της ανάγκης, να συγκροτούνται μπλοκ φοιτητών σε συγκεκριμένα επίδικα που σταδιακά θα μπορούν να συνομιλούν με ευρύτερους προβληματισμούς θωρακίζοντας έτσι την αντίληψη μας για την σύνδεση πανεπιστημίου κοινωνίας. Επιδίωξη και διακύβευμα αυτής της διαδικασίας είναι η ριζοσπαστικοποίηση και η εμπλοκή τους σε ένα συνεχές πολιτικής ενεργοποίησης και αγώνα.
- Σύνδεση με την κοινωνία
Ως Αριστερή Ενότητα θεωρούμε ότι το Πανεπιστήμιο αποτελεί οργανικό κομμάτι της κοινωνίας. Επομένως, τα ζητήματα του σχετίζονται άμεσα με αυτή. Αυτή η σύνδεση γίνεται και μέσω του γνωστικού αντικειμένου και του ρόλου του φοιτητή ως αυριανού εργαζομένου. Έτσι πιστεύουμε πως θα πρέπει να διεκδικούμε την ολόπλευρη γνώση, ώστε να λειτουργούμε προς όφελος της κοινωνίας και όχι των συμφερόντων του κεφαλαίου. Ακόμα, δεδομένου ότι το πανεπιστήμιο είναι ο κοινωνικός μας χώρος, οφείλουμε να ανοίγουμε σε αυτόν ευρύτερα ζητήματα, συμμετέχοντας σε κινηματικά γεγονότα της εκάστοτε συγκυρίας, συγκροτώντας πρωτοβουλίες και καμπάνιες, διενεργώντας με ακτιβισμούς.
- Αντιρατσισμός-Αντιφασισμός
Οφείλουμε να ιεραρχήσουμε ψηλά στην παρέμβαση μας ζητήματα όπως ο αντιρατσισμός και ο αντιφασισμός, ιδιαίτερα σε μία περίοδο όπου η ακροδεξιά ρητορική ενισχύεται ολοένα και περισσότερο σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ οι επιθέσεις σε βάρος των μεταναστών αυξάνονται και η Χρυσή Αυγή και αντίστοιχες ακροδεξιές και φασιστικές ομάδες συνεχίζουν τη δράση τους απροκάλυπτα, με τελευταίο παράδειγμα την επίθεση στη «Φαβέλα» και την Αφγανική Κοινότητα. Η δίκη της «Χρυσής Αυγής» που βρίσκεται σε εξέλιξη οφείλει να μας βρει όχι μόνο στη διαδικασία του δικαστηρίου αλλά και σε όλη την προσπάθεια γνωστοποίησης της εγκληματικής της δράσης. Με όχημα λοιπόν την διεθνιστική αλληλεγγύη έχουμε καθήκον να αντιπαλέψουμε τις πολιτικές θεσμικού ρατσισμού που εφαρμόζονται από Κυβέρνηση και Ε.Ε, διεκδικώντας την κατάργηση της επαίσχυντης συμφωνίας Ε.Ε-Τουρκίας. Επιπλέον οφείλουμε να στηρίζουμε και να ενισχύουμε εγχειρήματα αλληλεγγύης και καταλήψεις στέγης, παράλληλα με την παρέμβαση στα κέντρα κράτησης προσφύγων και την προσπάθεια μας για κοινούς αγώνες με τους πρόσφυγες στα στρατόπεδα. Ακόμη, πρέπει να συνεχίσουμε να παλεύουμε για τη δημιουργία ανοιχτών δομών φιλοξενίας με αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης, για την ένταξη των προσφύγων στον αστικό ιστό, για την ελεύθερη διέλευση των προσφύγων μέσα από ασφαλείς διόδους, για την ικανοποίηση των αιτημάτων οικογενειακής επανένωσης, για τη χορήγηση ασύλου καθώς και για την ισότιμη πρόσβαση των προφυγόπουλων στην εκπαίδευση. Ως Αριστερή Ενότητα οφείλουμε να αντιπαλέψουμε εντός και εκτός σχολών τόσο τον ρατσισμό όσο και τον φασισμό μέσω της καθημερινής μας παρέμβασης αλλά και με την εμπλοκή μας στα κινηματικά γεγονότα αλλά και στις δομές αλληλεγγύης.
- Έμφυλες διακρίσεις
Η εναντίωση σε κάθε έμφυλη καταπίεση και στις έμφυλες διακρίσεις είναι ένα από τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά της δικτύωσής μας. Σε μια περίοδο που ο σεξισμός,η ομοφοβία και η τρανσφοβία αποτελούν την κυρίαρχη αντίληψη στο πλαίσιο μιας πατριαρχικά δομημένης κοινωνίας, είναι επιτακτική η ανάγκη ενασχόλησης των σχημάτων μας με έμφυλα ζητήματα και η γείωση τους στους συλλόγους μας. Κόντρα σε πατριαρχικές αντιλήψεις, προτάσσουμε τα αιτήματα του αντισεξισμού, της αυτοδιάθεσης και του σεβασμού του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου, αιτήματα που θα γίνουν πράξη μέσα από την καθημερινή μας πρακτική και παρέμβαση μέσα και έξω από τις σχολές μας. Στην κατεύθυνση αυτή οφείλουμε να ενισχύουμε και να συμμετέχουμε σε όλες τις κινηματικές διεργασίες της περιόδου. Το παράδειγμα της πορείας στις 8 Μάρτη σε διάφορες πόλεις στην Ελλάδα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα), καθώς και η φεμινιστική απεργία που στηρίχθηκε από εκατομμύρια γυναίκες σε όλο τον κόσμο, χρειάζεται να γίνει οδοδείκτης της επόμενης περιόδου. Δεν θα μπορούσε όμως να απουσιάζει από τον σχεδιασμό μας η περαιτέρω προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί από την δικτύωση προκειμένου να δρομολογηθεί η διοργάνωση ενός αυτοοργανωμένου Pride μακριά από χορηγούς και κεφάλαιο.
- Κεντρικοπολιτικό πεδίο- Εργασιακά
Η Αριστερή Ενότητα στεκόταν πάντοτε πλάι στους αγώνες των εργαζομένων με απτό τρόπο καθώς πέρα από φοιτητοκεντρικά ζητήματα, τα εργασιακά ήταν ανέκαθεν πολύ ψηλά στην ατζέντα της παρέμβασής μας. Σήμερα που η εργασιακή προοπτική για τη νεολαία χαρακτηρίζεται από τις ελαστικές σχέσεις εργασίας και τη γενικευμένη επισφάλεια. Στις συνθήκες αυτές το αίτημα για μόνιμη και σταθερή δουλειά οφείλει να είναι κεντρικό και να ενώνει τους φοιτητές/τριες με τους εργαζόμενους/νες. Το παράδειγμα των αναπληρωτών και των συμβασιούχων καθηγητών και η προσπάθεια δημιουργίας ενός πανεκπαιδευτικού μετώπου, ενάντια στις ελάστικές σχέσεις εργασίας και στις μνημονιακές περικοπές στη δημόσια εκπαίδευση, που θα συνδέει τους φοιτητές με τους εργαζόμενους είναι στοιχείο της πολιτικής μας δραστηριότητας που οφείλουμε να συνεχίσουμε και το επόμενο διάστημα. Η μνημονιακή επίθεση έχει πολλές πτυχές. Εκτός από την επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα ως ΑΡ.ΕΝ. οφείλουμε να σταθούμε δίπλα σε όσους/όσες αγωνίζονται ενάντια στους πλειστηριασμούς και να ενισχύσουμε με την παρουσία μας τις κινητοποιήσεις αυτές, οι οποίες καταστέλλονται βάναυσα από την κυβέρνηση (χαρακτηριστικό παράδειγμα η σύλληψη ατόμου που παρεμβαίνει μέσω των σχημάτων της ΑΡ.ΕΝ.). Παράλληλα είναι χρέος μας να αποτελέσουμε και τμήμα ενός κινήματος που θα αντιστέκεται στην εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και θα υπερασπίζεται τα δημόσια αγαθά.
- Δικαιώματα-Δημοκρατικές Ελευθερίες
Σε μία περίοδο όπου το κράτος αυταρχικοποιείται όλο και πιο πολύ, όπου η συνδικαλιστική δράση ποινικοποιείται αλλά και τα πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων επανέρχονται με τρόπο άτυπο (Ηριάννα Β.Λ) κρίνεται αναγκαίο να αντισταθούμε στην διατήρηση και προέκταση του τρομονόμου 187Α μέσα από την συμμετοχή μας σε πρωτοβουλίες και καμπάνιες οι οποίες θίγουν τα συγκεκριμένα ζητήματα με σκοπό να σταματήσουν το καθεστώς κανονικοποίησης της περιστολής των κοινωνικών μας ελευθεριών. Παράλληλα ο νέος σωφρονιστικός κώδικας προς ψήφιση φέρνει νέους περιορισμούς στις ζωές των κρατουμένων και αποκτά εντονότερα τιμωρητικό χαρακτήρα. Συνοπτικά, προβλέπονται αλλαγές ως προς τις άδειες των κρατουμένων, η χορήγηση των οποίων θα εξαρτάται καθοριστικά από τον εισαγγελέα ,αυστηρότερες συνθήκες κράτησης σε συγκεκριμένα καταστήματα, επιβολή ”βραχιολιού” κατά τη διάρκεια της άδειας ,καταγραφή τηλεφωνικών αριθμών που δικαιούται να καλεί κάθε κρατούμενος/η και αφαίρεση εκπαιδευτικού δικαιώματος σε περίπτωση πειθαρχικού παραπτώματος. Ως δικτύωση λοιπόν, κατεξοχήν ευαισθητοποιημένη με την κατοχύρωση των δικαιωμάτων όλων των κοινωνικών ομάδων, οφείλουμε να εμπλακούμε στον αγώνα των κρατούμενων απέναντι στην κατάσταση στο σωφρονιστικό σύστημα και στο νέο κώδικα για αυτό, συνδέοντάς τον με κάθε διαδικασία αντίστασης στον αποκλεισμό και την καταπίεση, ώστε να εμπνευστεί και η ίδια η φοιτητική κοινότητα από τέτοιες κινητοποιήσεις.
- Αντιπολεμικό
Σε μια περίοδο όξυνσης του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, πρωταρχικό μέλημα της δικτύωσης πρέπει να αποτελεί η εναντίωση στον πόλεμο και τον εθνικισμό. Η αύξηση των δαπανών για νέα οπλικά συστήματα, ο κίνδυνος θερμών επεισοδίων, οι εμπρηστικές δηλώσεις αξιωματούχων και των δύο πλευρών, η σύνδεση με αντιμαχόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μας κρούουν το κώδωνα του κινδύνου και θέτουν επιβεβλημένα καθήκοντα. Είναι πολύ σημαντικό απέναντι στο εθνικό αφήγημα να αντιπροτάξουμε κοινωνικά-ταξικά αιτήματα που θέτουν ως προτεραιότητα την ειρήνη στην περιοχή και την μάχη ενάντια στις πολιτικές που φτωχοποιούν τη νεολαία και τους εργαζόμενους, διεκδικώντας την αύξηση των δαπανών για τις κοινωνικές ανάγκες και όχι για στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Μέσα από κείμενα, εκδηλώσεις και κινηματικές διαδικασίες οφείλουμε να πρωτοστατήσουμε στο φρενάρισμα της πολεμικής μηχανής.
- Επανοικειοποίηση του Πανεπιστημίου
Βιώνοντας καθημερινά τις επιπτώσεις του νομοσχεδίου Γαβρόγλου το οποίο έρχεται για να συνεχίσει τη νεοφιλελεύθερη επίθεση που δέχεται καθημερινά το πανεπιστήμιο αλλά και προκειμένου να αντιπαλέψουμε την εικόνα του Πανεπιστημίου ως ένα εξεταστικό κέντρο στείρας γνώσης χρειάζεται να μεταφέρουμε το χώρο παρέμβασής μας και μέσα στα αμφιθέατρα, να τοποθετούμαστε πάνω σε ζητήματα που αφορούν το γνωστικό μας αντικείμενο, να απαιτούμε να υπάρχει συνολική επιστασία των αντικειμένων μας και να αντιπαρατιθέμεθα με την κυρίαρχη αντίληψη για τη γνώση και τις χρήσης της. Είναι αναγκαίο να δώσουμε πνοή ζωής στους κοινωνικούς μας χώρους μέσω της χρήσης εναλλακτικών τρόπων παρέμβασης όπως είναι οι συλλογικές αναγνώσεις, τα φεστιβάλ και οι προβολές ταινιών με σκοπό την πολιτική και πολιτιστική μας αυτομόρφωση. Όλα τα παραπάνω, αποτελούν αντιπαράδειγμα στην κυρίαρχη ιδεολογία η οποία έχει εισβάλλει στο πανεπιστήμιο εντατικοποιώντας τις ζωές μας. Είναι απαραίτητο να διατηρηθεί ο ανοιχτός χαρακτήρας του Πανεπιστημίου ως ελεύθερου κοινωνικού χώρου πολιτικού προβληματισμού, κοινωνικοποίησης και πολυεπίπεδης ανάπτυξης των προσωπικοτήτων των φοιτητών/τριών.
Είναι γεγονός επίσης, πως τα τελευταία χρόνια το συντηρητικό και καθεστωτικό μπλοκ τοποθετεί ως προμετωπίδα της ’’εκσυγχρονιστικής’’ εκπαιδευτικής του ατζέντας, την κατάργηση του ασύλου. Το μπλοκ αυτό έχοντας ως όπλο του την πλειοψηφία των ΜΜΕ, προσπαθεί με τον πιο χυδαίο τρόπο να παραπλανήσει τον ελληνικό λαό παρουσιάζοντας το άσυλο ως αιτία των προβλημάτων των Πανεπιστημίων. Εντός των σχολών βλέπουμε, πως οι καθεστωτικές δυνάμεις υιοθετώντας την ρητορεία περί ανομίας και εγκληματικότητας ως απόρροια της ύπαρξης του, στοχεύουν στην απαξίωση των συλλογικών διαδικασιών και της συνδικαλιστικής δράσης. Παράλληλα, με την κατάργηση του ασύλου, η κυρίαρχη τάξη κερδίζει όχι μόνο σε επίπεδο ιδεολογικής ηγεμονίας αλλά και υλικά, καθώς μπορεί να επιβάλλει οποιαδήποτε νεοφιλελεύθερη αισχροκερδή εκπαιδευτική αναδιάρθρωση. Η περεταίρω επιχειρηματικοποίηση του Πανεπιστημίου, η ενδεχόμενη επιβολή διδάκτρων, η εντατικοποίηση, η διάσπαση των πτυχίων και τόσες άλλες αντιδραστικές αλλαγές στη Παιδεία, δεν θα συναντούν πλέον καμία αντίσταση. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ότι η μη ύπαρξη ασύλου κάνει ακόμη πιο εύκολη την διαμόρφωση μιας όλο και πιο εφιαλτικής κατάστασης στον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα του Πανεπιστημίου αλλά και της εργασιακής προοπτικής των νέων.
Την ώρα όμως που το άσυλο νομότυπα ακόμα υπάρχει, είναι φανερό πως η ύπαρξη του αμφισβητείται στη πράξη. Έχοντας όλο και περισσότερες περιπτώσεις καταπάτησης του, το γεγονός αυτό τείνει να γίνει κανονικότητα, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την ουσιαστική του κατάλυση. Παράλληλα βλέπουμε και σε περιπτώσεις, όπως του εξωτερικού όπου το άσυλο δεν υφίσταται, όταν οι φοιτητές μπαίνουν σε μια διαδικασία συλλογικής διεκδίκησης δικαιωμάτων και αγώνα αμέσως οι αστυνομικές δυνάμεις παρεμβαίνουν με σκληρό κατασταλτικό χαρακτήρα. Είναι ανάγκη λοιπόν να επανανοηματοδοτήσουμε τον αγώνα μας υπέρ του ασύλου, γιατί είναι αυτό που αποτελεί εγγυητή των κινηματικών διεργασιών και εξασφαλίζει ότι το Πανεπιστήμιο θα παραμείνει χώρος γόνιμου προβληματισμού, αλληλοζύμωσης και άρρηκτα συνδεδεμένος με τις ανάγκες της κοινωνίας.
ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ
Σε ένα φόντο αδυναμίας της φοιτητικής αριστεράς να συγκροτήσει αντιστάσεις απέναντι στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση συνολικά και να δώσει απάντηση στην κρίση που διανύει ο φοιτητικός συνδικαλισμός η συνεύρεση και συνδιαλλαγή δυνάμεων προερχόμενων από διαφορετικούς χώρους συστήνει πολιτική αναγκαιότητα της περιόδου. Ως Αρεν, έχουμε αντιληφθεί αυτή τη συνθήκη και σε αυτή τη λογική έχουμε ψηλαφίσει μια μεθοδολογία ανασύνθεσης η οποία θα αξονίζεται γύρω από την ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος, την επαναφορά της πολιτικής στα πανεπιστήμια, την από κοινού άρθρωση αντιστάσεων στους επιμέρους κοινωνικούς χώρους. Η διαδικασία αυτή διέρχεται μέσα από την μεταφορά εμπειριών, την δημιουργία συντροφικών δεσμών, την αλληλοζύμωση και διάδραση και παράλληλα θέτει εμφατικά την ανάγκη σύγκρουσης με στεγανά και παθογένειες που επικαθορίζουν την συγκρότηση της Αριστεράς στις σχολές. Η λογική αυτή πριμοδοτεί την από τα κάτω συζήτηση και ζύμωση με άξονα τον κοινωνικό χώρο και το βλέμμα στραμμένο στην εμπλοκή του κόσμου των συλλόγων με όρους ισοτιμίας και ειλικρινούς διαλόγου και παίρνει αποστάσεις από λογικές συγκόλλησης και απομονωτισμού. Στο στρατηγικό ορίζοντα αυτής της διαδικασίας τοποθετείται η υπέρβαση των υπαρχόντων σχηματισμών, στη βάση της εκτίμησης ότι δεν υφίσταται υποκείμενο το πολιτικό σχέδιο του οποίου να διεκδικεί με όρους πολιτικής αυτάρκειας να ανατρέψει την υπάρχουσα κατάσταση στις σχολές. Εξαρχής έχουμε αναγνωρίσει ότι αυτή η προσπάθεια που συντελείται τα τελευταία 3 χρόνια δεν έχει γραμμικότητα, έχει δυσκολίες και αγκυλώσεις, ξεδιπλώνεται με διαφορετική ένταση ανά περίπτωση ,εξειδικεύεται με διαφορετικό τρόπο ανά σχολή και δεν μπορεί να περιγραφεί με απόλυτη βεβαιότητα η εξέλιξη της. Χωρίς να παραβλέπουμε τις προβληματικές και με την παραδοχή του δυναμικού αυτής, καλούμαστε από την δική μας πλευρά να συνεχίσουμε να θεωρούμε την ανασυνθετική διεργασία ως σημαντική ορίζουσα της δράσης μας, να επιδιώκουμε αναβάθμιση της πολιτικής επικοινωνίας της φοιτητικής αριστεράς και να υπηρετούμε στη πράξη αυτή την πολιτική λογική. Στο πλαίσιο αυτό καλούμαστε να προχωρήσουμε σε ένα σύνολο κοινών δράσεων όπως κοινά σχήματα, κοινά πλαίσια, κοινές εκδηλώσεις και κοινά μαζέματα πόλεων.
Εκκινώντας από μια τοποθέτηση που δεν αναγνωρίζει τις φοιτητικές εκλογές ως τον σημαντικότερο κόμβο αλλά αντιλαμβανόμενοι/ες την ανάγκη επανανοηματοδότησης συνολικά των δημοκρατικών συλλογικών διαδικασιών θέλουμε και η μάχη αύτη να έχει ενωτικό στίγμα. Είναι σημαντικό να διατηρήσουμε το κεκτημένο της προηγούμενης περιόδου προκειμένου να διεκδικήσουμε καλύτερες θέσεις μάχης μέσα στις σχολές, να αντιπαρατεθούμε με τις καθεστωτικές δυνάμεις ΔΑΠ-ΠΑΣΠ και να χτυπήσουμε τα ολοένα αυξανόμενα ποσοστά της αποχής υπερασπιζόμενοι/ες την πολιτική και τον φοιτητικό συνδικαλισμό. Θέλουμε ένα ρεύμα αμφισβήτησης και ανατροπής μέσα στις σχολές να συσπειρωθεί γύρω από μια αντίληψη που δεν συμβιβάζεται με την κατάσταση που επικρατεί και που με όπλο το συλλογικό δρόμο παλεύει για σπουδές και ζωή με αξιοπρέπεια. Για αυτούς τους λόγους στηρίζουμε την Πανελλαδική εκλογική καταγραφή της Αριστερής Ανατρεπτικής Συνεργασίας ΕΑΑΚ- ΑΡΕΝ-ΑΡΔΙΝ.
Επειδή όμως η μετωπική πολιτική δεν αρχίζει αλλά ούτε τελειώνει με τις εκλογές, ιεράρχιση δική μας είναι η όσμωση στο κίνημα και η από κοινού υπεράσπιση των φοιτητικών αναγκών, ακολουθώντας το παράδειγμα του ΤΕΙ Αθήνας και της ΦΛΣ. Στην περίπτωση του ΤΕΙ Αθήνας, η ανάγκη για άμεση απάντηση στα ερωτήματα των φοιτητών/τριών γύρω από τις συγχωνεύσεις και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής οδήγησε την πλειοψηφία των αριστερών δυνάμεων να συγκροτήσει μία πρωτοβουλία που από κοινού με κόσμο του συλλόγου κατάφερε να ‘’σηκώσει’’ έναν αγώνα διαρκείας με μαζικές γενικές συνελεύσεις και κινητοποιήσεις. Είναι σημαντικό ο αγώνας αυτός που ήδη μετρά νίκες να συνολικοποιηθεί, να έχει συνέχεια και να αποτελέσει παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η φοιτητική αριστερά οφείλει να δρα μετωπικά και σε άλλους φοιτητικούς συλλόγους. (προσθήκη ΤΕΙ )Η πολιτική μας δράση οφείλει να διαπερνάται από την διαπίστωση της ανάγκης πραγματικής επιστροφής στους φοιτητικούς συλλόγους και την κοινή προσπάθεια ανασυγκρότησης τους. Με αυτό τον τρόπο το εγχείρημα θα έχει το βλέμμα στραμμένο στην κοινωνική χρησιμότητα και την αντεπίθεση στην πολιτική της κυβέρνησης που δεν αφήνει χώρο ελευθερίας στη νεολαία. Άλλωστε οι κοινές πρακτικές, η εμβάθυνση της πολιτικής συζήτησης, η συντονισμένη παρέμβαση στις σχολές και η κινηματική συνύπαρξη είναι οι μόνες που μπορούν να δημιουργήσουν τους όρους απάντησης στην επίθεση που δέχεται το πανεπιστήμιο και συνολικά η κοινωνία από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζει η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας της επιταγές της ΕΕ. Με βάση όλα αυτά καλούμαστε να παίξουμε εγγυητικό και καταλυτικό ρόλο στην ανασύνθεση και την ενότητα της αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς προκειμένου να διατηρηθεί ανοιχτή η προοπτική η νεολαία να ζήσει αλλιώς.