Απόφαση Πανελλαδικού Διημέρου Αριστερής Ενότητας 3-4 Νοέμβρη 2018

Απόφαση Πανελλαδικού Διημέρου Αριστερής Ενότητας 3-4 Νοέμβρη 2018

Συγκυρία

Διεθνής Συγκυρία

Βρισκόμαστε σήμερα μια δεκαετία μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 2008 σε μια περίοδο συγκέντρωσης αμύθητου πλούτου, επιστημονικής και τεχνολογικής έκρηξης, όπου το κύριο χαρακτηριστικό που επικρατεί είναι η μετατόπιση των συσχετισμών δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου και κατά των υποτελών τάξεων. Το σχέδιο των καπιταλιστών για εξαθλίωση των κατώτερων κοινωνικών ομάδων και ταυτόχρονη ισχυροποίηση των ανώτερων καθόρισε την αρχική απάντηση στη δομική κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που εκφράστηκε και ως κρίση χρέους με την παγκόσμια λιτότητα να συμβάλει στην όξυνση των ανισοτήτων ειδικά εντός της ΕΕ και της ευρωζώνης. Η «διάσωση» του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των επιχειρηματικών κολοσσών φόρτωσε τα βάρη στους λαούς αλλά το έπαθλο για τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού ήταν και είναι μια ασταθής και κυρίως αντιδραστική ανάπτυξη. Η καπιταλιστική ανάγκη για κέρδος, έκανε όλο και πιο έντονη την εκμετάλλευση κάτω από τα όρια της φτώχειας “πετώντας” τεράστια τμήματα της ανθρωπότητας έξω από την παραγωγή, δυσκολεύοντας την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, ωθώντας σε ένα μόνιμο περιθώριο, σταθερής ανεργίας, ευέλικτης εργασίας και εξαθλίωσης. Το σύστημα απάντησε στην κρίση του, χρησιμοποιώντας τα ίδια εργαλεία που την προκάλεσαν. Το αδιέξοδο που εμφανίζεται, όμως, είναι ότι σε ένα νέο επεισόδιο της κρίσης δεν αρκεί η «λύση» που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί. Σε αυτό το πλαίσιο, η κρίση μετασχηματίζεται σε κρίση ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Σε αυτή την κατεύθυνση ΗΠΑ,ΝΑΤΟ,ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΕΕ παίζοντας κομβικό ρόλο στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην Μέση Ανατολή δημιουργούν εκτός των άλλων τεράστια προσφυγικά κύματα. Η στρατιωτικοποίηση των συνόρων, η ανέγερση φραχτών, η δημιουργία hot spot και οι επαναπροωθήσεις συνθέτουν τις κατευθύνσεις των κυρίαρχων θέτοντας την ζωή των προσφύγων σε δεύτερη μοίρα και ταυτόχρονα συντελούν στην όξυνση των εθνικών ανταγωνισμών.

Από την άλλη πλευρά, οι ανταγωνισμοί του καπιταλιστικού κεφαλαίου έχουν συμβάλει στην πορεία της κλιματικής αλλαγής, επισύροντας χρηματοδοτήσεις και εφαρμόζοντας πολιτικές συμφωνίες ή πρακτικές που δίνουν μια άλλη διάσταση στο περιβαλλοντικό πρόβλημα αφενός, και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση μιας κινηματικής απάντησης με δραστικές αντιπροτάσεις.

Όσον αφορά την ΕΕ το άλμα μίας πλήρους οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της δεν είναι παρά μια φαντασίωση της νεοφιλελεύθερης ελίτ. Σε αυτό το πλαίσιο, η ακροδεξιά με πολιτικές ευρωσκεπτικισμού, εθνικού προστατευτισμού και ρατσιστικού μίσους κατοχυρώνεται σαν πολιτικό ρεύμα. Οι πρόσφατες εκλογές σε Γερμανία και Ιταλία και η εκτίναξη της ακροδεξιάς (το AfD 12,6% και η Λέγκα του Βορρά 18,69%) επιβεβαιώνουν τις ραγδαίες πολιτικές αλλαγές. Η κρίση ξεσκέπασε τον δήθεν δημοκρατικό-προοδευτικό της μανδύα και απέδειξε την πραγματική της φύση. Η καπιταλιστική βαρβαρότητα, οι ωμές στρατιωτικές επεμβάσεις, η μαζική εξαθλίωση πληθυσμών είναι σήμερα παρά ποτέ μπροστά μας. Έχει ανοιχτά σύνορα για το κεφάλαιο και την εκμετάλλευση των εργαζομένων αλλά κλειστά στους μετανάστες της φτώχειας και των πολέμων που η ίδια συμμετέχει. Γίνεται όλο ένα και πιο ξεκάθαρο πλέον ότι οι ακροδεξιές δυνάμεις πανευρωπαϊκά όχι μόνο δεν αποτελούν την εναλλακτική λύση αλλά πολύ περισσότερο πίσω από τα εθνικιστικά προσωπεία κρύβονται -για άλλη μια φορά- τα συμφέροντα των ισχυρών.

Την ίδια ώρα και εκτός των συνόρων της ΕΕ, βλέπουμε το ρεύμα του εθνικισμού και της εθνικής προτεραιότητας να ενισχύεται απειλητικά. Μετά την εκλογή Τραμπ, βλέπουμε την ιστορία να επαναλαμβάνεται με τον εκλογικό θρίαμβο του Μπολσονάρο στις προεδρικές εκλογές στη Βραζιλία, ενός υποψηφίου νοσταλγού της δικτατορίας, του οποίου η προεκλογική εκστρατεία ήταν πλέρια από ρατσιστικό και εθνικιστικό μίσος, αντικομμουνιστική υστερία, ομοφοβία και σεξισμό.

Αυτή η μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού προς την άκρα δεξιά –και μάλιστα ακόμη και σε χώρες πυρήνες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού- έρχεται ως φυσικό επακόλουθο της «δεξιοποίησης» των «κλασικών» νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων όλο αυτό το διάστημα. Ο ίδιος ο «πυρήνας» του συστήματος ενσωματώνοντας στην ατζέντα του όλη την αντιπροσφυγική και ξενοφοβική πολιτική, το μιλιταρισμό, τον  εθνικισμό έστρωσε το δρόμο για τις εκλογικές επιτυχίες της ακροδεξιάς. Συγχρόνως, βέβαια, είναι και η απουσία ηγεμονικής απάντησης της Αριστεράς που συνετέλεσε στο να βγει η ακροδεξιά ενισχυμένη από την πολιτική κρίση.

 

Εγχώρια Συγκυρία

Με την εξαγγελία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, για «έξοδο από τα μνημόνια», το καλοκαίρι που πέρασε, περνάμε σε μία τελείως διαφορετική κατάσταση, που αξίζει να σημειωθεί. Οι μνημονιακές πολιτικές και η λιτότητα, που άλλοτε περιγράφονταν ως ένα καθεστώς εξαίρεσης, ως μία κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, γίνονται πλέον κανονικότητα. Η πραγματικότητα λοιπόν της «εξόδου»  είναι μία. Συνέχιση των μέτρων λιτότητας μέχρι το 2022 και δέσμευση σε συγκεκριμένα πλεονάσματα μέχρι και το 2060, δηλαδή πρακτικά δέσμευση στα μνημόνια για τα επόμενα 50 χρόνια. Μία δέσμευση που ακόμη και οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις των περασμένων ετών δεν είχαν τολμήσει να πάρουν ή που  τουλάχιστον δεν πρόλαβαν να πάρουν. Έτσι λοιπόν, η ίδια κυβέρνηση που ευαγγελίζεται ένα πιο προοδευτικό προσωπείο, έχοντας δεσμευτεί σε συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους,  ουσιαστικά συνεχίζει τα ακραία μέτρα μειώσεων, περικοπών, πλειστηριασμών, ιδιωτικοποιήσεων κτλ.

Την ίδια ώρα, στην προεκλογική περίοδο που ήδη έχει ξεκινήσει, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ, προσπαθώντας να συσπειρώσουν τις εκλογικές τους βάσεις, συγκροτούν 2 διαφορετικά πρόσωπα. Η πραγματικότητα βέβαια είναι άλλη μιας και οι δύο θα κληθούν εν τέλει στα επόμενα χρόνια να εφαρμόσουν όλα τα  σκληρά μνημονιακά μέτρα που έχουν. Την ίδια ώρα, ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η αντιπαράθεση μέσα από ένα παιχνίδι εντυπώσεων, καταφέρνει ουσιαστικά να μετατοπίζει  όλο και πιο πολύ προς τα δεξιά τη συζήτηση σε ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία, συμβάλλοντας στη συντηριτικοποίηση της. Σε αυτό το φόντο έρχονται να προστεθούν και οι εξαγγελίες της ΝΔ για την Παιδεία όσον αφόρα την κατάργηση του ασύλου και την αναθεώρηση του άρθρου 16, η οποία θα «εξασφαλίσει» την ύπαρξη φθηνού εργατικού δυναμικού, καθώς η εκπαίδευση και κατ’ επέκταση τα εργασιακά δικαιώματα θα απευθύνονται σε λίγους. Ταυτόχρονα, κάνει ξεκάθαρο άνοιγμα στην Ακροδεξία εκπροσωπώντας ένα κύμα συντηρητισμού και πατριωτισμού στην προσπάθεια της να αποτελέσει τον επόμενο διαχειριστή και εφαρμοστή των ίδιων νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Έτσι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έχει επιλέξει πλέον, τόσο στο προσφυγικό όσο και σε άλλους τομείς, να ακολουθήσει τη διαχείριση που προτείνει η Ε.Ε., κάτι που σε καμία περίπτωση δεν συμβαδίζει έστω και ελάχιστα με τις αρχικές τις δεσμεύσεις. Επιλέγει λοιπόν συνειδητά, η διαχείριση του προσφυγικού, να εκκινά από την ύπαρξη αποτρεπτικών όρων για τη μετανάστευση. Από τις απάνθρωπες συνθήκες στα χοτσποτ της Μόρια και της Βιαλ, με τους πρόσφυγες να ζουν εγκλωβισμένοι εκεί, με περιστατικά κακοποίησης, αυτοκτονιών, και διακίνησης γυναικών και ανηλίκων να αποτελούν καθημερινότητα, από την ύπαρξη του Φράχτη στον Έβρο και των πλοίων της Frontex στο Αιγαίο, η επιδίωξη της να τρομοκρατήσει όσους θέλουν να περάσουν τα σύνορα, είναι ολοφάνερη.  Με τέτοιες πολιτικές, που ακόμη και οι κυβερνήσεις προηγούμενων χρόνων θα ζήλευαν, καταφέρνει να λειτουργήσει αποτρεπτικά αδιαφορώντας για τις ακροδεξιές και αντιδραστικές φωνές, που ζητούν την απομάκρυνση προσφυγόπουλων από τα σχολεία, ενώ οι φασίστες προσπαθούν να ξαναβρούν χώρο στους δρόμους.

Έτσι σε μία περίοδο, όπου η ακροδεξία ανεβάζει τα ποσοστά της στην Ευρώπη και στον κόσμο γενικότερα, οι ευθύνες της κυβέρνησης στην έξαρση εθνικιστικών ρητορειών, στο εσωτερικό της χώρας, είναι τεράστιες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αντιδραστική διαχείριση του Μακεδονικού. Πίσω από τη εν λόγω συμφωνία όμως ξεδιπλώνονται και σκιαγράφονται συγκεκριμένα σχέδια του δυτικού ιμπεριαλισμού για την περιοχή των Βαλκανίων που έρχονται σε πλήρη σύμπλευση με αυτά της ελληνικής αστικής τάξης. Η διευθέτηση του ονόματος σε αυτή τη δεδομένη χρονική στιγμή και η παράλληλη ένταξη της γειτονικής χώρας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ είναι άμεσα συνυφασμένη με την προσπάθεια στρατιωτικής περικύκλωσης της Ρωσίας και του ανοίγματος εκείνου του δρόμου που θα οδηγούσε και άλλες χώρες των Βαλκανίων στο Δυτικό στρατόπεδο. Από την άλλη μεριά η συμφωνία περιγράφει μία καταφανή επιβολή του ελληνικού αστισμού στη γειτονική χώρα. Η εγχώρια άρχουσα τάξη δεν μπήκε σε αυτή τη διαδικασία ακολουθητικά αλλά διεκδίκησε την αναβάθμιση του ρόλου και της θέσης της στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων αναγκάζοντας μία χώρα να αλλάξει το συνταγματικό της όνομα, καταφέρνοντας να απελευθερώσει αντιδραστικές ρητορείες στο εσωτερικό και των δύο χωρών και να μετατοπίσει την κουβέντα προς τα δεξιά. Η συζήτηση λοιπόν απομακρύνεται από το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό  και αρχίζει και τελειώνει στο πόσο επιζήμια ή μη ήταν η συμφωνία για τη χώρα. Βγάζοντας στην ουσία, από το στόχαστρο, την επιρροή και τις επιδιώξεις του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Ο μόνος δρόμος που μπορεί να εξασφαλίσει την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή των βαλκανίων είναι η πάλη του εργατικού και λαικού κινήματος.

Επιστρέφοντας στις εξαγγελίες για την έξοδο, η πραγματικότητα που περιγράφει η κυβέρνηση είναι διαφορετική από αυτή που βιώνει η κοινωνία. Πράγματι η ανάπτυξη που ευαγγελίζεται, είναι υπαρκτή, και αφορά τις μεγάλες επιχειρήσεις, που ειδικά αυτά τα 8 χρόνια μνημονίων έχουν συσσωρεύσει κέρδη σε βάρος των εργαζόμενων και του περιβάλλοντος. Η επισφάλεια,  η μαύρη και ανασφάλιστη εργασία, οι ελαστικές μορφές απασχόλησης, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, μείωση του αφορολόγητου και η υπαγωγή των νέων εργαζόμενων στον υποκατώτατο μισθό αποτελούν βασικούς πυλώνες της εργασιακής πραγματικότητας των μνημονίων. Η νεοι /ες εργαζόμενοι/ες έρχονται αντιμέτωποι/ες με την επίθεση τα επαγγελματικά και εργασιακά τους δικαιώματα ενώ μεγάλο μέρος της νεολαίας καλείται να επιλέξει είτε ανάμεσα στον εργασιακό μεσαίωνα είτε στην μετανάστευση. Εδώ έρχονται να κολλήσουν και οι αλλαγές στο εργασιακό και το ασφαλιστικό, των οποίων κύριος στόχος είναι η ύπαρξη αναλώσιμων εργαζομένων με υποτιμημένη εργασιακή δύναμη.

Παράλληλα, τα μέτρα που εφαρμόστηκαν όλα αυτά τα χρόνια, είχαν κύριο στόχο την διάσωση των τραπεζών αντίστοιχα. Πέρσυ όμως, σε μία απέλπιδα προσπάθεια της κυβέρνησης να διασώσει για άλλη μια φορά το τραπεζικό σύστημα που κατέρρεε, άρχισε να εφαρμόζει τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς πρώτων κατοικιών. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να στοχοποιήσει τους οφειλέτες ως στρατηγικούς κακοπληρωτές δεν κατάφερε παρόλα αυτά να αποσπάσει την  κοινωνική συναίνεση.  Έτσι πλέον μπαίνουμε σε μία νέα πραγματικότητα, όπου η εφαρμογή των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας προχωράει παράλληλα με την καταστολή των κινημάτων ενάντια στους πλειστηριασμούς, μαζί με την προσπάθεια εκφοβισμού των μελών του μέσα από νόμους που επιφέρουν διώξεις σε όσους θέλουν να τους εμποδίσουν.  Παράλληλα οι ιδιωτικοποιήσεις συνεχίζουν ακάθεκτες, λιμάνια εισάγονται στο Υπερταμείο όπως και αεροδρόμια και ο ΟΣΕ, ενώ αγαθά όπως το νερό και η ενέργεια ακολουθούν.

Οι συνέπειες των πολιτικών αυτών, της υποβάθμισης των ανθρώπινων ζωών σε αριθμών και του περιβάλλοντος σε απλό πεδίο κερδοφορίας καταδεικνύουν πως στο υπάρχον σύστημα όλα είναι μετρήσιμα. Η υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων, όπως γίνεται για παράδειγμα στα ορυχεία των Σκουριών και στις εξορύξεις στην Ήπειρο, έχει τεράστιες επιπτώσεις τόσο για το ίδιο το περιβάλλον όσο και για την ζωή των τοπικών κοινωνιών, ωστόσο στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος αυτό παραμένει αδιάφορο. Η απαξίωση αυτή με τραγικό τρόπο φάνηκε και στις πυρκαγιές σε Μάτι και Κινέτα με την παντελή έλλειψη χρηματοδότησης και υποδομών να κοστίζουν την ζωή 99 ανθρώπων και την ποιότητα ζωής ακόμα περισσότερων. Στον αντίποδα αυτής της αδιαφορίας και της υποχρηματοδότησης σε ο,τι αφορά την ανθρώπινη ασφάλεια και αξιοπρέπεια, βλέπουμε να διατίθενται εκατομμύρια σε εξοπλισμούς και βάσεις για την υλοποίηση των πολιτικών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και την όξυνση των ανταγωνισμών ιδιαίτερα μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας με πιθανόν επικίνδυνη  κατάληξη. Η τεταμένη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης φτάνει στην κοινωνία μέσω μίας εθνικού τύπου αφήγησης που δυστυχώς συσπειρώνει μεγάλη μερίδα του της κοινωνίας.

Η διευρυμένη απεύθυνση που γνωρίζουν εθνικιστικές αντιλήψεις απομονωτισμού, όπως αυτές εκφράστηκαν μέσα από τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, κύρια χαρακτηριστικά των οποίων ήταν ακροδεξιοί διοργανωτές,εθνικιστικά συνθήματα και με πρωτοστάτη την γνωστή ναζιστική οργάνωση να κάνει άγρια επίθεση στον κοινωνικό χώρο <<ΣΧΟΛΕΙΟ>>,τον εμπρησμό της κατάληψης Libertatia και τις ανοιχτές απειλές και επιθέσεις σε αγωνιστές/στριες και μετανάστες/στριες, αλλά και η πρόσφατη υπόθεση Κατσίφα αποδεικνύει τον εκφασισμό στον οποίο έχει εκπέσει η κοινωνία σηματοδοτώντας την στροφή σε έναν νεοσυντηρητισμό, που εκδηλώνεται τόσο μέσα από την ιδέα του έθνους όσο και  μέσα από τα κοινωνικά πρότυπα που προωθεί. Οτιδήποτε ξεφεύγει από την κρατούσα αντίληψη περί κανονικότητας τίθεται στο στόχαστρο. Η φτώχεια, οι εξαρτήσεις, μη στερεοτυπικές έμφυλες συμπεριφορές περιθωριοποιούνται, καταπιέζονται πολλαπλώς αλλά και γίνονται αντικείμενο επιθέσεων. Η δολοφονία/λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου είναι η χαρακτηριστικότερη απόδειξη του κινδύνου που αποτελεί μία κοινωνία συγκροτημένη στο κυρίαρχο και η οποία εντέλει δεν μας χωράει. Την κατάσταση αυτή συμπληρώνουν τα ΜΜΕ που επιτασσόμενα στις επιταγές των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων παρουσιάζουν τα γεγονότα με αντιδραστικό πρίσμα λοιδορώντας εις βάρος ανθρώπων ,λόγο των πολιτικών τους ιδεών, την ίδια στιγμή που εκθειάζουν τα εθνικιστικά συλλαλητήρια και την έξαρση της ακροδεξιάς. Σε μία συνθήκη που η Ακροδεξιά (βλ. και συγκεντρώσεις/παρεμβάσεις Χ.Α. κατά των τοξικοεξαρτημένων)  διεκδικεί και κερδίζει χώρο και οι φασίστες, εκμεταλλευόμενοι τα αντιδραστικά αντανακλαστικά μερίδας κόσμου, έχουν κατορθώσει να καταλάβουν εκ νέου χώρο στο δρόμο, οι αντιστάσεις που στήνονται είναι σημαντικές με την παρουσία του κινήματος στις πορείες για την 17Μ, τον Φυσσα και τ@ Zak/ZackieOh, αλλά και την παρουσία στην συνεχιζόμενη δίκη της Χρυσής Αυγής να συστήνουν μία διαφορετική εικόνα, της αλληλεγγύης και του κοινού αγώνα.

 

Πανεπιστήμιο

Επίθεση στο Πανεπιστήμιο

Η συγκυρία που περιγράφεται  και παραπάνω δεν θα μπορούσε να αφήνει ανεπηρέαστα και τα Πανεπιστήμια.  Οι μειώσεις στον προϋπολογισμό των Ιδρυμάτων δημιουργούν προβλήματα στην κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των σχολών αλλά και της φοιτητικής μέριμνας. Στην κατεύθυνση των μειωμένων προϋπολογισμών, κινείται και η συγχώνευση των ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά, αλλά και οι επικείμενες συγχωνεύσεις άλλων ΤΕΙ της περιφέρειας, σε μία λογική μείωσης των προϋπολογισμών που διατίθενται για το κάθε ένα Ίδρυμα ξεχωριστά. Αυτό συνεπάγεται και μείωση στις λειτουργικές δαπάνες, στο διδακτικό προσωπικό, στις υλικοτεχνικές υποδομές, στις δαπάνες για τη φοιτητική μέριμνα κ.α.. Φτιάχνονται υπερτμήματα με καμία ακαδημαϊκή-επιστημονική συνάφεια στα οποία επιλέγεις κατεύθυνση και με αυτό τον τρόπο αίρεται η ενιαιότητα γνωστικού αντικειμένου-ενιαιότητα πτυχίου υποβαθμίζοντας έτσι την αξία τους. Όλο αυτό το πλαίσιο συνθέτει μια εικόνας συμπίεσης προς τα κάτω της εργασιακών δικαιωμάτων αλλά εκτός αυτού ανοίγει το δρόμο για την διάσπαση των πτυχίων και την αντικατάσταση τους από ατομικούς φακέλους προσόντων που θα προσαρμόζονται με βάση τα μαθήματα επιλογής, την κατεύθυνση, τα σεμινάρια, τις πιστωτικές μονάδες κοκ.

Η υποχρηματοδότηση δημιουργεί πλέον μία κανονικότητα, μέσα την οποία οι διοικήσεις των σχολών αντί να διεκδικούν αύξηση των προϋπολογισμών, μετακυλύουν τα κόστη φοίτησης στους φοιτητές (βλ. μειώσεις στα συγγράμματα, έλλειψη υλικοτεχνικού εξοπλισμού κ.α.).  Παράλληλα οι φοιτητικές παροχές (σίτιση, στέγαση) μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Η πολιτική επιλογή της  διαχείρισης της φοιτητικής μέριμνας από τις εργολαβίες, έχει αντίκτυπο τόσο στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών όσο και στην οικονομική διαχείριση των κονδυλίων. Τα παραδείγματα κακοδιαχείρισης και δημιουργίας εκμεταλλευτικών σχέσεων εργασίας, ευνοούν την αύξηση του κέρδους για τους εργολάβους, που κερδοφορούν στις πλάτες των φοιτητών. Η κακοδιαχείριση αυτή βαραίνει τις διοικήσεις των Ιδρυμάτων αλλά και το Υπουργείο, αφού δεν υπάρχει έλεγχος της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, των εργασιακών συνθηκών, ούτε των κριτηρίων με τα οποία γίνεται η επιλογή των εργολαβιών.

Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα,  έρχεται να πατήσει και ο ν.Γαβρόγλου, που με πρόσχημα την υποχρηματοδότηση επιδιώκει να περάσει όλες τις παλαιότερες νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις για την Παιδεία. Αποσύρει σιγά σιγά την κρατική χρηματοδότηση, αντικαθιστώντας την, με άλλες πηγές χρηματοδότησης. Δημιουργεί δηλαδή ένα Πανεπιστήμιο-Επιχείρηση, που θα παρέχει υπηρεσίες και θα είναι όλο και λιγότερο δημόσιο και δωρεάν. Στην λογική αυτή ανοίγει τον δρόμο για την εισαγωγή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα, ακόμη και σε σχολές που μέχρι τώρα δεν υπήρχαν. Η επιχειρηματικοποίηση του Πανεπιστημίου, δεν σταματάει όμως εδώ. Μέσα από την ίδρυση 4ετων προγραμμάτων σπουδών και στο ΠΔΑ και 2ετών για αποφοίτους ΕΠΑΛ, τα Πανεπιστήμια βρίσκουν μία νέα δεξαμενή φοιτητών, που για να μπορούν να έχουν ίσες ευκαιρίες με τους αποφοίτους των 5ετών, θα πληρώνουν για την περαιτέρω κατάρτιση τους. Παρατηρείται  λοιπόν ότι το Πανεπιστήμιο μετατρέπεται σε επιχείρηση, προσφέρει υπηρεσίες επί πληρωμή και εν τέλει καταλήγει να είναι προνόμιο των λίγων. Με τον τρόπο αυτό, διαμορφώνεται ένα Πανεπιστήμιο που χαρακτηρίζεται από ολοένα και εντεινόμενους ταξικούς φραγμούς, αφού όλες οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις οδηγούν σε αποκλεισμούς των οικονομικά ασθενέστερων κομματιών της κοινωνίας και μετατρέπουν την παιδεία σε εμπόρευμα που δεν είναι προσιτό σε όλες και όλους. Την ίδια στιγμή, η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, η παράταξη που μιλά για δίδακτρα στην παιδεία και ιδιωτικά πανεπιστήμια, κατακρίνει από (ακόμη πιο) νεοφιλελεύθερη σκοπιά το Νόμο Γαβρόγλου και, εκτός των απόλυτα αντιδραστικών τομών που ευαγγελίζεται, όπως η πανεπιστημιακή αστυνομία, έρχεται να αποθεώσει τη λογική του Πανεπιστημίου – επιχείρηση, της γνώσης για τις ανάγκες του κεφαλαίου και της παιδείας για τους λίγους. Με βάση όλα τα παραπάνω, παρατηρούμε ότι ανοίγει ο δρόμος για την αναθεώρηση του άρθρου 16 και την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων.

Εδώ και ένα χρόνο, με αφορμή το νόμο Γαβρόγλου αλλά και με βάση την πολιτική ατζέντα της ΝΔ, έχει ανοίξει η κουβέντα γύρω από την κατάργηση του ασύλου που  αναπαράγεται από τα ΜΜΕ και τις καθεστωτικές παρατάξεις. Είναι σημαντικό λοιπόν, τώρα που είναι πιο αναγκαίοι από ποτέ οι αγώνες για την κατοχύρωση και διασφάλιση του, να ξεφύγουμε από την ατζέντα που βάζουν οι κυρίαρχοι και να επανανοηματοδοτήσουμε την έννοιά του. Έχει αξία να τονισθεί, πως η άνθιση κάθε φοιτητικού, εργατικού, κοινωνικού κινήματος, είχε ως κοινή αφετηρία χώρους ασύλου, χώρους όχι μόνο ελεύθερης διακίνησης ιδεών, αλλά και πολιτικοποίησης και οργάνωσης των κινημάτων. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε πως το άσυλο είναι κεκτημένο του αντιδικτατορικού αγώνα.

Εν όψει των εκλογών, η κουβέντα γύρω από την οποία φαίνεται να κινείται η αντιπαράθεση, είναι  το άσυλο και «οι χώροι ανομίας».  Χρησιμοποιώντας αφορμές (όπως με το στέκι του Ρουβίκωνα στην ΦΛΣ) ή υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα (τοξικοεξαρτημένους), παρουσιάζουν το άσυλο, ως γενέτειρα φαινομένων παθογένειας και επιδιώκουν την άρση του. Στοχοποιώντας αδύναμες κοινωνικές ομάδες, με σκοπό να υπονομευθεί η έννοια του ασύλου,  παραβλέπεται ηθελημένα η πραγματική ρίζα του προβλήματος που είναι οι έμποροι ναρκωτικών, και όχι οι χρήστες. Κάτι που αποτελεί, ένα ακόμα  παράδειγμα εξυπηρέτησης των οικονομικών συμφερόντων της άρχουσας τάξης και αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης, εις βάρος των καταπιεσμένων. Αυτό που πρέπει να διεκδικούμε, είναι δομές αλληλεγγύης, απεξάρτησης και επανένταξης των εξαρτημένων στην κοινωνία.

Μάλιστα με το πρόσφατο πόρισμα Παρασκευόπουλου, η χρήση ναρκωτικών και άλλα πταίσματα εξισώνονται με πρακτικές του φοιτητικού κινήματος όπως οι καταλήψεις. Όμως, μικροκλοπές και άλλα παρόμοια περιστατικά που τυχαίνει να συμβαίνουν σε πανεπιστημιακούς χώρους, προφανώς δεν αποτελούν καθημερινότητα και δεν οφείλονται σε καμία περίπτωση στην ύπαρξη του ασύλου στους χώρους αυτούς. Το φοιτητικό κίνημα όμως δεν είναι τόσο αφελές, ώστε να μην αναγνωρίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές (ηλεκτρονική παρακολούθηση, εταιρείες security) δεν αποσκοπούν στην καταπολέμηση τέτοιων περιστατικών, αλλά στην πειθάρχηση των φοιτητ(ρι)ών και ενίοτε στην ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης. Ούτως ή άλλως, σε περιπτώσεις κακουργημάτων, η παρούσα νομοθεσία προβλέπει ήδη την επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων αυτεπαγγέλτως. Παράλληλα δημιουργείται ένα κλίμα τρομοϋστερίας από ΙΜΚ, όπως από τα ΜΜΕ και τους καθηγητές, λόγω της δημιουργίας στεκιού του Ρουβίκωνα. Έτσι λοιπόν δημιουργείται ένα σπιράλ επίθεσης γύρω από το άσυλο, στην οποία το φοιτητικό κίνημα οφείλει να απαντήσει, γιατί αλλιώς δεν είναι μακριά σκηνικά παρόμοια με τα περσινά στην Γαλλία και την Ιταλία. Πρέπει λοιπόν, να ξεφύγουμε από τη βάση  της κουβέντας που εκκινούν οι καθεστωτικές δυνάμεις, και να θέτουμε ως επιτακτικές τις αιτίες ύπαρξης και διασφάλισής του.

Αφετέρου, η πλασματική «συνδιοίκηση» του10% που εισάγει ο νόμος, αποτελεί μόνο πρόσχημα για τη νομιμοποίηση του νόμου στα μάτια φοιτητών και φοιτητριών. Πρόκειται για μια επίφαση δημοκρατίας, που όμως είναι τελείως ψευδεπίγραφη, αφού δεν παρέχει καμιά δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης του φοιτητικού κόσμου και αλλαγής των συσχετισμών στα όργανα. Μέσω αυτής της κατ’ όνομα συμμετοχής φοιτητών και φοιτητριών στα όργανα διοίκησης, επιχειρείται, εν τέλει, η νομιμοποίηση των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων που αυτά αποφασίζουν. Επιπλέον, δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί πως η εν λόγω «συνδιοίκηση» παρακάμπτει εντελώς τους Φ.Σ. ως τη δομή εκείνη που εμπλέκει ολόκληρο το φοιτητικό σώμα, και απαξιώνει τις αμεσοδημοκρατικές και αποφασιστικές διαδικασίες τους, δηλαδή τις Γενικές Συνελεύσεις. Ο νόμος, λοιπόν, κινείται σε μια λογική αντιπροσώπευσης του φοιτητικού σώματος που έχει ως στόχο να παρακάμψει και να αποδυναμώσει τόσο τις συλλογικές διαδικασίες, όσο και την ίδια την έννοια της συλλογικής διεκδίκησης.

Ταυτόχρονα, τόσο με το Νόμο Γαβρόγλου όσο και με άλλα νομοθετήματα, όπως το σχέδιο νόμου για το ΕΚΠΑ, προωθείται η αναδιάταξη του χάρτη σχολών, μέσω μιας σειράς συγχωνεύσεων, καταργήσεων και ιδρύσεων νέων τμημάτων. Στο βωμό της υποχρηματοδότησης, ξαναγράφεται ο χάρτης σχολών με κριτήρια που καμιά σχέση δεν έχουν με το σεβασμό στα επιστημονικά αντικείμενα και τους κλάδους. Τα νέα τμήματα δεν πληρούν, έτσι, καμιά προϋπόθεση ούτε από άποψη αντικειμένου, αλλά ούτε και από άποψη επάρκειας διδακτικού και διοικητικού προσωπικού (π.χ. ΠΔΑ), με αποτέλεσμα οι σχολές να είναι υποστελεχωμένες και να υπολειτουργούν. Παράλληλα, αυτό συμβάλλει στη διάσπαση και την αποδυνάμωση των πτυχίων, αφού απομακρυνόμαστε ολοένα από τη λογική «ένα πτυχίο ανά γνωστικό αντικείμενο», και τα νέα τμήματα που προκύπτουν δεν εξετάζουν ολόπλευρα το ακαδημαϊκό αντικείμενο, ούτε και κατοχυρώνουν τα αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα (π.χ. νέο τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων ως διάσπαση του Οικονομικού στο ΝΟΠΕ).

Στα παραπάνω, προστίθεται και η συνολικότερη κατεύθυνση απόσπασης των επαγγελματικών δικαιωμάτων αλλά και της διδακτικής επάρκειας από τα πτυχία. Αυτό συμβαίνει τόσο μέσα από τις αλλαγές που προωθούν και οι διοικήσεις των σχολών στα προγράμματα σπουδών αλλά και μέσα από τις διασπάσεις ενιαίων τμημάτων σχολών (βλ. ΦΠΨ).  Στόχος αυτών των αλλαγών, είναι η απόσπαση από τα πτυχία της απαραίτητης γνώσης για την άσκηση του εκάστοτε επαγγέλματος και άρα των εργασιακών δικαιωμάτων που αυτά συνεπάγονται. Την ίδια στιγμή, δημιουργούνται εξωπανεπιστημιακοί φορείς πιστοποίησης, που με την παροχή κύκλων σεμιναρίων και εξετάσεων, και μάλιστα με το αζημείωτο, θα αποδίδουν ένα πακέτο εργασιακών δικαιωμάτων, που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να εξισωθούν με τα δικαιώματα ενός καλά θωρακισμένου, ενιαίου και αδιασπαστου πτυχίου. Στόχος όλων των προηγούμενων, είναι η δημιουργία ευέλικτων και χαμηλά αμειβόμενων εργαζόμενων, που θα χρειάζονται συνεχή επανακατάρτιση και θα έχουν χαμηλή διαπραγματευτική ισχύ και υποτιμημένη εργασία. Ο κατακερματισμός των κλάδων, προωθείται σε μία στιγμή που τα εργασιακά δικαιώματα καταλύονται και οι συλλογικές συμβάσεις έχουν καταργηθεί.

Ο κατακερματισμός των αντικειμένων σπουδών και των επιστημονικών κλάδων αλλά και οι αλλαγές που προωθούνται, όπως περιγράφεται και πιο πάνω, στα προγράμματα σπουδών και συνολικά στον τρόπο μετάδοσης της γνώσης, εξυπηρετούν την αναπαραγωγή  της κυρίαρχης ιδεολογίας  εντός των Πανεπιστημίων. Μία αφήγηση που προωθεί τον κατακερματισμό της γνώσης και την υπερειδίκευση, δημιουργώντας ευέλικτους και άρα εύκολα εκμεταλλεύσιμους εργαζόμενους. Παράλληλα η εδραίωση της σχέσης μεταξύ διδασκόντων και φοιτητών ως αυθεντία-παθητικών δεκτών σημαίνει και την εδραίωση ενός μοντέλου « παθητικού φοιτητή», που δεν επερωτά και δεν αντιδρά. Ενός μοντέλου φοιτητή που μέσα από τον ανταγωνισμό ακολουθεί και τον ατομικό δρόμο. Ενός μοντέλου φοιτητή που πλάθεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελέσει τον «κατάλληλο-ανταγωνιστικό-ευέλικτο» μελλοντικό εργαζόμενο. Με αυτό τον  τρόπο λοιπόν  οι φοιτητές απομακρύνονται ακόμη παραπάνω από την ιδέα του Πανεπιστημίου ως κοινωνικό τους χώρο αποκόπτοντας κάθε σύνδεση τους με τη συλλογική ζωή και διεκδίκηση.

Ταυτόχρονα, η εργασιακή πραγματικότητα που διαμορφώνεται για τους εργαζόμενους εκτός Πανεπιστημίων, δεν θα μπορούσε να λείπει και από τις σχολές. Με πρόσχημα την υποχρηματοδότηση δημιουργείται μία νέα κατηγορία χαμηλά αμειβόμενων εργαζομένων εντός των Πανεπιστημίων, που στα πλαίσια της διδακτορικής τους διατριβής, καλούνται να καλύψουν κομμάτια της εκπαιδευτικής διαδικασίας και πολλές φορές χωρίς καν να αμείβονται. Αυτήν ακριβώς την κατάσταση έρχεται να νομιμοποιήσει και ο ν.Γαβρόγλου, ανοίγοντας τη δυνατότητα για αμισθί επικουρικό και διδακτικό έργο ακόμη και για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές. Παράλληλα οι ελαστικές μορφές εργασίας και οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που πολλές φορές δεν ανανεώνονται, δημιουργούν κενά στη λειτουργία των Ιδρυμάτων και στην εκπαιδευτική διαδικασία. Τέλος, είναι πλέον γνωστή και η εκμετάλλευση που υπάρχει για όσους εργάζονται στις εργολαβίες, για τους οποίους η υπαμειβόμενη και ανασφάλιστη εργασία, έχει γίνει πλέον καθεστώς.

Στη νέα αυτή συγκυρία, αξίζει να κάνουμε λόγο για το ρόλο που καλείται να επιτελέσει το Πανεπιστήμιο στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Αφενός, όπως ειπώθηκε, αναβαθμίζεται ο επιχειρηματικός ρόλος του Πανεπιστημίου, με την ένταση των ταξικών φραγμών και τον ολοένα και σκληρότερο αποκλεισμό των πιο οικονομικά αδύναμων κομματιών της κοινωνίας από το αγαθό της παιδείας. Το αφήγημα, αλλά και η αρχή της υλοποίησής του, που αφορά την ιδιωτικοποίηση της παιδείας και των Πανεπιστημίων, αποτελεί μια αντιδραστική τομή του σήμερα που έρχεται να άρει θεμελιώδη κεκτημένα του φοιτητικού κινήματος και με την οποία καλούμεστε να αναμετρηθούμε. Αφετέρου, η ιδεολογική λειτουργία του Πανεπιστημίου και η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, εξακολουθεί να αποτελεί μια πραγματικότητα. Το Πανεπιστήμιο αυτή τη στιγμή καλείται να δημιουργήσει μελλοντικούς/-ες εργαζόμενους/-ες, πειθαρχημένους/-ες, που θα έχουν ενσωματώσει τον ατομικό δρόμο, θα αποστρέφονται την αμφισβήτηση και τη συλλογική διεκδίκηση, και άρα δεν θα είναι πολιτικά επικίνδυνοι/-ες. Μια άλλη διάσταση της κατάστασης αυτής, αφορά τον αναβαθμισμένο αποφασιστικό ρόλο και ταυτόχρονα την αντιδραστική στροφή πολλών οργάνων διοίκησης του Πανεπιστημίου, μέσω των οποίων υλοποιούνται αρκετές μεταρρυθμίσεις στην παιδεία. Με τον τρόπο αυτό, κανονικοποιούνται αντιδραστικές λογικές εντατικοποίησης, πειθάρχησης και αποστείρωσης του κοινωνικού χαρακτήρα του Πανεπιστημίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δυο αυτές διαστάσεις του ρόλου του Πανεπιστημίου δεν είναι διακριτές, αλλά αλληλεξαρτώνται: η επιχειρηματικκή λειτουργία του Πανεπιστημίου αποτελεί εύφορο υλικό έδαφος για τη διαμόρφωση του ιδεολογικού αφηγήματος περί Πανεπιστημίου της Αγοράς και την επικράτηση αντιδραστικών λογικών εντός του, και ταυτόχρονα η αναπαραγωγή μιας αντιδραστικής ιδεολογίας εντός του νομιμοποιεί και διευκολύνει την περαιτέρω επιχειρηματικοποίηση του Πανεπιστημίου και την ποικιλότροπη προσαρμογή του στις ανάγκες της Αγοράς.

 

Η καθημερινότητα του φοιτητή/τριας

Στο φόντο της παραπάνω κεντρικής πολιτικής σκηνής διαπιστώνουμε τη διαμόρφωση μίας φοιτητικής ταυτότητας που σε μεγάλο βαθμό ενσωματώνει στοιχεία ατομισμού και καριερισμού. Η υπερεξειδίκευση  της γνώσης με βάση τις αναγκαιότητες της αγοράς και η εντατικοποιήση των σπουδών κατά την διάρκεια των ακαδημαϊκών εξαμήνων και εξεταστικών είναι εκφάνσεις που συνθέτουν ένα ατέρμονο κυνήγι δεξιοτήτων. Υπό το πρίσμα, όμως, της έλλειψης επαγγελματικής προοπτικής και την δύσκολη οικονομική συνθήκη, η προσπάθεια εξασφάλισης ενός πλήρους πακέτου προσόντων προσιδιάζει μάλλον σε μία νοοτροπία επιβιωτισμού, η οποία καλλιεργείται στην πληττόμενη νεολαία. Αυτό το άγχος της επιβίωσης και η οικονομική ανασφάλεια, πολύ έντονα ήδη από τα φοιτητικά χρόνια, ωθούν τους φοιτητές και τις φοιτήτριες στην παράλληλη εργασία και στη συντόμευση των σπουδών τους με αποτέλεσμα οι ίδιοι να έχουν πλέον εξαιρετικά περιορισμένες χρονικότητες υπό την διπλή ιδιότητα του/της φοιτητή/τριας-εργαζόμενου/ης, γεγονός που καθιστά δύσκολή την εμπλοκή και την ενασχόληση με τις συλλογικές και κινηματικές διεργασίες.Το παραπάνω πλαίσιο, έρχεται να ολοκληρώσει η προσπάθεια για ολοένα και αυξανόμενη εντατικοποίηση στις σχολές μας (με τη μορφή των αλυσίδων, του περιορισμού δήλωσης μαθημάτων, των ολοένα και μικρότερων σε διάρκεια εξεταστικών και κατάργηση διπλών εξεταστικών κ.α.)

Οι νόρμες που επιβάλλονται δεν αφήνουν χρόνο για στοχασμό, αμφισβήτηση και ελεύθερο χρόνο με αποτέλεσμα την απουσία τους από τις συλλογικές διαδικασίες.  Επιπλέον, κρίσιμη αιτία αυτής της αποξένωσης των φοιτητ(ρι)ών αποτελεί το γεγονός ότι οι τελευταίοι/ες δεν αισθάνονται τον εαυτό τους ως οργανικό κομμάτι του συλλόγου.  Στο πλαίσιο αυτό η τάση  του ατομοκεντρισμού έχει καταστεί ηγεμονική, η απονέκρωση των συλλογικών διαδικασιών τείνει προς την κανονικότητα και οι μορφές συλλογικής δράσης συχνά δεν είναι οικείες προς το φοιτητικό σώμα.

Σε μία περίοδο κινηματικής νηνεμίας και απογοήτευσης, παρατηρούμε πως οι νέοι και οι νέες μπαίνοντας στο Πανεπιστήμιο και έχοντας ήδη ενσωματώσει το κυρίαρχο αφήγημα που ποινικοποιεί την ενασχόληση με την πολιτική και την συλλογική ζωή, φοβούνται και απορρίπτουν την πολιτικοποίηση και αποστρέφονται κάθε τι συλλογικό. Η αμφισβήτηση, η επερώτηση και η ανησυχία έχουν αντικατασταθεί από την αδράνεια, την απάθεια και την υποταγή. Ακόμα και όταν οι κόμβοι της συγκυρίας επηρεάζουν τις ζωές των φοιτητών/τριων και εμποδίζουν τις σπουδές τους οι τελευταίοι/ες μη γνωρίζοντας το συλλογικό δρόμο, στρέφονται σε λογικές ανάθεσης και μη συμμετοχής και μετακυλίουν την επίλυση των εκάστοτε ζητημάτων στις πολιτικές δυνάμεις. Το πρότυπο, λοιπόν, του πειθήνιου φοιτητή που δεν αντιδρά και δεν αντεπιτίθεται βλέπουμε πως καλλιεργείται, αναπαράγεται και διατηρείται με μεγάλη επιτυχία με φυσικό και επόμενο την απομαζικοποίηση και απονέκρωση των συλλογικών οργάνων και διαδικασιών.

Σε άμεση σύνδεση με την περιγραφόμενη κατάσταση, αντιλαμβανόμαστε πως η ανικανότητα της φοιτητικής αριστεράς να αντιληφθεί τις ανάγκες της σημερινής νεολαίας,να ενσωματώσει τα αιτήματα της και να δώσει απαντήσεις,σε συνδιασμό με την απολιτικοποίηση των φοιτητικών συλλόγων,αλλά και την αποσυσπείρωση των ίδιων των σχημάτων δημιουργεί αρνητικούς συσχετισμούς στην καθημερινή παρέμβαση μας μέσα στους συλλόγους. Η παρωχημένη μεθοδολογία συγκρότησης του φοιτητικού κινήματος έχει πλέον αποκτήσει κυρίως αμυντικές αντιστάσεις χωρίς αυτές να συγκεράζονται πάντοτε με την δημιουργία νέων αιτημάτων και διεκδικήσεων γύρω από μια πολιτική «ατζέντα». Είναι γεγονός πως, ο τρόπος διεξαγωγής των γενικών συνελεύσεων αυτή τη στιγμή, δε λειτουργεί προωθητικά ως προς τη μαζικοποίηση τους και αυτό το λόγο, οφείλουμε εμείς οι ίδιοι να δώσουμε λόγο στους φοιτητές/τριες να βρεθούν στα αμφιθέατρα και να διεκδικήσουν μαζί μας, όσα μας ανήκουν.

Παρά τις όποιες προβληματικές τους όμως, οι συνελεύσεις αποτελούν όλα αυτά τα χρόνια το σημαντικότερο πυρήνα οργάνωσης των αγώνων εντός των σχολών, με πολλά πρόσφατα παραδείγματα συλλογικών διεκδικήσεων που κατάφεραν να αποφέρουν υλικές νίκες και να εμπλέξουν σε αυτές  μεγάλο τμήμα των φοιτητικών συλλόγων. Τέτοιες εστίες αντίστασης είδαμε την περσινή χρονιά στο ΤΕΙ Αθήνας, στους Πολιτικούς Μηχανικούς ΑΠΘ και στη Φιλοσοφική ΕΚΠΑ όπου είδαμε εικόνες μαζικών αγώνων που δημιούργησαν αναχώματα σε πολλές αντιδραστικές πτυχές του νόμου Γαβρόγλου που προσπαθούσαν να εφαρμοστούν. Αντίστοιχα, αυτή τη στιγμή η Αρχιτεκτονική Πάτρας διεξάγει μια σειρά πολύ δυναμικών κινητοποιήσεων ενάντια στην υποστελέχωση και την εφαρμογή διδάκτρων, ενώ πολλές σχολές του Βόλου έχουν κατάληψη ενάντια στη συνεχή συμπίεση των όρων σπουδών . Τα παραδείγματα αυτά δεν αποτελούν λαμπρές εξαιρέσεις, αλλά ένα κινηματικό συνεχές που επανεμφανίζεται ακόμη και στις δυσκολότερες συνθήκες, που δίνει την ελπίδα ότι η αδράνεια και η αδιαφορία μπορούν να καμφθούν.

 

Σχεδιασμός για το επόμενο Διάστημα

Σε μια περίοδο που η πολιτική μοιάζει να μην έχει κεντρικό ρόλο στη φοιτητική καθημερινότητα είναι κομβικής σημασίας τα σχήματα μας να αποτελέσουν καταλύτη σε μια προσπάθεια επανεμφάνισης της συλλογικής αναφοράς στις σχολές. Ο βασικός μας στόχος για το επόμενο διάστημα θα πρέπει να είναι η επαναφορά-διατήρηση μορφών διεκδίκησης που συνέβαλαν στην εδραίωση του φοιτητικού συνδικαλισμού. Βασικά εργαλεία συνδικαλισμού όπως η καθημερινή παρέμβαση με κείμενα και ανακοινώσεις καθώς και  η παρουσία μας στον κοινωνικό μας χώρο συμβάλει στο να μετατρέπονται τα πανεπιστήμια σε ζωντανά κύτταρα αμφισβήτησης και πολιτικής συμμετοχής. Η ιεράρχηση της Γενικής Συνέλευσης ως την πιο αμεσοδημοκρατική διαδικασία του συλλόγου όπου ο φοιτητής/φοιτήτρια διεκδικούν υλικές νίκες στο τώρα θα πρέπει να είναι το επίκεντρο της παρέμβασης μας. Βέβαια εδώ χρειάζεται να θέσουμε προβληματισμούς για τον εκδημοκρατισμό της ίδιας της διαδικασίας. Η ιεράρχηση της συμμέτοχης ανένταχτου κόσμου αλλά και η οριοθέτηση ως προς  την διάρκεια και το περιεχόμενο των τοποθετήσεων συμβάλουν στην βελτίωση της διαδικασίας διεξαγωγής. Βέβαια επειδή η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση στο πανεπιστήμιο πραγματοποιείται διαφορετικά σε κάθε τμήμα ή ακόμα και έτος, πρέπει να πειραματιστούμε με νέες μορφές συνελεύσεων όπως οι συνελεύσεις τμήματος και οι συνελεύσεις ετών. Στη βάση αυτή, προωθητικές θα μπορούσαν να είναι πρωτοβουλίες όπως θεματικές συνελεύσεις πάνω στα επίδικα που αναδεικνύονται σε κάθε σχολή, τα μίνιμουμ πολιτικά πλαίσια με στόχο οι ανένταχτοι/-ες να εμπλέκονται ευκολότερα σε αυτά και να εγκαλούνται στην υλοποίησή τους, οι ανοιχτές συνδιαμορφώσεις των πλαισίων για τις Γ.Σ. έτσι ώστε οι Σύλλογοι να γίνονται κομμάτι της διαδικασίας αυτής

Σε μία περίοδο που η πολιτική μοιάζει να μην έχει κεντρικό ρόλο στη φοιτητική καθημερινότητα είναι κομβικής σημασίας τα σχήματά μας να αποτελέσουν καταλύτη σε μια προσπάθεια επανεμφάνισης της συλλογικής αναφοράς στις σχολές. Σε σύνδεση πάντα με τους εργαζομένους στα πανεπιστήμια, είναι καθήκον μας να δώσουμε το παρόν στις μάχες του επόμενου διαστήματος ενάντια στην υποχρηματοδότηση, το ν. Γαβρόγλου, τις συγχωνεύσεις και τα 2ετή προγράμματα σπουδών, τον κατακερματισμό των επαγγελματικών δικαιωμάτων, την στοχοποίηση του ασύλου και συνολικά την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση.

1)Παρέμβαση

Ο βασικός μας στόχος για το επόμενο διάστημα θα πρέπει να είναι η επαναφορά-διατήρηση μορφών διεκδίκησης που συνέβαλαν στην εδραίωση του φοιτητικού συνδικαλισμού. Βασικά εργαλεία συνδικαλισμού όπως η καθημερινή παρέμβαση με κείμενα και ανακοινώσεις καθώς και η παρουσία μας στον κοινωνικό μας χώρο συμβάλει στο να μετατρέπονται τα πανεπιστήμια σε ζωντανά κύτταρα αμφισβήτησης και πολιτικής συμμετοχής. Η ιεράρχηση της Γενικής Συνέλευσης ως την πιο αμεσοδημοκρατική διαδικασία του συλλόγου όπου ο φοιτητής/φοιτήτρια διεκδικούν υλικές νίκες στο τώρα θα πρέπει να είναι το επίκεντρο της παρέμβασής μας. Βέβαια εδώ χρειάζεται να θέσουμε προβληματισμούς για τον εκδημοκρατισμό της ίδιας της διαδικασίας. Η ιεράρχηση της συμμετοχής ανένταχτου κόσμου αλλά και η οριοθέτηση ως προς τη διάρκεια και το περιεχόμενο των τοποθετήσεων συμβάλουν στη βελτίωση της διαδικασίας διεξαγωγής. Βέβαια επειδή η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση στο πανεπιστήμιο πραγματοποιείται διαφορετικά σε κάθε τμήμα ή ακόμα και έτος, πρέπει να πειραματιστούμε με νέες μορφές συνελεύσεων όπως οι συνελεύσεις τμήματος και οι συνελεύσεις ετών. Σημαντικό πρέπει να θεωρούμε το σκοπό, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες να πολιτικοποιούνται μέσα από την καθημερινότητά τους στις σχολές και οι Γενικές Συνελεύσεις να αποτελέσουν το κύριο πεδίο υλοποίησης του σκοπού αυτού. Η πολιτικοποίηση και η ριζοσπαστικοποίηση δηλαδή, να μην αποτελούν προαπαιτούμενο, αλλά να γίνονται σταδιακά μέσα από τη συμμετοχή των φοιτητών/ριών στα όργανα του συλλόγου και τις διεκδικήσεις του, πατώντας πάνω σε συγκεκριμένους κόμβους και συγκεκριμένα πολιτικά επίδικα καθώς και σε μικρές υλικές νίκες οι οποίες θα βελτιώνουν την φοιτητική καθημερινότητα και θα έχουν άμεση επιρροή στις ζωές και στις σπουδές των φοιτητών/ριών. Μέσα από αυτή τη διαδικασία θα υπάρξει η δημιουργία αναπαραστάσεων ενώ σταδιακά θα ανοίγονται και ευρύτερα ζητήματα τα οποία θα συμβάλουν στην περαιτέρω πολιτικοποίηση και ενεργοποίηση των φοιτητικών συλλόγων.

2)Επανοικειοποίηση του Πανεπιστημίου

Οι πολιτικές λιτότητες που  εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας δεν έχουν αφήσει ανεπηρέαστο το πανεπιστήμιο, με αποκορύφωμα τον πρόσφατο νόμο Γαβρόγλου. Οι οικονομικές  συνθήκες αναγκάζουν τον φοιτητή/τρια να  επιταχύνει τον χρόνο τον σπουδών του/της και σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση λόγω των υποχρεωτικών παρακολουθήσεων, προόδων και αλυσίδων, οδήγησαν  στην μετατροπή του Πανεπιστημίου σε έναν αποστειρωμένο χώρο. Στόχος μας θα πρέπει να είναι η επανοικειοποίηση του Πανεπιστημίου και η μετατροπή του σε ένα χώρο πολιτικής και πολιτιστικής αναζήτησης μέσα από Φεστιβάλ, προβολές ταινιών, συλλογικές αναγνώσεις, αντιμαθήματα κ.α. Όλα τα παραπάνω, αποτελούν αντιπαράδειγμα στην κυρίαρχη ιδεολογία η οποία έχει εισβάλλει στο πανεπιστήμιο εντατικοποιώντας τις ζωές μας. Σε κάθε περίπτωση, και ως δικτύωση η οποία αντιλαμβάνεται την ανάγκη να επικοινωνεί το λόγο της ως διαφορετικό και ριζοσπαστικό αφήγημα, το οποίο είναι βασισμένο στις ανάγκες του φοιτητικού κόσμου, θα ήταν γόνιμο να μη διστάσουμε να θέσουμε τα υπάρχοντα μέσα συνδικαλισμού σε μια διαδικασία αμφισβήτησης. Έτσι, αναζητώντας και δημιουργώντας νέους τρόπους παρέμβασης, θα καταφέρουμε να συστήσουμε με τους δικούς μας όρους την ταυτότητα παρουσίας μας. Άλλωστε, είναι απαραίτητο να διατηρηθεί ο ανοιχτός χαρακτήρας του Πανεπιστημίου ως ελεύθερου κοινωνικού χώρου πολιτικού προβληματισμού, κοινωνικοποίησης και πολυεπίπεδης ανάπτυξης των προσωπικοτήτων των φοιτητών/τριών. Σημαντικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση είναι η προσπάθεια να διεξαχθούν συζητήσεις γύρω από τα αντικείμενα σπουδών, το πρόγραμμα και τον τρόπο διδασκαλίας. Επίσης η δημιουργία, όπου είναι δυνατόν, μονίμων πρωτοβουλιών που θα συζητηθούν τα θέματα αυτά και θα προβαίνουν σε δράσεις, σε συντονισμό και με άλλα σχήματα της αριστεράς. Στόχος του επόμενου διαστήματος θα πρέπει να είναι οι συχνότερες διαδικασίες πόλης που στόχου θα έχουν την πολιτική εμβάθυνση των διαδικασιών καθώς και τον σχεδιασμό του επόμενου διαστήμα προσαρμοσμένος στα δεδομένα της εκάστοτε πόλης.

3)Σύνδεση με την κοινωνία

Ως Αριστερή Ενότητα θεωρούμε ότι το Πανεπιστήμιο αποτελεί οργανικό κομμάτι της κοινωνίας. Αυτή η σύνδεση γίνεται και μέσω του γνωστικού αντικειμένου και του ρόλου του φοιτητή ως αυριανού εργαζομένου. Έτσι πιστεύουμε πως θα πρέπει να διεκδικούμε την ολόπλευρη γνώση, ώστε να λειτουργούμε προς όφελος της κοινωνίας και όχι των συμφερόντων του κεφαλαίου. Ακόμα, δεδομένου ότι το πανεπιστήμιο είναι ο κοινωνικός μας χώρος, οφείλουμε να ανοίγουμε σε αυτόν ευρύτερα ζητήματα, συμμετέχοντας σε κινηματικά γεγονότα της εκάστοτε συγκυρίας, συγκροτώντας πρωτοβουλίες και καμπάνιες, διενεργώντας με ακτιβισμούς.

 

  • Αντιρατσισμός-Αντιφασισμός

Οφείλουμε να ιεραρχήσουμε ψηλά στην παρέμβαση μας ζητήματα όπως ο αντιρατσισμός  και ο αντιφασισμός, ιδιαίτερα σε μία περίοδο όπου η ακροδεξιά ρητορική ενισχύεται ολοένα και περισσότερο σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ οι επιθέσεις σε βάρος των μεταναστών αυξάνονται και η Χρυσή Αυγή και αντίστοιχες ακροδεξιές και φασιστικές ομάδες συνεχίζουν τη δράση τους απροκάλυπτα. Η δίκη της «Χρυσής Αυγής» που βρίσκεται σε εξέλιξη οφείλει να μας βρει όχι μόνο στη διαδικασία του δικαστηρίου αλλά και σε όλη την προσπάθεια γνωστοποίησης της εγκληματικής της δράσης. Με όχημα λοιπόν την διεθνιστική αλληλεγγύη έχουμε καθήκον να αντιπαλέψουμε τις πολιτικές θεσμικού ρατσισμού που εφαρμόζονται από Κυβέρνηση και Ε.Ε, διεκδικώντας την κατάργηση της επαίσχυντης συμφωνίας Ε.Ε-Τουρκίας. Επιπλέον οφείλουμε να στηρίζουμε και να ενισχύουμε εγχειρήματα αλληλεγγύης και καταλήψεις στέγης, τόσο γιατί αποτελούν έμπρακτα αντιπαραδείγματα πολιτικής πρακτικής, όσο και ως οριζόντιους και αυτοοργανωμένους χώρους στους οποίους δημιουργούμε συλλογικές αναπαραστάσεις μέσα από διαδραστικές διαδικασίες ανταλλαγής χαρακτηριστικών. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι και η παρέμβασή στα κέντρα κράτησης προσφύγων και την προσπάθεια μας για κοινούς αγώνες με τους πρόσφυγες στα στρατόπεδα. Ακόμη, πρέπει να συνεχίσουμε να παλεύουμε για τη δημιουργία ανοιχτών δομών φιλοξενίας με αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης, για την ένταξη των προσφύγων στον αστικό ιστό, για την ελεύθερη διέλευση των προσφύγων μέσα από ασφαλείς διόδους, για την ικανοποίηση των αιτημάτων οικογενειακής επανένωσης, για τη χορήγηση ασύλου καθώς και για την ισότιμη πρόσβαση των προσφύγων στην εκπαίδευση. Ως Αριστερή Ενότητα οφείλουμε να αντιπαλέψουμε εντός και εκτός σχολών τόσο τον ρατσισμό όσο και τον φασισμό μέσω της καθημερινής μας παρέμβασης αλλά και με την εμπλοκή μας στα κινηματικά γεγονότα αλλά και στις δομές αλληλεγγύης.

  • Έμφυλες διακρίσεις

Η αναφορά στο πρόβλημα των έμφυλων διακρίσεων ως διακριτού ζητήματος μέσα στην υπάρχουσα καπιταλιστικά δομημένη κοινωνία αποτελούσε πάντοτε ένα από τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά της δικτύωσής μας. Η παραδοχή αυτή πρέπει να αποτυπώνεται μέσα από σταθερή ενασχόληση με ζητήματα έμφυλου και συνεχή επικαιροποίηση της ανάλυσής μας για αυτά ώστε να υπάρχει γείωση αυτής στην σημερινή πραγματικότητα. Σε μια πατριαρχικά δομημένη κοινωνία η θέση της γυναίκας υφίσταται ολοένα και περισσότερες καταπιέσεις με πάλαι πότε κεκτημένα να απομακρύνονται βίαια, όπως η αποστέρηση του δικαιώματος άμβλωσης στην Αργεντινή, ενώ το δικαίωμα στην αυτοάμυνα κατά την επίθεση βιασμού δεν αναγνωρίζεται καν από τη δικαστική. Η ποινικοποίηση κάθε θηλυκότητας κυριαρχεί τόσο σε ακροδεξιά όσο και φιλελεύθερα αφηγήματα για το έμφυλο οδηγώντας έτσι και στις πολλαπλές καταπιέσεις που υφίσταται η lgbtqi+ κοινότητα. Όσο εντείνονται τα φαινόμενα σεξισμού, ομοφοβίας και τρανσφοβίας, τόσο περιστατικά βίας όπως η δολοφονία του Zak/της ZackieOh θα συνεχίσουν να έχουν χώρο και να δικαιολογούνται στη συνείδηση του φιλήσυχου πολίτη. Κόντρα σε κάθε πατριαρχική επιβολή, προτάσσουμε τα αιτήματα του αντισεξισμού, της ταυτότητας φύλου, του ελεύθερου σεξουαλικού προσανατολισμού και μαχόμαστε για την πραγματοποίησή τους. Μέσα και έξω από τις σχολές ενισχύουμε κινηματικές διεργασίες με την ενεργό συμμετοχή μας σε αυτές ενώ εξακολουθούμε να προσπαθούμε για τη δημιουργία ενός αυτοοργανωμένου Pride απαλλαγμένο από κεφάλαιο και χορηγούς. Αναγνωρίζουμε κυρίως ότι στον αγώνα ενάντια σε κάθε έμφυλη καταπίεση, τον λόγο έχουν πρώτα και πάνω από όλα οι καταπιεζόμενες ομάδες.

  • Κοινωνικός αποκλεισμός

Σε μια συγκυρία όπου, όπως περιγράφηκε, ο εκφασισμός φτάνει στο απόγειό του, υπάρχει ταυτόχρονα και ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας που ζει χωρίς καμία ορατότητα. Σημαντικό κομμάτι αυτού είναι οι άνθρωποι με αναπηρία, οι οποίοι ελλείψει υποδομών (ραμπών, πεζοδρομίων, φαναριών κλπ) στις περισσότερες περιστάσεις και στις περισσότερες πόλεις είναι αδύνατο να μετακινηθούν και κυριολεκτικά «να υπάρξουν» με τον ίδιο τρόπο όπως οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε άλλος/-η από εμάς. Στην ίδια περίπου κατηγορία εντάσσονται και οι άστεγοι οι οποίοι περνάνε πλήρως απαρατήρητοι και συνεχίζουν να ζουν υπό άθλιες συνθήκες. Αυτό θα μπορούσε δυνητικά να είναι μία πλήρως επιλύσιμη κατάσταση αν οι ιεραρχήσεις του ελληνικού κράτους ήταν διαφορετικές (πχ ανακαίνιση άδειων κτηρίων και πρωτοβουλίες στέγασης αντίστοιχες με εκείνες για τους πρόσφυγες). Μία ακόμα έκφανση της γενικότερης παρακμής της κοινωνίας του σήμερα είναι φυσικά η τοξικοεξάρτηση. Ωστόσο, δεν είναι σε καμία περίπτωση αιτία των προβλημάτων, αλλά περισσότερο αποτέλεσμα αυτών, Μέσα στα πράγματα που, ως δικτύωση αριστερών σχημάτων, πρέπει να απαιτούμε είναι σωστή πρόνοια για εκείνους και εκείνες που πλήττονται. Ο τρόπος για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση δεν είναι σε καμία περίπτωση επιχειρήσεις «σκούπα» και ποινικοποίηση των χρηστών αλλά αντίθετα, δομές στήριξης και παροχής αλληλεγγύης. Συμπερασματικά και σε αυτό το πλαίσιο, μέσα στις διεκδικήσεις μας πρέπει να εντάξουμε και την σωστότερη ένταξη και ενσωμάτωση στον αστικό ιστό των ανθρώπων εκείνων που συνήθως απλά παραβλέπουμε.

  • Δικαιώματα-Δημοκρατικές Ελευθερίες

Σε μία περίοδο όπου το κράτος αυταρχικοποιείται όλο και πιο πολύ, όπου η συνδικαλιστική δράση ποινικοποιείται αλλά και τα πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων επανέρχονται με τρόπο άτυπο (Ηριάννα Β.Λ) κρίνεται αναγκαίο να αντισταθούμε στην διατήρηση και προέκταση του τρομονόμου 187Α  μέσα από την συμμετοχή μας σε πρωτοβουλίες και καμπάνιες οι οποίες θίγουν τα συγκεκριμένα ζητήματα με σκοπό να σταματήσουν το καθεστώς κανονικοποίησης της περιστολής των κοινωνικών μας ελευθεριών. Παράλληλα ο νέος σωφρονιστικός κώδικας προς ψήφιση φέρνει νέους περιορισμούς στις ζωές των κρατουμένων και αποκτά εντονότερα τιμωρητικό χαρακτήρα. Συνοπτικά, προβλέπονται αλλαγές ως προς τις άδειες των κρατουμένων, η χορήγηση των οποίων θα εξαρτάται καθοριστικά από τον εισαγγελέα ,αυστηρότερες συνθήκες κράτησης σε συγκεκριμένα καταστήματα, επιβολή ”βραχιολιού” κατά τη διάρκεια της άδειας ,καταγραφή τηλεφωνικών αριθμών που δικαιούται να καλεί κάθε κρατούμενος/η και αφαίρεση εκπαιδευτικού δικαιώματος σε περίπτωση πειθαρχικού παραπτώματος.  Ως δικτύωση  λοιπόν, κατεξοχήν ευαισθητοποιημένη με την κατοχύρωση των δικαιωμάτων όλων των κοινωνικών ομάδων, οφείλουμε να εμπλακούμε στον αγώνα των κρατούμενων απέναντι στην κατάσταση στο σωφρονιστικό σύστημα και στο νέο κώδικα για αυτό, συνδέοντάς τον με κάθε διαδικασία αντίστασης στον αποκλεισμό και την καταπίεση, ώστε να εμπνευστεί και η ίδια η φοιτητική κοινότητα από τέτοιες κινητοποιήσεις.

  • Πλειστηριασμοί

Την ώρα που οι πολιτικές λιτότητας φέρνουν σε ακόμα πιο δυσμενή θέση τα κατώτερα στρώματα η κυβέρνηση έδω και ένα χρόνο έχει ξεκινήσει τους πλειστηριασμούς, ακόμα και αυτούς της πρώτης κατοικίας. Οι πλειστηριασμοί αντιμετωπίζονται ως ένα είδος αντιβίωσης για το τραπεζικό σύστημα, το κοινωνικό κόστος της οποίας (άρση της προστασίας της πρώτης κατοικίας κα) δεν υπολογίζεται και δεν ενδιαφέρει. Όσο και αν προσπαθεί η κυβέρνηση και οι τράπεζες να ενοχοποιήσουν τον κόσμο που απειλείται και να τους παρουσιάσουν ως επιπόλαιους και κακοπληρωτές, το κίνημα βρίσκεται εκεί για να υπερασπιστεί τους ανέργους, τους χαμηλόμισθους, τους απολυμένους της κρίσης- και τις οικογένειες τους Στο επόμενο διάστημα λοιπόν θα πρέπει να στηρίξουμε τις πρωτοβουλίες που θα λάβουν χώρο για το εν λόγω ζήτημα καθώς κα να συμμετάσχουμε ενεργά στην ακύρωση τους.

  • Κεντρικοπολιτικό πεδίο-Εργασιακά

Ανέκαθεν ως Αρ.Εν, πέρα από τις φοιτητικές διεκδικήσεις, στο επίκεντρο της προσοχής μας βρίσκονταν και οι αγώνες των εργαζομένων καθώς και τα εργασιακά ζητήματα. Αυτό αναβαθμίζεται σε μια περίοδο που ως φοιτητές/τριες συχνά αναγκαζόμαστε να εργαστούμε για να βιοποριστούμε. Στο πλαίσιο αυτό συνεχίζουμε να ανοίγουμε ζητήματα κεντρικοπολιτικού ενδιαφέροντος. Έχοντας λοιπόν αναγνώσει τη νέα ταυτότητα φοιτητή-εργαζόμενου θέτουμε ως στόχο την όσο το δυνατόν πιο ενεργή εμπλοκή μας στα εκάστοτε εργατικά σωματεία. Έτσι συμμετέχουμε στους αγώνες της υπόλοιπης νεολαίας και των εργαζομένων ενάντια στη λιτότητα, τις περικοπές σε ασφάλιση, μισθούς και συντάξεις σε μια προσπάθεια προάσπισης των εργασιακών δικαιωμάτων και της επαγγελματικής μας προοπτικής. Όλα αυτά έχουν μια ιδιαίτερη σημασία ειδικά σε μια περίοδο που το εργατικό κίνημα ανασυντάσσεται προσπαθώντας να αντισταθεί στην περιστολή των συνδικαλιστικών ελευθεριών που εκπορεύεται αφενός από τον περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κι αφετέρου από την ολοένα και πιο συχνή κήρυξη απεργιών ως παράνομων και καταχρηστικών (αγώνας στο λιμάνι της Cosco).

 

Ανασύνθεση

Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια επικρατεί κλίμα απογοήτευσης και αδράνειας στην ευρύτερη κοινωνία ωστόσο η κατάσταση αυτή παρατηρείται και εντός της αριστεράς συμβάλλοντας στην αποσυσπείρωση της. Η ίδια εικόνα γίνεται εμφανής και στο Πανεπιστήμιο καθώς οι φοιτητές επιλέγουν όλο και συχνότερα να ακολουθήσουν τη λογική του ατομικού δρόμου ενώ απομακρύνονται από τη συλλογικότητα, απαξιώνοντας τις συλλογικές διεκδικήσεις, τα όργανα και τις διαδικασίες των συλλόγων.  Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η αδυναμία της φοιτητικής αριστεράς να αφουγκραστεί τις ανησυχίες και τις ανάγκες του σύγχρονου φοιτητή στην καθημερινότητά του και κατ επέκταση να απαντήσει στα ζητήματα που προκύπτουν και τα οποία αφορούν είτε το Πανεπιστήμιο είτε ευρύτερα την κοινωνία. Ως Αριστερή Ενότητα αντιλαμβανόμαστε τη συγκεκριμένη κατάσταση και έχουμε ήδη περιγράψει την ανάγκη για μια πιο ευρεία αλλά και ουσιαστική συνεννόηση της αριστεράς, θέτοντας με πολύ εμφατικό τρόπο το ζήτημα της ανασύνθεσης, ως μια διαδικασία εμβάθυνσης της πολιτικής συζήτησης. Η διαδικασία αυτή για εμάς οφείλει να πάρει τα χαρακτηριστικά του ουσιαστικού διαλόγου, της ανταλλαγής και ζύμωσης των ιδεών, κάνοντας παράλληλα πράξη την ενότητα μέσω της κοινής δράσης των αριστερών σχημάτων και συλλογικοτήτων ανά κοινωνικό χώρο.

Το ζήτημα της ανασύνθεσης αποτελεί κομμάτι της αφήγησης της ΑΡΕΝ αλλά και σημείο συζήτησης εδώ και τρία χρόνια, γι αυτό κρίνεται απαραίτητο τη δεδομένη στιγμή να κάνουμε μια συνολική αποτίμηση των βημάτων που έχει κάνει η διαδικασία ώστε να εξάγουμε ορισμένα συμπεράσματα. Αυτά αφορούν αρχικά τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να συνεχίσουμε να παλεύουμε προς την κατεύθυνση της ανασύνθεσης της αριστεράς στο Πανεπιστήμιο, αλλά και για το πως η διαδικασία αυτή επηρεάζει τη λειτουργία των σχημάτων και της δικτύωσης γενικότερα.

Η πρώτη βασική παραδοχή που πρέπει να γίνει είναι το γεγονός πως η διαδικασία της ανασύνθεσης ως τώρα δεν έχει χαρακτηριστεί από γραμμικότητα καθώς  υπάρχουν αναχώματα που αφορούν τις διαφορετικές χρονικότητες οι οποίες υπάρχουν ανά πόλη αλλά και ανά σχολή. Τα αναχώματα αυτά βέβαια δεν αφορούν μόνο τις χρονικότητες αλλά σχετίζονται και με πολιτικές λογικές που ακολουθούν ένα σεχταριστικό δρόμο. Παράλληλα παρά τα βήματα που έχουν μετρηθεί στην ανασυνθετική διαδικασία υπάρχει και μια μεθοδολογία που παραβλέπει τον από τα κάτω χαρακτήρα και δεν ιεραρχεί το πολιτικό υπόβαθρο. Σε αρκετές περιπτώσεις οι διαδικασίες ήταν προωθητικές και αποτιμώνται θετικά καθώς υπήρξε πολιτική συζήτηση μεταξύ σχημάτων της αριστεράς και με όρους καλύτερους σε σχέση με το παρελθόν. Αποδείχθηκε λοιπόν πως η ανασύνθεση με αυτά τα χαρακτηριστικά λειτουργεί προωθητικά και στην πολιτικοποίηση και παρέμβαση των σχημάτων, αλλά και στην υλοποίηση κοινών πρωτοβουλιών και δράσεων στις σχολές. Παρ’ όλα αυτά ίσως περισσότερες είναι οι περιπτώσεις όπου τα σχήματα κυρίως της περιφέρειας έχοντας ως βασικό στόχο την δημιουργία μιας ενωτικής σχέσης με άλλα αριστερά σχήματα εντός των σχολών, ήρθαν αντιμέτωποι με σεχταριστικές και μικροηγεμονικές λογικές, οι οποίες λειτουργούν ως τροχοπέδη στην επίτευξη μιας προωθητικής διαδικασίας για την επίτευξη της ανασύνθεσης.

Ως Αριστερή Ενότητα, δεν θεωρούμε τις φοιτητικές εκλογές ως το σημαντικότερο κόμβο της ανασύνθεσης, αλλά αντιλαμβανόμαστε το συμβολικό τους βάρος και την ανάγκη καλύτερων συσχετισμών εντός ΔΣ.  Πιστεύουμε έτσι πως ένα ενωτικό στίγμα μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα στη μείωση της αποχής, στην αντιπαράθεση μας με τις καθεστωτικές δυνάμεις των ΔΑΠ-ΠΑΣΠ και στην ανάδειξη ενός συλλογικού τρόπου πάλης για τη ζωή και τις σπουδές μας. Έτσι λοιπόν αποτιμούμε θετικά τα κοινά εκλογικά κατεβάσματα των δυο τελευταίων χρόνων και πιστεύουμε πως μπορούν να αποτελέσουν βάση για την έναρξη πολιτικής συζήτησης και κοινών διαδικασιών μεταξύ σχημάτων της αριστεράς.

Καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η διαδικασία της ανασύνθεσης όπως την περιγράφουμε είναι κεντρικής σημασίας για τη συσπείρωση της αριστεράς, την αντιμετώπιση της αδράνειας στο Πανεπιστήμιο, την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των φοιτητών στη συλλογικότητα και την αναζωπύρωση του φοιτητικού κινήματος. Επομένως τα σχήματα της Αριστερής Ενότητας, ιδιαίτερα αυτά που έχουν ήδη μετρήσει  βήματα σ αυτήν την κατεύθυνση, οφείλουν να ιεραρχούν ψηλά το ζήτημα της ανασύνθεσης, ώστε να βγουν με πιο δυναμικούς όρους στο προσκήνιο της πάλης στο Πανεπιστήμιο ενάντια στην εντατικοποίηση και την κανονικότητα που μας επιβάλλεται. Στις περιπτώσεις τις οποίες δεν υπάρχει το έδαφος για να αναπτυχθεί πολιτικός διάλογος και ανασυνθετικές διαδικασίες από τα κάτω αλλά επικρατούν ηγεμονικές τάσεις, κρίνουμε πως θα πρέπει να επανεξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο επιχειρούμε την διαδικασία της ανασύνθεσης. Παρόμοια, χρειάζεται να επανεξετάσουμε τις τακτικές μας και όταν η χρησιμοθηρική και επιφανειακή συγκόλληση των αριστερών δυνάμεων υπερισχύει της ουσιαστικής ανασύνθεσης. Βέβαια, δε θα πρέπει η στασιμότητα στον ανασυνθετικό τομέα να αποτελεί εμπόδιο στη λειτουργία των σχημάτων· αντίθετα, είναι σημαντικό πάντα να στοχεύουμε στην επανανοηματοδότηση της παρέμβασής μας στους κοινωνικούς μας χώρους.

Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί πως η ανασυνθετική διαδικασία δεν έχει κινηθεί με τους ρυθμούς που περιμέναμε. Η υπέρμετρη αισιοδοξία που είχαμε στην αρχή του εγχειρήματος, αλλά και τα εμπόδια που συναντάμε στην πορεία αυτή μας απογοητεύουν και μας βάζουν πολλές φορές σε μια διαδικασία επερώτησης της «ορθότητας» της ανάλυσης μας. Αυτό είναι υγιές καθώς σε ό,τι κάνουμε πρέπει να βλέπουμε τι βήματα μετράει και κατά πόσο κινείται στην κατεύθυνση που θέλουμε. Ωστόσο η παραδοχή ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν οι όροι για υπέρβαση των υπαρχόντων δικτυώσεων και η εκτίμηση ότι δεν θα υπάρξουν στο άμεσο μέλλον δεν είναι ικανή για να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα μιας ποιοτικά νέας αριστεράς. Μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να είναι σύντομη και βλέποντας την κατάσταση στους συλλόγους και στην αριστερά τίποτα δεν μπορεί να μας πείσει ότι αυτός ο στόχος δεν είναι αναγκαίος. Με σεβασμό στα ταυτοτικά μας χαρακτηριστικά, την αυτονομία των σχημάτων αλλά και των κοινωνικών μας χώρων, βάζοντας τέλος στην απογοήτευση και στην εσωστρέφεια της αριστεράς πρέπει να αντιληφθούμε ότι ο μόνος τρόπος για να μετρήσουμε βήματα είναι η ζύμωση με τις υπόλοιπες δυνάμεις μέσα από διαδικασίες με πολιτικό υπόβαθρο και κυρίως μέσα από εμπλοκή σε κινηματικά γεγονότα. Η συζήτηση λοιπόν πρέπει να επικεντρωθεί στα πραγματικά επίδικα στα οποία θα επιδιώξουμε να απαντήσουμε από κοινού με τις άλλες δυνάμεις της φοιτητικής αριστεράς. Αυτό που θα προωθήσει εν τέλει την δημιουργία μιας νέα αριστεράς δεν είναι οι ατέρμονες συζητήσεις για το σχέδιο της κάθε δύναμης  για την αριστερά αλλά οι κοινές πρακτικές, το πολιτικό περιεχόμενο και κυρίως οι συλλογικές αναπαραστάσεις στους κοινωνικούς μας χώρους αλλά και στον δρόμο, ακόμα και με δυνάμεις που δεν έχουν την ίδια αντίληψη για το ανασυνθετικό εγχείρημα. Έτσι μόνο μπορεί να δημιουργηθεί μια αριστερά αντάξια των περιστάσεων, που θα συσπειρώσει ξανά την πληττόμενη νέα γενιά, ώστε να διεκδικήσει το μέλλον που της στερούν.