ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑ
Παρά την υποτιθέμενη ανάκαμψη του καπιταλιστικού συστήματος σε διεθνές επίπεδο, μετά την κρίση που έκανε την εμφάνιση της το 2008, η αποτυχία του καπιταλισμού οφείλεται σε πολύ πιο δομικά του στοιχεία και αυτό μπορεί να αναγνωριστεί από τη συνεχόμενη βίαιη φτωχοποίηση των κατώτερων στρωμάτων. Οι πολιτικές λιτότητας και η συσσώρευση του κεφαλαίων μέσω αυτών, στα χέρια των «από πάνω», συνεχίζουν να εφαρμόζονται ανεξάρτητα από την αναποτελεσματικότητα τους, δημιουργώντας έτσι μια διάχυτη απελπισία και ζοφερότητα για το μέλλον. Να μας θυμίσουν πως δεν είναι όλα μαύρα και να μας τροφοδοτήσουν με ελπίδα, έρχονται οι πρόσφατες εξελίξεις από το Εκουαδόρ (Ισημερινός), που ο εξεγερμένος λαός κατόρθωσε νικηφόρα να αντισταθεί και να ανατρέψει την συμφωνία της κυβέρνησης Μορένο με το ΔΝΤ, για επιβολή πακέτου λιτότητας και νεοφιλελεύθερων μέτρων. Αντίστοιχα, έχει ξεσπάσει ένα κίνημα πολιτικής αμφισβήτησης, ένα κίνημα με αφετηρία κινητοποιήσεις φοιτητ(ρι)ών και μαθητ(ρι)ών, το οποίο τάσσεται ενάντια στις κοινωνικές ανισότητες, ενάντια στην αφαίρεση ελευθεριών, ενάντια στη φτωχοποίηση των από κάτω. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Χιλή όπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχουν βγει στους δρόμους, έρχονται σε αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία και το στρατό, διεκδικώντας μια δίκαια κοινωνία. Τέτοιες νίκες δηλώνουν πως ο σύγχρονος καπιταλισμός κάθε άλλο παρά ανίκητος είναι. Ωστόσο, προς το παρόν η πολιτική του κεφαλαίου φαίνεται να διαχειρίζεται τα μικρά της επεισόδια και ταυτόχρονα να έχει καταστροφική επίδραση στις ζωές μας.
Αυτήν την καταστροφική της διάσταση αντιλαμβανόμαστε ξεκάθαρα στο αποτύπωμα της στο περιβάλλον. Πρόσφατη είναι μάλιστα η μνήμη από τις ολέθριες φωτιές που προκάλεσαν ανυπολόγιστες καταστροφές στο οικοσύστημα του Αμαζονίου, φωτιές στο όνομα της απληστίας της κερδοφορίας, φωτιές για χάρη μεγάλων βιομηχανιών κρέατος, φωτιές για χάρη εξορύξεων πετρελαίου και χρυσού. Η κυβέρνηση του ακροδεξιού Μπολσονάρου, δεν έκανε τίποτα για να σβήσει τις φωτιές και μετέφρασε την καταστροφή του δάσους σε οικονομική ανάπτυξη αδιαφορώντας πλήρως για την απειλή των ιθαγενών πληθυσμών, των οποίων σπίτι τους είναι το δάσος του Αμαζονίου. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την επιλογή ενός πολύ φτωχώτερου γειτονικού κράτους, της Βολιβίας να προχωρήσει στην αγορά ενός super-tanker για να ενισχύσει την κατάσβεση της πυρκαγιάς, πράγμα που αποδεικνύει ότι τα καταστροφικά αποτελέσματα ήταν ξεκάθαρα πολιτική επιλογή. Δεν ξεχνάμε βεβαίως ότι το κράτος της Βολιβίας έχει συναινέσει παλαιότερα στην αποψίλωση κομματιών του Αμαζονίου για την δημιουργία καλλιεργειών. Όσο, όμως, το μεγαλύτερο οικοσύστημα του πλανήτη φλέγονταν η αντίδραση των υπόλοιπων ηγετών του κόσμου δεν υπήρξε καλύτερη από αυτήν του Μπολσονάρου, αφού στην σύνοδο τους οι G7 παρά την εικονική τους παραδοχή ότι οι φωτιές αυτές αποτελούν απειλή για την ανθρωπότητα, η ουσιαστική τους αντίδραση ήταν να διαθέσουν 18 εκ. € ως ανθρωπιστική βοήθεια προς την Βραζιλία, ποσό το οποίο κρίνεται ελάχιστο. Ταυτόχρονα, η κουλτούρα της αδιάκοπης και ασυνείδητης κατανάλωσης, τροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο αύξησης θερμοκρασίας-εμφάνισης αδιαχείριστων πυρκαγιών-λιώσιμο πάγων, με το παράδειγμα των δασικών πυρκαγιών της Σιβηρίας να ξεχωρίζουν. Μια καταστροφή που άφησε αδιανόητες συνέπειες στο πέρας της, καθώς η επιστημονική κοινότητα προειδοποιεί για ακόμη μικρότερο χρονικό περιθώριο ανθρώπινης παρέμβασης.
Η καταστροφική της διάσταση αναγνωρίζεται και σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού, καθώς το κεφάλαιο καταστρέφει ολόκληρες πόλεις και χωριά, σε μια προσπάθεια ανεύρεσης νέων αγορών για να διοχετεύσει τα όπλα του ώστε να συντηρήσει ακμαία την βιομηχανία οπλικών συστημάτων. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Υεμένη, στον πόλεμο με την Σαουδική Αραβία , που βίωσε μια ανθρωπιστική κρίση αδιανόητων διαστάσεων, με παραπάνω από 10.000 ανθρώπους να έχουν χάσει τη ζωή τους και με τον πληθυσμό που κατάφερε να επιβιώσει να έρχεται αντιμέτωπος με έναν από τους μεγαλύτερους λιμούς των τελευταίων δεκαετιών. Αντίστοιχος είναι και ο διαρκής και ατέρμονος πόλεμος με πρωταγωνιστικό θύμα αυτή τη φορά, την Παλαιστίνη, που βιώνει το πρωτόγνωρο φαινόμενο στις μέρες μας, την αποικιοκρατία. Παλαιστίνιοι/ες και έποικοι υπόκεινται σε διαφορετική νομοθεσία και διαφορετικά δικαστήρια, ο αγώνας τους, λοιπόν, δεν είναι απλά ένας αγώνας εδαφικής κατοχύρωσης, αλλά κυρίως ένας αγώνας δικαιοσύνης. Τυχαίες επίσης δεν είναι και οι ασταμάτητες επιθέσεις της τουρκικής ιμπεριαλιστικής πολεμικής μηχανής στη Βορειοανατολική Συρία, με την έγκριση του Τραμπ και την ανοχή της ΕΕ. Η αμεσοδημοκρατία καθώς και η αμφισβήτηση του κυρίαρχου καπιταλιστικού μοντέλου έθεσε στο επίκεντρο την κουρδική κοινότητα η οποία βάλλεται από τα πυρά της Τουρκίας και της Ρωσίας. Πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η συμφωνία Ερντογάν και Πούτιν για τη ζώνη ασφαλείας στη Βόρεια Συρία και την επακόλουθη εκδίωξη των Κούρδων. Επίσης, ενώ η Ρωσία ελέγχει ένα κομμάτι του εναέριου χώρου της Συρίας, έχει επιτρέψει τις συνεχόμενες εναέριες επιθέσεις και βομβαρδισμούς. Αποδεικνύεται περίτρανα λοιπόν, ότι ο ιμπεριαλισμός θα στοχοποιεί όλους όσους τολμούν να αντιστέκονται και να αμφισβητούν το κυρίαρχο μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας. Δεν θα μπορούσαμε όμως να μην αναφερθούμε και στη στόχευση της εξόντωσης που διαπράττεται σε βάρος των Κούρδων που δεν είναι άλλη από τη συσσώρευση των προσφυγικών ροών στη συγκεκριμένη περιοχή, δημιουργώντας νέα κολαστήρια παίζοντας με αυτό τον τρόπο νέα παιχνίδια στις πλάτες των καταπιεσμένων και των κατατρεγμένων. Σε αυτό το σημείο θα άξιζε να αναφερθεί ότι η Ροζάβα έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θέλουμε μια κοινωνία να έχει όπως η απουσία οργάνωσης στα πλαίσια του αστικού κράτους και η έλλειψη των μηχανισμών του, η επερώτηση των πατριαρχικών προτύπων και η γυναικεία απελευθέρωση καθώς και η οικολογία. Το κοινωνικό πείραμα της Ροζάβα είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να κριθεί στο τώρα, όμως ενέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που θέλουμε να περιλαμβάνει και ο κόσμος που ονειρευόμαστε.
Η απάντηση σε αυτούς τους αδιάκοπους πολέμους είναι μια Ευρώπη-φρούριο με κλειστά σύνορα (συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας) και χώρες εισόδου που δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες να υποδεχτούν και να ενσωματώσουν έναν αριθμό ατόμων που τους αναλογεί. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται μια δυστοπική καθημερινότητα, με ένα ασταμάτητο αίσθημα διωγμού για τους πρόσφυγες, που πασχίζουν να έρθουν στην «ανοιχτή ευρωπαϊκή αγκαλιά» και καταλήγουν στη φιλελεύθερη Δύση του εθνικισμού και της ακροδεξιάς. Σε συνέχεια αυτής της πολιτικής, βλέπουμε να πολεμάται η όποια προσπάθεια διάσωσης των προσφύγων από την ανοιχτή θάλασσα (βλ. ποινικές διώξεις σε καπετάνισσες-διασώστριες, κλείσιμο λιμανιών και κατασχέσεις πλοίων) πράγμα που σημαίνει την απόλυτη ποινικοποίηση της αλληλεγγύης. Η πολιτική των κλειστών συνόρων, δεν είναι τυχαία, τροφοδοτεί και τροφοδοτείται με την άνοδο της ακροδεξιάς όπως αναδύθηκε στο ευρωπαϊκό σκηνικό στις εκλογές του Μαΐου (Λεπέν, Σαλβίνι, Όρμπαν, Καζίνσκι κλπ) και θρέφει μια αναπόληση των μαύρων εποχών της Ευρώπης του φασισμού. Αυτό μάλιστα φαίνεται καθώς η ίδια η ΕΕ για να ξεπλύνει ακόμα μια φορά τέτοιου είδους αυταρχικές κυβερνήσεις, δε διστάζει να ταυτίσει μία από τις πιο απελευθερωτικές ιδεολογίες, με τις πιο μαύρες σελίδες τις ιστορίας, το ναζισμό και έτσι να τον απαλλάξει από ένα φορτίο καταδίκης, νομιμοποιώντας στις συνειδήσεις όλων μας, πως η ψήφος σε μια ακροδεξιά κυβέρνηση δεν έχει και τόσο μεγάλο αντίκτυπο.
ΕΓΧΩΡΙΑ ΣΥΓΚΥΡΙΑ
Το νέο τοπίο που διαμορφώθηκε από το αποτέλεσμα της κάλπης της 7ης Ιούλη 2019, όπου ανέδειξε τη ΝΔ αυτοδύναμη σε μια δικομματική μάχη με την πρώην σοσιαλφιλελεύθερη Κυβέρνηση του Σύριζα είναι ιδιαίτερα αρνητικό για τον τόπο και τον λαό. Είναι γεγονός πως η νέα Κυβέρνηση έχει δείξει τις διαθέσεις της από πολύ νωρίς, με μια πολιτική ατζέντα που συνιστά ουσιαστικά μια ολομέτωπη επίθεση στην κοινωνία. Παρόλα αυτά, οι ως τώρα αντιδράσεις που έχουν υπάρξει δεν είναι της ίδιας έκτασης με την επίθεση που εξαπολύει η ΝΔ. Με άλλα λόγια η κοινωνία έχει περάσει σε μία νέα κανονικότητα που το επίπεδο της συναίνεσης είναι αυξημένο. Η απογοήτευση της προηγούμενης περιόδου αποτυπώθηκε σε ένα βαθμό σε μια συντηρητική μετατόπιση στο κοινωνικό πεδίο. Αυτή η κατάσταση δεν είναι κάτι που προέκυψε μετά την εκλογή της ΝΔ, αλλά είναι απόρροια της πολιτικής που εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το νεοφιλελεύθερο δόγμα (TINΑ) κυριάρχησε και οι πολιτικές λιτότητας εμπεδώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια ως πρόδρομος, και έτσι άνοιξαν το δρόμο για τη ΝΔ. Εν τέλει αυτή ακριβώς η εμπέδωση ήταν η καλύτερη πάσα στη ΝΔ, ώστε να επιβεβαιωθεί η πολιτική της αντίληψη και να της δοθεί η δυνατότητα να εφαρμόσει τα πιο σκληρά αντιλαϊκά μέτρα, χωρίς ντροπή.
Υιοθετώντας πλήρως τη λογική της «Ευρώπης-Φρούριο», η Κυβέρνηση Μητσοτάκη κατήργησε το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, και ενέταξε τις αρμοδιότητες του στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, αντιμετωπίζοντας τους μετανάστες και πρόσφυγες ως κίνδυνο και απειλή για τη δημόσια ασφάλεια. Την ίδια στιγμή, ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γ. Βρούτσης ανακάλεσε την εγκύκλιο με την οποία απλοποιούνταν οι διαδικασίες απόδοσης ΑΜΚΑ σε μετανάστες, αιτούντες διεθνούς προστασίας, ασυνόδευτα προσφυγόπουλα κάνοντας ακόμα πιο ανασφαλή τη ζωή των κατατρεγμένων. Επιπλέον, η ΝΔ έρχεται να αναβαθμίσει το πρόγραμμα goldenvisa το οποίο θεσπίστηκε επί Σαμαρά αλλά εφαρμόστηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Συγκεκριμένα, πλέον όποιος πολίτης τρίτης χώρας αγοράσει ακίνητο αξίας άνω των 2 εκ. €, θα λαμβάνει την ελληνική υπηκοότητα. Παρατηρούμε λοιπόν, μία ενέργεια η οποία κάνει στα μάτια μας ακόμα πιο ξεκάθαρο το ότι οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τον προσφυγικό και το μεταναστευτικό κόσμο με ταξικά κριτήρια, καθώς οι έχοντες λαμβάνουν υπηκοότητα, την ώρα που οι μη έχοντες στοιβάζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης με άθλιες συνθήκες διαβίωσης ή επαναπροωθούνται. Η κατάσταση στα ΚΥΤ γίνεται περαιτέρω ανυπόφορη, με πρόσφυγες/προσφύγισσες και μετανάστ(ρι)ες να ζητούν απεγνωσμένα φυγή από τα νησιά, μετά τις δυο μεγάλες φωτιές. Στο ΚΥΤ Σάμου που μπορεί να στεγάσει 680 άτομα στοιβάζονται 6 χιλιάδες. Τα ίδια συμβαίνουν και στο ΚΥΤ Λέσβου όπου είχαμε νεκρούς από την φωτιά που ξέσπασε. Τα κονδύλια για τη σίτιση και τις βασικές ανάγκες των προσφυγ(ισσ)ων μειώνονται χρόνο με το χρόνο ενώ οι μεταναστευτικές ροές έφτασαν φέτος τα δεδομένα του 2015. Παράλληλα, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη σε συνεργασία με την Frontex και τηρώντας την απαίτηση της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας εγκατέστησε στη Σάμο αερόπλοιο τύπου «Ζέπελιν», το οποίο παρακολουθεί και καταγράφει τις προσφυγικές ροές στην ευρύτερη περιοχή. Επομένως, είναι πολιτική επιλογή οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα camps και ο κοινωνικός αποκλεισμός των προσφύγων εκτός αστικού ιστού. Στα «μέτρα αντιμετώπισης» συμπεριλαμβάνεται η ενισχυμένη φύλαξη των συνόρων με τη βοήθεια της Frontex και του ΝΑΤΟ, η κατάργηση του β’ βαθμού δικαιοδοσίας στις αιτήσεις ασύλου και ο σχεδιασμός χιλιάδων επαναπροωθήσεων μέσα στο 2020.
Κεντρικός πυλώνας της δράσης της ΝΔ αποτελεί μάλιστα και η πιστή εφαρμογή του δόγματος «ησυχία τάξη και ασφάλεια». Μπορούμε πλέον να μιλάμε για εμφανή αστυνομοκρατία του κέντρου της Αθήνας, και όχι μόνο, με πάνοπλους αστυνομικούς (μαύρους πάνθηρες) διάσπαρτους σε πολλά κομβικά σημεία της πόλης δίνοντας μια εικόνα πλήρους κανονικοποίησης της καθημερινής παρουσίας ένοπλων αρχών. Προφανώς η παραπάνω κατάσταση είναι πιο έντονη στα Εξάρχεια με τις διμοιρίες των ΜΑΤ τοποθετημένες ακόμη πιο πυκνά στην περιοχή. Αυτό δεν είναι τυχαίο καθώς τα Εξάρχεια αποτελούν μια περιοχή με ιδιαίτερο χαρακτήρα. Αν και στο κέντρο της πόλης, δεν έχει ευδοκιμήσει η τουριστική και επιχειρηματική εκμετάλλευση τους ενώ παράλληλα διατηρούν ένα κινηματικό χαρακτήρα μέσω καταλήψεων, κοινωνικών χώρων αλλά και των ατόμων που συχνάζουν σε αυτά. Για την εξάλειψη αυτών ακριβώς των ιδιαιτεροτήτων έχει στηθεί ένα αφήγημα που παρουσιάζει την περιοχή ως άνδρο ανομίας και μη φιλική προς τους κατοίκους μεγεθύνοντας υπερβολικά το πρόβλημα της εγκληματικότητας στην περιοχή (για το οποίο οι δυνάμεις καταστολής ουδέποτε σκόπευαν να λάβουν δράση όπως αποδεικνύεται). Η μόνη δράση που έχουν οι αρχές στην περιοχή ήταν η καταστολή και ο εκφοβισμός που παίρνουν τη μορφή απειλών, σεξιστικών και ομοφοβικών σχολίων καθώς και βίαιων επιθέσεων και εκκενώσεων κοινωνικών χώρων/καταλήψεων. Η πλειονότητα των κτηρίων που εκκενώθηκαν αποτελούσαν χώρους στέγασης προσφυγ(ισσ)ων και μεταναστ(ρι)ών οι οποίοι/ες οδηγήθηκαν με τη βία σε χώρους κράτησης και Camps. Στόχος των παραπάνω είναι η ανάπλαση της περιοχής, η εναρμόνισή της με τα δυτικά πρότυπα πόλης και η παράδοσή της στο κεφάλαιο. Το απτό παράδειγμα του Airbnb, με την απουσία νομοθετικού πλαισίου, δυσκολεύει την εύρεση σπιτιού με φθηνό ενοίκιο και εντείνει τις εξώσεις, γεγονός που ανοίγει και στη χώρα μας τη συζήτηση γύρω από το δικαίωμα στην πόλη και τον αποκλεισμό ταξικών και καταπιεσμένων κομματιών του πληθυσμού από το κέντρο. Την ίδια στιγμή η ενημέρωση σχετικά με την κατάσταση φιμώνεται, αφού ρεπόρτερ και αγωνίστριες/ές προσάγονται ή συλλαμβάνονται, για να μπορεί ο ΣΚΑΙ και τα υπόλοιπα αστικά media να αναπαράγουν fake news ανενόχλητα.
Σιγά σιγά, οδεύουμε στη λήξη της Δίκης της ΧΑ κάτι που στοίχισε ακριβά στους νεοναζί, που συνετρίβησαν εκλογικά. Παρά την έξοδο της Χ.Α. από τη Βουλή, η φασιστική απειλή δεν έπαψε να υπάρχει. Η «ελληνική λύση» του Βελόπουλου μπορεί να μην έχει τη δομή ενός ναζιστικού μορφώματος, με την αρχή του αρχηγού και τα τάγματα εφόδου, αλλά συνεχίζει να αποτελεί κίνδυνο, καθώς αναπτύσσει δημόσια ρατσιστικές και ακροδεξιές ρητορείες. Πέρα από αυτό, η κυβέρνηση ΝΔ υποθάλπει στους κόλπους της φασίστες, όπως ο Βορίδης, ο οποίος κατέχει μάλιστα και υπουργική θέση, αλλά και ο βουλευτής της Μπογδάνος, που πέρα από δημόσια επίθεση στην LGBTQI+ κοινότητα και τους πρόσφυγες, επιδίδεται κατά καιρούς και σε ακροδεξιά παραληρήματα ( βλ. και εξαγγελίες βουλευτών ΝΔ και επιστολή Προέδρου ΟΝΝΕΔ Πεντέλης κατά προσφύγων και μεταναστών ). Παράλληλα ο φασισμός συνεχίζει να ζει και στις γειτονιές, όπου βλέπουμε περιστατικά κοινωνικού κανιβαλισμού (λιθοβολισμός πλοίου διάσωσης προσφύγων στην Λέσβο). Οι νεοναζί της ΧΑ, που όπως όλα δείχνουν θα καταδικαστούν, με ορατό τον κίνδυνο επιβολής μειωμένων ποινών λόγω αλλαγής του Π.Κ. επί ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκονται σε αναβρασμό, αλληλοκατηγορούνται και διαψεύδουν ομολογίες συντρόφων τους, με τα στοιχεία και τις μαρτυρίες που υπάρχουν να λειτουργούν εναντίον τους. Σε κάθε περίπτωση μπορεί και η έξαρση γύρω από το Μακεδονικό να κατευνάστηκε, η Ακροδεξιά όμως θα συνεχίσει να βρίσκει προτάγματα γύρω από τα οποία θα συσπειρώνεται (βλ. προσφυγικό).
Καταρχάς, το κράτος και η εργοδοσία παρεμβαίνουν στα συνδικάτα με τη θέσπιση του «Μητρώου Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων» στο υπουργείο Εργασίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ηλεκτρονικό φακέλωμα των εργαζομένων και ξεκάθαρη επίθεση στις συνδικαλιστικές μας ελευθερίες. Η επίθεση αυτή συνεχίζεται με τη θέσπιση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τη διεξαγωγή απεργίας των πρωτοβάθμιων σωματείων, για να μπορεί να εφαρμοστεί ο νόμος του ΣΥΡΙΖΑ που απαιτεί από τα σωματεία η απόφαση για απεργία να παίρνεται με συμμετοχή του 51% των μελών ενός σωματείου. Πρόκειται για έναν αντισυνδικαλιστικό νόμο που αποκοπεί στην απονέκρωση των συλλογικών διαδικασιών και στον έλεγχό τους από την εργοδοσία. Πέρα από αυτά, ο νόμος αυτός κατακρεουργεί τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας, καθώς σύμφωνα με το νόμου μια κλαδική σύμβαση δεν θα εφαρμόζεται αν η εργοδοσία επικαλεστεί ότι η εφαρμογή της θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα του κλάδου. Παράλληλα, βλέπουμε να καταργείται ο βάσιμος λόγος απόλυσης, που έως τώρα υποχρέωνε τους εργοδότες να αιτιολογούν γιατί απολύουν έναν/μια εργαζόμενο/-η και περιορίζοντας έτσι το βαθμό αυθαιρεσίας. Αυτό, σε συνδυασμό με την ενίσχυση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, τη νομική κάλυψη στην υπερωρία και τη συνυπευθυνότητα του εργαζόμενου για την μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών από τον εργοδότη, καθιστούν ένα δυσμενές τοπίο τόσο για τους ίδιους τους εργαζομένους, ειδικά για τις νέες/-ους που δεν έχουν τα «απαραίτητα προσόντα» για να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο από μαύρη ή επισφαλή εργασία χωρίς τη δυνατότητα να βελτιώσουν τους όρους σπουδών τους μέσω συλλογικής πάλης.
Πάνω στην αρένα καταστροφής του περιβάλλοντος που είχε ενεργοποιήσει ο Φάμελος και ο ΣΥΡΙΖΑ, έρχεται να μπεί πολύ πιο δυναμικά η ΝΔ. Με πρόταγμα την ανάπτυξη συνεχίζει τις επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα παραχωρώντας το 1/3 της επικρατείας προς έρευνα για εξορύξεις υδρογονανθράκων, αδειοδοτεί βιομηχανίες καύσης σκουπιδιών (βλ Βόλος ) με καταστροφικές συνέπειες για τον άνθρωπο και το περιβάλλον, ενώ επαναφέρει στο προσκήνιο με fast-track διαδικασίες το ζήτημα των Σκουριών προχωρώντας σε νέα, πιο ευνοϊκή για την εξορυκτική εταιρεία, σύμβαση. Στο ίδιο πλαίσιο, προσπαθώντας να ιδιωτικοποιήσει κάθε δημόσιο αγαθό, ξεκινάει μια νέα σειρά επενδύσεων στις ΑΠΕ (βλ. Άγραφα), χωρίς την σωστή έρευνα και πάντα με γνώμονα το κέρδος των ιδιωτών συνεχίζοντας να αποκλείει κόσμο από αναγκαία βιοτικά αγαθά, όπως αυτό της ενέργειας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο άνοιξε η συζήτηση για την πλήρη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τα ταξικότερα κομμάτια της κοινωνίας και για το περιβάλλον.
ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας της παιδείας τα τελευταία χρόνια δέχεται επίθεση η οποία παίρνει πιο ξεκάθαρη μορφή ήδη από τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, ακολουθώντας τον δρόμο που άνοιξε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο νόμος Γαβρόγλου και το πόρισμα του Παρασκευόπουλου, όχι μόνο δεν αποκατέστησε το άσυλο, αλλά στην ουσία προλείανε την κατάργησή του θέτοντας προϋποθέσεις για την άρση του. Παράλληλα, με το νόμο Γαβρόγλου διευκολύνθηκε η θέσπιση διδάκτρων στα μεταπτυχιακά και μάλιστα την κατοχυρώθηκε αυτή νομοθετικά χωρίς ανώτατο πλαφόν και εισήχθη η αυτοχρηματοδότηση των πανεπιστημίων ακόμη και με ιδιωτικό κεφάλαιο, ενώ με τον νέο χάρτη σχολών διασπάστηκαν τμήματα και δημιουργήθηκαν νέα στις ανάγκες της αγοράς. Συγκεκριμένα, η κατάτμηση του ΦΠΨ σε τμήμα Φιλοσοφίας, Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και η ένταξη του Ψ στο ήδη υπάρχον τμήμα της Ψυχολογίας με ασαφή προγράμματα σπουδών και όχι επαρκή μέλη ΔΕΠ , υποβαθμίζει την ποιότητα και το περιεχόμενο σπουδών και θέτει προβλήματα στα επαγγελματικά δικαιώματα των φοιτητ(ρι)ών. Ταυτόχρονα, με το Συγκρότημα Ευρίπου ,στην περιοχή Εύβοιας – Βοιωτίας δημιουργούνται νέα τμήματα που θα εντάσσονται στο ΕΚΠΑ με το πρόσχημα των νέων κοινωνικών και οικονομικών αναγκών που προκύπτουν, καθώς και την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, τόσο με την εγκατάσταση νέου προσωπικού όσο κυρίως με τη δημιουργία ποιοτικής μεταβολής των κλάδων απασχόλησης του τοπικού πληθυσμού. Στην πραγματικότητα, η αγορά φαίνεται και πάλι να κρύβεται από πίσω και να επηρεάζει τα ιδρύματα και τα προγράμματα σπουδών τους, αφού αυτά σε πρώτο χρόνο φαίνεται να έχουν θολό περιεχόμενο και προοπτικές. Τμήματα που υπάρχουν (με ίδια ή παρόμοια κατεύθυνση) διαμορφώνονται δημιουργώντας κορεσμό και απαντώντας στις επιταγές του ιδιωτικού κεφαλαίου και του καπιταλιστικού συστήματος ενώ αποτελούν εύφορο έδαφος επενδύσεων. Αυτή ακριβώς την κατεύθυνση έρχεται να οξύνει η ΝΔ με πλήρη κατάργηση ασύλου, εισροή επιχειρηματικού κεφαλαίου στις σχολές, θέσπιση ανωτάτου ορίου φοίτησης ν+2 και εξίσωση πτυχίων ΑΕΙ με τα ιδιωτικά κολλέγια. Όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ έτσι και η Νέα Δημοκρατία, κινούμενη με βάση τις ανάγκες και τις επιδιώξεις του ιδιωτικού κεφαλαίου, προσπαθεί να εφαρμόσει μια πολιτική ενίσχυσης της πελατείας των ιδιωτικών κολλεγίων, πειθάρχησης, αλλά και εισαγωγής ταξικών φραγμών, δημιουργώντας έτσι μελλοντικούς/ες εργαζόμενους/ες ευάλωτους/ες στις ανάγκες του κεφαλαίου.
1) Άσυλο
Το πρώτο μέτρο που πέρασε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μέσα στο καλοκαίρι και που είχε αποτελέσει έναν από τους βασικούς κόμβους της προεκλογικής της εκστρατείας ήταν η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Το άσυλο φυσικά μόνο κατ’ επίφαση είχε κατοχυρωθεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ καθώς η είσοδος αστυνομικών δυνάμεων μέσα στις σχολές ήταν εφικτή με απόφαση μόνο των πρυτανικών αρχών οποιαδήποτε στιγμή ή αυτεπαγγέλτως για κακουργήματα. Εκτός όμως από αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε μια τακτική απονομιμοποίησης του ασύλου στις συνειδήσεις των ανθρώπων, κυρίως μέσα από το πόρισμα Παρασκευόπουλου στο οποίο εξισώνονταν εγκληματικές πράξεις όπως η διακίνηση ναρκωτικών και οι κλοπές με καταλήψεις και γενικά τους αγώνες του φοιτητικού κινήματος. Αυτή την διαρκή απονομιμοποίηση στις συνειδήσεις της κοινής γνώμης οφείλουμε να την επανανομιμοποιήσουμε μέσα από την ιδεολογική πάλη και τις πρακτικές μας. Τώρα η ΝΔ, ακολουθώντας την πάγια τακτική των κυβερνήσεων της δεξιάς μετά την μεταπολίτευση, με τη διάταξη αυτή ουσιαστικά δίνει σε οποιονδήποτε το δικαίωμα να αναφέρει την διεξαγωγή αξιόποινων πράξεων μέσα στα πανεπιστήμια και αυτό μόνο αρκεί για την είσοδο της αστυνομίας σε αυτά. Τη διάταξη αυτή φρόντισε να περάσει σε μια περίοδο που οι σχολές είναι κλειστές και οι φοιτητικοί σύλλογοι ανενεργοί ώστε να μη συναντήσει μεγάλη αντίσταση. Ωστόσο το φοιτητικό κίνημα απάντησε ακόμα και σε αυτήν τη νεκρή περίοδο με δύο μαζικές διαδηλώσεις.
Για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου η ΝΔ έχτισε το αφήγημα της μέσα από τη λογική του ασύλου ανομίας και παραβατικότητας μέσα στις σχολές. Το αφήγημα αυτό δεν είναι κάτι καινούριο, αλλά κάτι το οποίο προπαγανδίζεται συστηματικά από τα αστικά ΜΜΕ στα οποία χρόνια τώρα προβάλλονται εικόνες βίας, διακίνησης ναρκωτικών και άλλων παραβατικών πράξεων. Στόχος είναι να εμπεδωθεί στην κοινωνία πως το άσυλο αποτελεί μια ξεπερασμένη διεκδίκηση και ένα αναχρονιστικό αίτημα, καθώς η ακαδημαϊκή ελευθερία πλέον προστατεύεται όπως και να έχει συνταγματικά και πως το μόνο που μπορεί να προσφέρει το άσυλο σήμερα είναι η προστασία των παραβατικών στοιχείων μέσα στην κοινωνία. Εξάλλου ισχυρισμοί περί αυξημένης εγκληματικότητας εντός των Πανεπιστημίων καταρρίπτονται από έρευνες που δείχνουν ότι αυτή υπάρχει σε πολύ μικρότερο βαθμό από ό,τι σε όλη την υπόλοιπη κοινωνία και τα περισσότερα από αυτά σχετίζονται με απροθυμία της αστυνομίας να επέμβει βλ. μεγαλεμπόρους ναρκωτικών.
Η κατάργηση του ασύλου αποτελούσε βασική προϋπόθεση για την πλήρη και αδιακώλυτη εφαρμογή της προεκλογικής ατζέντας της ΝΔ για την Παιδεία αφού θα ήταν δεδομένη η εναντίωση των φοιτητών/τριών στις νεοφιλελεύθερες αυτές μεταρρυθμίσεις. Το άσυλο αποτελεί δικλείδα ασφάλειας για φοιτητικούς, λαϊκούς και κοινωνικούς αγώνες και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, καθώς ιστορικά κατεξοχήν το πανεπιστήμιο έχει αποτελέσει εστία αγώνων, εκείνο το πεδίο στο οποίο συγκροτούνται τα κινήματα και δημιουργούνται οι αντιστάσεις απέναντι στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και τα αντιλαϊκά μέτρα κυβερνήσεων, απέναντι στις στοχεύσεις κράτους και κεφαλαίου. Αποτελεί τον χώρο ελεύθερης πολιτικοποίησης, συνδικαλιστικής δράσης και κοινωνικοποίησης που πάνε κόντρα στο κυρίαρχο. Αποτελεί τον χώρο πάλης για έναν δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο, χωρίς ταξικούς φραγμούς και πειθάρχηση και εν τέλει το πεδίο προστασίας των φοιτητ(ρι)ών, των μεταναστ(ρι)ών, των προσφύγων και των προσφυγισσών, των ΛΟΑΤΚΙ+ υποκειμένων και εν γένει όλων των καταπιεζόμενων κομματιών της κοινωνίας.
2) Ταξικοί Φραγμοί – Επαγγελματικά Δικαιώματα – Γνώση – Εξίσωση Πτυχίων
Η ταξικότητα της εκπαίδευσης που διαφαίνεται από τα πρώτα κιόλας στάδιά της (βλ φροντιστήρια, ξένες γλώσσες κλπ, εξακολουθούν να επιβάλλονται και σε όλη την τριτοβάθμια εκπαίδευση και κορυφώνονται με την απόσπαση των επαγγελματικών δικαιωμάτων από τα πτυχία, αποσυνδέοντας τα έτσι από την εργασιακή μας προοπτική. Η ταξικότητα της εκπαίδευσης οξύνεται στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης που το κεφάλαιο βρίσκει νέους τρόπους να κερδοφορήσει, επιβάλλοντας όλο και περισσότερα φίλτρα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε όλο και συχνότερα τη διάσπαση των πτυχίων μας με την απόσπαση επαγγελματικών δικαιωμάτων, πράγμα που είδαμε να συμβαίνει στις καθηγητικές σχολές με την απόσπαση διδακτικής επάρκειας, στο Πολυτεχνείο με τις κλάσεις μηχανικών ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν σχολές που δεν εξασφαλίζουν καθόλου επαγγελματικά δικαιώματα. Ειδικά τα τελευταία χρόνια η αγορά δεν αποζητά από τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες μια σφαιρική γνώση που κατέχοντας την θα είναι ικανές/-νοί να διεξαγάγουν διαφόρου τύπου εργασίες, αλλά μια γνώση εξειδικευμένη που θα εξασφαλίζει αποκλειστικά και μόνο μια εργασία ευάλωτη στις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς, οι οποίες αλλάζουν διαρκώς στη ρευστή νεωτερικότητα, δεσμεύοντας τους/τις φοιτητές/-τριες σε ένα σχήμα ειδίκευση-αποειδίκευση-επανειδίκευση. Αυτό το πρότυπο αγοράς εκμεταλλεύεται και το πανεπιστήμιο το οποίο πλέον δεν προσφέρει μια πλήρη γνώση αλλά αναγκάζει τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να εισέλθουν σε ένα αέναο κυνήγι προσόντων και εφοδίων. Αυτό αποτυπώθηκε πιο έντονα στο νόμο του Γαβρόγλου και το «προσοντολόγιο» για τους εκπαιδευτικούς που η εφαρμογή του υποβαθμίζει και αναδεικνύουν το πρώτο πτυχίο ανεπαρκές για το διορισμό και την επαγγελματική αποκατάσταση του ενδιαφερόμενου. Οι όροι για τη μοριοδότηση μάλιστα δεν είναι σταθεροί αφού αναπροσαρμόζονται στις ανάγκες της αγοράς που προκύπτουν από τις διεθνείς εξελίξεις. Όλα αυτά καθιστούν το κυνήγι των προσόντων προβληματικό και κυρίως πολυδάπανο και χρονοβόρο αφού τα μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά , η πλειονότητα των σεμιναρίων, η γνώση ξένων γλωσσών και τεχνολογικών μέσων απαιτούν υψηλά χρηματικά ποσά και πολύτιμο χρόνο. Τα «εφόδια» αυτά αναλαμβάνουν εξωακαδημαϊκοί, ιδιωτικοί φορείς και έτσι η γνώση μετατρέπεται σε εμπόρευμα το κόστος του οποίου μετακυλίεται στις πλάτες των φοιτητών/-τριών. Έτσι εις βάρος της γνώσης και της επαγγελματικής προοπτικής μας, ενισχύονται ακόμη περισσότερο τα συμφέροντα των ιδιωτών στα χέρια των οποίων συγκεντρώνονται ακόμη μεγαλύτερα κέρδη.
Τα συμφέροντα του κεφαλαίου έρχεται να εξυπηρετήσει ακόμα καλύτερα η νέα διάταξη περί εξίσωσης των πτυχίων των ιδιωτικών κολλεγίων κι παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων με τα δημόσια. Αυτή η διάταξη εναρμονίζεται πλήρως με την πολιτική της Νέας Δημοκρατίας περί ανταγωνιστικότητας του πανεπιστημίου και σύνδεση του ιδιωτικού κεφαλαίου με την παιδεία. Αποτελεί δεν εκ πλαγίων αναθεώρηση του Άρθρου 16 του Συντάγματος και ιδιαίτερη στρατηγική κίνηση της νέας κυβέρνησης αφού ευθεία επίθεση στο δημόσιο πανεπιστήμιο θα σήκωνε ακόμη πιο μαζικές αντιδράσεις και κινητοποιήσεις. Η επίθεση όμως είναι εμφανής αφού ενισχύει την ταξικότητα της παιδείας, η πρόσβαση στην οποία δεν θα είναι ελεύθερη για όλους και όλες αλλά μόνο για τους έχοντες την οικονομική δυνατότητα ή εκείνους και εκείνες που ενώ καταπιέζονται αποτελούν success story, αποδεικνύοντας με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι αν δεν είσαι είτε οικονομικά ισχυρός είτε άριστος το πανεπιστήμιο για λίγους και εκλεκτούς σε αποκλείει. Η εξίσωση των πτυχίων των ιδιωτικών κολλεγίων με τα αντίστοιχα των ΑΕΙ, ενώ παράληλα μπαίνει σε εφαρμογή το σχέδιο για μείωση των εισακτέων στα ελληνικά Παν/μια με μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, αφήνει ένα κομμάτι των μαθητ(ρι)ών να στραφούν προς τα ιδιωτικά κολλέγια δημιουργώντας πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Τέλος, μια γνώση που μετατρέπεται σε εμπόρευμα υστερεί σημαντικά σε επίπεδο ποιότητας αφού προσαρμόζεται στο σχήμα μικρότερο κόστος ίσον μεγαλύτερο κέρδος για τους επενδυτές.
3) Εντατικοποίηση – Πειθάρχηση – ν+2 – Βάση 10
Οι νεοφιλελεύθερες κυβερνητικές πολιτικές περιστολής και καταστολής των κοινωνικών ελευθεριών, τόσο στο Πανεπιστήμιο όσο και ευρύτερα, ξεκίνησαν με την κατάργηση του ασύλου και έρχονται να επιστεγαστούν με μία σειρά μέτρων που θα διαμορφώσουν ένα κλειστό, στείρο και εντατικοποιημένο Πανεπιστήμιο, καθώς με την εισαγωγή του ανώτατου ορίου ν+2 έτη φοίτησης δημιουργεί ένα χρονικά ασφυκτικό πλαίσιο, παίρνοντας μας έτσι βίαια «τόσο τον χώρο όσο και τον χρόνο». Η κυβέρνηση, προκειμένου να αποσπάσει την κοινωνική συναίνεση για τα μέτρα που θεσμοθετεί, στήνει μια προσχηματική ρητορική, δήθεν επίλυσης των παθογενειών των ιδρυμάτων, όπως εκείνο των «αιώνιων φοιτητών». Επιπλέον, με τη θέσπιση του ανώτατου ορίου φοίτησης η κυβέρνηση επιχειρεί να εναρμονίσει πλήρως τα ελληνικά πανεπιστήμια με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Είναι γεγονός πως η κυβέρνηση της ΝΔ, όντας οπαδός της αριστείας, επιδεικνύει μια απίστευτη ιδεολογική εμμονή, προσπαθώντας να αποδείξει πως για τα κακώς κείμενα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ευθύνεται η μη εναρμόνιση. Ωστόσο, εν προκειμένω, η Υπ. Παιδείας ευθαρσώς παραδέχτηκε ότι οι διαγραφές δεν συμβάλλουν στην αποσυμφόρηση των ιδρυμάτων ούτε σε δημοσιονομική ελάφρυνση, αλλά συνιστούν ένα μέσο πειθάρχησης της φοιτητιώσας νεολαίας, που δομικά αποτελεί το πιο συγκρουσιακό και μαχητικό κομμάτι της κοινωνίας αλλά και το πιο επικίνδυνο για τη ρήξη των πολιτικών τους. Με άλλα λόγια, η εν λόγω μεταρρύθμιση συγκροτείται ακριβώς στο πως η κυβέρνηση, το κεφάλαιο και εν γένει το κράτος αντιλαμβάνονται και αξιοποιούν τον χώρο του Πανεπιστημίου και την παραγόμενη από αυτό γνώση. Το Πανεπιστήμιο αποτελεί ένα χώρο transit που ουσιαστικά διαμορφώνει κατάλληλα τους/τις φοιτητές/-ριες ως Ιδεολογικός Μηχανισμός του Κράτους και προετοιμάζει εργαζόμενους/ες κατάλληλα καταρτισμένους/ες με βάση τις ανάγκες της αγοράς.
Το μέτρο αυτό έχει ως στόχο την εντατικοποίηση των σπουδών και των ζωών μας με χρονικούς περιορισμούς και πλαίσια χωρίς κανένα σεβασμό στις μαθησιακές ιδιαιτερότητες κάθε φοιτητή/τριας και χωρίς περιθώρια ανάπτυξης πολύπλευρων ασχολιών και δράσεων πέρα από τις ακαδημαϊκές. Απόρροια των παραπάνω είναι ο αφοπλισμός και η αποσυσπείρωση των φοιτητικών συλλόγων. Για να γίνει το παραπάνω κατανοητό, αρκεί να δούμε πως είναι να είσαι φοιτητής/τρια στο ελληνικό πανεπιστήμιο σήμερα. Η θέσπιση του ν+2 έρχεται να κουμπώσει τέλεια σε μια ήδη εντατικοποιημένη καθημερινότητα σπουδών, που στοιχειοθετείται από μαθήματα-αλυσίδες, κατάργηση των εμβόλιμων εξεταστικών, εκτεταμένα ωράρια παραδόσεων και υποχρεωτικές παρακολουθήσεις. Στόχος είναι να εμπεδωθεί η αντίληψη ότι θεσμοθετώντας όρια φοίτησης, ο/η φοιτητής/τρια θα γίνει πιο ανταγωνιστικό και έτσι θα βρει πιο εύκολα μια θέση στην αγορά εργασίας. Σε μια κοινωνική και εργασιακή συγκυρία όπου κυριαρχεί ο νόμος της αγοράς και της ανταγωνιστικότητας, η νεολαία στρέφεται ολοένα και περισσότερο σε ένα διαρκές κυνήγι προσόντων και δεξιοτήτων, προκειμένου να εξασφαλίσει την εργασιακή της προοπτική με ένα πλούσιο βιογραφικό. Κι όλα αυτά τη στιγμή που οι οικονομικές συνθήκες επιβάλλουν στους/στις φοιτήτ(ρι)ες να εργάζονται ήδη παράλληλα με τις σπουδές τους για να ανταπεξέλθουν, ειδικά σε όσους/ες σπουδάζουν μακριά από τον τόπο κατοικίας τους, πλήττοντας έτσι ακριβώς ένα από τα πιο ταξικά κομμάτια της κοινωνίας και αποκλείοντάς τα από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ωστόσο, επειδή το κεφάλαιο έχει βρει οικονομικότερους και πιο γρήγορους τρόπους να δημιουργεί εργατικό δυναμικό στα μέτρα του (σε αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί και η υποτιθέμενη αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης και των ΕΠΑΛ από την προηγούμενη Κυβέρνηση), παρατηρείται πως τίθενται όλο και περισσότερα εμπόδια για την πρόσβαση και παραμονή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τις διαγραφές και τη βάση του 10 να είναι δύο από αυτά. Σκοπός είναι αφενός να δημιουργηθεί ανειδίκευτο εύκολα εκμεταλλεύσιμο εργατικό δυναμικό, αφετέρου να εισάγει τους/τις απόφοιτους/ες των ΑΕΙ σε ένα διαρκές κυνήγι προσόντων δημιουργώντας εργαζόμενες/ους του ίδιου κλάδου με μεγαλύτερη ή μικρότερη επαγγελματική κατοχύρωση. Στο στόχαστρο της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης μπαίνει και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση με μια σειρά αλλαγών πλήρως εναρμονισμένες με την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ (βλ. education for a bright future in Greece). Συγκεκριμένα, βλέπουμε τη δρομολόγηση της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, τη σύσταση οργάνου για την εύρεση συμπληρωματικών πόρων από ιδιώτες, αλλά και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και τη σύνδεση αυτής με τη μισθολόγησή τους. Στην ίδια κατεύθυνση, εδραιώνεται ένα μοντέλο δευτεροβάθμιας που καθιστά την Γ’ Λυκείου ένα αμιγώς προπαρασκευαστικό έτος, ένα μοντέλο που συνοδεύεται από αμισθί πρακτική μαθητών των ΕΠΑΛ, αλλαγή θεσμικού πλαισίου για τα Πρότυπα σχολεία και τη βάση του 10, συνθέτοντας ένα όλο και ταξικότερο Λύκειο.
Επομένως, οι διαγραφές και το ανώτατο όριο φοίτησης έχουν διπλή λειτουργία: να εμπεδώσουν την πειθάρχηση και να καταστείλουν κάθε ανησυχία, αμφισβήτηση και αντίσταση και να αποκλείσουν από την τριτοβάθμια τα πιο ταξικά κομμάτια που ενδεχομένως δεν θα μπορούν να αντεπεξέλθουν σε αυτούς τους ρυθμούς. Εξάλλου, η μείωση των εισακτέων/αποφοίτων επιδιώκεται με κάθε τρόπο από την νέα κυβέρνηση με στόχο να εκμεταλλευτεί τα αποκλειόμενα από το πανεπιστήμιο με δύο τρόπους. Από τη μία για να δημιουργήσει ένα ευέλικτο, ανειδίκευτο και χαμηλά αμειβόμενο εργατικό δυναμικό, εύκολα απορροφήσιμο από την αγορά εργασίας, το οποίο ταξικά θα αποκλειστεί από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από την άλλη για την οικοδόμηση μιας δεξαμενής κόσμου που θα αποτελεί πελατεία για ιδιωτικά κολλέγια, κόσμος που με το υπάρχον σύστημα πιθανόν να σπούδαζε σε κάποιο δημόσιο Ίδρυμα. Οι εξαγγελίες της Υπουργού Κεραμέως για μεταβατικές διατάξεις φαίνονται τουλάχιστον προσχηματικές και στόχο έχουν να καθησυχάσουν και να μην προκαλέσουν αντιδράσεις. Ακόμη και να υπάρξει κάποια θεσμική κατοχύρωση για εκείνες/ους που δουλεύουν παράλληλα με τις σπουδές τους, τίθεται ακόμη το πρόβλημα του πως θα αποδείξουν την εργασία τους, δεδομένου ότι η νεολαία πλέον δουλεύει ως επί το πλείστον ανασφάλιστη και με ελαστικές σχέσεις εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, το όριο φοίτησης έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά προϋποθέσεων και περιορισμών που πλήττουν τις ζωές μας, ικανοποιεί συγκεκριμένα συμφέροντα και καθιστά το αναφαίρετο δικαίωμα της παιδείας ως υποχρέωση.
4) Υποχρηματοδότηση – Αυτοχρηματοδότηση
Πάγια προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατά την περίοδο της κρίσης ήταν η τακτική υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση των Ανώτατων Ιδρυμάτων. Παρά το αφήγημα της «εξόδου από τα μνημόνια» και της «ανάπτυξης», βλέπουμε ότι αντί να αυξάνεται ο κρατικός προϋπολογισμός για τα Πανεπιστήμια, παρουσιάζεται σαν πανάκεια η λύση της αυτοχρηματοδότησης. Αυτοχρηματοδότηση σημαίνει ότι τα ιδρύματα θα πρέπει να αναζητούν μόνα τους πρόσθετους ίδιους πόρους, οι οποίοι, όπως είναι φανερό, θα προέρχονται είτε από το ιδιωτικό κεφάλαιο (επιχειρήσεις, εταιρίες, funds), είτε από τους ίδιους τους φοιτητές και τις φοιτήτριες (π.χ. δίδακτρα στα μεταπτυχιακά, ίδρυση ξενόγλωσσων προπτυχιακών). Το έδαφος αυτό είχε προλειάνει ήδη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με το ν. Γαβρόγλου.
Ακόμη επανέρχεται με πολύ εμφατικό τρόπο στη συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ο θεσμός της αξιολόγησης. Είναι πολύ σαφές ότι ο θεσμός αυτός δε θα στοχεύει στην ουσιαστική επίλυση των προβλημάτων των πανεπιστημίων -αυτό άλλωστε αποτελεί και ζήτημα πολιτικής βούλησης -αλλά θα λειτουργεί με ανταποδοτικά κριτήρια, επιβραβεύοντας με μεγαλύτερα κονδύλια τα ιδρύματα που συμμορφώνονται κατά γράμμα με την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση. Ταυτόχρονα, θα λειτουργεί σαν μοχλός πίεσης, δημιουργώντας οικονομική ασφυξία στα ιδρύματα που αρνούνται να την εφαρμόσουν ή δεν είναι ανταγωνιστικά.
5) Επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο
Κύριος πυλώνας των εξαγγελλόμενων μεταρρυθμίσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι η δημιουργία ανταγωνιστικών ιδρυμάτων σε κοινό βηματισμό με την αγορά εργασίας. Η πρόταση αυτή ενέχει ξεκάθαρο ιδεολογικό φορτίο αντιμετωπίζοντας τη γνώση ως εμπόρευμα και το Πανεπιστήμιο ως μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης. Ανέκαθεν, άλλωστε, πολιτική τοποθέτηση της Νέας Δημοκρατίας υπήρξε η διείσδυση του ιδιωτικού κεφαλαίου στα Πανεπιστήμια και η αποσύνδεση τους από την αιγίδα του κράτους. Πράγμα το οποίο φανερώθηκε και από την μεταφορά του Υπουργείου Παιδείας στο Υπουργείο Ανάπτυξης με αποτέλεσμα η παιδεία να χάνει το κοινωνικό και ανθρωπιστικό της χαρακτήρα και να προσαρμόζεται στις ανάγκες της αγοράς. Γι’ αυτό το λόγο προσπαθεί να θέτει συνεχώς νέα εμπόδια που θα αποκλείουν τους οικονομικά ασθενέστερους. Τη θέση αυτή προπαγανδίζει διαρκώς τα τελευταία χρόνια υπερτονίζοντας τις παθογένειες των δημοσίων πανεπιστημίων και προβάλλοντας ως σύγχρονη, βιώσιμη λύση την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στα πρότυπα «κάθε ανεπτυγμένης, ευνομούμενης χώρας». Ωστόσο, η αφήγηση που θέλει τη λύση αυτή ως πανάκεια και κίνητρο για τα δημόσια ΑΕΙ να βελτιωθούν απορρίπτεται από την κοινωνική πραγματικότητα της αυξημένης υποχρηματοδότησης που δεν μπορεί να επιτρέψει στα δημόσια πανεπιστήμια να ανταγωνιστούν τα ιδιωτικά.
Η είσοδος του ιδιωτικού κεφαλαίου στα πανεπιστήμια αλλάζει εντελώς τους όρους λειτουργίας των ιδρυμάτων. Ακριβώς επειδή η έρευνα θα χρηματοδοτείται από τις επιχειρήσεις και τις εταιρίες, οι κατευθύνσεις της θα προκύπτουν με βάση τα συμφέροντα της αγοράς, δηλαδή του μεγάλου κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι η έρευνα δε θα είναι κοινωνικά χρήσιμη και δε θα εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπων. Είναι προφανές ότι μία επένδυση αποσκοπεί στην επιστροφή του αρχικού κεφαλαίου και την επαύξησή του μέσω του κέρδους, εν προκειμένω μέσω της οικονομικής εκμετάλλευσης της παραγόμενης γνώσης. Τα επιστημονικά πορίσματα που θα προκύπτουν θα «πατεντάρονται», δηλαδή δε θα μπορούν να αξιοποιηθούν για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής, αλλά θα περιφράσσονται και θα ιδιωτικοποιούνται, ώστε να αποτελέσουν πεδίο κερδοφορίας μέσω των spin-off επιχειρήσεων που ιδρύονται από τα ιδρύματα. Παράλληλα, εξαγγέλλεται «απελευθέρωση» των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών, ώστε αυτά να ευθυγραμμιστούν πλήρως με τις απαιτήσεις της αγοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δημιουργία ΠΜΣ για τις εξορύξεις υδρογονανθράκων στο ΠΑΔΑ κατόπιν χορηγίας της Ελληνικά Πετρέλαια ΑΕ. Αυτό θα σημάνει την παρακμή των γνωστικών αντικειμένων που δεν είναι ανταποδοτικά για το κεφάλαιο, όπως οι ανθρωπιστικές σπουδές, αφού δε θα μπορούν να προσελκύσουν επενδυτές. Θυσιάζεται, δηλαδή, η ουσιαστική και κοινωνικά χρήσιμη γνώση στο βωμό της μεγιστοποίησης του κέρδους. Ένα ακόμη μέτρο που εξαγγέλλεται είναι η ενίσχυση της πρακτικής άσκησης των φοιτητ(ρι)ών κατά την διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών. Δεν είμαστε, καταρχήν αντίθετες/οι με το να αποκομίζει καμιά/κανείς πρακτική εμπειρία πάνω στο αντικείμενο σπουδών του. Στις παρούσες, όμως, συνθήκες ο θεσμός της πρακτικής λειτουργεί ως ο πιο εύκολος τρόπος για τις επιχειρήσεις να καλύπτουν τις ανάγκες τους με άμισθο ή φθηνό, ευέλικτο εργατικό δυναμικό χωρίς εργασιακά δικαιώματα συνάπτοντας συμβάσεις μαθητείας αντί για συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Από όλες τις παραπάνω εξαγγελίες προκύπτει ότι δε θα μένει κανένα περιθώριο για μία γνωσιακή διαδικασία που θα αμφισβητεί το κυριάρχο, δε θα συντάσσεται με την τεχνοκρατική χρησιμότητα και θα λειτουργεί προς την κατεύθυνση της κοινωνικής χειραφέτησης.
Στο νομοσχέδιο που πρόκειται να κατατεθεί παρουσιάζεται ως ιεράρχηση η χρήση των σχημάτων ΣΔΙΤ (Σύμπραξη Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα) για την παροχή υπηρεσιών (σίτιση, στέγαση, καθαριότητα κλπ). Αυτό ουσιαστικά συνεπάγεται την εκχώρηση των υπηρεσιών αυτών σε εργολάβους, οι οποίοι αυξάνουν το κόστος παροχής υπηρεσιών ενώ ταυτόχρονα μειώνουν την ποιότητα. Επομένως, μετακυλίεται το κόστος αυτό στις πλάτες των φοιτητ(ρι)ών και τίθενται πολύ αυστηρότερες προϋποθέσεις για π.χ. τη σίτιση και τη στέγαση. Έτσι εισάγονται ταξικοί φραγμοί στο πανεπιστήμιο, αφού αποκλείονται οι ταξικά ασθενέστεροι, οι οποίοι δε μπορούν να αντεπεξέλθουν στο κόστος φοίτησης, ειδικά μακριά από την πόλη τους. Άλλωστε, οι εργολαβικές αυτές επιχειρήσεις απασχολούν εργαζόμενους με μισθούς πείνας και σε καθεστώς εργασιακής επισφάλειας, ενώ δεν είναι σπάνιο φαινόμενο να μένουν οι σχολές μας χωρίς καθαριότητα λόγω της καταχρηστικής μη ανανέωσης των συμβάσεων εργασίας με το προσωπικό καθαρισμού.
Παράλληλα, η επαναφορά των Συμβουλίων ιδρυμάτων, με την πρόφαση της ενδυνάμωσης του αυτοδιοίκητου των ΑΕΙ αποτελεί ένα ακόμη στοιχείου της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Τα Σ.Ι., που σύμφωνα με τις εξαγγελίες του Υπουργείου έχουν ακόμη φανερά θολό ρόλο, προβλέπεται να αναλάβουν ορισμένες από τις αρμοδιότητες τις Συγκλήτου επηρεάζοντας την αυτόνομη λειτουργία του Πανεπιστημίου. Όπως και στο παρελθόν, θα παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εκλογή του/της Πρύτανη στη βάση κριτηρίων, υποκειμενικών και χωρίς διαφάνεια. Η συμμετοχή μάλιστα τόσο ακαδημαϊκών όσο και εξωακαδημαΪκών μελών σε αυτά, όπως πολιτική ηγεσία και επενδυτές, δείχνουν το ρόλο που θα διαδραματίσουν στην αξιολόγησή του Πανεπιστημίου και στην κατά συνέπεια χρηματοδότηση αυτού αλλά και στην ακώλυτη εφαρμογή του πολυνομοσχεδίου για την Παιδεία, αποδεικνύοντας έτσι το πως καταλαβαίνει η κυβέρνηση το αυτοδιοίκητο. Τέλος με τον τρόπο αυτό απομακρύνονται ακόμη περισσότερο τα κέντρα λήψεως αποφάσεων από τις/τους φοιτήτριες/φοιτητές που αποτελούν και το πλειοψηφικό κομμάτι του Πανεπιστημίου και δυσχεραίνεται η παρέμβασή τους σε αυτά.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ/ΤΗΣ ΦΟΙΤΗΤΗ/ΤΡΙΑΣ
Με βάση και τα δεδομένα της παραπάνω κεντρικής πολιτικής σκηνής διαπιστώνουμε τη διαμόρφωση μίας φοιτητικής ταυτότητας επηρεασμένης από το νεοφιλελεύθερο πρόσημο του Πανεπιστημίου, με στοιχεία ατομισμού και καριερισμού. Η υπερεξειδίκευση της γνώσης με βάση τις αναγκαιότητες της αγοράς και η εντατικοποίηση των σπουδών κατά την διάρκεια των ακαδημαϊκών εξαμήνων και εξεταστικών είναι εκφάνσεις που συνθέτουν ένα ατέρμονο κυνήγι δεξιοτήτων. Όσο δε περισσότερο το Πανεπιστήμιο εναρμονίζεται με την αγορά εργασίας και την ανταποδοτικότητα τόσο περισσότερο η γνώση διακρίνεται σε χρήσιμη και άχρηστη, επαγγελματικώς προσανατολισμένη και μονομερής, στερώντας από τους/τις φοιτητές/ριες τη συνολική εποπτεία της επιστήμης τους.
Στο παραπάνω πλαίσιο, προσθέτει η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση με μέτρα όπως οι διαγραφές φοιτητών/ριών στα ν+2 έτη. Μια διάταξη που, υποβοηθούμενη από το επικοινωνιακό κατασκεύασμα των “αιωνίων”, θα εδραιώσει ένα μοντέλο φοιτητικής καθημερινότητας βασισμένο στην πειθάρχηση, μέσα σε μια εντατικοποιημένη πραγματικότητα που δεν θα αφήνει περιθώριο για άλλη ενασχόληση πέρα από τα μαθήματα. Μια προσπάθεια που είχε ήδη ξεκινήσει, με τη μορφή των αλυσίδων, του περιορισμού δήλωσης μαθημάτων, των ολοένα και μικρότερων σε διάρκεια εξεταστικών, την κατάργηση διπλών εξεταστικών κλπ, και που έρχεται τώρα να ολοκληρωθεί.
Στην εντατικοποίηση δε αυτή, συμβάλλει η οικονομική συνθήκη που βιώνουν οι φοιτητές/ριες η οποία τους ωθεί στην παράλληλη εργασία και συντόμευση των σπουδών τους. Η έλλειψη επαγγελματικής προοπτικής σε συνδυασμό με την οικονομική ανασφάλεια και το άγχος οδηγεί σε μια νοοτροπία επιβίωσης και στην διπλή ιδιότητα του/της φοιτητές/ριας – εργαζομένου/ης που είναι διπλά ευάλωτος/η.
Στο νέο, λοιπόν, μοντέλο φοιτητή/ριας, οι διαγραφές δεν μπορούν παρά να ερμηνευτούν τόσο από την σκοπιά της πειθάρχησης, όσο και από αυτής του αποκλεισμού και του ταξικού φραγμού για όσους/ες δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν, σημαίνοντας το τέλος του μαζικού Πανεπιστημίου. Οι νόρμες αυτές που επιβάλλονται δεν αφήνουν χρόνο για στοχασμό, αμφισβήτηση και ελεύθερο χρόνο με αποτέλεσμα την απουσία τους από τις συλλογικές διαδικασίες. Η δε εφαρμογή τους δεν είναι παρά μία κατάφωρη επίθεση στην συνδικαλιστική ελευθερία, καθώς και στην απρόσκοπτη ανάπτυξη της προσωπικότητας του/της φοιτητή/ριας οι οποίες δεν νοούνται υπό την πίεση του χρόνου και των περιορισμών.
Επιπλέον, κρίσιμη αιτία αυτής της αποξένωσης των φοιτητ(ρι)ών αποτελεί το γεγονός ότι οι τελευταίοι/ες δεν αισθάνονται τον εαυτό τους ως οργανικό κομμάτι του συλλόγου. Στο πλαίσιο αυτό η τάση του ατομοκεντρισμού έχει καταστεί ηγεμονική και οι μορφές συλλογικής δράσης συχνά δεν είναι οικείες προς το φοιτητικό σώμα.
Σε άμεση σύνδεση με την περιγραφόμενη κατάσταση, αντιλαμβανόμαστε πως οι πρακτικές συνδικαλισμού και άσκησης πολιτικής εντός του Πανεπιστημίου το προηγούμενο διάστημα δεν έδιναν στον βαθμό που όφειλαν γειωμένες απαντήσεις. Η παρωχημένη μεθοδολογία συγκρότησης του φοιτητικού κινήματος απέκτησε κυρίως αμυντικές αντιστάσεις χωρίς αυτές να συγκεράζονται πάντοτε με την δημιουργία νέων αιτημάτων και διεκδικήσεων γύρω από μια πολιτική «ατζέντα».
Παρά τις προβληματικές που αντιμετωπίζει το φοιτητικό κίνημα και ο υπάρχον συνδικαλισμός, έχουμε πρόσφατα παραδείγματα συλλογικών διεκδικήσεων που κατάφεραν να αποφέρουν υλικές νίκες και να εμπλέξουν σε αυτές μεγάλο τμήμα των φοιτητικών συλλόγων. Ήδη από τον Αύγουστο, με την κατάργηση του ασύλου, οι φοιτητ(ρι)ες βγήκαν ξανά, μαζικά και με δυναμισμό στο δρόμο για να υπερασπιστούν όσα τους ανήκουν. Είδαμε, λοιπόν, σε πανελλαδική εμβέλεια να σηκώνονται κύματα καταλήψεων, γεγονότα που δίνουν ένα πολύ ελπιδοφόρο στίγμα ως προς το έως τώρα διαμορφωμένο κλίμα εντός των σχολών, που έχει σημαδευτεί από την αδράνεια, την αδιαφορία και τον ατομικισμό. Φάνηκε δηλαδή, και συνεχίζει να φαίνεται, πως οι συλλογικές διαδικασίες και η από κοινού διεκδίκηση έχουν ακόμη νόημα και καταφέρνουν να εμπνεύσουν και πάλι μια μεγάλη μερίδα κόσμου, ειδικά σε αυτές τις μέρες που διανύουμε, της τόσο αυξημένης και σκληρής επίθεσης που δέχεται η Παιδεία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της αλλαγής που συντελείται στη συλλογική συνείδηση αποτελούν η ΑΣΟΕΕ και το Πάντειο, σύλλογοι που μετά από μια πενταετία κατά την οποία είχαν παραμείνει ανενεργοί, κατάφεραν να γεμίσουν τα αμφιθέατρα με κόσμο και να πάρουν αγωνιστικές αποφάσεις. Ασφαλώς, η αφύπνιση του φοιτητικού κόσμου δεν αντιμετωπίζεται από κάθε πλευρά θετικά. Σε μια σειρά σχολών πανελλαδικά βρισκόμαστε αντιμέτωπες/οι, στο πλαίσιο της πολιτικής πόλωσης με ένα αντιδραστικό μπλοκ είτε ανεξάρτητων είτε υπό την καθοδήγηση της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και άλλων καθεστωτικών δυνάμεων.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ
Διανύουμε μία περίοδο, όπου μετά από αρκετά χρόνια κινηματικής νηνεμίας, το φοιτητικό κίνημα έχει κάνει βήματα προς την ανασεισπύρωσή του. Και αυτό σε μία συγκυρία, όπου η επίθεση της κυβέρνησης ΝΔ στη παιδεία είναι δριμύτατη και τα μέτρα της υπουργού Παιδείας Ν. Κεραμέως υποβαθμίζουν πλήρως τις σπουδές μας. Ήδη οι φοιτητές έχουν δείξει αγωνιστικό παλμό μέσω μίας σειράς Γενικών Συνελεύσεων που έχουν θέσει τους συλλόγους σε αγωνιστική τροχιά και έχουν καλλιεργήσει ένα κλίμα αγώνα και αντίστασης απέναντι σε μεταρρυθμίσεις όπως το ν+2, την εξίσωση των πτυχίων των δημόσιων πανεπιστημίων με τα ιδιωτικά κολλέγια, την ελάχιστη βάση εισαγωγής, μείωση εισακτέων. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, προφανώς, έχουν σηκώσει ένα κύμα αντιδράσεων στη φοιτητιώσα νεολαία, καθώς μέσω αυτών υποβαθμίζεται πλήρως η έννοια του δημοσίου και δωρεάν πανεπιστημίου, τίθενται ταξικοί φραγμοί στην εκπαίδευση και αμφισβητείται και η ποιότητα της γνώσης που θα λαμβάνουμε από εδώ και στο εξής. Επομένως, είναι κομβικής σημασίας η συζήτηση για ένα σαφή σχεδιασμό με συγκεκριμένους στόχους για το επόμενο διάστημα, η σύνδεση και η κοινή συμπόρευση όλων των αγωνιστικών κομματιών εντός και εκτός της πανεπιστημιακής κοινότητας.
1) Παρέμβαση εντός των σχολών
Είναι αναγκαίο σε μία κρίσιμη συγκυρία, όπως αυτή που διανύουμε, η παρέμβασή μας να στοχεύει στη ριζοσπαστικοποίηση συνειδήσεων στους κοινωνικούς μας χώρους. Κάτι τέτοιο, πέρα από τις κλασσικές μορφές συνδικαλισμού –μοιράσματα, ανακοινώσεις- προϋποθέτει την καλή προπαγάνδιση των φοιτητικών δράσεων, τη γόνιμη αλληλοζύμωση με συμφοιτητές μας και την άμεση εμπλοκή τους στα δρώμενα, αλλά και την επιλογή εναλλακτικών μορφών συνδικαλισμού, όπως φεστιβάλ, προβολές ταινιών κλπ. Οφείλουμε να μετατοπίσουμε την κουβέντα στο εσωτερικό των σχολών μας, πέρα από το ειδικό πλαίσιο των προβληματικών που υφίστανται σε κάθε σχολή, σε μία πιο γενική κατεύθυνση που θα εμπεριέχει πολιτικά και κοινωνικά επίδικα που θα εναρμονίζονται με την κοινωνική πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, η παρέμβαση της Αριστερής Ενότητας θα πρέπει να προσεγγίζει τα θέματα που αφορούν τη παιδεία, σπάζοντας όχι μόνο τα κυρίαρχα αφηγήματα που αφορούν το πανεπιστήμιο (βία, εγκληματικότητα, αιώνιοι φοιτητές), αλλά και να αντιμετωπίζει το ιδεολογικό πλαίσιο με το οποίο νέα κυβέρνηση φέρνει τις μεταρρυθμίσεις.
Κάπου εδώ, πρέπει να γίνει αναφορά στη βασική διαδικασία του Συλλόγου, τη Γενική Συνέλευση. Αποτελεί καθήκον μας να εξασφαλίζουμε την ομαλή διεξαγωγή της Συνέλευσης απέναντι σε εκφυλισμούς και τη διαπάλη κομματικών γραμμών. Για να μπορεί να αισθάνεται ο κάθε φοιτητής/τρια οργανικό κομμάτι της διαδικασίας, οφείλουμε να ενθαρρύνουμε τις τοποθετήσεις και ανένταχτων φοιτητ(ρι)ών καθώς και την αντίληψη ότι τα πλαίσια θα συνδιαμορφώνονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Με minimum πολιτικά πλαίσια, να καταπολεμούμε την αντίληψη ότι η πολιτική είναι για τους «ειδικούς». Για να είναι μαζικές οι συνελεύσεις πρέπει όλοι οι φοιτητές/ριες να αισθάνονται ότι οι αποφάσεις είναι κτήμα όλων.
Κάπου εδώ να σημειωθεί ότι η κατάληψη αποτελεί ένα αναγκαίο μέσο πάλης των φοιτητών κόντρα στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, που υποβαθμίζουν την ποιότητα των σπουδών μας. Αποτελεί πίεση προς τα ιδρύματα η παύση των ερευνητικών προγραμμάτων και η ιστορία έχει δείξει πως το φοιτητικό κίνημα μέσω αυτού του μέσου πάλης μπορεί να ανατρέψει τα νομοθετήματα της κυβέρνησης. Απέναντι στην κυρίαρχη αντίληψη ότι οι καταλήψεις απονεκρώνουν τις σχολές, πρέπει μέσα από την λειτουργία συντονιστικών επιτροπών καταλήψεων, να πλαισιώνονται από προβολές συζητήσεις, εκδηλώσεις, αντιμαθήματα, από ένα πρόταγμα επανοικιοποίησης των κοινωνικών μας χώρων.
Οι φοιτητικοί σύλλογοι μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες καλούν και σε πανεκπαιδευτικές πορείες, οι οποίες αντιτίθενται στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ΝΔ. Οι πορείες που έχουν πραγματοποιηθεί έδειξαν ότι μπορούν να κινητοποιήσουν ένα μεγάλο μέρος κόσμου και στην παρούσα φάση είναι ζωτικής σημασίας να τις ιεραρχήσουμε με τέτοιο τρόπο, ώστε η μαζικότητα τους να αφήνει ένα στίγμα εναντίωσης και αγώνα. Στις πορείες οι οποίες θα καλεστούν μέσα στο επόμενο διάστημα θα πρέπει να έχουμε έντονη παρουσία, αλλά και να αφήσουμε το μήνυμα στα μάτια της κυβέρνησης ότι δε θα αφήσουμε τα ΜΑΤ να σταθούν εμπόδιο στον αγώνα μας.
Στο πλαίσιο, τώρα, της κοινής συμπόρευσης όλων των αγωνιζόμενων μελών της κοινωνίας, είναι επιτακτική η ανάγκη της δημιουργίας ενός από τα κάτω συντονισμού, ο οποίος θα προκύπτει από τις Συντονιστικές Επιτροπές Γενικών Συνελεύσεων και Καταλήψεων. Είναι απαραίτητο οι επιτροπές αυτές να μην απαρτίζονται μόνο από οργανωμένο κόσμο, αφήνοντας έτσι χώρο και σε ανένταχτο κόσμο να έχει τη δυνατότητα να παρέμβει στη διαδικασία, βάζοντας έτσι τα δικά του χαρακτηριστικά στον αγώνα. Είναι σημαντικό αυτή η διαδικασία να έχει τη δύναμη, αφενός να εμπνέει κόσμο, και αφετέρου να απολήγει σε συντονισμένες κινητοποιήσεις στους δρόμους.
Με άξονα την συγκρότηση ενός μαζικού μπλοκ που θα αντιδράει απέναντι στις μεταρρυθμίσεις – αναδιαρθώσεις στην παιδεία, απαιτείται ένας σχεδιασμός που θα έχει διάρκεια, ιεραρχώντας την παρουσία μας στις κεντρικές κινητοποιήσεις που καλούνται, στα φεστιβάλ και τις επιμέρους εκδηλώσεις των σχολών καθώς και στον τριήμερο εορτασμό του Πολυτεχνείου. Ένας σχεδιασμός που θα βασίζεται στην κλιμάκωση των αγώνων που δίνει το φοιτητικό μπλοκ καθώς και στην ανάγκη κεντρικού συντονισμού των επιμέρους δράσεων, μιας και σε αυτή την κεντρική επίθεση απαιτείται μία συνολικότερη απάντηση.
2) Πανεκπαιδευτικό Κίνημα
Οι φοιτητικοί σύλλογοι έχουν κάνει ήδη γνωστή την θέση τους γύρω από το ζήτημα της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης με μία σειρά από κινητοποιήσεις στις διοικήσεις των σχολών, με γύρους καταλήψεων και γενικών συνελέυσεων και με πολύ μαζικές φοιτητικές πορείες στο κέντρο της Αθήνας. Στοίχημα λοιπόν για την Αριστερή Ενότητα και την υπόλοιπη αριστερά είναι το αν θα μπορέσει να μετατρέψει αυτήν την «κίνηση» των φοιτητών/τριών σε «κίνημα» μέσα στο επόμενο διάστημα με στόχο το ολοκληρωτικό μπλοκάρισμα των μεταρρυθμίσεων που θέλει να επιβάλει η Κεραμέως. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαία η αυξημένη παρουσία μας στις πορείες που θα ακολουθήσουν το επόμενο διάστημα, με αποκορύφωμα την Πανελλαδική Πανεκπαιδευτική κινητοποίηση της 31ης Οκτωβρίου. Η απάντησή μας στην όποια καταστολή θα πρέπει να είναι έντονη, ενδεχομένως και μαχητική, αν το απαιτεί η περίσταση, και να κάνουμε φανερό ότι ούτε ΜΑΤ ούτε δακρυγόνα μπορούν να σταθούν εμπόδιο στον αγώνα μας. Αυτό από μόνο του, ωστόσο, δεν είναι αρκετό αλλά πρέπει να βρεθούν τρόποι έτσι ώστε να γίνουμε περισσότερο ορατοί/ες και στην υπόλοιπη κοινωνία. Πρέπει να προχωρήσουμε σε δράσεις που θα έχουν ως βασική στόχευση την δημιουργία κεντρικών γεγονότων, που θα διεγείρουν το ενδιαφέρον, τόσο του κόσμου, όσο και των ΜΜΕ, που θα επιδιώκουν μία κεντρική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση.
Είναι, λοιπόν, στόχος μας η σταδιακή όξυνση της αντεπίθεσής μας η οποία μέρα με τη μέρα θα μπορεί να εμπνέει και να συσπειρώνει όλο και περισσότερο κόσμο τόσο φοιτητές/τριες όσο και πληττόμενο κόσμο από την υπόλοιπη εκπαιδευτική κοινότητα. Μέσα από το συντονισμό Γενικών Συνελεύσεων και Καταλήψεων, ο οποίος θα πρέπει να αποκτήσει πιο εξώστρεφα χαρακτηριστηκά και να εμπλέξει ακόμη περισσότερο ανένταχτο κόσμο, μπορεί να γίνει ένα άνοιγμα στην υπόλοιπη εκπαιδευτική κοινότητα με αποτέλεσμα να βρεθούμε από κοινού στο δρόμο με μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς φοιτητές/τριες, διοικητικούς, καθηγητές/τριες, εκπαιδευτικό προσωπικό, εργαζόμενες/ους στα σχολεία και τα πανεπιστήμια καθώς και μαθήτριες/ές. Επομένως, με άξονα την συγκρότηση ενός μαζικού μπλοκ που θα αντιδράει απέναντι στις μεταρρυθμίσεις – αναδιαρθρώσεις στην παιδεία και τον κοινό στοχευμένο κινηματικό βηματισμό, είναι απαραίτητος ο από τα κάτω συντονισμός με όλα αυτά τα αγωνιζόμενα μέλη της κοινωνίας.
Έχοντας, λοιπόν, ως στόχο το ολοκληρωτικό μπλοκάρισμα της αναδιάρθρωσης που θέλει να επιβάλει η κυβέρνηση ΝΔ, είναι αναγκαίο να κλιμακώσουμε τον αγώνα μας και να επιδιώξουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διάρκεια σε αυτόν ξεπερνώντας τη φάση της συμβατικής διεκδίκησης. Βάζοντας κόμβους για το επόμενο διάστημα, πρέπει να ιεραρχήσουμε τις κεντρικές κινητοποιήσεις που έχουν προγραμματιστεί καθώς και τα φεστιβάλ επανοικειοποίησης όπως το Asylum Festival στη Θεσσαλονίκη, η συνέλευση του οποίου πήρε και σταθερό χαρακτήρα, αλλά και το προγραμματισμένο για τις 2 Νοέμβρη Φεστιβάλ Φοιτητικών Συλλόγων της Αθήνας που προέκυψε μέσα από αποφάσεις Γενικών Συνελεύσεων και Συντονιστικών Καταλήψεων ή τις επί μέρους δράσεις των φοιτητικών συλλόγων. Ο τριήμερος εορτασμός του Πολυτεχνείου είναι πολιτικά ορθό να επανανοηματοδοθεί και από τον αγώνα του σήμερα ενάντια στην κατάργηση του ασύλου και την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση ενώ και η 6η Δεκέμβρη πρέπει να πάρει αντίστοιχα χαρακτηριστικά λόγω της καταστολής και της αυξημένης παρουσίας ή ακόμα και επέμβασης της αστυνομίας σε κινηματικούς χώρους και κινηματικές διαδικασίες, εδραιώνοντας ένα κλίμα αστυνομοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, είναι χρέος μας να κλιμακώσουμε τον αγώνα μας με βασικότερο κόμβο όλων την κατάθεση του πολυνομοσχεδίου Κεραμέως την περίοδο της οποίας θα απαιτείται μία συνολικότερη και πιο κεντρική απάντηση.
3) Ανασύνθεση
Σε μία συγκυρία, όπου οι μαζικές συνελεύσεις δείχνουν το ενδιαφέρον του κόσμου να διεγείρεται πάνω στα θέματα της παιδείας, με τις καθεστωτικές δυνάμεις έτοιμες να απορροφήσουν το αντιδραστικό κομμάτι κόσμου που συσπειρώνεται ενάντια στην «κατάληψη» και επομένως ενάντια στις διεκδικήσεις των φοιτητ(ρι)ών η ανάγκη για τη παρουσία μιας ενωμένης ριζοσπαστικής αριστεράς που ξεκινά πλέον από μια νέα βάση συζήτησης, που εντοπίζεται σε πρώτη φάση εντός των συνελεύσεων, μιας αριστεράς που θα μάχεται με γνώμονα τις ανάγκες των φοιτητών και της κοινωνίας είναι μάλλον επιτακτική. Καταλυτικό παράγοντα στην ανάγκη για ανασύνθεση επίσης έρχεται να παίξει και η συνολική επίθεση στη παιδεία, αλλά και στους όρους σπουδών μας, καλλιεργώντας ένα κλίμα αμφισβήτησης από μια μεγάλη μερίδα κόσμου που αναζητά απαντήσεις στα ερωτήματα που δημιουργούνται γύρω από το «νέο» πανεπιστήμιο. Η συγκυρία αυτή συμβάλει στην ανάγκη για μία αριστερά που θα έχει τη δύναμη να σηκώσει συνολικά το βάρος της παιδείας, βάζοντας μπροστά τις ανάγκες μας.
Η ανασυνθετική διαδικασία, που έχει εκκινήσει τα τελευταία 3 χρόνια σε αρκετές σχολές και έχει λάβει διαφορετικά χαρακτηριστικά και ένταση ανάλογα με τον εκάστοτε κοινωνικό χώρο, παρατηρούμε πως το τελευταίο διάστημα έχει αναβαθμιστεί και σε αυτό έχει συμβάλλει η παρούσα συνθήκη, γεγονός που μας δείχνει εμφατικά πως η ανάλυση μας για την ανασύνθεση δίνει απαντήσεις και δύναται να συσπειρώσει την φοιτητική νεολαία. Η κινηματική όξυνση και η αναζωπύρωση των συλλογικών διαδικασιών των Φοιτητικών Συλλόγων, προφανώς, και έχει βοηθήσει στη θέση της ανασύνθεσης σε νέες βάσεις, στη βελτίωση των συντροφικών σχέσεων μέσω των κοινών συλλογικών αναπαράστασεων στις σχολές και στην επανεκκίνηση ενός ειλικρινή πολιτικού διαλόγου μεταξύ των σχημάτων μας και εκείνων των ΕΑΑΚ και του ΑΡΔΙΝ. Ωστόσο, ενώ οι κόμβοι και τα επίδικα έχουν προωθήσει την ενωτική συμπόρευση, η τελευταία πρέπει να μετράει βήματα και να γίνεται πιο ουσιαστική ανεξάρτητα από τις κινηματικές διεργασίες εντός των συλλόγων, ακόμη και εκτός κινηματικών περιόδων. Είναι μια διαρκής διαδικασία η οποία δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στις γενικές συνελεύσεις αλλά να επεκτείνεται και σε ένα ευρύτερο πλαίγμα ζητημάτων το οποίο στα πλαίσια της αλληλοζύμωσης και αφού έχουν συζητηθεί στο εσωτερικό των ανασυνθετικών πρωτοβουλιών θα περιλαμβάνει τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά θέματα. Εργαλεία για να πραγματοποιηθεί αυτό είναι η κοινή παρέμβαση στους φοιτητικούς συλλόγους μέσα από κοινά πλαίσια και καλέσματα σε κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες, διοργάνωση πολιτικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων εντός των σχολών με στόχο την επανοικειοποίησή τους, ιεραρχώντας τον κοινό αγώνα για την υπεράσπιση του ασύλου.
Με βάση και προηγούμενες μας αποφάσεις, έχουμε κάνει την παραδοχή ότι η ύπαρξη ενός σχήματος ανά σχολή παραμένει ο στρατηγικός μας στόχος, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι κάτι τέτοιο μπορεί να πραγματοποιηθεί στο άμεσο μέλλον. Παρόλα αυτά, η περίοδος που διανύουμε σε ό,τι αφορά την επίθεση, είναι η καλύτερη συγκυρία να προχωρήσουμε βήματα σε όσα κάναμε, μακριά από μικροηγεμονισμούς. Οι ενωτικές διαδικασίες, που ίσως να είχαν βρεθεί σε ένα τέλμα το προηγούμενο διαστημα, μπορούν να ανζωπυρωθούν μέσα από τη διαδικασία ανασυγκρότησης του φοιτητικού κινήματος με στόχο μία κοινή παρέμβαση. Αντίστοιχα, σε σχολές όπου δεν υπήρξαν ανασυνθετικές διαδικασίες όλο το προηγούμενο διάστημα, η συγκυρία απαιτεί την καλύτερη συνεννόηση και μία κοινή παρέμβαση. Με άλλα λόγια, η περίοδος που έρχεται, καθώς και τα επίδικα, προσφέρουν εύφορο έδαφος για την ανασύνθεση.
4) Σύνδεση με την Κοινωνία
-Αντιρατσισμός – Αντιφασισμός:
Όπως έχει αναφερθεί και παραπάνω, γίνεται αντιληπτό πως η κυβέρνηση ΝΔ, προκειμένου να λύσει το μεταναστευτικό «πρόβλημα», προχωράει εξόφθαλμα σε πρακτικές κοινωνικού αποκλεισμού των προσφύγων, στοιβάζοντας τους σε αντίξοες συνθήκες στα κέντρα κράτησης της Μόριας και της Αμυγδαλέζας. Εμείς, απέναντι στις απάνθρωπες πράξεις της κυβέρνησης, στεκόμαστε δίπλα στους μετανάστες με βασική αρχή μας την αλληλεγγύη, κατεβαίνουμε μαζί στους δρόμους και στηρίζουμε αυτοοργανωμένες δομές, όπως ήταν το εγχείρημα του City Plaza ή όπως είναι το Στέκι Μεταναστ(ρι)ών. Παράλληλα πρέπει να αναγνωρίζουμε την ανάγκη για νέους τρόπους παρέμβασης σε σχέση με αυτό το πεδίο, με εκδηλώσεις-προβολές-φεστιβάλ στους κοινωνικούς μας χώρους, ευαισθητοποιώντας τον κόσμο πάνω στον αντιρατσισμό-αντιφασισμό
Όσον αφορά το φαινόμενο του φασισμού στην κοινωνίας μας, παρά την έξοδο του νεοναζιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής από τη Βουλή και το κλείσιμο των γραφείων της, η φασιστική απειλή δεν παύει να υπάρχει. Με την δίκη της Χρυσής Αυγής να φτάνει στο τέλος της, σημαντική είναι και η παρουσία μας στις δικασίμους πλάι στο αντιφασιστικό κίνημα. Οφείλουμε, λοιπόν, να έχουμε οξυμένα αντανακλαστικά απέναντι στην παρουσία της ακροδεξιάς, είτε στους κοινωνικούς μας χώρους, είτε στις γειτονιές. Να μην τους αφήσουμε ούτε σπιθαμή γης.
-Έμφυλες Διακρίσεις – LGBTQI+ ζήτημα:
Για άλλη μια φορά, η συγκυρία αποδεικνύει ότι οι έμφυλες καταπιέσεις αποτελούν απτή πραγματικότητα. Τα πατριαρχικά πρότυπα εξακολουθούν να κατέχουν τον έλεγχο στην κοινωνία, όπου η ύπαρξη και μόνο κάθε στοιχείου που δεν είναι αρκετά “αρρενωπό” στοχοποιείται. Σε κάθε χώρο, είτε είναι το σπίτι, η δουλειά, το πανεπιστήμιο ή ο δρόμος, ο σεξισμός, η όμο/τρανσ-φοβία, η βία και οι διακρίσεις είναι παρούσες. Οι πολλαπλές γυναικοκτονίες που έχουν λάβει χώρα το τελευταίο διάστημα, δείχνουν ξεκάθαρα ότι τα έμφυλα στερεότυπα για το ρόλο της γυναίκας όχι μόνο δεν έχουν αρθεί, αλλά και ότι το δικαίωμα στο σώμα και τη ζωή μας γενικότερα αμφισβητείται. Παρά τις επιτυχημένες διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος , δεν μπορούμε να μιλάμε για πραγματική χειραφέτηση και κοινωνική απελευθέρωση, όσο συνεχίζει να υφίσταται ο καπιταλισμός και η πατριαρχία. Αυτό διαπιστώνεται από τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου -του οποίων οι δολοφόνοι παραμένουν ατιμώρητοι και οι αρχές κωλυσιεργούν ως προς την απόδοση δικαιοσύνης. Οφείλουμε να στηρίζουμε και να είμαστε μέρος του φεμινιστικού κινήματος και να παλεύουμε για τις διεκδικήσεις κάθε έμφυλης ομάδας, συνδέοντας με διαλεκτικό τρόπο τα αιτήματά αυτά με το ευρύτερο κίνημα στα πλαίσια της διαθεματικότητας, αιτήματα που εκφράζουν και συνέχουν κι εμάς τους ίδιους/ες. Ένα κίνημα που, ακόμη και στο εσωτερικό του, θα στιγματίζει κάθε σεξιστική επίθεση και συμπεριφορά και θα την καταπολεμά, μέσα και έξω από τις σχολές. Η δικτύωση μας πρέπει να στέκεται απέναντι στα πρότυπα «μάτσο» συνδικαλισμού, απέναντι στον έμφυλο καταμερισμό των ρόλων και γενικότερα απέναντι σε κάθε συμπεριφορά που προσβάλει και αμφισβητεί τα δικαιώματα των LGBTQI+ υποκειμένων. Παλεύουμε για την κατοχύρωση δωρεάν γυναικολογικής περίθαλψης (τεστ ΠΑΠ, μαστογραφίες), για δωρεάν επεμβάσεις επαναπροσδιορισμού φύλου και ταυτόχρονα για ισάξιους μισθούς. Συνεχίζουμε να παλεύουμε για δημόσιες και δωρεάν κοινωνικές και ψυχολογικές δομές (βρεφοκομικοί/παιδικοί σταθμοί, κέντρα ψυχολογικής υποστήριξης θυμάτων έμφυλης βίας), δωρεάν πρόσβαση στο δικαίωμα της άμβλωσης και για τη νομική κατοχύρωση της γυναικοκτονίας ως ανθρωποκτονίας με συγκεκριμένα έμφυλα χαρακτηριστικά.
Ακόμα, είναι ανάγκη να διεκδικούμε και την εισαγωγή των μαθήματων της σεξουαλικής αγωγής και του gender equality σε κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης, στην κατεύθυνση μιας ουσιαστικής έμφυλης ισότητας. Στη λογική της αυτοοργάνωσης, στηρίζουμε σε ομάδες γυναικών και lgbtqi+ ατόμων και μαζί αγωνιζόμαστε για την ορατότητα, την αυτοδιάθεση και τη χειραφέτησή μας, με την προσπάθεια για οργάνωση πορείας Pride χωρίς χορηγούς που καπηλεύονται τις διεκδικήσεις των δικαιωμάτων της lgbtqi+ κοινότητας. Η εμπειρία σε συμμετοχή συνελεύσεων, όπως η «Χωρίς ΣυΝΑΙνεση είναι βιασμός», που λειτουργούν με όρους οριζοντιότητας και εμπλοκής φεμινιστικών συλλογικοτήτων και ατόμων μαζί, απέδειξε πως με τη συλλογική διεκδίκηση και την οργάνωσή μας «από τα κάτω» όλες μαζί μπορούμε να επιτύχουμε αυτά που μας ανήκουν, όπως αυτό αποτυπώθηκε με την πρόσφατη νίκη του φεμινιστικού κινήματος σχετικά με την κατοχύρωση του βιασμού (ΠΚ 336) μονάχα στην έλλειψη συναινέσεως. Παράλληλα, το κίνημα κατάφερε να επανανοηματοδοτήσει την 8η Μάρτη όχι μόνο ως μια μέρα φεμινιστικής πάλης και απεργίας μαζί (συνδέοντας έτσι και το φεμινιστικό με το εργατικό κίνημα), αλλά και αποσυνδέοντας την από μια λογική «ημέρας μνήμης» μέσω του χαρακτήρα των διαρκών συνελεύσεων. Εν γένει αντιπαλεύουμε κάθε νοοτροπία που θέλει τα μη αρρενωπά υποκείμενα υποταγμένα και δια βίου καταδυναστευμένα.
-Εργασιακά
Στην εποχή που διανύουμε, η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει μία πληθώρα φοιτητών να εργάζονται κατά τη διάρκεια των ακαδημαϊκών τους σπουδών. Τις περισσότερες φορές, η εργασία αυτή χαρακτηρίζεται από μη- και ημι-ασφάλιση, ελαστικές σχέσεις εργασίας, χαμηλούς μισθούς και υπερωρίες. Με βάση την αναδιαμόρφωση πλέον σε διπλή ταυτότητα του φοιτητή/τριας εργαζόμενου/ης, και έχοντας υπόψη την εύρεση εργασίας πάνω στο γνωστικό αντικείμενο σπουδών, κρίνουμε απαραίτητη τη στήριξη των κινητοποιήσεών πάνω στη διεκδίκηση αυτών των δικαιωμάτων. Πέραν αυτού, η πολυμέτωπη επίθεση τόσο και στο τομέα της παιδείας όσο και στο τομέα των εργασιακών, επιβάλει τη συνολική αντεπίθεση από κοινού του φοιτητικού και εργατικού κινήματος στους δρόμους, προκειμένου να δημιουργήσουμε ένα κοινό μέτωπο πάλης με ρηξιακό χαρακτήρα, προκειμένου να ανατρέψουμε τους όρους με τους οποίους εργαζόμαστε και σπουδάζουμε.
-Ριζοσπαστική Οικολογία:
Στη περίοδο που διανύουμε παρατηρείται όξυνση των περιβαλλοντικών ζητημάτων (φωτιές, κλιματική αλλαγή, εξορύξεις χρυσού και υδρογονανθράκων). Συνεπώς είναι αναγκαίο να ιεραρχήσουμε τη ριζοσπαστική οικολογία στην παρέμβασή μας βάζοντας μπροστά τον καπιταλισμό ως κύριο αίτιο την περιβαλλοντικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής. Να στηρίξουμε τις μαζικές μαθητικές κινητοποιήσεις του τελευταίου χρόνου, αλλά και να επαναφέρουμε μία τέτοια κουβέντα και στις σχολές μας προσδίδοντας στη συζήτηση τα δικά μας στοιχεία όπως αυτό της επίδρασης του καπιταλισμού στο περιβάλλον. Παράλληλα, ιδιαίτερα στις σχολές με συναφές γνωστικό αντικείμενο, μπορούμε να διοργανώσουμε και δράσεις-εκδηλώσεις-συζητήσεις-αντιμαθήματα, με κατεύθυνση την ευαισθητοποίηση του κόσμου στο ζήτημα της ριζοσπαστικής οικολογίας.
5) Το Πανεπιστήμιο των Αναγκών μας
Απέναντι στην πολυμέτωπη επίθεση που δεχόμαστε σαν φοιτητές, εμείς παλεύουμε για να οικοδομήσουμε ένα πανεπιστήμιο διαφορετικό από το ήδη υπάρχον, ένα πανεπιστήμιο στο ύψος των αναγκών μας. Μιλάμε για ένα κοινωνικό χώρο όπου η κάθε άτομο θα μπορεί να κοινωνικοποιείται και να αλληλοζυμώνεται πολιτικά. Ταυτόχρονα, θέλουμε το πανεπιστήμιο να αποτελεί άσυλο ιδεών και αγώνων, να δίνει χώρο στα κοινωνικά κινήματα, μακριά από αντιδραστικές λογικές, που θέλουν αστυνόμευση εντός των πανεπιστημίων. Οι ιδέες που αναπτύσσονται και διαμορφώνονται εντός των πανεπιστημίων ανά τα χρόνια φέρουν την ριζοσπαστικότερη και ανατρεπτικότερη ματιά για την κοινωνία. Οι ιδέες αυτές δημιουργούν συνθήκες αμφισβήτησης της κυρίαρχης ιδεολογίας. Το πανεπιστήμιο αποτελεί Ιδεολογικό Μηχανισμό του Κράτους και συμβάλλει στην εμπέδωση της κυρίαρχης ιδεολογίας ενώ ο καταμερισμός της εργασίας οργανώνεται μέσα από το πανεπιστήμιο με τρόπο τέτοιο που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κεφαλαίου. Η ίδια η γνώση λοιπόν στο πανεπιστήμιο που οραματιζόμαστε, δεν νοείται να παράγεται με όρους καθετότητας. Θέλουμε η γνώση να μεταλαμπαδεύεται σε εμάς από καθηγητές που δεν βλέπουν τους εαυτούς τους σαν αυθεντίες αλλά συνυπάρχουν μαζί μας και συμβάλλουν στην διάδραση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και στην εις βάθος κατανόηση του αντικειμένου μας, παράλληλα θα έχει ανθρώπινους ρυθμούς σπουδών και θα σέβεται τις χρονικότητες του κάθε φοιτητή και της κάθε φοιτήτριας. Την ίδια στιγμή, θέλουμε η γνώση που θα λαμβάνουμε να διαχέεται στην κοινωνία και να μην αποτελεί προνόμιο των λίγων, να έχει σαν γνώμονα τις ανάγκες της κοινωνίας και να μην εστιάζει σε θέματα που θα αποφέρουν κέρδος στις επιχειρήσεις και το κεφάλαιο. Ταυτόχρονα, οραματιζόμαστε ένα πανεπιστήμιο όπου η αντίληψη που κυριαρχεί περί ταξικού και κοινωνικού διαχωρισμού με βάση το επάγγελμα δε θα υφίσταται. Δε θα είναι το επάγγελμα εκείνο που θα καθορίζει την κοινωνική θέση αλλά η κοινωνική χρησιμότητα.
Θέτοντας αυτά ως βάση συζήτησης, θέλουμε ένα πανεπιστήμιο που δεν αποτελεί ένα στείρο επιστημονικό κέντρο κατάρτισης. Απέναντι στη κυρίαρχη ιδεολογία που βλέπει παν/μιο ως ένα μηχανισμό που θα παράγει μόνο επαγγελματικά κατηρτισμένους εργαζόμενους με βάση τις εφήμερες ανάγκες της αγοράς, εμείς καλλιεργούμε μια τελείως διαφορετική αντίληψη. Εμείς οραματιζόμαστε ένα Παν/μιο που θα καλλιεργεί προβληματισμούς στον/στην φοιτητή/τρια, θα ενισχύει το ενδιαφέρον πάνω στο γνωστικό αντικείμενο, παρέχοντας γνώση, αλλά και θωρακίζοντας το μελλοντικό εργαζόμενο με επαγγελματικά δικαιώματα. Θέλουμε να παρέχει τη δυνατότητα για την απόκτηση της σφαιρικής γνώσης, τη δυνατότητα για περαιτέρω έρευνα, χωρίς απαραίτητα να ακολουθούμε το δρόμο της εξειδίκευσης, αλλά και την ικανότητα να παράγουν και νέες γνώσεις πάνω σ’ αυτό. Το πανεπιστήμιο των αναγκών μας όμως δεν μπορεί να είναι ένα πανεπιστήμιο που έχουν θέση οι κοινωνικοί αποκλεισμοί. Διεκδικούμε ένα πανεπιστήμιο που το δικαίωμα στη δωρεάν και ποιοτική σίτιση, τη στέγαση και μεταφορές θα είναι αδιαπραγμάτευτο. Αυτό προϋποθέτει ότι δε θα ανατίθενται σε εργολαβίες, οι οποίες κερδοσκοπούν στις πλάτες των φοιτητ(ρι)ών.
Σήμερα τα πανεπιστήμια και οι σχολές διοικούνται από τα πάνω, από τις πρυτανείες και τις κοσμητείες, ενώ οι απόψεις των υπόλοιπων κομματιών που τα συναποτελούν δε λαμβάνονται καθόλου υπόψη. Πρόκειται για τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, που συνιστούν το μεγαλύτερο κομμάτι των πανεπιιστημίων, τους/τις εργαζόμενους/ες και τους/τις αγωνιζόμενους/ες ενάντια στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση καθηγητές/τριες. Αυτό που θέλουμε είναι οι αποφάσεις να απορρέουν με τρόπο συλλογικό και από τα κάτω, ώστε τα κέντρα λήψης αποφάσεων να είναι γειωμένα και προσιτά στη βάση που πραγματικά έχει ενδιαφέρον για τα πράγματα του Παν/μίου. Ό,τι γίνεται για εμάς αλλά χωρίς να μας λαμβάνει υπ’ όψη δεν μπορεί να συμβαδίζει με τις ανάγκες μας-κι αυτό δεν αποτυπώνει το νόημα του Πανεπιστημίου όπως το ονειρευόμαστε.
Ο ρόλος της Αριστερής Ενότητας μέσα σ’ αυτή την επίθεση, θα πρέπει να έχει το χαρακτήρα μιας παρεμβατικής και κινηματικής αριστεράς, που θα αποδείξει ότι μπορεί και πρέπει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία αντιστάσεων και με τους αγώνες της, να πετυχαίνει πράγματα κοινωνικά χρήσιμα, να δημιουργεί γεγονότα και καταστάσεις, να επαναφέρει την πολιτική συζήτηση και γενικότερα να επηρεάζει το πολιτικό γίγνεσθαι εντός κι εκτός του Πανεπιστημίου. Ο ρόλος, λοιπόν, της Αριστερής Ενότητας θα πρέπει να έχει το χαρακτήρα μιας αριστεράς που μπορεί να αναδείξει την πραγματική πόλωση και να θέσει αναχώματα στην μετατροπή του Πανεπιστημίου σε κερδοφόρα επιχείρηση. Μιας αριστεράς που θα συνεχίσει να παλεύει για ένα δημόσιο και δωρεάν Πανεπιστήμιο που θα απαντά στις ανάγκες της κοινωνίας, ανοιχτό για όλους/ες, χωρίς ταξικούς φραγμούς. Μιας αριστεράς που θα παρεμβαίνει, θα μάχεται και θα εμπνέει μέχρι να οικοδομήσει το Πανεπιστήμιο των αναγκών μας.