Η κυβέρνηση της ΝΔ και η Υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως, συνεχίζουν την επίθεση στην δημόσια και δωρεάν Παιδεία με την κατάθεση προς διαβούλευση ενός ακόμη πολυνομοσχεδίου που επιφέρει τεράστιες αλλαγές στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση ενώ εισάγει διατάξεις που σαφώς επηρεάζουν και την τριτοβάθμια. Η κατάθεση ενός τέτοιου νομοσχεδίου που αλλάζει ριζικά τον τρόπο διαμόρφωσης του σχολείου φέρνοντας μαθητ(ρι)ές και καθηγητ(τρι)ές σε ακόμη χειρότερη θέση, σε μία περίοδο που ο κόσμος λόγω των περιοριστικών μέτρων αδυνατεί να αντιδράσει με τον κατάλληλο τρόπο είναι υποκριτική και πλέον αντιδημοκρατική, στοχεύοντας στην αποφυγή των αντιδράσεων της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Συγκεκριμένα, στο κομμάτι της δευτεροβάθμιας, ο χαρακτήρας του σχολείου γίνεται ακόμη πιο εξετασιοκεντρικός, με το Λύκειο να βρίσκεται ακόμη περισσότερο στο στόχαστρο. Ο συνυπολογισμός και των τριών τάξεων του Λυκείου για την εισαγωγή των υποψηφίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εντατικοποιεί πλήρως την καθημερινότητα των μαθητ(ρι)ών, οι οποίοι στην ουσία θα περνούν εμμέσως την διαδικασία των πανελλαδικών εις τριπλούν. Η επαναφορά της τράπεζας θεμάτων, η οποία σημειωτέων τη μοναδική φορά που εφαρμόστηκε το 2014 οδήγησε στην παραπομπή του 20% των μαθητών της Α΄ Λυκείου για το Σεπτέμβριο, έρχεται να προστεθεί στα παραπάνω δημιουργώντας ένα προφίλ Λυκείου πολύ λιγότερο θελκτικό. Στην πραγματικότητα οι μαθητές μπροστά στην νέα αυτή πραγματικότητα θα οδηγούνται ακόμη πιο νωρίς και εντατικά στην παραπαιδεία, για την οποία το νομοσχέδιο αποτελεί μεγάλο δώρο. Παράλληλα όμως δεν θα είναι λίγοι εκείνοι και εκείνες που θα αποθαρρυνθούν ή δεν θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στο παραπάνω πλάνο και θα στραφούν είτε στα Επαγγελματικά Λύκεια και την μαθητεία είτε στην ιδιωτική εκπαίδευση. Όσον αφορά τα ΕΠΑΛ, το εν λόγω νομοσχέδιο προβλέπει θέσπιση ορίου εγγραφών στα 17 έτη, αφαιρώντας την πρόσβαση σε αυτά σε μεγαλύτερους/ες. Στο στόχαστρο όμως μπαίνει η δευτεροβάθμια εκπαίδευση και με την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων που αναμένεται να ξεκινήσει κατά το σχολικό έτος 2020-2021. Στην ουσία πρόκειται για μια προσπάθεια κατηγοριοποίησης των σχολείων ανάμεσα σε «καλά και κακά», σε πρότυπα με υψηλό γόητρο και σε εκείνα δευτέρας διαλογής. Η συνολική αξιολόγηση των μονάδων καθώς και η ατομική των καθηγητών θα γίνεται χωρίς καμία απολύτως επιμόρφωση από πλευράς του Υπουργείου. Δίνεται έτσι ένας τιμωρητικός χαρακτήρας εναντίον σε εκείνους τους εκπαιδευτικούς που δεν στάθηκαν ατάξιοι της ατομικής τους ευθύνης να επιμορφωθούν, στρεφόμενοι σε διάμορφες μορφές ιδιωτικής κατάρτισης, αφού δημόσια εξακολουθεί να μην προσφέρεται, αποκλείοντας έτσι την κυβερνητική ευθύνη για υποδομές, δωρεάν σεμινάρια, εκσυγχρονισμένα βιβλία κλπ. Μεταξύ άλλων, η επαναφορά των τριήμερων και πενταήμερων αποβολών καθώς και η αναγραφή της διαγωγής στους τίτλους σπουδών οξύνει ακόμη περαιτέρω την πειθάρχηση των μαθητ(ρι)ών ενώ ταυτόχρονα αλλάζει και ο χαρακτήρας του Γυμνασίου και Δημοτικού με τα εξεταζόμενα μαθήματα να αυξάνονται.
Στο κομμάτι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, βλέπουμε την αύξηση της εξωστρέφειας των ελληνικών Πανεπιστημίων με την ίδρυση ξενόγλωσσων προπτυχιακών τμημάτων με δίδακτρα, με κοινά (joint) και διπλά (dual) πτυχία με ξένα ΑΕΙ, θερινά προγράμματα σπουδών και σειρά άλλων δράσεων για την προσέλκυση ξένων φοιτητ(ρι)ών. Τέτοιες αλλαγές στοχεύουν στην περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την περαιτέρω εναρμόνισή της με την στείρα, τεχνοκρατική και κεφαλαιο-κρατική εκπαίδευση που κυριαρχεί στη Δύση, ενώ παράλληλα ευνοούν την είσοδο του κεφαλαίου στα ΑΕΙ και αυξάνουν την ταξικότητα της Παιδείας υπονομεύοντας τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της. Ένα ακόμη σημείο του πολυνομοσχεδίου προβλέπει την θεσμοθέτηση ενιαίου ψηφοδελτίου και ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, αλλαγή του εκλογικού σώματος και θέσπιση τετραετούς θητείας για Πρυτάνεις και Αντιπρυτάνεις. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την έλλειψη της συνδιοίκησης και συμμετοχής των ΦΣ και ολόκληρου του διοικητικού προσωπικού στις αποφάσεις οργάνων σαν κι αυτών, δημιουργούν ένα θολό τοπίο για τα αιτήματα και τις ανάγκες μας καθώς προμηνύουν την υποβάθμιση τους για την υλοποίηση των αιτημάτων της αγοράς και του κεφαλαίου.
Η πλέον προβληματική διάταξη για την τριτοβάθμια αφορά τις μετεγγραφές, αφού προβλέπεται η εισαγωγή για πρώτη φορά ακαδημαϊκού κριτηρίου, με δυνατότητα μετεγγραφής μόνο αν η απόκλιση από την βάση εισαγωγής δεν ξεπερνά τα 2750 μόρια, , και η δημιουργία του «Β’ κύκλου μετεγγραφών» όπου όσοι και όσες δεν κατάφεραν να πάρουν μετεγγραφή σε αντίστοιχο τμήμα με βάση την μοριοδότησή τους, θα μπορούν να επιλέξουν ένα διαφορετικό τμήμα του ίδιου επιστημονικού πεδίου, ενώ τέλος εισάγεται ο εξορθολογισμός των οικονομικών και κοινωνικών κριτηρίων (π.χ. εξέταση μέσου όρου εισοδημάτων τριετίας) με την δικαιολογία της αποφυγής της «καταστρατήγησης» του δικαιώματος μετεγγραφής. Η εισαγωγή αυτών των διατάξεων αυξάνει ακόμα περισσότερο την ταξικότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αφού αποκλείει από αυτή μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας που χωρίς τις μετεγγραφές αδυνατούν να έχουν πρόσβαση σε αυτή. Με την μεταβολή των κριτηρίων για την απόκτηση μετεγγραφών, θέτονται εμπόδια στην δυνατότητα φοιτητ(ρι)ών να εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με την μόνη «παραχώρηση» από το Υπουργείο την εισαγωγή τους σε ένα τμήμα με διαφορετικό αντικείμενο σπουδών
Το εν λόγω πολυνομοσχέδιο διαλύει ακόμη περισσότερο την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εισάγοντας και καταστροφικές για την τριτοβάθμια εκπαίδευση διατάξεις. Προχωρώντας στον δρόμο της εντατικοποίσης, της εξετασιολαγνείας και του ανοίγματος στην αγορά με κάθε τρόπο, η παιδεία απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από τον ρόλο της παραγωγού κοινωνικά χρήσιμης γνώσης, της στήριξης, οικονομικής και ψυχολογικής, των μαθητ(ρι)ών σε όλα τα στάδια της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της προσφοράς της ίδιας σε όλες τις κοινωνικές ομάδες χωρίς ταξικούς φραγμούς. Με άλλα λόγια μιας παιδείας δημόσιας, δωρεάν και στο ύψος των αναγκών μαθητ(ρι)ών, φοιτητ(ρι)ών, καθηγητ(ρι)ών και όλης της κοινωνίας.