Απόφαση Πανελλαδικού Διημέρου ΑΡΕΝ Οκτώβρης 2020

Απόφαση Πανελλαδικού Διημέρου ΑΡΕΝ Οκτώβρης 2020

Απόφαση Πανελλαδικού Διημέρου που πραγματοποιήθηκε 31 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου.

ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΣ/ΤΗΛΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Είναι προφανές ότι η πανδημία μονοπωλεί σε μεγάλο βαθμό την κεντρική πολιτική σκηνή αλλα και την δημόσια σφαίρα, ενώ εμφανείς ήταν οι συνέπειες των πολιτικών λιτότητας προηγούμενων χρόνων και νομοσχεδίων όπως αυτό της σύνδεσης του προϋπολογισμού του πανεπιστημίου με την αξιολόγηση του, στη δημόσια υγεία και παιδεία. Η ανεπάρκεια η οποία χαρακτηρίζει τις κυβερνητικές αποφάσεις συνιστά κίνδυνο για την δημόσια υγεία. Ωστόσο αντί η κυβέρνηση να εστιάσει σε έναν σχεδιασμό που θα θωρακίσει το ΕΣΥ και θα προστατέψει το κοινωνικό σύνολο αναλώνεται σε ένα αέναο επικοινωνιακό παιχνίδι στοχοποιώντας την νεολαία.

Για να επιτευχθεί αυτό σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής, επιστρατεύτηκαν διάφοροι μηχανισμοί του κράτους προορισμένοι να διαμορφώνουν συνειδήσεις απόλυτα προσαρμοσμένες στην κυρίαρχη ιδεολογία, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιηθήκαν μηχανισμοί καταστολής και έννομης βίας προς όλες τις κοινωνικές ομάδες σε μια προσπάθεια επιβολής, εμπέδωσης και συντήρησης  αυτής της ιδεολογίας. Τέτοιο ιδεολογικό μηχανισμό αποτέλεσε φυσικά η Εκκλησία αλλά και κατεξοχήν τα ΜΜΕ, τα οποία συστηματικά αναπαράγουν το κυβερνητικό αφήγημα για την διαχείριση της πανδημίας. Αυτή η πρακτική αφενός μεν εξυπηρετεί το επικοινωνιακό της αφήγημα με όρους πολύ υψηλής αφομοίωσης με τέτοιο τρόπο ώστε η κοινωνία να θεωρεί υπεύθυνη την νεολαία για την έκρηξη των κρουσμάτων και αφετέρου αποσκοπεί να καταστρατηγήσει την αξιοπιστία της νεολαίας όσον αφορά την κοινωνική της απεύθυνση καθώς η νεολαία συνιστά οργανικό κομμάτι των κοινωνικών διεκδικήσεων και υποκείμενο με ρηξιακά χαρακτηριστικά. Ταυτόχρονα με την επίθεση που δέχεται η νεολαία πραγματοποιείται μία ευρεία επίθεση στον χαρακτήρα του δημόσιου και δωρεάν πανεπιστημίου. Αυτά τα δύο φαινόμενα παρόλο που είναι αλληλένδετα εξυπηρετούν διαφορετικά πεδία πολιτικής της κυβέρνησης. Συνεπώς με αυτές τις πρακτικές η ΝΔ κάνει βήματα προς την εμπορευματοποίηση της παιδείας, την απονέκρωση των κοινωνικών χώρων και την στείρωση των συλλογικών διαδικασιών.

Πιο εξειδικευμένα όμως, στον τομέα της Παιδείας, η εξαγωγή κέρδους υπερίσχυσε των πραγματικών αναγκών της εκπαιδευτικής κοινότητας.Η κυβέρνηση όχι απλώς δεν πήρε μέτρα στην κατεύθυνση “θωράκισής” της, αλλά αντιμετώπισε την πανδημική κρίση ως ευκαιρία. Ενώ η συγκυρία έχει αναδείξει το δικαίωμα πρόσβασης στην υγεία ως μείζον ζήτημα, εν μέσω καραντίνας, και ενώ φοιτητικοί σύλλογοι και τα όργανα των εκπαιδευτικών αδυνατούσαν να συζητήσουν, προχώρησε στην ψήφιση αντι-εκπαιδευτικού νομοσχεδίου με άξονες την πειθάρχηση, την ανύψωση ταξικών φραγμών και την εξυπηρέτηση ιδιοκτητών ιδιωτικών σχολείων.  Με το πέρας δε αυτής, επικύρωσε την εφαρμογή της αξιολόγησης των ιδρυμάτων με περικοπές στη χρηματοδότησή τους.

Στη δευτεροβάθμια δεν πάρθηκε κανένα μέτρο τόσο κατά τη διάρκεια της καραντίνας, όσο και μετά, που να καθιστά την εκπαιδευτική διαδικασία προσβάσιμη από όλες και όλους και κατά το δυνατόν συμπεριληπτική. Η χρόνια υποχρηματοδότηση των σχολικών μονάδων ήταν αισθητή ακόμη και σε μια συνθήκη όπου ο τρόπος διεξαγωγής της εκπαιδευτικής διαδικασίας -αυτός της τηλεκπαίδευσης- γινόταν με κλειστά σχολεία. Πολλές μαθήτριες κλήθηκαν να παρακολουθούν τα μαθήματά τους μέσα από κινητά τηλέφωνα ελλείψει Η/Υ, ενώ πολλοί/ες μαθητές/τριες δεν είχαν εξαρχής τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό ή τις κατάλληλες συνθήκες που θα τους επέτρεπαν να συμμετέχουν στη διαδικασία της τηλεκπαίδευσης ως τέτοια. Με το πέρας της καραντίνας και του καλοκαιριού, οι μαθητ(ρι)ές κλήθηκαν να επιστρέψουν στα θρανία των σχολείων τους, στις ίδιες αίθουσες στοιβαγμένες/οι ανά 20+άδες, με ακόμη περισσότερες ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια. Πλέον, έχει διαταραχθεί η εκπαιδευτική διαδικασία ως τέτοια, με τις συνέπειες της οποίας θα κληθούμε να αναμετρηθούμε.

Διαφαίνεται, λοιπόν, πώς η κυβέρνηση όχι μόνο δεν αξιοποίησε τον χρόνο του καλοκαιριού για άνοιγμα των σχολείων με τους καλύτερους δυνατούς όρους, αλλά αντίθετα επέλεξε να ακολουθήσει για μια ακόμα φορά τον δρόμο μη ουσιαστικών μέτρων, κατάλληλων μόνο για εικονικό εφησυχασμό της κοινής γνώμης, με χορήγηση υπερμεγεθών μασκών και παγουρίνο στους/ις μαθητές/ριες. Η έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού για τον τομέα της εκπαίδευσης συνολικά, πραγματώθηκε ταυτόχρονα τόσο με την καθυστερημένη ανακοίνωση των κυβερνητικών διατάξεων όσο και με την αποφυγή και μετακύλιση ευθυνών για την καθυστέρηση αυτή σε άλλους φορείς (βλ. εκάστοτε Πρυτανεία / Τμήμα στην τριτοβάθμια).Αφού, λοιπόν το άνοιγμα των σχολείων δεν έχει συνοδευτεί από την λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για την αποφυγή της εξάπλωσης του ιού, οι μαθητές/ριες ρισκάρουν καθημερινά την υγεία τους αλλά και των οικογενειών τους. Ακόμα, ο μικρός αριθμός καθηγητ(ρι)ών που υπάρχει στα σχολεία αντιμετωπίζει καθημερινά τον κίνδυνο της πανδημίας, ενώ ταυτόχρονα αμοίβεται ελάχιστα. Απέναντι σε όλα αυτά, είδαμε την ηχηρή αντίδραση των μαθητ(ρι)ών ανά τη χώρα με καταλήψεις και διαμαρτυρίες, έχοντας συχνά την υποστήριξη καθηγητ(ρι)ών. Ο αγώνας αυτός συκοφαντήθηκε από τα ΜΜΕ και αντιμετωπίστηκε με ανελέητη καταστολή από την κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας την τηλεκπαίδευση ως μέσο εκδικητικότητας.

Επιπροσθέτως, η κυβέρνηση φέρνει άλλη μια τομή στο φοιτητικό/νεολαιίστικο υποκείμενο, με υποχρεωτική στράτευση στα 18 και παράταση της θητείας στους 12 μήνες. Με τον δημόσιο λόγο να μονοπωλείται από τα ελληνοτουρκικά, η ΝΔ προκρίνει τον στρατό έναντι του Πανεπιστημίου και των κοινωνικών, εργασιακών και  λοιπών χώρων. Σκοπός είναι, αφενός οι νέοι να αποτελέσουν το εν δυνάμει πολεμικό δυναμικό για τις πολεμικές ή ιμπεριαλιστικές διαθέσεις της χώρας. Αφετέρου, να διαμορφωθούν άβουλα υποκείμενα πλήρως εμποτισμένα με την κυρίαρχη ιδεολογία, υποκείμενα που δεν αντιστέκονται, που δεν αγωνίζονται, καθώς οι πρώτες προσλαμβάνουσες της ενήλικης ζωής τους θα προέρχονται από το στρατό.

Αντίστοιχα, στη τριτοβάθμια, οι συνθήκες δε διαφέρουν πολύ ως προς τη κοινή συνισταμένη που ακολουθήθηκε και στη δευτεροβάθμια: καμία κρατική δαπάνη για τις ανάγκες των φοιτητ(ρι)ών, των μελών ΔΕΠ, των καθηγητ(ρι)ών – μετακύλιση του κόστους συμμετοχής στην τηλεκπαιδευτική διαδικασία στις πλάτες των φοιτητ(ρι)ών. Μέχρι και σήμερα, η πολιτική για τον περιορισμό της πανδημίας, εξαντλείται στην πραγματοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας εξ αποστάσεως, με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων. Η κυβέρνηση και το υπουργείο παιδείας συνεχίζουν να δείχνουν πλήρη αδιαφορία για τη χρόνια υποχρηματοδότηση της Παιδείας και την ανάγκη για σταδιακή επιστροφή στα αμφιθέατρα, αναφέροντας ένα τυχαίο νούμερο των 50 ατόμων ανά αμφιθέατρο χωρίς καμία ουσιαστική δέσμευση για την ασφάλεια των φοιτητών/τριων, μετακυλίοντας παράλληλα το βάρος των ευθυνών στα τμήματα και τις διοικήσεις τους.Άλλωστε η τωρινή κατάσταση σχολείων και σχολών συνδέεται άρρηκτα με τις πολιτικές που ακολουθούν οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών συνολικά στον τομέα της εκπαίδευσης, που συνοψίζονται σε υποβάθμιση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας, απονομιμοποίησή της στην κοινή συνείδηση, μηδαμινή χρηματοδότηση και πριμοδότηση του ιδιωτικού τομέα και των συμφερόντων του.

Ταυτόχρονα οι επιπτώσεις της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης με αποκορύφωμα την αξιολόγηση γίνονται πέρα για πέρα ορατές λόγω της πανδημίας.Χαρακτηριστικά, τα φετινά προβλεπόμενα από τον προϋπολογισμό κονδύλια για τα πανεπιστημιακά ιδρύματα- εν μέσω πανδημίας και αυξημένων αναγκών- έχουν μειωθεί κατακόρυφα, γεγονός που σχετίζεται με την εφαρμογή του νόμου για την αξιολόγηση των Ιδρυμάτων που προβλέπει μείωση της χρηματοδότησης σε 80% με το bonus του 20% σε όποια σχολή πληροί κριτήρια πλήρως εναρμονισμένα με τα συμφέροντα κεφαλαίου και αγοράς εργασίας. Τα κριτήρια τα οποία έθετε η κυβέρνηση, δεν κινούνταν σε μια ποιοτική κατεύθυνση αλλά ποσοτική. Η ποσοτικοποίηση των κριτηρίων οδηγεί τα ιδρύματα να παραμερίζουν τον επιστημονικό τους ρόλο, και να εστιάζουν στη σύνδεση με την αγορά. Τα προγράμματα σπουδών  λοιπόν, δεν «αξιολογούνται» με βάση την επιστημονική τους επάρκεια, αλλά την «αναγνώριση» από την αγορά των επαγγελματικών δεξιοτήτων με τις οποίες εφοδιάζονται οι απόφοιτοι τους.Η κυβέρνηση αξιοποίησε έννοιες που φέρουν θετικό πρόσημο όπως «εξωστρέφεια», «ευελιξία» , «κινητικότητα», προκειμένου να εξαπολύσει μια ολομέτωπη ιδεολογική επίθεση, καθώς οι έννοιες αυτές κρύβουν από πίσω τη στόχευση που θέλει τα πανεπιστήμια στείρα κέντρα κατάρτισης και όχι εστίες αμφισβήτησης, που θα λειτουργούν ως επιχειρήσεις πλήρως αποσυνδεδεμένα από τις κοινωνικές ανάγκες.

Σήμερα λοιπόν τα πανεπιστήμια και οι φοιτητές/τριες έρχονται να πληρώσουν τις εμμονικές ιδεοληψίες της κυβέρνησης και βρίσκονται εκτεθειμένοι/ες τόσο σε επίπεδο υγείας όσο και σε επίπεδο γνωστικής επάρκειας αλλά και αποξενωμένοι/ες από τον κοινωνικό τους χώρο επειδή για άλλη μια φορά οι ανάγκες της αγοράς επικράτησαν απέναντι στις ανάγκες της κοινωνίας και της παιδείας με την κυβέρνηση να επιλέγει την λιγότερο κοστοβόρα λύση.

Με την τηλεκπαίδευση να εφαρμόζεται στην πλειοψηφία των μαθημάτων, απομακρυνόμαστε ένα ακόμα βήμα από τις σχολές μας και τον κοινωνικό μας χώρο. Η διαδικασία της τηλεκπαίδευσης μας αλλοιώνει τόσο ως φοιτητικά και κοινωνικά υποκείμενα όσο και ως άτομα καθώς με αυτή χάνουμε όλο αυτό το διάστημα την επαφή με τις συμφοιτήτριες και τους συμφοιτητές μας, μαζί με αυτήν και τις συζητήσεις, τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες μας για τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στα αμφιθέατρα και τους διαδρόμους. Με την έλλειψη επαφής του φοιτητικού υποκειμένου με τον κοινωνικό του χώρο, το ίδιο, σήμερα, χάνει τις προσλαμβάνουσες από το Πανεπιστήμιο που αποτελούν τομές ριζοσπαστικοποίησης, δηλαδή την επαφή με Γενικές Συνελεύσεις, πολυθεματικές  συζητήσεις, εκδηλώσεις, φεστιβάλ, και αντ’ αυτού συνεχίζει να επηρεάζεται από ιδεολογικούς μηχανισμούς- όπως τα ΜΜΕ, η οικογένεια κ.ο.κ- που αναπαράγουν κυρίαρχες αντιλήψεις. Έτσι, με την αλληλοζύμωση φοιτητών και φοιτητριών να εκλείπει, το φοιτητικό υποκείμενο δε μπορεί να μετασχηματίσει την άποψη του για την κοινωνία και να διαμορφώσει νέα ερεθίσματα που θα το οδηγήσουν στην περαιτέρω ενασχόληση με κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, άμεσα συνδεδεμένα με το Πανεπιστήμιο.

Εκτός των παραπάνω, η τηλεκπαίδευση μας εξουθενώνει κι ως άτομα, καθώς το σπίτι μας, ως ένας χώρος στον οποίο μπορούμε να ξεκουραστούμε και να αξιοποιήσουμε τον ελεύθερο μας χρόνο με τον τρόπο που θέλουμε, δεν διαχωρίζεται πλέον από το πανεπιστήμιο – οθόνη. Η φοιτητική μας καθημερινότητα, όπως έχει διαμορφωθεί, διαφέρει ποιοτικά από εκείνη που είχαμε και επιθυμούμε. Συχνά, ξεκινά 10 λεπτά αφού ξυπνήσουμε και αποτελείται από το γραφείο μας και τον υπολογιστή μας, χωρίς τη δυνατότητα για συζητήσεις στο προαύλιο, εκδηλώσεις η και το πιο απλό ένα καφέ μετά το μάθημα. Με άλλα λόγια, όσο αποξενωνόμαστε και απομακρυνόμαστε από το φυσικό χώρο της σχολής και βιώνουμε τη διαδικασία της τηλεκπαίδευσης, χάνεται η δυνατότητα για κοινωνικοποίηση, πολιτικοποίηση και γενικότερα ενασχόληση με τα κοινά, αυτά δηλαδή που καθιστούν ζωντανό το πανεπιστήμιο.

Προσθετικά, στο δρόμο που στρώθηκε με τον χειρισμό του μαθητικού κινήματος, ελλοχεύει ο κίνδυνος εργαλειακής χρησιμοποίησης της τηλεκπαίδευσης, ως μέσο επίθεσης στην ισχύ και την αποτελεσματικότητα των καταλήψεων και των αντιστάσεων γενικότερα. Παρόμοια ανησυχία προκαλούν οι εξαγγελίες περί ηλεκτρονικών εκλογών και Γενικών Συνελεύσεων με αφορμή την πανδημία. Η ψήφιση της ηλεκτρονικής διεξαγωγής Πρυτανικών εκλογών με ενιαία ψηφοδέλτια, έχει ήδη ανοίξει τον δρόμο για τέτοιες πρακτικές. Οι ΓΣ από τη φύση τους είναι ανοιχτές διαδικασίες που προϋποθέτουν την φυσική συμμετοχή των φοιτητών/φοιτητριών, δηλαδή το πιο ριζοσπαστικό υποκείμενο της κοινωνίας, εξασφαλίζοντας την αλληλεπίδραση, τον γόνιμο πολιτικό διάλογο, τη διαμόρφωση συνειδήσεων και τις συλλογικές διεκδικήσεις. Η απλή έκφραση απόψεων μέσα από μία ηλεκτρονική διαδικασία αδυνατεί να αντικαταστήσει την οριζόντια, αμεσοδημοκρατική και συμμετοχική διαδικασία των ΓΣ.

Την ίδια στιγμή και σε τελείως κενό χρόνο (δηλαδή μέσα στην καραντίνα και ακριβώς μετά), προωθήθηκε εκ νέου η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση με τη κυβέρνηση να επισπεύδει τις διαδικασίες ψήφισης κομματιών του πολυνομοσχεδίου που δεν ψηφίστηκαν το φθινόπωρο, βρίσκοντας τις Σχολές άδειες και τους/τις φοιτητές/ριες να μην μπορούν να αντιδράσουν απέναντι σε αυτά. Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι στην νέα οικονομική κρίση που διανύουμε, πολλοί/ές φοιτητές/ριες έχουν αναγκαστεί να δουλεύουν παραπάνω ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν στη δύσκολη καθημερινότητα και στους τόσο απαιτητικούς ρυθμούς ζωής. Αυτό πολλές φορές έρχεται σε σύγκρουση με το ολοένα και πιο εντατικό πρόγραμμα της σχολής τους, το οποίο συχνά δεν ανακοινώνεται εγκαίρως ώστε να μπορούν να διαμορφώσουν οι φοιτητές/ριες το πρόγραμμα τους καταλλήλως. Εκτός αυτού, το ίδιο το πρόγραμμα είναι υπερβολικά φορτισμένο (εργασίες, υποχρεωτικές πρόοδοι, υποχρεωτικές παρακολουθήσεις μαθημάτων) μιας και οι καθηγητές/ριες έχουν την αντίληψη ότι υπάρχει άπλετος ελεύθερος χρόνος. Στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης, λοιπόν, φαίνεται ότι δημιουργούνται δύο ταχύτητες στη φοίτηση του φοιτητικού υποκειμένου, με αυτή του εργαζόμενου να πλήττεται και να παραγκωνίζεται ολοένα και περισσότερο από την εκπαιδευτική διαδικασία, ζήτημα που αναδεικνύει για μία ακόμη φορά την ταξική υπόσταση εντός της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Το Πανεπιστήμιο εν έτη 2020 φαίνεται πως παραμένει ένα Πανεπιστήμιο για λίγους/ες και εκλεκτούς/ες, που εντείνει τις ταξικές ανισότητες εντός του, ευνοώντας μονάχα όσους/ες βρίσκονται σε μια πιο προνομιακή θέση.

Το γεγονός ότι η τηλεκπαίδευση τοποθετείται σε κενό χώρου, επουδενί δεν σημαίνει ότι “εξαλείφει” τις ταξικές ανισότητες της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Μάλιστα, η έλλειψη υλικοτεχνικού εξοπλισμού (βλ. καλή ποιότητα ίντερνετ, υπολογιστής, κάμερα και μικρόφωνο) αλλά και η απροθυμία παροχής τους, όπου ήταν αναγκαία, καταλήγει να αποκλείει φοιτήτ(ρι)ές, τόσο από την εκπαιδευτική, όσο και από την εξεταστική διαδικασία. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα φοιτητ(ρι)ών που δεν κατάφεραν να δώσουν εξεταστική επειδή δε διέθεταν μικρόφωνο ή κάμερα, αλλά και πρυτανικές δηλώσεις για την “αδυναμία” να ικανοποιήσουν όλες τις ανάγκες, δείχνοντας για ακόμη μια φορά πόσο μη συμπεριληπτική είναι αυτή η διαδικασία. Δεδομένου ότι το Υπουργείο Παιδείας δεν έδωσε καμία σαφή κατεύθυνση προς τα Ιδρύματα, ήταν λογικό να μην προκύψει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο λειτουργίας τους. Επομένως, με το σκεπτικό της αποφυγής παραβάσεων από πλευράς των φοιτητ(ρι)ών, είδαμε την  εξεταστική να πραγματοποιείται με μία σειρά καθηγητικών αυθαιρεσιών, ένα φαινόμενο που εντάθηκε με την τηλεκπαίδευση, αυθαιρεσίες που έμειναν αναπάντητες από την πλευρά των Τμημάτων (όπως μαζικά κοψίματα, δυσαναλογία μεταξύ χρόνου εξέτασης και όγκου ερωτημάτων).

Η διεξαγωγή των μαθημάτων μέσα από μια οθόνη εντατικοποίησε ακόμη περισσότερο τους όρους σπουδών μας και αμβλύνθηκε η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ελεύθερου χρόνου και χρόνου παρακολούθησης. Στη δια ζώσης διδασκαλία, οι φοιτητ(ρι)ες, φεύγοντας από τον κοινωνικό χώρο του Πανεπιστημίου, μπορούν να ορίσουν με μεγαλύτερη ευχέρεια το προσωπικό τους πρόγραμμα, ενώ τώρα, οι φοιτητ(ρι)ες θεωρούνται ότι είναι συνεχώς διαθέσιμοι/ες (για παρακολούθηση ακόμη και εκτός του προγράμματος διδασκαλίας, εντατικό διάβασμα και εξαντλητικές εργασίες, επικοινωνία με τους/τις καθηγητ(ρι)ες).

Επιπλέον, η ηλεκτρονική διεξαγωγή των διαδικασιών των οργάνων διοίκησης δυσχέρανε την παρέμβαση των ΦΣ,  απομακρύνοντάς τους από τα κέντρα λήψης αποφάσεων, ενώ οι διοικήσεις αδιαφορούσαν για τα αιτήματα που προέβαλαν. Δηλώσεις τέτοιες φανερώνουν πως παρά το ‘αυτοδιοίκητο’ των ιδρυμάτων, τα κενά πηγάζουν από το Υπουργείο και τα κονδύλια που παρέχει για την παιδεία. Η χρηματοδότηση των ιδρυμάτων είναι πάγιο αίτημα μας και ειδικότερα στη παρούσα φάση που επηρεάζει την φοίτηση μας και τη συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία και εξέταση.

Ταυτόχρονα, η ηλεκτρονική διδασκαλία δεν αντικατοπτρίζει τον πυρήνα μέσα στον οποίο θέλουμε, ως Αριστερή Ενότητα, να γίνεται κτήμα των φοιτητών/ριών μία γνώση, κοινωνικά χρήσιμη και εργαλείο χειραφέτησης από το αστικό κράτος. Το σχήμα του/ης καθηγητή/ριας ως αυθεντία/πομπού και του/ης φοιτητή/ριας ως δέκτη, φαίνεται να γίνεται καθολικά αποδεκτό, χάνοντας έτσι οι φοιτητές/ριες το δικαίωμα της επερώτησης και της αμφισβήτησης της γνώσης που μας παρέχεται. Μάλιστα, η ηλεκτρονική διεξαγωγή εργαστηριακών ασκήσεων, ακόμα και η επιλογή ακύρωσής τους, βάζει στο τραπέζι τον κίνδυνο όχι απλα να μειωθεί η ποιότητα της γνώσης που λαμβάνουμε αλλά και η ουσία της, κάνοντας έτσι ένα βήμα πίσω από την ολόπλευρη γνώση που διεκδικούμε. Συνεπώς τα πτυχία μας υποβαθμίζονται σε γνωστικό επίπεδο, καθώς ένας/μια φοιτητής/ρια που θα έχει παρακολουθήσει ηλεκτρονικά τα μαθήματα και τα εργαστήρια της σχολής του/της  γίνεται ένας/μια εργαζόμενος/η χωρίς την πλήρη αντίληψη του αντικειμένου του/της. Το Πανεπιστήμιο, έτσι, μετατρέπεται σε αγώνας δρόμου, όπου οι φοιτητές/ριες καλούνται να ανταπεξέλθουν στις ολοένα και πιο απαιτητικές συνθήκες του, ακολουθώντας έναν ήδη προκαθορισμένο για αυτούς/ες δρόμο, αυτόν της ατομικής ευθύνης και διεκδίκησης και του ανταγωνισμού. Παρατηρούμε, εν τέλει, ότι ελλείψει κοινωνικού χώρου και συλλογικών αναπαραστάσεων, ο δρόμος για την εμπορευματοποίηση της γνώσης καθίσταται άνευ εμποδίων αφού δε δίνεται ουσιαστικά η δυνατότητα σε εκείνο το δυναμικό ανθρώπων που μέσα από τις κινητοποιήσεις τους θα λειτουργούσαν ως ανάχωμα για τα σχέδια του κεφαλαίου και της κυβέρνησης.

Παράλληλα, εξίσου προβληματική είναι και η διαχείριση του ζητήματος των πρακτικών από τις διοικήσεις των ιδρυμάτων τόσο υπό το πρίσμα της οργάνωσης όσο και της ποιότητας της γνώσης που παρέχεται εν τέλει. Οι πρακτικές είτε προαιρετικές ( για την απόκτηση διδακτικής επάρκειας) είτε υποχρεωτικές για την απόκτηση πτυχίου αποτελούσαν ανέκαθεν ακανθώδες ζήτημα καθώς στην πλειοψηφία τους πραγματοποιούνται χωρίς ασφάλιση και παροχή μισθού. Στις ιδιαίτερες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί εξαιτίας της πανδημίας αναδύθηκαν και νέα προβλήματα. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας σταμάτησαν όλες οι πρακτικές κάτι που καθυστερεί όπως είναι προφανές τους/τις φοιτητ(ρι)ες στην ολοκλήρωση των σπουδών τους και αποτελεί σημαντική δυσκολία για όσους/ες εργάζονται καθώς τα ωράρια δεν είναι ευέλικτα. Ταυτόχρονα, οι φορείς δεν επαρκούν πάντα, ούτε υπάρχει γεωγραφική ποικιλία με αποτέλεσμα ορισμένοι/ες να μην μπορούν να πραγματοποιήσουν τις πρακτικές τους καθώς μένουν εκτός αφού δεν φτάνουν οι προσφερομενες θέσεις ή να είναι υποχρεωμένοι/ες να εκτελέσουν την πρακτική σε άλλη πόλη από αυτή που φοιτούν αντίστοιχα . Τέλος, οι υγειονομικές συνθήκες βάζουν νέα εμπόδια καθώς στην περίπτωση που οι χώροι είναι σχολεία ή νοσοκομεία λ.χ δεν τηρούνται πάντα τα απαραίτητα μέτρα και τίθεται σε κίνδυνο η υγεία των φοιτητ(ρι)ων, των οικογενειών τους και των εργαζομένων.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ

Βρισκόμαστε σε μια συγκυρία, όπου σε πολλούς τομείς της καθημερινότητας έχει υπάρξει τουλάχιστον κάποιος σχεδιασμός, αν και ελλειπής στις περισσότερες περιπτώσεις, για την ομαλή επιστροφή τους στην κανονικότητα. Την ίδια στιγμή, τα πανεπιστήμια, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας, παραμένουν κλειστά χωρίς την οποιαδήποτε μέριμνα και προσπάθεια από το κράτος για να επαναλειτουργήσουν και αυτά με ασφαλείς όρους.  Εμείς ως Αριστερή Ενότητα θεωρούμε ότι οι φοιτητ(ρι)ες πρέπει να βρεθούν ξανά στους κοινωνικούς τους χώρους και ότι τα πανεπιστήμια πρέπει να αρχίσουν ξανά να λειτουργούν με φυσική παρουσία, με γνώμονα πάντα την διασφάλιση της υγείας των φοιτητ(ρι)ών και των εργαζομένων και τη συμπερίληψη όλων όσων ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες.

Για να επιτευχθεί αυτό, είναι αναγκαία μια γενναία αύξηση της όλα αυτά τα χρόνια μειωμένης κρατικής χρηματοδότησης από το Υπουργείο Παιδείας προς τα ιδρύματα,ώστε να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα. Έτσι, Υπουργείο Παιδείας και διοικήσεις των σχολών πρέπει να είναι οι δύο βασικοί πόλοι άσκησης άμεσης πίεσης, μέσω κινητοποιήσεων- πορειών -συναρτήσει των επιδημιολογικών δεδομένων πάντα. Τα μέτρα αυτά είναι η πρόσληψη μελών ΔΕΠ, δηλαδή ανακηρυγμένων διδακτορικών και όχι η εκμετάλλευση μεταπτυχιακών και υποψηφίων διδακτόρων και η αξιοποίηση κτιρίων και χώρων των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και επίταξη επιπρόσθετων δημόσιων και ιδιωτικών χώρων όπου είναι απαραίτητο, ώστε να διασπαστούν οι φοιτητ(ρι)ες σε μικρότερα τμήματα και να τηρηθούν οι απαραίτητες αποστάσεις. Επιπλέον, αιτούμαστε την πρόσληψη μόνιμου καθαριστικού προσωπικού με σύναψη συμβάσεων απευθείας με τα Ιδρύματα, την παροχή των απαραίτητων υλικών μέσων προστασίας (μάσκες, αντισηπτικά, γάντια κ.ά.), αλλά και την πύκνωση των δρομολογίων των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς ώστε να αποφευχθεί ο συνωστισμός των φοιτητ(ρι)ων προς και από τις Σχολές.

Σαφώς πρωταρχικό αίτημα της νεολαίας όπως άλλωστε και ολόκληρης της κοινωνίας είναι η δωρεάν και καθολική πρόσβαση στην υγεία ώστε να μπορούμε  να συμμετέχουμε στη κοινωνική ζωή άφοβα και χωρίς περιορισμούς καθώς θα υπάρχει αυτό το πλαίσιο που θα διασφαλίζει τη δημόσια υγεία. Προϋπόθεση της ύπαρξης μας στο κοινωνικό χώρο του πανεπιστημίου(π.χ. διεξαγωγή γενικών συνελεύσεων)όσο και εκτός αυτού(π.χ. άραγμα σε πλατείες και πάρκα, συμμετοχή σε πορείες και άλλες συλλογικές διεκδικήσεις)είναι η λήψη κατάλληλων μέτρων στο σύστημα της υγείας από τη κυβέρνηση τόσο για τη νεολαία όσο και για όλο το λαό. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να εντάξουμε στις διεκδικήσεις μας και αιτήματα πιο ολιστικά που θα αφορούν και την ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας όπως: γενναία αύξηση της χρηματοδότησης της Υγείας εν γένει κι άρα δημιουργία κλινών ΜΕΘ, πρόσληψη υγειονομικού προσωπικού, πρόσληψη καθαριστριών και σε νοσοκομειακούς χώρους, ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Υγείας κ.ο.κ. Το παραπάνω αποτελεί μέρος των αιτημάτων μας που επιδιώκουμε να υλοποιήσουμε, έτσι ώστε να μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε, να διασκεδάζουμε, να φοιτούμε και να διεκδικούμε κανονικά, με ασφάλεια, χωρίς να καταστελλόμαστε με τη πρώτη ευκαιρία.

Για πολλές φοιτήτριες που είτε οι ίδιες είτε οικογενειακά τους μέλη ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες ή δεν είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν από τις επαρχίες τους η δια ζώσης παρακολούθηση μαθημάτων καθίσταται αδύνατη, καθώς τόσο η μεταφορά τους όσο και η παραμονή τους σε πολυπληθείς κλειστούς χώρους μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα επικίνδυνη για αυτά. Γι’ αυτό λοιπόν η δυνατότητα διαδικτυακής εκπαίδευσης με σύγχρονη εκπαίδευση χωρίς όμως κάμερες σε αμφιθέατρα, εργαστήρια και αίθουσες, όπως και η ασύγχρονη με εξειδικευμένη παροχή σημειώσεων και ανάλογου υλικού είναι απαραίτητη για τα άτομα αυτά, που αποκλείονται από τη δυνατότητα δια ζώσης παρακολούθησης μαθημάτων.Την ίδια στιγμή είναι απαραίτητο αντίστοιχα μέτρα και επιτάξεις κτιρίων να γίνουν και για το ζήτημα των φοιτητικών εστιών τόσο  για υγειονομικούς λόγους  όσο και εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης λόγω των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.

Φυσικά, αντιλαμβανόμαστε ότι η επιστροφή στους πανεπιστημιακούς χώρους θα γίνει σταδιακά και λαμβάνοντας υποψή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του εκάστοτε κοινωνικού χώρου (εγγεγραμμένοι φοιτητ(ρι)ες, διαθέσιμοι χώροι). Συνεπώς, ζητάμε στις Σχολές όπου πληρούνται ήδη οι προϋποθέσεις των διαθέσιμων χώρων και του απαραίτητου αριθμού καθηγητ(ρι)ων να εκκινήσει τώρα η σταδιακή επιστροφή σε αυτές, ενώ όπου αυτό δεν είναι εφικτό άμεσα να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να γίνει εφικτό το συντομότερο δυνατό.

Για να διεκδικήσουμε όλα τα παραπάνω συλλογικά είναι αναγκαίο η οργάνωση του αγώνα μας να γίνει μέσα στους Φοιτητικούς Συλλόγους και συγκεκριμένα μέσω των Γενικών Συνελεύσεων. Ιδιαίτερα την δεδομένη χρονική στιγμή είναι σημαντικό να εκκινήσει μία κουβέντα εντός των συλλόγων, οι φοιτητ(ρι)ές να ξαναβρεθούν μέσα στις συνελεύσεις τους έπειτα από μήνες αδράνειας, να ακουστούν τα αιτήματα τους και να συνεχιστεί ο αγώνας του φοιτητικού κινήματος. Για αυτό πρέπει, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη αν η πανδημία βρίσκεται σε έξαρση, να βρούμε τους τρόπους που θα διεξαχθούν οι ΓΣ τηρώντας πάντα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται η δημόσια υγεία. Ειδικότερα, το κάθε σχήμα ανάλογα με τον κοινωνικό χώρο στον οποίο παρεμβαίνει θα πρέπει να βρει κατάλληλους χώρους για τη διεξαγωγή των ΓΣ, να καθορίσει τους όρους διεξαγωγής τους (π.χ. τρόπος ψηφοφορίας) και να εξασφαλίσει τη χρήση των ΜΑΠ (μάσκες, αντισηπτικά) προκειμένου να διεξαχθούν αποτελεσματικά και με την μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια και συμμετοχικότητα των φοιτητ(ρι)ών.  Επομένως, οφείλουμε να πειραματιστούμε με τη διεξαγωγή αυτών σε ανοικτούς χώρους των σχολών (βλ. προαύλιο, πάρκινγκ των campus) και να διασφαλίσουμε εκ των προτέρων τη φερεγγυότητα και την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας των τοποθετήσεων και της ψηφοφορίας.

Από τη μία στις ΓΣ θα πρέπει να συζητούνται ζητήματα σχετικά με την τηλεκπαίδευση, την βελτίωση των όρων διεξαγωγής των διαδικτυακών μαθημάτων (με ανάρτηση βοηθητικού υλικού και των διαλέξεων στις πανεπιστημιακές πλατφόρμες, με άνοιγμα των βιβλιοθηκών και αξιοποίηση των αιθουσών Η/Υ στα Τμήματα, διεξαγωγή των εξεταστικών με ανθρώπινους όρους), το σταδιακό άνοιγμα των σχολών, καθώς και  τους όρους, χωρίς να παραβλέπουμε θέματα που πάγια ανοίγει η ΑΡΕΝ στο πλαίσιο της  πολυθεματικότητας των αγώνων και των πολλαπλών ταυτοτήτων. Αυτή τη στιγμή, λοιπόν, είναι καθήκον μας να οξύνουμε τα αντανακλαστικά των ήδη δυσαρεστημένων από την τηλεκπαίδευση φοιτητ(ρι)ων και πέρα από αυτά τα ζητήματα, σε ζητήματα διαχείρισης της πανδημίας, να πολιτικοποιούμε σιγά σιγά την κουβέντα μέσα στους ΦΣ, συνδέοντάς τα παραπάνω με την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και τις βλέψεις Υπουργείου και Κυβέρνησης συνολικά για την τριτοβάθμια (π.χ. αξιολόγηση-χρηματοδότηση, έρευνα, προγράμματα σπουδών, επαγγελματικά δικαιώματα, διαγραφές, Σ.Ι. κ.ο.κ).

Αυτή η δύσκολη συνθήκη της πανδημίας δε θα άφηνε προφανώς ανεπηρέαστη την παρέμβαση της Αριστερής Ενότητας μέσα στις Σχολές. Είναι αυτονόητο πως, όπου διεξάγονται μαθήματα και εργαστήρια στον χώρο του Πανεπιστημίου και μας δίνεται έτσι η δυνατότητα για δια ζώσης παρέμβαση με τους παραδοσιακούς τρόπους (βλ. μοιράσματα κειμένων, ανακοινώσεις και άλλα) και για αλληλεπίδραση με τους/τις συμφοιτητ(ρι)ες, θα την αξιοποιούμε με όλα τα μέτρα προστασίας. Πέραν αυτού, εφόσον η εκπαιδευτική διαδικασία θα πραγματοποιηθεί ως επί το πλείστον εξ αποστάσεως, αποτελεί ευκαιρία να αξιοποιήσουμε και να αναβαθμίσουμε υπάρχοντες εναλλακτικούς τρόπους παρέμβασης, αλλά και να δημιουργήσουμε νέους. Πιο συγκεκριμένα, είναι σημαντικό να αναβαθμίσουμε την διαδικτυακή μας παρουσία μέσω των σελίδων των σχημάτων μας, με γραπτό (κειμενα, αφίσες) και οπτικοακουστικό υλικό (βίντεο), να διεκδικήσουμε λόγο και χώρο στις ηλεκτρονικές παραδόσεις (π.χ. με ανακοινώσεις), να παρεμβαίνουμε με μοιράσματα σε χώρους όπου μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με τον φοιτητικό κόσμο, όπως οι λέσχες σίτισης, οι φοιτητικές εστίες, οι διανομές συγγραμμάτων και να γίνουμε ορατοί/ες με αφισοκολλήσεις, αναρτήσεις πανό σε κεντρικά σημεία των πόλεων αλλά και με πιο αποκεντρωμένες παρεμβάσεις σε διάφορες γειτονιές καθώς και δράσεις πιο ακτιβιστικού ή καλλιτεχνικού χαρακτήρα.

Όπου και όποτε είναι εφικτό με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα μπορούμε να ανοίξουμε ζητήματα που απασχολούν τον φοιτητικό κόσμο και να έρθουμε σε επαφή με τους/τις συμφοιτητ(ρι)ές μας μέσω εκδηλώσεων ή μέσω της διεξαγωγής αντιμαθημάτων στους κοινωνικούς μας χώρους, χωρίς να αποκλείουμε την ηλεκτρονική διεξαγωγή τους. Επίσης η συμμετοχή μας σε κοινωνικούς χώρους εντός των σχολών μας πχ καμαράκια(χώροι Φοιτητικών Συλλόγων), αυτοδιαχειριζόμενα στέκια  και οργάνωση δράσεων μέσω αυτών, μπορεί να πραγματοποιείται με σκοπό την επανοικειοποίηση του φυσικού μας χώρου, του Πανεπιστημίου. Μέσω της αναζοπύρωσης αυτών των χώρων θα μπορέσει να επιτευχθεί και η σταδιακή επαναφορά των φοιτητ(ρι)ών στα πανεπιστήμια, καθώς θα μπορούν να πραγματοποιούνται ενδεικτικά: συλλογικές παρακολουθήσεις μαθημάτων, αναγνωστήριο αλλά και να λειτουργήσουν ως καθημερινά κέντρα συνάντησης της φοιτητικής κοινότητας, πάντα ακολουθώντας τα υγειονομικά πρότυπα. Σε ό, τι αφορά την τηλεκπαίδευση μπορούμε να ενεργοποιήσουμε ήδη υπάρχοντα ή να δημιουργήσουμε ηλεκτρονικά παρατηρητήρια καθηγητικής αυθαιρεσίας, ώστε να ενημερωνόμαστε για τέτοια φαινόμενα και να αντιδρούμε άμεσα.

Πάγια ανάλυσή μας ως Αριστερή Ενότητα είναι η αναγκαιότητα της ανασύνθεσης, της ουσιαστικής δηλαδή εμβάθυνσης του διαλόγου μεταξύ των δυνάμεων της Αριστεράς στις σχολές με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ενός σχήματος ανά κοινωνικό χώρο. Στις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούν, η διεκδίκηση του ανοίγματος των σχολών θα επιτευχθεί μόνο μέσω της συντονισμένης δράσης. Πιάνοντας το νήμα από την περσινή χρονιά, όπου τα σχήματα μας συμπορεύτηκαν στον αγώνα ενάντια στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, είναι αναγκαίο να μπούμε σε μια ειλικρινή συζήτηση γύρω από τα προβλήματα που θέτει η επικαιρότητα, όπως είναι η τηλεκπαίδευση, η απομάκρυνση από τον κοινωνικό μας χώρο, η διεξαγωγή των συλλογικών διαδικασιών. Τόσο η κουβέντα αυτή, όσο κι ο σχεδιασμός των κοινών μας διεκδικήσεων, περνούν και μέσα από τη διοργάνωση κοινής καμπάνιας για το άνοιγμα των σχολών.

Ως μέσο διεκδίκησης μας προτάσσουμε τη δημιουργία μιας ανοιχτής καμπάνιας, που, όπως φάνηκε και μέσα στην καραντίνα, είναι μια πρακτική με μεγάλη επιτυχία. Για να λειτουργήσει ένα τέτοιο εγχείρημα, απαιτείται η μεθοδολογία και ο τρόπος διεξαγωγής της καμπάνιας να γίνει με τους κατάλληλους όρους. Ο ανοιχτός της χαρακτήρας να διασφαλιστεί εξαρχής από ένα κείμενο καλέσματος που θα κοινοποιηθεί σε δυνάμεις της αριστεράς και του ριζοσπαστικού – ανταγωνιστικού κινήματος που πρόσκεινται στον πανεπιστημιακό και ευρύτερα στον εκπαιδευτικό χώρο, θα δίνει φωνή σε ανένταχτο κόσμο και μπορεί και πρέπει να λειτουργεί προωθητικά, και όχι αντιπαραθετικά, στη δράση των ΦΣ. Τα κομμάτια που την συναποτελούν οφείλουν να λαμβάνουν αποφάσεις οριζόντια, αμεσοδημοκρατικά κι από τα κάτω, μέσω ενός συνελευσιακού μοντέλου. Θεωρούμε πως βασική αιτηματολογία της καμπάνιας πρέπει να είναι τα αιτήματα της φοιτητικής κοινότητας, δηλαδή η σταδιακή επιστροφή στα πανεπιστήμια, όταν αυτό καταστεί εφικτό, με τη λήψη όλων των αναγκαίων υγειονομικών μέτρων, αύξηση των δρομολογίων των ΜΜΜ, προσλήψεις καθηγητικού και καθαριστικού προσωπικού, επίταξη κτιρίων όπου είναι απαραίτητο και αύξηση της κρατικής  χρηματοδότησης για την παιδεία. Η λειτουργία και η δράση της πρέπει να είναι διττή, τόσο με φυσική όσο και με ηλεκτρονική προπαγάνδιση και παρέμβαση (πολιτικό όχημα, κόμβος αντιπληροφόρησης). Η καμπάνια θα λειτουργήσει με ένα κεντρικό σύνθημα, ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργηθούν αφίσες, στένσιλ, αυτοκόλλητα.  Στα πλαίσια της καμπάνιας θα μπορέσουν να γίνουν δράσεις σε κεντρικά σημεία των πόλεων, ως εναλλακτικοί τρόποι παρέμβασης (πολιτιστικά δρώμενα, μοιράσματα σε ΜΜΜ, προβολές βίντεο μικρού μήκους και τοποθέτηση γιγαντοπανό σε κεντρικά σημεία των πόλεων). Επιλέγουμε, εν τέλει, το μέσο διεκδίκησης μας να είναι μία καμπάνια όπως περιγράφεται καθώς, ως κάτι πιο εξωστρεφές και ορατό, σταδιακά θα εμπλέξει όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας (πχ μέλη ΔΕΠ, φοιτητ(ρι)ες, εργαζόμενοι/ες) κινητοποιώντας τα, θα επικοινωνήσει άμεσα και γειωμένα τα αυτονόητα αιτήματά μας σε φοιτητές και φοιτήτριες που έχουν αποξενωθεί από τον κοινωνικό τους χώρο αλλά και εν γένει στην κοινωνία, ενώ θα πιέζει ολοένα και περισσότερο τις Διοικήσεις των σχολών μας, το Υπουργείο και την Κυβέρνηση.

Ακόμα, σε μία συγκυρία όπως η τωρινή, όπου λόγω πανδημίας –και κατ’ επέκταση τηλεκπαίδευσης- οι κοινωνικοί μας χώροι βρίσκονται σε μια τελματώδη κατάσταση όντας πλήρως απονεκρωμένοι είναι πολύ σημαντικό να μιλήσουμε και να αγωνιστούμε για ένα πανεπιστήμιο στο μπόι των αναγκών μας. Κόντρα στη στείρα, μονόπλευρη και παθητική μαθησιακή διαδικασία που προάγει η τηλεκπαίδευση με το μοντέλο «καθηγητής/τρια-πομπός» και «φοιτητής/τρια-δέκτης», εμείς παλεύουμε για ένα πανεπιστήμιο όπου καθηγητές/τριες και φοιτητές/τριες έχουν διαλεκτική σχέση, όπου μας παρέχει γνώση κοινωνικά χρήσιμη και μας προσφέρει τη δυνατότητα να έχουμε συνολική εποπτεία της επιστήμης μας, με έρευνα που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, αλλά βρίσκεται πλάι στις ανάγκες της κοινωνίας, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας. Διεκδικούμε ένα πανεπιστήμιο, ζωντανό και δραστήριο κύτταρο της κοινωνίας. Ένα πανεπιστήμιο, μέσα στο οποίο οι φοιτητ(ρι)ές κοινωνικοποιούνται, προβληματίζονται, συζητούν και πολιτικοποιούνται, που κινείται μακριά από λογικές ατομικού δρόμου και στο οποίο ανθίζουν ο πολιτικός διάλογος και οι συλλογικές διεκδικήσεις. Ένα πανεπιστήμιο δωρεάν και δημόσιο, πλουραλιστικό και συμπεριληπτικό, που υπερασπίζεται τους/τις καταπιεσμένους/ες, χωρίς ταξικούς φραγμούς και διακρίσεις βάση του φύλου, της σεξουαλικότητας, της εθνικότητας,  αναπηρίας, ή τις ιδιαιτερότητες του κάθε ατόμου, που μας χωράει όλους/ες/α. Το πανεπιστήμιο των αναγκών μας!