Συγκυρία:
Πόλεμος στην Ουκρανία:
Αν κάτι κυριαρχεί στον πολιτικό και όχι μόνο διάλογο σε σχέση με την συγκυρία, τότε αυτό είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η ιμπεριαλιστική εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία θα πρέπει να καταδικάζεται απερίφραστα και να βρίσκει εκ διαμέτρου αντίθετα τον καθέναν, την καθεμία και το καθένα που παλεύει για την ειρήνη και την συνεργασία των λαών ενάντια στους πραγματικούς καταπιεστές τους. Οι βομβαρδισμοί, οι καταλήψεις πόλεων και εν γένει η εισβολή μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης, στο μέγεθος της Ρωσίας, σε ξένο έδαφος είναι δεδομένο πως θα αφήσουν πίσω μόνο νεκρούς, φτώχεια, πρόσφυγες και προσφύγισσες για τον Ουκρανικό λαό.
Ωστόσο, έχει αξία να δούμε και τι προηγήθηκε της Ρωσικής εισβολής. Αφενός, ήταν η ανατροπή μέσω πραξικοπήματος της νόμιμης κυβέρνησης της Ουκρανίας το 2014 και η αντικατάσταση της από μια φιλονατοϊκή κυβέρνηση-«μαριονέτα», που απαγόρευσε βασικά δικαιώματα στις μειονότητες της χώρας και προχώρησε σε διώξεις κομμουνιστικών και συνολικά αριστερών δυνάμεων. Αφετέρου, ήταν οι συνεχείς βομβαρδισμοί στις αυτόνομες περιοχές του Ντονμπάς από το Ουκρανικό κράτος και τα ναζιστικά τάγματα, που δρουν εν γνώσει και με την στήριξη της ίδιας της ουκρανικής κυβέρνησης, και παράλληλα η προσπάθεια των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ να εντάξουν την Ουκρανία στην δική τους σφαίρα επιρροής, περικυκλώνοντας με αυτόν τον τρόπο με στρατιωτικοποιημένα σύνορα την Ρωσία από την Δύση. Παρόλα αυτά, δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση μία επέμβαση σε ξένο έδαφος, καθώς αυτή μόνο σε κατεύθυνση ειρήνης και αποκλιμάκωσης δεν κινείται. Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό το διαχρονικό κλίμα ανταγωνισμού μεταξύ Δύσης (ΗΠΑ-ΕΕ-ΝΑΤΟ) και Ρωσίας για την τύχη της περιοχής, με τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα συχνά να ενορχηστρώνονται από αυτούς τους εξωτερικούς παράγοντες.
Τα αποτελέσματα του πολέμου έχουν αρχίσει να φαίνονται ήδη από πολύ νωρίς. Υπάρχουν τεράστια προσφυγικά κύματα από την Ουκρανία, χώρες της Δύσης επιβάλλουν οικονομικές κυρώσεις στην Ρωσία η μία μετά την άλλη, χώρες που παρέμεναν αποστρατικοποιημένες ανακοινώνουν τον επανεξοπλισμό τους (με αποκορύφωμα τη Γερμανία που ανακοίνωσε 100 δις ευρώ για στρατιωτικές δαπάνες) ενώ ταυτόχρονα οι τιμές της ενέργειας στις ευρωπαϊκές χώρες εκτοξεύονται ακόμη περισσότερο, καθώς οι τελευταίες προμηθεύονταν φυσικό αέριο από την Ρωσία.
Η επιλεκτική ευαισθησία της ελληνικής κυρίαρχης αφήγησης απέναντι στην εκάστοτε πολεμική σύρραξη, ανάλογα με τα νατοϊκά προτάγματα, είναι εξοργιστική. Η υποκριτική ρητορική περί ειρήνης αναιρείται από τις πράξεις του ίδιου του ΝΑΤΟ και της ελληνικής κυβέρνησης. Την ίδια στιγμή που στην ελληνική κοινωνία το αίτημα της μη εμπλοκής μας στο πόλεμο φαίνεται αρκετά πλειοψηφικό, η επιλογή αποστολής πολεμικού υλικού στην Ουκρανία είναι ξεκάθαρα αυθαίρετη απόφαση του Μητσοτάκη, χωρίς καν να έχει προηγηθεί καμία διαδικασία διαβούλευσης. Επίσης, η κυβέρνηση της ΝΔ, σε συνέχεια και των προηγούμενων φιλονατοϊκών κυβερνήσεων, αποσκοπεί στην αναβάθμιση του ρόλου που παίζουν οι νατοϊκές στρατιωτικές βάσεις σε Σούδα και Αλεξανδρούπολη. Καθημερινά από τις βάσεις αυτές, πετούν αμερικάνικα κατασκοπευτικά αεροπλάνα με προορισμό την Ρωσία, το οποίο φυσικά δεν έχει περάσει αδιάφορο από την Ρωσική κυβέρνηση, βάζοντας μας ξανά σε δεινή θέση ανάμεσα στους δύο ιμπεριαλιστικούς αυτούς πόλους. Η εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο, άλλωστε, δεν έρχεται τυχαία, αφού η χώρα αποτελεί ανέκαθεν κομμάτι ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών με τις ΝΑΤΟϊκές βάσεις σε Αλεξανδρούπολη και Σούδα να γίνονται ορμητήρια πολέμων.
Το ποιος έχει να κερδίσει από όλη αυτήν την ιστορία είναι σαφές. Από την μία, η Ρωσία που προσπαθεί να διασφαλίσει τα δικά της συμφέροντα και να θέσει του όρους της στην Ουκρανία –έχοντας το ισχυρό πλεονέκτημα της ασύγκριτα μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης από αυτή. Από την άλλη, οι ΗΠΑ, που έχουν ήδη καταφέρει να συσπειρώσουν τα κράτη της Δύσης στον ιμπεριαλιστικό μηχανισμό του ΝΑΤΟ, ενώ μπορούν να βγουν ωφελημένες από δυνητικές εμπορικές συμφωνίες που αφορούν τόσο το υγροποιημένο φυσικό αέριο όσο και τους πολεμικούς εξοπλισμούς. Παράλληλα, σκοπεύουν να διατηρήσουν και να ισχυροποιήσουν την επιρροή τους στην Ουκρανία, σκιαγραφώντας ένα ανταγωνιστικό κλίμα που θα ακολουθήσει το πέρας αυτού του πολέμου, με τις δυο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να προσπαθούν να εντάξουν όλο και περισσότερες χώρες στην εκάστοτε σφαίρα επιρροής τους. Τέλος, ο μόνος που τρέφεται από τον πόλεμο είναι ο εθνικισμός, ενώ από τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές χαμένοι βγαίνουν πάντα οι λαοί.
Ακρίβεια-Ανατιμήσεις:
Από τις αρχές του 2021-22 άρχισε να παρατηρείται παγκοσμίως μια αύξηση των τιμών της ενέργειας και των ορυκτών καυσίμων (Φυσικό Αέριο, Πετρέλαιο κ.ά.), προκαλώντας μια οξυμένη ενεργειακή κρίση. Μεταξύ των ποικίλων αιτιών αυτής της κρίσης, (αδυναμία χωρών – προμηθευτών πλήρους κάλυψης της ζήτησης, μειωμένη παραγωγή ΑΠΕ λόγω καιρικών συνθηκών κ.ά.) είναι και οι συνέπειες της πανδημίας. Κατά τη διάρκεια αυτής, υπήρξε μειωμένη παραγωγή ρεύματος, με αποτέλεσμα την αδυναμία κάλυψης της ζήτησης του, με την επανεκκίνηση της οικονομίας. Η κρίση αυτή, σε συνδυασμό με το πλήγμα που προκάλεσε η πανδημία στις οικονομίες των χωρών, είχε ως συνέπεια την εμφάνιση ενός πρωτοφανούς κύματος ακρίβειας παγκοσμίως και την αύξηση των τιμών βασικών αγαθών και προϊόντων που, μεταξύ άλλων, δημιουργούν ευκαιρίες για αισχροκέρδεια σε διάφορους τομείς της οικονομίας. Ακόμη, είναι ήδη εμφανές πως ο πόλεμος στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τις κυρώσεις της Δύσης προς την Ρωσία, θα επηρεάσουν τις τιμές των καυσίμων παγκοσμίως. Είναι γεγονός, λοιπόν, πως την ενεργειακή κρίση θα την πληρώσουν οι από κάτω, οι λαοί.
Στην Ελλάδα, οι αυξήσεις των προϊόντων, του ρεύματος και των καυσίμων γίνεται ακόμη πιο αισθητή. Στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης αντίληψης της ενέργειας ως εμπόρευμα, και σε μια προσπάθεια αύξησης των κερδών της ελληνικής αστικής τάξης, οι τιμές του ρεύματος στη χώρα καθορίζονται από τους ιδιώτες – προμηθευτές στο λεγόμενο «χρηματιστήριο ενέργειας» και, έτσι, καταλήγουν να διατηρούνται στα υψηλότερα επίπεδα. Στους ιδιώτες αυτούς εντάσσεται, πλέον, και η ίδια η ΔΕΗ, μετά την ιδιωτικοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της, ενώ, το ίδιο μέλλον προδιαγράφεται και για άλλες κρατικές – δημόσιες βιομηχανίες και υπηρεσίες (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη ΛΑΡΚΟ), φέρνοντας την ελληνική οικονομία σε ακόμη πιο δυσμενή θέση. Παράλληλα, η κυβέρνηση επιλέγει εμμονικά να μην προχωρήσει σε οποιαδήποτε μείωση φόρων ή μερική απορρόφηση της αύξησης των τιμών των βασικών προϊόντων, με αυτή να πέφτει εξ ολοκλήρου στις πλάτες των πολιτών. Όλα αυτά έρχονται σε μια περίοδο, που ο λαός βιώνει ήδη μια έντονη οικονομική εξαθλίωση. Οι μισθοί μειώνονται, οι εργασιακές συνθήκες διαρκώς δυσχεραίνονται, η ανεργία αυξάνεται, οι οικονομικές επιπτώσεις της διαχείρισης της πανδημίας και τα αποτελέσματα των χρόνιων μνημονιακών πολιτικών αρχίζουν να φαίνονται και έτσι, σιγά σιγά, τα πιο ταξικά κομμάτια της κοινωνίας συμπιέζονται προς τα κάτω. Όσο, λοιπόν, και να ευαγγελίζεται η κυβέρνηση πως η ακρίβεια στην Ελλάδα αποτελεί αποκλειστικά μια παγκόσμια φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, είναι προφανές ότι επιλέγει να μην λαμβάνει κανένα μέτρο για την στήριξη των πιο πληττόμενων κομματιών της κοινωνίας.
Με όλα αυτά να πλήττουν τον λαό, έρχεται να προστεθεί στην λίστα το πρόβλημα της αύξησης των ενοικίων, μια κατάσταση που συνεχώς κλιμακώνεται και έρχεται ως απόρροια της ανεξέλεγκτης και μη ελεγχόμενης εκμετάλλευσης ακινήτων από «επαγγελματίες» εισοδηματίες, αλλά και με την ραγδαία αύξηση υπηρεσιών τύπου Airbnb, δημιουργείται μια ασφυκτική κατάσταση στην εύρεση οικονομικά βιώσιμης κατοικίας ειδικά στα αστικά κέντρα, ενώ προφανώς και ο πολεοδομικός εξευγενισμός (gentrification) παίζει μεγάλο ρόλο στην διαμόρφωση αυτής της κατάστασης. Παράλληλα, με την κατάργηση προστασίας της πρώτης κατοικίας, επικρατεί και ο φόβος κατάσχεσης της, υπονομεύοντας το δικαίωμα στην εξασφάλιση φθηνής ασφαλούς κατοικίας για όλες τις λαϊκές οικογένειες, κι ενώ οι πλειστηριασμοί απελευθερώνονται, όλο και περισσότερες κατοικίες παραδίδονται στα χέρια τραπεζών.
Πανδημία- Επιτελικό Κράτος:
Σε τραγική κατάσταση βρίσκονται και άλλες υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, όπως η πυροσβεστική, η δασοπροστασία κ.ά. Όλη τη χρονιά, γίναμε μάρτυρες φυσικών καταστροφών τεράστιας κλίμακας. Αίτιο για αυτές δεν είναι ήταν απλά η κλιματική κρίση, αλλά και η απουσία του κράτους. Όταν το καλοκαίρι καίγεται ολόκληρη η Ελλάδα, όταν πλημμυρίζουν δρόμοι και δημόσια κτήρια, όταν εγκλωβίζεται κόσμος σε δρόμους και σε τρένα μέσα στο χιόνι, το αφήγημα της κυβέρνησης της ΝΔ περί «επιτελικού κράτους» καταρρέει. Αυτό το πιο «μικρό», ευέλικτο και αποτελεσματικό κράτος, αποκομμένο από την «δυσκίνητη γραφειοκρατία» του παραδοσιακού κράτους, φαίνεται πως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προστατεύσει τις ζωές μας. Ταυτόχρονα, το δημόσιο αποσύρεται σταδιακά από τις κοινωνικές παροχές και δίνει χώρο στις ιδιωτικοποιήσεις, με το πρόσχημα της καλύτερης ποιότητας των παροχών. Αυτή η κατεύθυνση της ΝΔ, όσον αφορά στο επιτελικό κράτος, έρχεται σε πλήρη ευθυγράμμιση με την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, κατά την οποία ένας από τους στόχους του κράτους, είναι να προσελκύσει ιδιώτες επενδυτές διότι, με αυτό τον τρόπο η αγορά θα είναι πιο αποτελεσματική, σε αντίθεση με τις δημόσιες επενδύσεις που δήθεν δεν επιφέρουν και τόσο μεγάλο κέρδος.
Σε ότι αφορά την πανδημία, από την μια είδαμε την κυβέρνηση να προβαίνει σε πολιτική διαχωρισμού μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων και από την άλλη το ΕΣΥ να μετατρέπεται σε σύστημα περίθαλψης μιας νόσου, το οποίο μάλιστα στηρίχτηκε στην αυταπάρνηση και στις εξαντλητικές απανωτές υπερωρίες των γιατρών, ενός ήδη υποστελεχομένου ΕΣΥ. Την στιγμή που μετράμε πάνω από 50 νεκρούς κάθε μέρα η κυβέρνηση διαλαλεί ότι έχουμε ξεμπερδέψει με τον κορονοϊό, χρησιμοποιώντας το ως πρόφαση για να συνεχίσει να συρρικνώνει το ΕΣΥ και να μην λαμβάνει κανένα ουσιώδες μέτρο για την προστασία του λαού (δωρεάν test, ΜΕΘ, αποσυμφόρηση ΜΜΜ κλπ). Η κατεύθυνση για περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις συζητείται και στον τομέα της Υγείας, με τις εξαγγελίες για το νέο ΕΣΥ, που περιλαμβάνει την εισχώρηση του ιδιωτικού κεφαλαίου, είτε αυτοτελώς με επί πληρωμή απογευματινά χειρουργεία, είτε με σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Η εμμονική υποβάθμιση και η εμπορευματοποίηση της δημόσιας Υγεία, παραμένει πιστή στη νεοφιλελεύθερη πολιτική που θέλει την υγεία εμπόρευμα κι όχι αγαθό και τα δημόσια νοσοκομεία χωρίς δωρεάν, ελεύθερη και ισότιμη πρόσβαση.
Έμφυλο:
Κοινή παραδοχή συνιστά πως το έτος 2021 αποτέλεσε έτος – αιχμή για το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα, το οποίο έκανε μια πρωτόγνωρη έκρηξη με το ξέσπασμα του #metoo και κατάφερε να συσπειρώσει ένα μεγάλο δυναμικό κόσμου, εμπλέκοντας και δίνοντας φωνή σε θηλυκότητες και ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομα που βιώνουν την έμφυλη καταπίεση – κοινωνική και θεσμική. Το φεμινιστικό κίνημα έφερε στο δημόσιο διάλογο τις – πλέον πάνω από 20 καταγεγραμμένες – γυναικοκτονίες και την πληθώρα κακοποιητικών περιστατικών που βίωσαν και βιώνουν τα έμφυλα υποκείμενα στην καθημερινότητα τους, ενώ ανέδειξε και την κοινή τους συνισταμένη που δεν είναι άλλη από την πατριαρχία.
Η έκρηξη του #metoo στην Ελλάδα συνοδεύτηκε από την έγερση πολιτικών αιτημάτων για αναπροσαρμογή του νομοθετικού πλαισίου, ιδίως αναφορικά με το ζήτημα της νομικής κατοχύρωσης της γυναικοκτονίας αλλά και της ποινικοποίησης άλλων μορφών έμφυλης βίας, όπως η κακοποίηση μέσω εικόνας (π.χ. revenge porn). Ο περιορισμός στον στείρο δικαιωματισμό και τις ευκαιριακές νομοθετικές αλλαγές, που συχνά μάλιστα εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες, αποδεικνύεται ανεπαρκής. Δεν μπορεί, ωστόσο, να εκτοπιστεί από το πεδίο της πολιτικής διεκδίκησης το ζήτημα της αναθεώρησης του νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου, σε μια συγκυρία επιβολής συντηρητικών ή αντιδραστικών ρυθμίσεων, μεταξύ άλλων, και επί του έμφυλου ζητήματος (ενδεικτικά, βλ. Συνέδριο Γονιμότητας, αντιμεταρρύθμιση Οικογενειακού Δικαίου).
Ήδη τους πρώτους μήνες του ’22, δημοσιοποιήθηκε η υπόθεση του ομαδικού βιασμού της Γεωργίας από επιφανείς και ισχυρούς επιχειρηματίες στη Θεσσαλονίκη. Η υπόθεση αυτή συγκαταλέγεται στην σωρεία περιστατικών έμφυλης βίας που συγκαλύφθηκαν είτε αποσιωπήθηκαν από τα ΜΜΕ, κατηγορώντας το θύμα, με τις αστυνομικές αρχές και την αστική δικαιοσύνη να έχουν για άλλη μία φορά παρακωλυτικό ρόλο στη δικαίωση του θύματος. Καταλυτικό ρόλο στην ειδική μεταχείριση των θυτών από την δικαιοσύνη, αλλά και, εν γένει, στην ανάδειξη εξουσιαστικών συμπεριφορών από πλευράς τους έπαιξε το ταξικό τους προνόμιο, ως επιφανείς και ισχυροί εργοστασιάρχες. Παράλληλα το ταξικό προνόμιο δεν είναι αμελητέο ούτε στην καταγγελία των περιστατικών έμφυλης βίας και κακοποίησης, καθώς αυτά τα περιστατικά αποσιωπώνται σε περιπτώσεις μεταναστριών και trans θηλυκοτήτων, που η κοινωνία θεωρεί κατώτερες υπάρξεις. Φυσικά, η έμφυλη καταπίεση και κακοποίηση δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τις ταξικές ανισότητες, καθώς, η πηγή των έμφυλων καταπιέσεων και κακοποιήσεων είναι η πατριαρχία, η οποία εκχωρεί στους cis straight άντρες, κι ιδίως στους λευκούς, εξουσία πάνω στα σώματα θηλυκοτήτων. Ωστόσο, η πατριαρχία και ο καπιταλισμός, ως δύο συστήματα που γεννούν και συντηρούν ανισότητες, αλληλοδιαπλέκονται, με αποτέλεσμα η έμφυλη καταπίεση να λαμβάνει και ταξικές προεκτάσεις.
Επιπλέον, γίναμε μάρτυρες στις πρόσφατες προσπάθειες εισαγωγής αναχρονιστικού εκπαιδευτικού υλικού στα σχολεία, με την αναπαραγωγή λόγου που στιγματίζει σεξουαλικές και έμφυλες ταυτότητες, οι οποίες υπογραμμίζονταν ως «απόκλιση» από το κανονικό. Παράλληλα, συνεχίζεται η δίκη των δολοφόνων του Ζακ Κωστόπουλου, μετά από διαρκείς παρακωλύσεις της αστικής δικαιοσύνης τόσο κατά τη διαδικασία εκκίνησης της δίκης όσο και κατά τη διαδικασία εύρεσης στοιχείων. H κατηγορία παραμένει «θανατηφόρα σωματική βλάβη» αντί για «ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο». Ωστόσο, ολόκληρη η δικαστική διαδικασία διέπεται από κλειστότητα, ενώ από την πλευρά των κατηγορουμένων κυριαρχεί ένα κλίμα αντιστροφής των ρόλων όπου το θύμα/ο θανών -ο Ζακ- αντιμετωπίζεται ως θύτης/ληστής, σε ένα σύστημα, όπου η ιδιοκτησία ανάγεται σε υψηλότερη θέση από την ανθρώπινη ζωή. Ταυτόχρονα, αποδεικνύεται για άλλη μια φορά πως σε μια ετεροκανονική κοινωνία το να φέρεις πολλαπλές, κοινωνικές και έμφυλες ταυτότητες, όπως ο Ζακ, αποτελεί από μόνο του παράγοντα στιγματισμού και στοχοποίησης. Παράλληλα, άρχισε η δίκη του Δ. Λιγνάδη, άλλο ένα περιστατικό, όπου το ανδρικό, ταξικό και φυλετικό προνόμιο του θύτη και οι σχέσεις εξουσίας του με τα θύματα, του εκχώρησαν το δικαίωμα να δρα ανενόχλητος και να παραμείνει ατιμώρητος, με την πλήρη συγκάλυψη από πλευράς της κυβέρνησης. Αξιοσημείωτη, και καθόλου πρωτόγνωρη, είναι και η προσπάθεια εργαλειοποίησης των διαφορετικών ταυτοτήτων των θυμάτων του –όσων, για παράδειγμα, δεν εμπίπτουν στα ετεροκανονικά πρότυπα –σε μία προσπάθεια υπονόμευσης της υπόστασής τους, κι ως εκ τούτου και των καταγγελιών τους.
Προσφυγικό-Μεταναστευτικό:
Στο πλαίσιο μίας συνολικότερης ακροδεξιάς πολιτικής που ακολουθούν τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαχείριση του προσφυγικού – μεταναστευτικού εντός Ευρώπης, η κυβέρνηση της ΝΔ, με τη σειρά της, συντηρεί camps – κολαστήρια. Η ΝΔ καθυστερεί την χορήγηση ασύλου αφήνοντας τους πρόσφυγες και τις προσφύγισσες μέσα στα camps, χωρίς ουσιαστική πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση, εργασία. Σε αυτό το δόγμα, που επιβάλλει ότι κάποιες ζωές αξίζουν λιγότερο, η Ελλάδα έχει εντείνει επικίνδυνα τις παράνομες και εγκληματικές επαναπροωθήσεις προσφύγων, αλλά και μέσα από την ποινικοποίηση αλληλεγγύης (βλ. κλείσιμο στεγαστικών καταλήψεων, ποινικοποίηση διασωστών κ.ο.κ.). Τα ναυάγια, οι αγνοούμενες στο Αιγαίο, οι πνιγμοί, ο θάνατος αποτελούν πραγματικότητα για κάθε προσφύγισσα και μετανάστη που προσπαθεί να διεκδικήσει μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη.
Όλα αυτά συντελούνται υπό μία πολιτική που στιγματίζει τις προσφύγισσες, τις αποκλείει από το κοινωνικό σύνολο και τις εξοντώνει, ενώ παράλληλα, αντλεί την κοινωνική συναίνεση γι’ αυτές τις πράξεις από αυτόν καθ’ αυτό τον στιγματισμό τους. Το κράτος αντιμετωπίζει τους πρόσφυγες ως υπαίτιους των οικονομικών δεινών της χώρας και ως «ανθρώπους β’ κατηγορίας», σε αντίθεση με τους αντίστοιχους λευκούς δυτικούς πρόσφυγες, κάνοντας, μάλιστα, λόγο για «αληθινούς» και «μη αληθινούς» πρόσφυγες.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση της ΝΔ χαράσσει μεταναστευτική πολιτική με όρους ακραίας εργασιακής εκμετάλλευσης. Χαρακτηριστικές είναι οι διμερείς συμφωνίες με Ινδία, Μπαγκλαντές και Πακιστάν με βάση των οποίων οι μετανάστες και οι μετανάστριες που ενδεχομένως ζουν στην Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια, να αντιμετωπίζονται σαν να έρχονται στην Ελλάδα για πρώτη φορά για να απασχοληθούν προσωρινά. Δημιουργείται, δηλαδή, ένα προσωρινό καθεστώς διαμονής με σκοπό την απασχόληση, η οποία όμως μπορεί προσωρινά να «νομιμοποιεί» τη διαμονή των μεταναστ(ρι)ών στη χώρα, ταυτόχρονα όμως απαγορεύει το δικαίωμα της οικογενειακής επανένωσης ή της μόνιμης και σταθερής διαμονής. Στο ίδιο κλίμα, έχουμε γίνει παρατηρητές επιχειρήσεων «σκούπας» στο κέντρο της Αθήνας τις τελευταίες μέρες, γεγονός που δεν προκύπτει εν κενώ, αλλά μάλλον απώτερο στόχο έχει να εκφοβίσει τους/τις μεταναστ(ρι)ες να υπαχθούν σε αυτό το καθεστώς προσωρινής διαμονής, ώστε εν τέλει να απελαθούν. Οι σκούπες των μεταναστ(ρι)ών συντελούν, επίσης, στη λογική της δημιουργίας ενός εσωτερικού εχθρού με σκοπό τον αποπροσανατολισμό της δημόσιας κουβέντας και την στήριξη του αφηγήματος «νόμου και τάξης», ποτίζοντας έτσι ξανά το κέντρο της πρωτεύουσας με το δηλητήριο του θεσμικού ρατσισμού.
Εργασιακό:
Πριν από περίπου ένα χρόνο, ψηφίστηκε ο αντεργατικός νόμος Χατζηδάκη, ο οποίος εξαπέλυσε ολομέτωπη επίθεση στην συλλογική διεκδίκηση των εργαζομένων και αποτέλεσε σημαντικό εργαλείο καταπίεσης και πειθάρχησής τους. Η ρεβανσιστική διάθεση της κυβέρνησης της ΝΔ να καταργήσει τα κεκτημένα των κοινωνικών κινημάτων, και ειδικά του εργατικού κινήματος, διαφαίνεται από την αρχή της διακυβέρνησής της και αποτυπώνεται και στην σημερινή εργασιακή πραγματικότητα, μέσω του νόμου αυτού και της οποιασδήποτε καταστολής αντιδράσεων από την πλευρά των εργαζομένων. Το εργαζόμενο, στο σήμερα, έρχεται αντιμέτωπο με αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα του θεσπισμένου δεκάωρου, της ποινικοποίησης της απεργίας και της συνδικαλιστικής πρακτικής και των ειδικών διατάξεων που δυσχεραίνουν τις συλλογικές συμβάσεις.
Η σημερινή εργαζόμενη, πλέον, έχει χάσει πρωταρχικά τον ελεύθερο χρόνο της, εφόσον τα ωράρια εργασίας της καθορίζονται αποκλειστικά από την εργοδοσία και συνεπώς γίνονται ακόμη πιο ευέλικτα. Ταυτόχρονα, με την ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης και της απεργίας, που αποτελούν διαχρονικά μέσα αφύπνισης και πάλης του εργατικού κινήματος, η εργαζόμενη δυσκολεύεται έως και αδυνατεί, τόσο να διεκδικήσει συλλογικά μέσα από το σωματείο της, όσο και να αντιπαλέψει εργοδοτικές αυθαιρεσίες, που έχουν πλέον νομιμοποιηθεί (π.χ. η κατάργηση του δεκάωρου).
Σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο για το σημερινό εργαζόμενο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και τις επιπτώσεις της τηλεργασίας που ενέτειναν όλα τα παραπάνω. Ακόμη και εαν η τηλεργασία υποχώρησε σταδιακά με το άνοιγμα της οικονομίας, δεν παύει να αποτελεί παγιωμένο τρόπο εργασίας για πολλά εργζόμενα. Αυτός ο τρόπος εργασίας απομακρύνει την εργαζόμενη από τον χώρο εργασίας και συνεπώς από τις συλλογικές διεκδικήσεις και τους αγώνες στον χώρο αυτό, αφού δεν υπάρχει περιθώριο κοινωνικοποίησης, αλληλεπίδρασης και από κοινού προβληματισμού μεταξύ συναδέλφων. Ακόμη, η τηλεργασία εργαλειοποιείται ευκολότερα για την κατάργηση των αργιών και τα ωράρια των εργαζομένων γίνονται πιο ρευστά, με αποτέλεσμ να μένει ελάχιστος ελεύθερος χρόνος και να χτυπιώνται περαιτέρω πάγιες διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος, όπως το 8ωρο. Στην περίπτωση, μάλιστα, των εργαζόμενων γονιών, ιδίως των θυληκότητων, η κατάσταση μοιάζει ακόμα πιο δυσχερής. Παρ’ όλα τα σημαντικά βήματα που γίνονται στον καταμερισμό των δουλειών του σπιτιού στα σύγχρονα νοικοκυριά, οι γυναίκες είναι αυτές που επωμίζονται συνήθως το βάρος της φροντίδας των παιδιών και ηλικιωμένων. Σε συνδυασμό με την τηλεργασία, οι δουλειές του σπιοτού δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τη σύγχρονη εργαζόμενη.
Έτσι, το εργαζόμενο στρέφεται προς τον ατομισμό και όχι την συλλογική δράση και διεκδίκηση και επιτάσσεται στο κυρίαρχο, που θέλει το εργασιακό υποκείμενο πλήρως πειθαρχημένο. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα έχουμε δει νικηφόρους αγώνες των εργατικών σωματείων, όπως αυτών της e-food και της COSCO. Η επόμενη μάχη για το εργατικό κίνημα είναι αυτή των εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ, που πρόκειται να αφήσει στον δρόμο χιλιάδες εργαζόμενες. Συγκεκριμένα η κυβέρνηση της ΝΔ έχει μπει σε μια διαδικασία εκκαθάρισης της εταιρίας προκειμένου να την παραδώσει χωρίς χρέη σε ολιγάρχες που θα την αγοράσουν με τα λεφτά του ταμείου ανάκαμψης, λεφτά των Ευρωπαίων φορολογουμένων. Επίσης, σημαντικό είναι να τονιστεί ότι η ΛΑΡΚΟ στη σύγχρονη εποχή μπορεί να επιτελέσει σημαντικό ρόλο και να είναι κερδοφόρα, αφού η τιμή του νικελίου και του κοβαλτίου αυξάνονται σταθερά. Η σημαντικότερη δημόσια επιχείρηση της χώρας ξεπουλιέται με τις ευλογίες της ΝΔ και είναι χρέος όλων να το αποτρέψουμε.
Αντιλαμβανόμαστε, συνεπώς, την αξία της οργάνωσης και της πάλης μέσα στα εργατικά σωματεία, καθώς, μόνο μέσα από αυτά, το εργατικό κίνημα μπορεί να πετύχει νίκες απέναντι σε οποιονδήποτε αντεργατικό νόμο. Ωστόσο, ο παραπάνω νόμος δεν προέκυψε εν κενώ, αλλά ήρθε να πατήσει πάνω στην ήδη αντεργατική πολιτική από όλες τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις. Για παράδειγμα, η ποινικοποίηση της απεργίας έχει ήδη θεσπιστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, ορίζοντας απαραίτητη την συγκέντρωση του 50+1 % προκειμένου να προκηρυχθεί απεργία από τα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σωματεία.
Περιβαλλοντικό:
Παρότι η κλιματική κρίση διαχρονικά αναφερόταν ως ένα πρόβλημα που θα πλήξει τις επόμενες γενιές, οι συνέπειες της είναι πλέον εμφανείς στην καθημερινότητα μας. Η χρόνια εκμετάλλευση του περιβάλλοντος και η αντίληψη του ως χώρο κερδοφορίας οδηγεί σε μία μη αναστρέψιμη κατάσταση με καταστροφικές συνέπειες. Σύμφωνα με τη φετινή έρευνα του IPCC (Διακυβερνητική Επιτροπή ΟΗΕ για το κλίμα), η αύξηση της θερμοκρασίας γίνεται ταχύτερα από το αναμενόμενο, με τα επίπεδα κινδύνου για καταστροφικά φυσικά φαινόμενα, κλιματική ανισότητα και αύξηση των κλιματικών προσφύγων να ανεβαίνουν απότομα.
Στην Ελλάδα, η απουσία ενεργειακού σχεδιασμού και η απόλυτη υπόταξη στα συμφέροντα ορισμένων εταιρειών έχουν, ως αποτέλεσμα, την πλήρως άναρχη ενεργειακή μετάβαση που, με το άμεσο κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων, στρέφει τη χώρα στο φυσικό αέριο, αρχικά, της Ρωσίας και πλέον στο ακόμη πιο «βρώμικο» υγροποιημένο φυσικό αέριο των ΗΠΑ και την επανενεργοποίηση της προσπάθειας εξόρυξης ορυκτών καυσίμων από το Ιόνιο ως την Κρήτη. Ταυτόχρονα, το σχέδιο για τη μελλοντική «πράσινη ενέργεια» περιορίζεται στις –ενεργειακά ανεπαρκείς –βιομηχανικής εκμετάλλευσης ΑΠΕ και την καταστροφή, που αυτές επιφέρουν, στα τοπικά οικοσυστήματα, τον υδροφόρο ορίζοντα αλλά και το ίδιο το κλίμα κατά την παραγωγή τους. Η εγκατάσταση αυτών των μονάδων έχει ήδη αρχίσει να υλοποιείται –με χαρακτηριστικό παράδειγμα, φέτος, το αιολικό πάρκο στη Σκύρο –έχοντας, ωστόσο, ισχυρή αντίσταση από διάφορα τοπικά κινήματα, που έχουν ξεσπάσει ανά την περιφέρεια.
Επίθεση στο Πανεπιστήμιο:
Νόμος Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη:
Από τις αρχές του 2021, τέθηκε σε ισχύ ο νόμος Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη, ένας από τους πιο αυταρχικούς και αντιδραστικούς νόμους για την παιδεία. Αυτός, προβλέπει την ίδρυση της πανεπιστημιακής αστυνομίας (ΟΠΠΙ), τη θέσπιση ορίου φοίτησης, πειθαρχικά, κάμερες, ελεγχόμενη είσοδο και ελάχιστη βάση εισαγωγής (ΕΒΕ). Η επίθεση που συντελείται μέσω του νόμου παρατηρείται τόσο σε ιδεολογικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Αρχικά, αποσκοπεί στην πάταξη του ανοιχτού, δημοκρατικού και ριζοσπαστικού χαρακτήρα του Πανεπιστημίου, στην εξάλειψη της συλλογικής πάλης και στην πειθάρχηση του φοιτητικού υποκειμένου, μέσω της εντατικοποίησης, της επιτήρησης και του φόβου. Σε αυτό το πλαίσιο, τα άτομα πρέπει είναι αποκλειστικά προσηλωμένα στις σπουδές τους και πασχίζουν να τις ολοκληρώσουν, πόσω μάλλον οι εργαζόμενες φοιτήτριες, ενώ επικρατεί ένα μοντέλο φοιτητή που δεν επιτρέπει καμία άλλη ενασχόληση πέρα από τις ακαδημαϊκές. Την ίδια ώρα, ο νόμος επιχειρεί να προσαρμόσει τα ελληνικά πανεπιστήμια στα «δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα», αλλάζοντας τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα τους, όπως αυτός διαμορφώθηκε από τη μεταπολίτευση και έπειτα. Ταυτόχρονα, η υλική επίθεση συντελείται μέσω της καταστολής στους φοιτητικούς αγώνες από κινητοποιήσεις μέχρι και καταλήψεις. Με αυτό τον τρόπο, δημιουργείται ένα Πανεπιστήμιο αποστειρωμένο, στο οποίο χωράει μόνο η εκπαιδευτική διαδικασία και είναι αποκομμένο από την κοινωνία, τα προβλήματά της και τα κινήματα.
Στις στοχεύσεις του νόμου ΚΧ, προστίθεται η περαιτέρω υποβάθμιση του δημοσίου και δωρεάν χαρακτήρα του Πανεπιστημίου λόγω της ΕΒΕ. Μέσω αυτής οι μαθήτριες, οι μαθητές και τα μαθητά, αντί να εισαχθούν στα ΑΕΙ, στρέφονται σε μεταλυκειακές δομές (ΙΕΚ, ΔΙΕΚ), σε ιδιωτικά κολλέγια ή στην ανειδίκευτη εργασία.
Πως προχωράει η εφαρμογή του νόμου ΚΧ;
Μετά από την ψήφιση του νόμου, το στοίχημα για το φοιτητικό κίνημα ήταν και είναι το μπλοκάρισμα της εφαρμογής του μέχρι την ολική ανατροπή του. Παρά την σημασία των κινητοποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν, γίνεται η παραδοχή πως δεν ήταν αυτές οι κινητοποιήσεις αποκλειστικά που ανέστειλαν την ΟΠΠΙ. Η κυβέρνηση επέλεξε να εφαρμόσει σταδιακά και σπασμωδικά τον νόμο ΚΧ, ώστε να αποφευχθούν αντιδράσεις και να μην καταφέρει να συγκροτηθεί μαζικό φοιτητικό κίνημα. Μέσω αυτής της τακτικής στοχεύει σιγά σιγά στη νομιμοποίηση του νόμου στις συνειδήσεις των φοιτητριών, προλειαίνοντας το έδαφος για τη συνολική εφαρμογή, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και των πιο αυταρχικών πτυχών (βλ. ΟΠΠΙ).
Όμως, έναν χρόνο μετά την ψήφιση του νόμου ΚΧ, είναι, ήδη, αισθητά τα αποτελέσματα που έχουν εμφανιστεί στις σχολές, που αφορούν άλλες πτυχές, οι οποίες σταδιακά εφαρμόζονται. Όπως ήταν αναμενόμενο, η εφαρμογή της ΕΒΕ μείωσε αισθητά τον αριθμό των εισακτέων, συγκεκριμένα 40.000 μαθήτριες έμειναν εκτός Δημοσίου Πανεπιστήμιου, με πολλά τμήματα να έχουν ελάχιστους έως και μηδαμινούς εισακτέους. Ταυτοχρόνως, έχουν προχωρήσει και οι πρώτες πειθαρχικές διώξεις φοιτητών, όπως αυτές στο Πολυτεχνείο της Κρήτης, όπου διώκεται φοιτητής για τη συνδικαλιστική του δράση, ενώ πολλά είναι και τα παραδείγματα απειλής πειθαρχικής δίωξης από καθηγητές σε φοιτήτριες. Παράλληλα, οι διοικήσεις των ιδρυμάτων έχουν συστήσει Επιτροπές Ασφαλείας που θα είναι οι διαμεσολαβητές μεταξύ της ΟΠΠΙ και της Ελληνικής Αστυνομίας. Συγκεκριμένα, με το Υπουργείο να εκβιάζει τις διοικήσεις –στέλνοντας ο Συρίγος «τελεσίγραφα» προς αυτές –με επιπτώσεις στην χρηματοδότηση των ιδρυμάτων, αν δεν συμμορφωθούν στις επιταγές της Κεραμέως. Είναι εμφανής, ακόμα, η ολοένα και αυξανόμενη αυταρχικότητα των διοικήσεων προς τις φοιτήτριες, με αποκορύφωμα τον αποκλεισμό των Φοιτητικών Συλλόγων στις διαδικασίες της Συγκλήτου. Παράλληλα, δεν έλειψαν σε κάποια τμήματα, mail από τις διοικήσεις, που αναφέρουν ακριβώς το πότε θα διαγραφεί κάθε φοιτήτρια, ενώ, σε άλλες σχολές είδαμε τις διοικήσεις να προωθούν το καθεστώς μερικής φοίτησης, που περιέχεται στο ψηφισμένο νόμο, νομιμοποιώντας με αυτό τον τρόπο το ανώτατο όριο σπουδών. Τέλος, όσον αφορά στο κομμάτι της ελεγχόμενης εισόδου στους πανεπιστημιακούς χώρους, ΑΕΙ δέχτηκαν τη δωρεά συστημάτων τουρνικέ, αξίας 750.000€, την στιγμή που τα ιδρύματα πλήττονται από την χρόνια υποχρηματοδότηση.
Πανεπιστημιακή αστυνομία (ΟΠΠΙ):
Μια από τις πιο αυταρχικές πτυχές του νόμου Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη είναι η σύσταση ομάδων προστασίας πανεπιστημιακών ιδρυμάτων (ΟΠΠΙ). Μάλιστα, έχει ήδη ξεκινήσει η εκπαίδευση των σωμάτων αυτών, με στόχο την τοποθέτησή τους μέσα στα προβλεπόμενα πανεπιστημιακά ιδρύματα μέχρι το καλοκαίρι. Στην ουσία, πρόκειται για ειδικά σώματα πανεπιστημιακής αστυνομίας, που υπάγονται απευθείας στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και την ΕΛΑΣ. Η παρουσία αστυνομικών δυνάμεων μέσα στις σχολές δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Σε χώρους πανεπιστημιακού ασύλου έχει εισβάλει η ΕΛΑΣ αρκετές φορές το τελευταίο διάστημα (διπλή εκκένωση της κατάληψης της πρυτανείας του ΑΠΘ, ΑΣΟΕΕ, ΕΜΠ). Η παρουσία της αστυνομίας στις σχολές μας και η καταπάτηση του πανεπιστημιακού ασύλου γίνεται με πρόφαση την προστασία των σχολών και την ασφάλεια των φοιτητριών. Με τον τρόπο αυτό, κανονικοποιείται στις συνειδήσεις των φοιτητών η «συνύπαρξη» με την ΕΛΑΣ στους κοινωνικούς μας χώρους.
Κύρια στόχευση της ΟΠΠΙ δεν αποτελεί η προστασία και η ασφάλεια, τις οποίες ευαγγελίζεται η κυβέρνηση. Η πανεπιστημιακή αστυνομία αποτελεί ένα μέτρο με χαρακτήρα κυρίαρχα ιδεολογικής εμπέδωσης στην φοιτητική κοινότητα, καθώς παρά το ότι η επιχειρηματική λειτουργία στα ιδρύματα (που ήδη υπάρχει έντονη) θα βγει ωφελημένη, δεν μπορούμε να πούμε ότι η ίδρυση αυτής έρχεται για να εξυπηρετήσει τον σκοπό αυτό. Η Νέα Δημοκρατία θέλει μέσω της πανεπιστημιακής αστυνομίας να επιβάλλει ένα κλίμα αστυνομοκρατίας, τρομοκρατίας, επιτήρησης και πειθάρχησης μέσα στα Πανεπιστήμια. Με την αστυνομοκρατία, την τρομοκρατία και την επιτήρηση βάλλεται η συνδικαλιστική δράση και ελευθερία, αφού οτιδήποτε παρεμποδίζει την ακαδημαϊκή λειτουργία των ιδρυμάτων θα βρίσκεται στο στόχαστρο. Ταυτόχρονα, η προσπάθεια πειθάρχησης των φοιτητικών υποκειμένων, με την αναπαραγωγή και εμπέδωση του κυρίαρχου αφηγήματος, θα οδηγήσει, σταδιακά, στη διαμόρφωση ενός πανεπιστημίου αποστειρωμένου, χωρίς πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα και, άρα, στην αποδυνάμωση της συλλογικής διεκδίκησης και της οργανωμένης πάλης μέσα στους κοινωνικούς μας χώρους. Με την παρουσία της ΟΠΠΙ τα φοιτητά θα απομακρύνονται από τις συλλογικές διαδικασίες, όπως είναι και η Γενική Συνέλευση, μέσω της οποίας, διαχρονικά, λαμβάνονται αποφάσεις, οι οποίες βάζουν φραγμούς στις εκάστοτε νεοφιλελεύθερες πολιτικές για το Πανεπιστήμιο.
Επίθεση στο δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο:
Η επίθεση που δέχεται ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας του Πανεπιστημίου έρχεται αρχικά πριν οποιαδήποτε αναδιάρθρωση, σε ιδεολογικό πλαίσιο. Οι κυβερνήσεις –και δη η σημερινή –πατώντας σε νεοφιλελεύθερα αφηγήματα ενάντια στην δωρεάν παροχή των δημόσιων αγαθών, εξαπολύουν εδώ και χρόνια μία ρητορική υπονόμευσης των δημοσίων πανεπιστημίων. Το ελληνικό Πανεπιστήμιο παρουσιάζεται συνεχώς ως δυσλειτουργικό και μη ευέλικτό, με στόχο να νομιμοποιηθεί στην κοινή γνώμη η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, η οποία όλο και συρρικνώνει τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα του πανεπιστημίου. Οι πολιτικές των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων όλα αυτά τα χρόνια έχουν επιβάλλει την παγίωση του καθεστώτος της υποχρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μέσω κατακερματισμένων προϋπολογισμών για τα πανεπιστήμια. Το αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής αντανακλάται στη καθημερινότητα του φοιτητή, μέσω των υποβαθμισμένων υποδομών, του ανεπαρκούς εξοπλισμού και προσωπικού και των προβλημάτων στη θέρμανση, στη σίτιση και στη στέγαση των φοιτητριών (προβλήματα που εντάθηκαν μέσα στη περίοδο της πανδημίας με αμφιθέατρα ασφυκτικά γεμάτα από φοιτήτριες).
Την κατάσταση αυτή έρχεται να εντείνει ο νόμος που πέρασε το προηγούμενο διάστημα που συνδέει την χρηματοδότηση των ιδρυμάτων με την αξιολόγηση τους. Μία αξιολόγηση, η οποία θα γίνεται μέσω των κριτηρίων ανταποδοτικότητας, που έχει επιβάλλει η «ανεξάρτητη» αρχή της ΕΘΑΕΕ, των οποίων τα μέλη διορίζονται κατευθείαν από το Υπουργείο Παιδείας. Η αξιολόγηση αυτή θα γίνεται με κριτήρια που θα επιδιώκουν την σύνδεση των σχολών με την αγορά εργασίας (ιδιαίτερα στο κομμάτι της έρευνας). Εκτός των άλλων, η αξιολόγηση θα λειτουργεί και ως μέσο εκβιασμού προς τις Διοικήσεις για την εφαρμογή πτυχών ψηφισμένων νομών.
Ακόμα μια πτυχή της επίθεσης στο δημόσιο Πανεπιστήμιο είναι η εφαρμογή της ΕΒΕ, ένα μέτρο που αφήνει τους νέους και τις νέες έξω από το δωρεάν πανεπιστήμιο και τους ωθεί στη μεταλυκειακή εκπαίδευση (ιδιωτικά κολλέγια, ΙΙΕΚ, ΔΙΕΚ). Τραγικό αποτέλεσμα του εν λόγω νόμου ήταν η ύπαρξη σχολών με ελάχιστες έως καθόλου εισακτέες φοιτήτριες. Σε γενικό πλαίσιο, τα κριτήρια ζήτησης μιας σχολής σχετίζονται κυρίως με το αν αυτή προσφέρει μια μελλοντικά καλή και σταθερή θέση εργασίας. Συνεπώς, σχολές και τμήματα, που δεν ικανοποιούν το προηγούμενο κριτήριο, θα οδηγούνται σε συγχώνευση ή και κατάργηση. Έτσι, ενώ το δημόσιο και δωρεάν Πανεπιστήμιο συρρικνώνεται, οι ιδιωτικές σχολές αυξάνουν όλο και περισσότερο τα κέρδη τους.
Η επίθεση συντελείται περαιτέρω και στον δωρεάν χαρακτήρα του Πανεπιστημίου. Έχουν ήδη θεσπιστεί ξενόγλωσσα προπτυχιακά επί πληρωμή ενώ αυξάνονται και οι περιπτώσεις επιβολής διδάκτρων σε μεταπτυχιακά και η τιμή τους. Χαρακτηριστικά των ΞΠΣ, όπως η διδασκαλία στην αγγλική, ύπαρξη πιστωτικών μονάδων και δυνατότητα για πρακτική άσκηση, με ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής διδάκτρων, καθώς και ο κίνδυνος να επεκταθούν στην λειτουργία των δημόσιων ΑΕΙ, αποτελούν ξεκάθαρη επίθεση στο άρθρο 16 για δημόσια και δωρεάν παιδεία. Παράλληλα, πληθαίνουν τα προγράμματα ΚΕΔΙΒΙΜ (Κέντρο Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης). Όλα αυτά εντάσσονται στη διαχρονική στόχευση απόσπασης επαγγελματικών δικαιωμάτων από το βασικό πτυχίο. Έτσι οδηγείται ο μελλοντικός εργαζόμενος σε ένα αέναο κυνήγι προσόντων και επανακατάρτισης επί πληρωμή. Με αυτό τον τρόπο, πιέζονται τα πιο ταξικά κομμάτια της κοινωνίας και, όσοι δεν μπορούν να συμβαδίσουν σε αυτή τη διαδικασία κατάρτισης, θα είναι πιο ευάλωτοι στην εύρεση εργασίας αλλά και στην ίδια τη θέση εργασίας.
Βασικές πτυχές της έκθεσης Μποδοσάκη:
Μετά την ψήφιση του νόμου ΚΧ, η έκθεση Μποδοσάκη έρχεται να εναρμονιστεί πλήρως στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση που στοχεύει η κυβέρνηση. Στην πρώτη πτυχή της έκθεσης, αναφέρεται η επαναφορά των Συμβουλίων Ιδρύματος. Πρόκειται για κλειστές «δομές» που θα αποτελούνται από εσωτερικά μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και κυρίως εξωπανεπιστημιακούς φορείς της Ελλάδας ή του εξωτερικού, που σχετίζονται με το management, τις επιχειρήσεις ή που είναι μέλη της πολιτικής ηγεσίας. Ρόλος των Συμβουλίων Ιδρυμάτων θα είναι αρχικά ο έλεγχος των οικονομικών του κάθε πανεπιστημίου, γεγονός που παραβιάζει ευθέως το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων. Παράλληλα, θα προωθείται ο μετασχηματισμός του Πανεπιστημίου σε ένα Πανεπιστήμιο που θα λειτουργεί στα πρότυπα επιχείρησης, όντας όλο και πιο συνδεδεμένο με την οικονομία της αγοράς και τις στοχεύσεις της.
Επιπλέον, με την άμεση αυτή εμπλοκή τους στα πανεπιστημιακά ζητήματα, υποβαθμίζεται ο ρόλος της Συγκλήτου, ενώ παράλληλα συντελείται και ο ολικός αποκλεισμός των Φοιτητικών Συλλόγων από τις διαδικασίες, την ίδια ώρα που άνθρωποι, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με το Πανεπιστήμιο, θα αποφασίζουν για τις σπουδές μας. Επιπρόσθετα, η επιλογή του Πρύτανη του κάθε ιδρύματος θα είναι και αυτή στην κρίση του Συμβουλίου. Στην έκθεση τονίζεται το πρόσχημα περί αναγκαιότητας ανεξαρτησίας της διοίκησης της κάθε σχολής από την πελατειακή ροπή, την ώρα, όμως, που οι πραγματικές πελατειακές σχέσεις δημιουργούνται, όταν ο πρύτανης επιλέγεται από ανθρώπους των επιχειρήσεων και λογοδοτεί αποκλειστικά σε αυτούς. Στην πραγματικότητα, έκτος από την αντιδημοκρατικότητα του μέτρου που καταρρίπτει πλήρως τις εκλογικές διαδικασίες, κρύβεται η στόχευση για πλήρη εξάρτηση των ιδρυμάτων από τις ανάγκες της αγοράς και του κεφαλαίου. Με λίγα λόγια, το Πανεπιστήμιο, το πρόγραμμα σπουδών και η έρευνα θα είναι πλήρως υποταγμένα στις επιταγές της αγοράς. Σε πλήρη σύμπλευση βρίσκονται και οι ανακοινώσεις για το περιεχόμενο του νέου νομοσχεδίου που ετοιμάζεται και ένας από τους βασικούς του πυλώνες είναι η «καλύτερη σύνδεση των φοιτητών με την αγορά εργασίας», μέσα από την αναβάθμιση του θεσμού της πρακτικής και των βιομηχανικών διδακτορικών. Συγκεκριμένα προβλέπεται η ένταξη της πρακτικής άσκησης στο προπτυχικό ή μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Εάν αυτή η αλλαγή γίνει με όρους υποχρεωτικότητας (κάτι που δε γίνεται έως τώρα σαφές), η καθημερινότητα της φοιτήτριας θα εντατικοποιηθεί περαιτέρω, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζεται και ένα φτηνό εργατικό δυναμικό για εταιρίες και επιχειρήσεις, που διαχρονικά στις περισσότερες –τουλάχιστον –περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για να καλύψει τα κενά τους, χωρίς εν τέλει την βαθύτερη κατανόηση του αντικειμένου σπουδών. Ταυτόχρονα, η θεσμοθέτηση των βιομηχανικών διδακτορικών, που θα είναι ουσιαστικά η άμεση συνεργασία πανεπιστημίων με φορείς βιομηχανίας για την εκπόνηση διδακτορικών διατριβών υπό κρατική χρηματοδότηση, αποσκοπεί με τον πλέον έκδηλο τρόπο, στην σύνδεση του Πανεπιστημίου με την αγορά και την αποδέσμευση της παραγόμενης γνώσης από τις κοινωνικές επιταγές για την εξασφάλιση τελικά των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Η δεύτερη πτυχή της εν λόγω έκθεσης αφορά στην αλλαγή στα επαγγελματικά δικαιώματα. Ήδη από τη διακήρυξη της Μπολόνια, έχει υπάρξει μία κατεύθυνση σε αρκετές σχολές μέσω των πιστωτικών μονάδων να δημιουργηθούν διαφορετικές ταχύτητες υπερειξιδικευμένων πτυχίων με όχι σαφή κατοχύρωση όλων των επαγγελματικών δικαιωμάτων. Με την έκθεση Μποδοσάκη, προτείνεται επισήμως η πλήρης απόσπαση των επαγγελματικών δικαιωμάτων από τα πτυχία, η οποία θα οδηγήσει στη συνολικότερη υποβάθμιση των πτυχίων. Η εφαρμογή του σχεδίου αυτού, θα οδηγήσει, ακόμη, σε μια υποβάθμιση της παρεχόμενης γνώσης, καθώς αυτή θα είναι αποσπασματική και το αντικείμενο σπουδών δεν θα είναι ενιαίο. Ως αποτέλεσμα, οι απόφοιτες καλούνται να ανταπεξέλθουν στις ραγδαίες αλλαγές της αγοράς εργασίας και έτσι ωθούνται στη συνεχή επανακατάρτιση και σε ένα διαρκές κυνήγι προσόντων και πιστοποιήσεων, το κόστος των οποίων θα το επωμίζονται οι ίδιες. Αυτή η λογική επιδιώκει τη δημιουργία ενός εργατικού δυναμικού, που θα αποτελείται από παραγωγικούς και φθηνούς εργαζομένους, οι οποίοι, χωρίς σαφή κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα, αντικειμενικά θα οδηγούνται στην εργασιακή επισφάλεια και εκμετάλλευση. Κατά προέκταση ,αφού τα πτυχία των αποφοίτων θα διαφέρουν μεταξύ τους, δεν θα νοείται ενιαίος κλάδος εργαζομένων. Είναι σαφές πως όταν ο ίδιος ο κλάδος είναι πολυδιασπασμένος, με διαφορετικά επαγγελματικά δικαιώματα, και δεν έχουν πλέον οι απόφοιτες τις ίδιες αξιώσεις και διεκδικήσεις, τότε η ύπαρξη μίας συλλογικής διαπραγμάτευσης, που κατοχυρώνει ένα μίνιμουμ αποδοχών και δικαιωμάτων σε όλες, είναι αδύνατο να συγκροτηθεί. Αυτό μεταφράζεται στο ότι ο καθένας ατομικά θα πρέπει να διαπραγματευτεί μόνος με τον εργοδότη και, με αυτό τον τρόπο, να είναι ευάλωτος μπροστά στην εργοδοτική αυθαιρεσία.
Καθημερινότητα φοιτήτριας και φοιτητή:
Η απουσία ενάμιση χρόνου από τα Πανεπιστήμια, μας κράτησε μακριά από τους κοινωνικούς μας χώρους, στερώντας μας, έτσι, ερεθίσματα συλλογικών αναπαραστάσεων, επιδεινώνοντας, μάλιστα, ένα ήδη υπάρχον πρόβλημα. Είναι γεγονός πως το νεοφιλελεύθερο στίγμα των τελευταίων ετών έχει διαμορφώσει ένα φοιτητικό υποκείμενο που αποστρέφεται από τις συλλογικές διεκδικήσεις, με μία φανερή στροφή προς τον ατομικό δρόμο και τον καριερισμό, με απόλυτη προσήλωση στην ακαδημαϊκή πρόοδο. Σε αυτό το κλίμα πολιτικής αποστροφής, έρχεται να συμβάλει η αναγκαστική απομάκρυνση μας από συλλογικές διεργασίες, που επέβαλε η πανδημία. Η τηλεκπαίδευση, με τις σχολές κλειστές, ανέδειξε μονομερώς το χαρακτήρα του Πανεπιστημίου, εστιάζοντας αποκλειστικά στον ακαδημαϊκό του ρόλο. Οι οθόνες ενός υπολογιστή αντικατέστησαν τις συζητήσεις στους διαδρόμους, τους προβληματισμούς και την εικόνα της συλλογικής διεκδίκησης μέσω Γενικών Συνελεύσεων, κινητοποιήσεων και εν γένει την πολιτική ζύμωση από τα κάτω. Την απομάκρυνση αυτή από τον κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα του Πανεπιστημίου, εκμεταλλεύτηκε το Υπουργείο, ώστε να φέρει με επιθετικό τρόπο την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, όπως αναλύθηκε παραπάνω, επιχειρώντας με αυτό τον τρόπο να αποφύγει τις αναμενόμενες αντιδράσεις του φοιτητικού κινήματος. Ως αποτέλεσμα αυτού, ο κόσμος των σχολών δεν είχε τη δυνατότητα να συζητήσει, να μετατοπιστεί και να συγκροτήσει, εν τέλει, απαντήσεις σε μία περίοδο πολύ πυκνών πολιτικών εξελίξεων. Ταυτόχρονα, η απουσία όλων αυτών των ερεθισμάτων, αφαίρεσε από την συλλογική συνείδηση την αίσθηση της δύναμης και επιρροής που έχει το φοιτητικό σώμα στη διαμόρφωση της καθημερινότητάς του, φοιτητικής και μη.
Αυτή, λοιπόν, η παθητικότητα που επικρατεί το τελευταίο διάστημα στις σχολές εκδηλώνεται και μέσα από την ενσωμάτωση του κυρίαρχου αφηγήματος γύρω από τον ψηφισμένο νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη. Η επιστροφή στις σχολές μας έφερε αντιμέτωπες με μουδιασμένες αντιδράσεις απέναντι στο νόμο ΚΧ, συγκεκριμένα απέναντι στην προοπτική των διαγραφών και την είσοδο της ΟΠΠΙ. Το κλίμα που έχει δημιουργηθεί, γεννά την πεποίθηση πως η στόχευση που κρύβεται πίσω από τις διαγραφές για περαιτέρω εντατικοποίηση και πειθάρχηση, έχει σε ένα βαθμό εμπεδωθεί στην αντίληψη του φοιτητικού κόσμου. Η εικόνα που προέρχεται, κυρίως από τα νεοεισερχόμενα έτη, φανερώνει μια παραδομένη στάση, με ταυτόχρονη οικειοθελή ακαδημαϊκή προσήλωση και απομάκρυνση από την ενασχόληση με τα κοινά και την διάσπαση ουσιαστικά, της πολλαπλής φοιτητικής ταυτότητας, υπό τον φόβο και το άγχος της διαγραφής. Σε αυτό το καθεστώς αποστείρωσης των κοινωνικών μας χώρων, που έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται, έρχεται να συμβάλλει και η τρομοκράτηση γύρω από τις εξαγγελίες εισόδου της ΟΠΠΙ.
Παρόλο το δεδομένο κενό και τις προβληματικές που άφησε πίσω του ο χρόνος που ήμασταν μακριά από τις σχολές, το προηγούμενο εξάμηνο κατορθώσαμε σε έναν βαθμό να δώσουμε ξανά πολιτική και κοινωνική ζωντάνια στους χώρους μας, συσπειρώνοντας γύρω από τα επίδικα της εποχής. Η εντατικοποιημένη καθημερινότητα, που ήδη διαμορφωνόταν μέσα από αλυσίδες, όρια δήλωσης μαθημάτων και πυκνά προγράμματα σπουδών, και εντείνεται φυσικά από τις πτυχές του νόμου ΚΧ, πλήττει δυσανάλογα τα φοιτητά που αναγκαζόμαστε να εργαζόμαστε παράλληλα με τις σπουδές μας. Μάλιστα, οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί από την κρίση και την ακρίβεια που έχει επιφέρει και η πανδημία με τη διαχείρισή της, έχουν αναμφισβήτητα διογκώσει το πλήθος των φοιτητών και φοιτητριών που καταφεύγουν στην εργασία, συχνά μάλιστα ανασφάλιστη, για να μπορέσουν να βιοποριστούν και να στηρίξουν τις σπουδές τους, ενώ ταυτόχρονα η αύξηση στις τιμές των ενοικίων και η συχνή απουσία φοιτητικών εστιών εντείνουν το πρόβλημα. Οι ανελαστικές σχέσεις εργασίας, η οικονομική επισφάλεια και τα εξαντλητικά ωράρια που συχνά καλούνται να εργαστούν, οδηγούν στην απομάκρυνσή τους από το Πανεπιστήμιο τόσο από γνωσιακή σκοπιά, όσο και από κοινωνικοπολιτική. Η κατάσταση αυτή σίγουρα επιδεινώνεται από την περαιτέρω εντατικοποίηση και πειθάρχηση που φέρνει ο νόμος ΚΧ, κυρίαρχα με τις διαγραφές. Η υποκριτική λύση που προτείνεται με το καθεστώς μερικής φοίτησης, με ήδη φανερή την πρόθεση από κάποια πανεπιστημιακά ιδρύματα να εφαρμοστεί, όχι μόνο δε λύνει το πρόβλημα, αλλά μάλλον επιβαρύνει επιπλέον την κατάσταση. Ο περιορισμός που θέτει για τη δήλωση των μισών μαθημάτων από αυτά που προβλέπει το πρόγραμμα σπουδών, τόσο καθυστερεί τελικά τη λήψη πτυχίου όσο στερεί και την δυνατότητα αυτοδιάθεσης της οργάνωσης του χρόνου σπουδών.
Σχεδιασμός:
- Παρέμβαση εντός των σχολών
Απονομιμοποίηση των Φοιτητικών Συλλόγων:
Τα τελευταία χρόνια, στην κοινωνία και στο πανεπιστήμιο παρατηρείται μια τάση αποστροφής από την πολιτική, αποδοχής της κρίσης που βιώνουμε (ανεργία, κοινωνικές ανισότητες, φτώχεια), καθώς και δυσπιστία στον οργανωμένο αγώνα. Η αποπολιτικοποίηση στα πανεπιστήμια και η επιλογή του ατομικού δρόμου δεν είναι κάτι αυθύπαρκτο, αλλά έχουν συντελέσει σε αυτό πολλοί παράγοντες. Η νεολαία είναι εν δυνάμει το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της κοινωνίας. Τα πανεπιστήμια ανέκαθεν αποτελούσαν χώρους αντίστασης και οι φοιτητές πάντα πρωτοστατούσαν στους εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς αγώνες. Επομένως, οι φοιτήτριες συνιστούν απειλή για τις κυβερνήσεις, οι οποίες εξαπολύουν ανά τα χρόνια μια διαρκή επίθεση στο πανεπιστήμιο, με στόχο αφενός την αναδιαμόρφωση του πανεπιστημίου στα νεοφιλελεύθερα πρότυπα και αφετέρου την αποπολιτικοποίηση του. Οι κυβερνήσεις διαχρονικά δημιουργούν ένα αφήγημα περί βίας και ανομίας στα πανεπιστήμια που στόχο έχει να αμφισβητήσει και να απονομιμοποιήσει τον χαρακτήρα που αυτά έχουν λάβει από τη μεταπολίτευση και έπειτα. Συγκεκριμένα, και με τον πρόσφατο νόμο ΚΧ, που φέρνει κατασταλτικά και πειθαρχικά μέτρα μέσα στο πανεπιστήμιο, είναι ξεκάθαρο πως στόχος της Κυβέρνησης είναι η αποστείρωση του πανεπιστημίου και η μετατροπή του σε έναν χώρο αμιγώς ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, όπου αντιστάσεις και αντιδράσεις και άρα δυναμικές συλλογικές διαδικασίες δεν θα υπάρχουν.
Για την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή μέσα στους συλλόγους ευθύνες έχουν και οι καθεστωτικές δυνάμεις (ΔΑΠ, ΠΑΣΠ) καθώς και το ανεξάρτητο μπλοκ, (όπως οι ΠΑΝΚΣ) που ακολουθούν πιστά τις επιταγές και την πολιτική των αστικών κυβερνήσεων, αναπαράγοντας, μάλιστα, και το αφήγημα της βίας και ανομίας στα πανεπιστήμια, συνδέοντας το με την αριστερά και την δράση της μέσα σε αυτά και στοχοποιώντας την. Οι δυνάμεις αυτές αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη των οργάνων των συλλόγων με την συχνή απουσία τους από τις διαδικασίες των Γενικών Συνελεύσεων και των Διοικητικών Συμβουλίων, δημιουργώντας ένα κλίμα αδιαφορίας μέσα στα πανεπιστήμια, ενώ δεν ασκούν πολιτική αλλά παραπολιτική επιδιώκοντας μόνο πελατειακές σχέσεις.
Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, πρέπει να δούμε και τις ευθύνες της φοιτητικής αριστεράς. Η φοιτητική αριστερά είναι κατά κύριο λόγο διασπασμένη μέσα στις σχολές και αναλώνεται συχνά σε μικροηγεμονισμούς, και πολιτικές επιβολής. Την ίδια ώρα, ασκεί πολιτική κυρίως με παρωχημένη φυσιογνωμία, η οποία δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές φοιτητικές και κοινωνικές ανάγκες και δεν εκφράζει ούτε εμπνέει το σύγχρονο φοιτητικό υποκείμενο, ενώ παράλληλα συμπεριφέρεται σαν συνδικαλιστική αυθεντία. Επίσης, ανά περιόδους αρκετά κομμάτια της φοιτητικής αριστεράς εργαλειοποιούν τους συλλόγους, καθώς τους ενδιαφέρει περισσότερο να βγει η δικιά τους πολιτική γραμμή, με το όνομα του συλλόγου, παρά το να υπάρξει πολιτική διεργασία και ζύμωση μέσα σε αυτούς, έτσι ώστε να παραχθεί πολιτική από τα κάτω.
Εμείς αναγνωρίζουμε τη σημασία των συλλογικών οργάνων και για αυτό πρέπει να ψηλαφίσουμε τους τρόπους με τους οποίους θα τα επανανομιμοποίησουμε, αλλά και θα ξαναζωντανέψουμε, τους Φοιτητικούς μας Συλλόγους. Αρχικά, είναι παραπάνω από σημαντικό, η αριστερά συνολικά να λειτουργεί ενωτικά μέσα στις σχολές, μακριά από μικροηγεμονισμούς και ανούσιες συγκρούσεις, προκειμένου αφενός να εμπνεύσει τον ανένταχτο κόσμο και αφετέρου να δώσει μια δυναμική απάντηση απέναντι στην ολομέτωπη επίθεση που δεχόμαστε. Ακόμη, η αριστερά πρέπει να διερευνήσει ποιο είναι το φοιτητικό υποκείμενο στο οποίο απευθύνεται και, με γνώμονα αυτό, να δώσει ένα άλλο πνεύμα στις συλλογικές διαδικασίες και στην παρέμβαση της. Το σύγχρονο φοιτητικό υποκείμενο έχει αναπτύξει ένα αυξημένο ενδιαφέρον γύρω από τα ζητήματα του φεμινισμού και του οικολογικού, ενώ είναι αποξενωμένο από πολύωρες και γραφικές διαδικασίες με μεγάλες τοποθετήσεις και συχνές εντάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να βρούμε τις πρακτικές με τις οποίες θα προσπαθήσουμε να εξυγιάνουμε τις Γενικές μας Συνελεύσεις, ώστε να γίνουν πιο θελκτικές. Στις διαδικασίες των Γενικών Συνελεύσεων πρέπει να μεριμνούμε ώστε να δίνεται περισσότερος χώρος σε ανένταχτο κόσμο να συμμετέχει ενεργά, να μην υπάρχουν μαξιμαλιστικά πλαίσια και τοποθετήσεις, αλλά λόγος γειωμένος, να αποφεύγονται εντάσεις λόγω μικροπολιτικών συμφερόντων, αλλά και οι διαδικασίες να είναι βιώσιμες για όλες.
Ακόμη, πρέπει να εξετάσουμε με τι κριτήριο πολιτικό και χρονικό καλούμε τον σύλλογο σε Γενική Συνέλευση, ώστε να μην καταλήγουν αυτές να γίνονται επιτελεστικά και να χάνεται η δυναμική τους, αλλά να έχουν ουσιαστικό και πρακτικό αποτύπωμα. Ταυτόχρονα, μπορούμε να διερευνήσουμε το ενδεχόμενο διεξαγωγής και μονοθεματικών Γενικών Συνελεύσεων (βλ. φεμινιστικά ή οικολογικά ζητήματα), που θα είναι ικανές να εμπνεύσουν τις φοιτήτριες και να μαζικοποιήσουν μακροπρόθεσμα τις συλλογικές διαδικασίες. Ακόμη, πρακτικές που ακολουθήθηκαν στο παρελθόν (βλ. κίνημα 06 – 07) και ήταν επιτυχημένες δε σημαίνει πως θα πετυχαίνουν πάντα, ανεξαρτήτως συνθηκών και εποχής. Επομένως, πρέπει να αρχίσουμε να ακολουθούμε και νέες πολιτικές πρακτικές και τακτική, που θα είναι πιο εμπνευστικές, θα έχουν μια άλλη φυσιογνωμία και θα απευθύνονται στον σημερινό κόσμο των σχολών.
Αντιλαμβανόμενες την σημασία που έχουν τα όργανα του συλλόγου, τόσο για την λειτουργία του όσο και για την ενεργοποίηση του, θεωρούμε ότι πρέπει να γίνει μια απαραίτητη κριτική στα Διοικητικά Συμβούλια τόσο στον τρόπο με τον οποίο αυτά λειτουργούν, όσο και στον τρόπο με τον οποίο παρεμβαίνει εντός αυτών η φοιτητική αριστερά. Η κατάσταση η οποία έχει δημιουργηθεί με την απουσία φοιτητικών εκλογών τα τελευταία τρία χρόνια, έχει εντείνει και αυτή, μαζί με άλλους παράγοντες, στην απονομιμοποίηση των ΔΣ, καθώς και στην απομάκρυνση των φοιτητριών από τις αποφάσεις που λαμβάνονται εντός αυτών. Αυτός είναι και ένας λόγος που οι φετινές εκλογές επιβάλλεται να διακρίνονται από την μαζική συμμετοχή των φοιτητών. Από εκεί και πέρα, η ίδια η φοιτητική αριστερά αντιλαμβάνεται και χρησιμοποιεί τα διοικητικά συμβούλια με έναν τρόπο, ο οποίος αδυνατεί να προχωρήσει βήματα μπροστά τους Φοιτητικούς Συλλόγους, να τους ενεργοποιήσει και να τους βάλει σε κινηματική τροχιά.
Την ίδια στιγμή, κόντρα στην επίθεση που δεχόμαστε, πρέπει να αναδεικνύουμε στους συλλόγους μας και τον ρόλο των καθεστωτικών και ανεξάρτητων δυνάμεων, χωρίς να σημαίνει πως θα υιοθετήσουμε μόνο έναν αντικαθεστωτικό λόγο, αλλά έναν λόγο που θα προτάσσει το πως οραματιζόμαστε και θέλουμε εμείς τις συλλογικές διαδικασίες και διεκδικήσεις μέσα στο πανεπιστήμιο.
Φοιτητικές Εκλογές:
Οι εκλογές ποτέ δεν αποτελούσαν αυτοσκοπό για τα σχήματα της Αριστερής Ενότητας. Αυτό αποδεικνύεται από την καθημερινή παρέμβαση μας μέσα στους Συλλόγους αλλά και από την ενεργή συμμετοχή μας στα όργανα τους. Ωστόσο, δεν πρέπει να αγνοούμε πως οι φετινές φοιτητικές εκλογές αποτελούν ένα στοίχημα για τη φοιτητική αριστερά εν γένει. Βρισκόμαστε σε μια συγκυρία, όπως περιγράφηκε και παραπάνω, όπου οι Φοιτητικοί Σύλλογοι είναι απονεκρωμένοι και τα Διοικητικά Συμβούλια απονομιμοποιημένα, λόγω της προαναφερθείσας αποστροφής του κόσμου καθώς και του γεγονότος ότι έχουν να πραγματοποιηθούν εκλογές από το 2019. Την ίδια στιγμή, βρισκόμαστε σε μια συνθήκη, όπου η επίθεση που έχει εξαπολύσει η Κυβέρνηση στο Πανεπιστήμιο είναι τεράστια, ενώ οι Σύλλογοι δεν καταφέρνουν συχνά να συνεδριάζουν, να συζητούν και να αποφασίζουν, εφόσον οι συλλογικές διαδικασίες δεν είναι μαζικές.
Η παρέμβαση μας, επομένως, ενόψει των εκλογών θα πρέπει να αξονίζεται, εκτός των όσων θα αναφερθούν στο επόμενο κομμάτι του κειμένου, και στους τρόπους με τους οποίους θα καταφέρουμε να πείσουμε τους συμφοιτητές, τις συμφοιτήτριες και τα συμφοιτητά μας να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία. Ειδικά, μέσα σε μία συγκυρία, όπου τρία ολόκληρα έτη δεν έχουν κληθεί να ψηφίσουν ποτέ και τα μεγαλύτερα έτη έχουν αποξενωθεί από την εκλογική διαδικασία, εφόσον αυτή δεν πραγματοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια λόγω της πανδημίας, πρέπει να είναι μέλημα μας η γείωση στους Φοιτητικούς Συλλόγους τόσο της σημασίας των εκλογών όσο και των Διοικητικών Συμβουλίων και του ρόλου τους, αφού τα τελευταία διαμορφώνονται από τα εκλογικά αποτελέσματα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι εκλογές είναι η απόληξη μιας ολόκληρης συνδικαλιστικής χρονιάς, μέσα στην οποία τα σχήματα μας παρεμβαίνουν καθημερινά στους Συλλόγους. Με βάση, λοιπόν, την παρέμβαση που έχει προηγηθεί τους τελευταίους μήνες, αλλά και τα ζητήματα που θα επιλέξει η Αριστερή Ενότητα να ανοίξει ακόμη πιο εμφατικά και εν όψει εκλογών, θα κληθούν οι συμφοιτητές και οι συμφοιτήτριες μας να συμμετάσχουν στις φοιτητικές εκλογές και να εμπιστευτούν τα σχήματα μας και τις ενωτικές πρωτοβουλίες στις οποίες αυτά συμμετέχουν.
Είναι αναγκαίο εν όψει της εκλογικής αναμέτρησης να ανοίξουμε το ζήτημα της πανεπιστημιακής αστυνομίας και της υπονόμευσης του δημοσίου και δωρεάν χαρακτήρα του πανεπιστημίου. Έτσι, μπορούμε εύκολα να καταδείξουμε την βαθιά αντίθεση μεταξύ αριστερών ριζοσπαστικών και καθεστωτικών δυνάμεων (ΔΑΠ-ΝΔΦΚ). Η πόλωση αυτή αναδεικνύει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι σχετικά με το ζήτημα αυτό συμπορεύεται κάνεις είτε με τις δυνάμεις που υποστηρίζουν ένα δημοκρατικό και ελεύθερο πανεπιστήμιο, είτε με αυτές που το υπονομεύουν, στηρίζοντας τις αποφάσεις της κυβέρνησης που φέρνουν την αστυνόμευση και την τρομοκρατία στα Πανεπιστήμια. Άρα, φέτος είναι πιο επιτακτικό από ποτέ να υπάρξει μαζικότητα στις κάλπες και η ψήφος στις αριστερές δυνάμεις να ταυτιστεί με την εναντίωση στην είσοδο της ΟΠΠΙ και με την υπεράσπιση του δημόσιου και δωρεάν πανεπιστημίου.
Παρέμβαση εντός των σχολών:
Φοιτητικό:
Είναι γεγονός ότι εν όψει εκλογών αλλά και λόγω της αυξημένης σημασίας του θέματος, πέραν των ζητημάτων που πάγια ανοίγουμε ως Αριστερή Ενότητα στους Φοιτητικούς Συλλόγους, κεντρικό κόμβο για την παρέμβασή μας το επόμενο διάστημα θα αποτελέσει η είσοδος της πανεπιστημιακής αστυνομίας στις σχολές. Παράλληλα, βρίσκεται σε εξέλιξη και η κρίση της συνταγματικότητας του μέτρου, μετά από αίτηση ακυρώσεως που κατέθεσαν σύλλογοι μελών ΔΕΠ στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η πανεπιστημιακή αστυνομία δεν παύει σε καμία περίπτωση να αποτελεί βασική αιχμή του νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη αλλά και να βρίσκεται πολύ ψηλά στις ιεραρχήσεις του Υπουργείου. Έχοντας αυτό υπ’ όψιν πρέπει να αναλογιστούμε και τον σχεδιασμό που έχει έως τώρα η κυβέρνηση για την τοποθέτηση της ΟΠΠΙ. Σύμφωνα με το ίδιο το Υπουργείο, για να προχωρήσει η τοποθέτηση της ΟΠΠΙ, πρέπει πρώτα να προχωρήσει «η εκκένωση όλων των στεκιών» εντός των Πανεπιστημίων. Ως Αριστερή Ενότητα, συμμετέχουμε και στηρίζουμε διαχρονικά αυτοδιαχειριζόμενους χώρους και πολιτικά στέκια και είναι χρέος μας το επόμενο διάστημα να τους δώσουμε την νομιμοποίηση που τους αξίζει εντός των Συλλόγων μας, διοργανώνοντας πολύμορφες δράσεις εντός τους, αλλά και ανοίγοντας τους στον Σύλλογο με ανοιχτές διαχειριστικές συνελεύσεις.
Η ανaκοίνωση για την πρόσληψη και την εκπαίδευση των ειδικών φρουρών που θα στελεχώνουν την ΟΠΠΙ, καθώς και οι διαρροές στον τύπο ότι αναμένεται η είσοδός της το καλοκαίρι, έχουν αναγάγει το ζήτημα σε κεντρικό σημείο της παρέμβασής μας, ως αριστερής δύναμης. Το επόμενο διάστημα, η ισχυροποίηση των Φοιτητικών Συλλόγων, που μπορεί να καταλήξει σε μια υψηλή εκλογική κάλπη ή και μια καλή αποτύπωση για τις αριστερές δυνάμεις στις σχολές, θα αποτελέσει στοίχημα για την αριστερά, απαιτώντας από εμάς να θέτουμε συγκεκριμένα και απτά επίδικα – όπως είναι η πανεπιστημιακή αστυνομία – που αγγίζουν και τα πιο προοδευτικά κομμάτια του φοιτητικού σώματος. Σε πρακτικό επίπεδο, το θέμα της ΟΠΠΙ εντάσσεται σε ένα γενικότερο αντικατασταλτικό πλαίσιο, το οποίο πρέπει να αποτελεί τη βάση των δράσεων μας και για το ζήτημα αυτό. Πέρα από την καθημερινή μας παρέμβαση, είναι στο χέρι μας να εξαντλήσουμε τα μέσα που μπορούν να φέρουν τον κόσμο στις σχολές και να δημιουργήσουν κόμβους ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία (όπως αντικατασταλτικά φεστιβάλ και λοιπές εκδηλώσεις). Όπως και κάθε πτυχή του νόμου ΚΧ, έτσι και η πανεπιστημιακή αστυνομία, απαιτεί από την Αριστερή Ενότητα συγκροτημένο σχέδιο δράσης για το μπλοκάρισμά της, που ξεκινάει από την παρέμβαση στις διοικήσεις (Σύγκλητοι, Κοσμητείες, ΓΣΤ) και καταλήγει στην πρακτική αποτροπή της εγκατάστασής της στις σχολές.
Ακόμα, είναι ιδιαίτερα σημαντικό, το επόμενο διάστημα, να αποτελέσει προτεραιότητα της παρέμβασής μας τα ζητήματα της κάθε Σχολής, αφουγκραζόμενες τις καθημερινές ανάγκες και προβλήματα των συμφοιτητριών μας. Σε ένα ήδη εντατικοποιημένο πλαίσιο σπουδών (χαμηλά ποσοστά επιτυχίας, αλυσίδες, μαζικά κοψίματα, υποχρεωτικές εργασίες), που πλέον περιλαμβάνεται όριο σπουδών, ερχόμαστε αντιμέτωπες με καθηγητικές αυθαιρεσίες και διοικητικές αποφάσεις που συμβάλλουν ακόμα περισσότερο στο ασφυκτικό κλίμα που βιώνουμε και γι’ αυτό, πρέπει να ιεραρχούνται υψηλά στην παρέμβαση μας. Άλλωστε, υλικές νίκες στο πλαίσιο των σχολών μας αναδεικνύουν την αξία της συλλογικής διεκδίκησης και επανανοηματοδοτούν τους Φοιτητικούς Συλλόγους, σε μία περίοδο, όπου μεγάλο κομμάτι των φοιτητών δεν έχουν έρθει σε επαφή με τις διαδικασίες του Συλλόγου.
Τέλος, στην παρέμβαση μας σημαντικό είναι να εντάξουμε και το άνοιγμα ζητημάτων υποδομών και προσβασιμότητας, καθώς βασικό μας αίτημα, που μάλιστα κυριάρχησε την περίοδο της πανδημίας, ήταν και είναι η πρόσβαση για όλα μας στα πανεπιστήμια με ίσους όρους. Πιο συγκεκριμένα, ως Αριστερή Ενότητα, οφείλουμε να διεκδικούμε προσλήψεις καθηγητικού προσωπικού, αύξηση των υποδομών και μέριμνα για ανάπηρα άτομα (π.χ. παροχή μικροφώνων στις καθηγήτριες για φοιτητά με θέματα βαρηκοΐας, ράμπες και ανελκυστήρες στις σχολές). Τα παραπάνω, που είναι απόρροια της χρόνιας υποχρηματοδότησης του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, πλήττουν το φοιτητικό υποκείμενο και καθιστούν την παρέμβαση μας αναγκαία. Ο αντίκτυπος της χρόνιας υποχρηματοδότησης των πανεπιστημίων φαίνεται ξεκάθαρα και στην ποιότητα και ποσότητα των παροχών προς τις φοιτήτριες, όπως είναι η σίτιση στις λέσχες, η στέγαση στις εστίες και τα φοιτητικά επιδόματα. Πέρα από την επιτακτική ανάγκη για αξιοπρεπή διαβίωση, το φοιτητικό κίνημα, για να εξασφαλίσει την αναβάθμιση της φοιτητικής μέριμνας για τη σίτιση και στέγαση, πρέπει πρωταρχικά να απαγορεύσει τη διαχείρισή αυτών από ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες εκμεταλλεύονται την φοιτητική κοινότητα για τα συμφέροντα τους. Αυτό που πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψη είναι ότι, πλέον, η καθημερινότητα του φοιτητή γίνεται ολοένα και πιο απαιτητική, με πολλούς φοιτητές να εργάζονται παράλληλα με τις σπουδές τους, πράγμα που τους αναγκάζει να προσπαθούν να χωρέσουν την καθημερινότητά τους ανάμεσα σε σχολή, δουλειά και ελεύθερο χρόνο. Είναι χρέος μας να αντιλαμβανόμαστε τις δυσκολίες αυτές και να προσπαθούμε μέσα στις σχολές να διεκδικούμε καλύτερους όρους για όλες τις φοιτήτριες με συμπεριληπτικό προς τις χρονικότητές τους τρόπο.
Έμφυλο:
Εδώ και ένα χρόνο έχει ξεσπάσει ένα μαζικό φεμινιστικό κίνημα στην ελληνική κοινωνία, ενώ ο φεμινισμός ίσως αποτελεί ένα από τα θέματα που απασχολούν πολιτικά τη νέα γενιά στο Πανεπιστήμιο. Συνεπώς, σίγουρα πρέπει να παρεμβαίνουμε συχνά με διάφορα υλικά, βάσει της πυκνής συγκυρίας, σχετικά με τις γυναικοκτονίες και εν γένει τα περιστατικά έμφυλης βίας. Εκτός από το να ανοίγουμε επίκαιρα έμφυλα ζητήματα στις Γενικές Συνελεύσεις, μπορούμε να πειραματιστούμε με μονοθεματικές φεμινιστικές Γενικές Συνελεύσεις, ιδίως αν προκύψει έντονος δημόσιος διάλογος (λ.χ. γύρω από κάποιο περιστατικό έμφυλης βίας) και κινηματικός αναβρασμός. Παράλληλα, έχουμε οξυμένα αντανακλαστικά για περιστατικά εκφοράς σεξιστικού λόγου και πρακτικών, ιδίως από καθηγητές αλλά και από συμφοιτητές μας, ώστε μέσα από τους Φοιτητικούς Συλλόγους να καταγγέλλουμε αλλά και να διαχειριζόμαστε τέτοια συμβάντα, πιθανώς και με τη δημιουργία ομάδας φύλου μέσα στον Σύλλογο, ανάλογα φυσικά με τις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε Συλλόγου. Επιπλέον, μπορούμε, ως σχήματα, να πειραματιστούμε με εναλλακτικούς τύπους εκδηλώσεων (όπως φεμινιστικό καφενείο) ή να διοργανώσουμε κάποιο αντί – μάθημα, εφόσον συνάδει με το γνωστικό αντικείμενο της εκάστοτε Σχολής ή Τμήματος. Όσον αφορά στη συμμετοχή μας στις φεμινιστικές κινητοποιήσεις, ως Αριστερή Ενότητα, οφείλουμε να διασφαλίζουμε τη φεμινιστική και συμπεριληπτική φυσιογνωμία του μπλοκ των Φοιτητικών Συλλόγων μέσω της συνθηματολογίας, της προσθήκης καλλιτεχνικών στοιχείων (όπως πλακάτ) και εν γένει της αποβολής μάτσο συνδικαλιστικών πρακτικών. Για να αντιμετωπίσουμε αυτές τις σεξιστικές πρακτικές και τις παραβιαστικές συμπεριφορές εντός του κινηματικού χώρου, είναι ανάγκη να πραγματοποιήσουμε εργαστήρια φύλου και αυτομορφωτικές διαδικασίες αλλά και να δημιουργήσουμε έναν ασφαλή χώρο στο εσωτερικό της δικτύωσης, ώστε σε περίπτωση που προκύψει κάποιο παραβιαστικό και κακοποιητικό περιστατικό, να νιώθει το θύμα ασφάλεια να το μοιραστεί.
Εργασιακό:
Τη χρονιά που μας πέρασε, είδαμε ελπιδοφόρες νίκες στο εργατικό κίνημα (βλ. e-food, COSCO), οι οποίες του έδωσαν μια νέα δυναμική. Ως φοιτητική δικτύωση, είναι καθήκον μας να συνδέουμε τους φοιτητικούς με τους εργατικούς αγώνες, με αυτονόητη συνέπεια τη συμμετοχή των Φοιτητικών Συλλόγων στις εργατικές κινητοποιήσεις. Επίσης, έχοντας αναγνώσει πως το νέο φοιτητικό υποκείμενο στο Πανεπιστήμιο φέρει σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητα της εργαζόμενης, οφείλουμε, βεβαίως, να παρεμβαίνουμε περισσότερο σε σχέση με τα εργασιακά ζητήματα (όπως πώς επιδρά ο νόμος Χατζηδάκη στην εργασιακή καθημερινότητα μιας φοιτήτριας), αλλά και να συνδέουμε ζητήματα φοιτητικής καθημερινότητας με την ταυτότητα του φοιτητή – εργαζόμενου (βλ. ανώτατο όριο σπουδών σε συνδυασμό με μαζικά κοψίματα, διευκόλυνση εργαζομένων με ανάρτηση βοηθητικού υλικού στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες κ.ά.).
Αντιιμπεριαλισμός:
Στο πλαίσιο της διαθεματικότητας στην ανάλυση μας, οφείλουμε να έχουμε ενεργή δράση και στο ζήτημα του αντιιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα σε μία συγκυρία διεξαγωγής πολέμου στην Ευρώπη και άμεσης εμπλοκής της χώρας μας σε αυτόν μέσω του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Προτάσσοντας την ειρήνη και την αυτοδιάθεση των λαών, συμμετέχουμε ενεργά σε διεθνιστικές-αντιιμπεριαλιστικές διαδηλώσεις που κινούνται σε αντίστοιχο πολιτικό κλίμα. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και τα ίδια μας τα ιδρύματα έχουν συνάψει συμφωνίες με το υπουργείο Εθνικής Αμύνης και με ιδιώτες που δρουν στο πεδίο των πολεμικών εξοπλισμών. Εμείς πρέπει να κάνουμε ξεκάθαρο πως δεν θα επιτρέψουμε να πραγματοποιούνται έρευνες για πολεμικούς εξοπλισμούς εντός των σχολών μας.
Αποφεύγοντας τον στρατοπεδισμό και τις ακρότητες ως προς την επίρριψη ευθυνών, επιλέγουμε μια πολιτική ρήξης με τον πόλεμο αυτόν καθεαυτό, παλεύουμε για ειρήνη και δείχνουμε τη διεθνιστική μας αλληλεγγύη, με κύρια αιτήματα: να σταματήσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αλλά και η επέκταση του ΝΑΤΟ, να μην εμπλακεί στον πόλεμο η Ελλάδα, να απομακρυνθούν όλες οι βάσεις του ΝΑΤΟ και να ανοίξουν τα σύνορα για όλο τον προσφυγικό κόσμο χωρίς διακρίσεις.
Περιβαλλοντικό:
Το περιβαλλοντικό ζήτημα ένα ακόμα πεδίο πολιτικού ενδιαφέροντος της νέας γενιάς. Με βάση, λοιπόν, και την εγχώρια αλλά και διεθνή συγκυρία, αποτελεί μέλημα μας να ανοίγουμε τα ζητήματα αυτά και να τα αναβαθμίζουμε πολιτικά, συνδέοντας την κλιματική κρίση με το καπιταλιστικό σύστημα και τις συνέπειες που έχει αυτό στο περιβάλλον. Αυτό επιτυγχάνεται τόσο μέσω της καθημερινής παρέμβασης (με κείμενα, αφισάκια, κολάζ) όσο και με εναλλακτικούς τρόπους (όπως, ένα workshop ή ένα αντί – μάθημα σύμφωνα και με το γνωστικό αντικείμενο της εκάστοτε Σχολής ή Τμήματος). Ακόμη, ως Αριστερή Ενότητα, στηρίζουμε τις περιβαλλοντικές κινητοποιήσεις και προσπαθούμε να προσδώσουμε σε αυτές πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά και αναβαθμισμένα πολιτικά αιτήματα.
Προσφυγικό – αντιρατσιστικό:
Το μεταναστευτικό – προσφυγικό και αντιρατσιστικό ζήτημα αποτελούν πάγια ταυτοτικά χαρακτηριστικά της Αριστερής Ενότητας, κάνοντας βέβαια την παραδοχή πως μετά το κλείσιμο της προσφυγικής κατάληψης City Plaza και την επακόλουθη πανδημία έχουμε σε κάποιο βαθμό χάσει τη σύνδεσή μας με αυτό. Παρόλα αυτά, οφείλουμε σίγουρα να το επαναφέρουμε στην καθημερινή παρέμβαση μας, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα των pushbacks – επαναπροωθήσεων στο Αιγαίο και την συνολικότερη διαχείριση των προσφυγικών ρευμάτων από την σημερινή κυβέρνηση. Επιπλέον, στηρίζουμε καμπάνιες όπως η Ανοιχτή Συνέλευση ενάντια στα Pushbacks και την Βία των Συνόρων, κοινωνικά κέντρα και στέκια, όπως το Στέκι Μεταναστ(ρι)ών και κινητοποιήσεις σχετικά με το προσφυγικό ζήτημα και τον αντιρατσισμό. Τέλος, μετά από δύο χρόνια αναβολής του Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ, λόγω της πανδημίας, η συμμετοχή μας φέτος σε αυτό θα είναι ενεργή.
Αντιφασιστικό:
Ενάμιση χρόνο μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, η φασιστική απειλή εξακολουθεί να υπάρχει και με την μορφή των παρακρατικών ομάδων, αλλά και με αυτή της κυρίαρχης κυβερνητικής πολιτικής. Όσο ο φασισμός είναι ακόμα ριζωμένος στην κοινωνία μας, η αντιφασιστική δράση πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί μέρος της καθημερινής μας παρέμβασης. Είναι κομβικής σημασίας, ιδιαίτερα μετά τις πρόσφατες φασιστικές επιθέσεις σε φοιτητικούς συλλόγους και συνδικαλιστές, να είμαστε σε εγρήγορση και να ανοίγουμε και να γειώνουμε στους Συλλόγους μας ζητήματα που αφορούν τον αντιφασισμό. Τα σχήματά μας πρέπει να έχουν οξυμένα αντανακλαστικά τόσο σε σχέση με φασιστικούς βανδαλισμούς πολιτικών μας χώρων όσο όμως και για ακροδεξιές τοποθετήσεις με ρητορική μίσους εκ μέρους καθηγητ(ρι)ών, με θεσμική απάντηση μέσα από τους Φοιτητικούς Συλλόγους και παρέμβαση στις Διοικήσεις (Κοσμητεία, ΓΣΤ). Με την διεκδίκησή για διαγραφή από μέλη ΔΕΠ και από τους συλλόγους μας των ατόμων που προβαίνουν σε τέτοιες πράξεις. Επιπλέον, πρέπει να προβαίνουμε σε αντιφασιστικές δράσεις και παρεμβάσεις μέσα στις σχολές και τις γειτονιές μας, ώστε να αποτρέψουμε την διάδοση και αναπαραγωγή ρατσιστικών ιδεών τόσο στον πολιτικό λόγο όσο και στην καθημερινότητα. Στο ρεπερτόριό μας πρέπει να βρίσκονται πολύμορφες δράσεις, όπως αντιφασιστικά φεστιβάλ, προβολές και γκράφιτι. Τέλος, οφείλουμε να εντείνουμε την εμπλοκή μας σε αντιφασιστικές κινητοποιήσεις, αλλά και να αναβαθμίσουμε την συμμετοχή μας σε αντιφασιστικούς συντονισμούς που συμμετέχουμε (όπως στην Αθήνα στον Αντιφασιστικό Συντονισμό Αθήνας- Πειραιά). Μόνο μέσω του καθημερινού μας αγώνα μέσα στους κοινωνικούς μας χώρους και στον δρόμο θα καταφέρουμε να τσακίσουμε τον φασισμό.
- Κοινή Συμπόρευση & Συμμαχίες εντός των σχολών μας – Ανασύνθεση:
Με την απόφαση που πήρε η Αριστερή Ενότητα, πριν από 6 χρόνια, για κάλεσμα των αριστερών δυνάμεων των σχολών σε ανασύνθεση, με απώτερο στόχο τη δημιουργία ενός σχήματος ανά κοινωνικό χώρο, βρεθήκαμε στις σχολές μας σε ενωτικές πρωτοβουλίες με κάποια σχήματα ΕΑΑΚ και ΑΡΔΙΝ. Κάνουμε την παραδοχή πως 6 χρόνια μετά, η ανασυνθετική διαδικασία όχι μόνο δεν έχει προχωρήσει, αλλά ούτε και συντελείται. Θα ήταν αυταπάτη να πιστεύουμε πως στο άμεσο μέλλον είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ένα σχήμα ανά εκάστοτε κοινωνικό χώρο. Βέβαια, ανά σχολή κάθε ενωτική πρωτοβουλία έχει μετρήσει διαφορετικά βήματα, αλλά καμία δεν αντανακλά αυτή τη στιγμή μία ανασυνθετική προσπάθεια. Σε προηγούμενες πανελλαδικές μας διαδικασίες έχουμε προβεί σε κριτική και αυτοκριτική για τους λόγους που έχουν οδηγήσει στην παραπάνω κατάσταση.
Αυτή τη στιγμή οι ενωτικές πρωτοβουλίες αντικατοπτρίζουν μία προσπάθεια κοινής συμπόρευσης και συμμαχιών εντός των σχολών. Βρισκόμαστε σε μία συγκυρία, όπου η επίθεση που συντελείται στο δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο, είναι ολομέτωπη και διαρκής. Την ίδια στιγμή, οι Φοιτητικοί Σύλλογοι, όπως αναλύθηκε και παραπάνω, βρίσκονται σε μία κατάσταση απονέκρωσης, όπου οι συλλογικές διαδικασίες έχουν χάσει τη μαζικότητα τους και, ως εκ τούτου, η απάντηση του φοιτητικού κινήματος δεν είναι αντίστοιχη του μεγέθους της επίθεσης.
Επομένως, η ανάγκη δημιουργίας συμμαχιών και από κοινού συμπόρευσης όλων των αγωνιστικών ριζοσπαστικών δυνάμεων μέσα στις σχολές είναι επιτακτική, καθώς μόνο μία ενωτική κατεύθυνση μέσα στις σχολές μπορεί αφενός να εμπλέξει και να εμπνεύσει τον ανένταχτο κόσμο και αφετέρου να καταφέρει να συγκροτήσει ένα δυναμικό φοιτητικό κίνημα ικανό να δώσει την απάντηση που χρειάζεται. Έτσι, ήρθε η ώρα τα ενωτικά μέσα στις σχολές να διευρυνθούν, με ανοιχτό κάλεσμα προς όσες δυνάμεις δεν αποτελούν μέρος τους. Οι συμμαχίες και η κοινή συμπόρευση, πέρα από κοινές δράσεις και πρωτοβουλίες, μπορούν να απολήξουν και στη μέγιστη συσπείρωση των αριστερών δυνάμεων, με κοινά εκλογικά κατεβάσματα στις σχολές, φέρνοντας και τους Φοιτητικούς Συλλόγους σε καλύτερες θέσεις μάχης.
Αναγνωρίζοντας, λοιπόν, πως το ένα σχήμα ανά κοινωνικό χώρο δεν είναι ένα σχέδιο άμεσα υλοποιήσιμο, και έχοντας το βλέμμα στραμμένο στην ανάγκη διεύρυνσης των ενωτικών πρωτοβουλιών, με κάλεσμα σε αγωνιστικές δυνάμεις που δε συμμετείχαν μέχρι στιγμής σε αυτές, το όραμα της Ανασύνθεσης για εμάς παραμένει βασική πολιτική μας θέση. Η ανάγκη για την δημιουργία μιας νέας προοπτικής για την Αριστερά και η ύπαρξη ενός χώρου ικανού να εμπνεύσει, να απαντήσει στα ερωτήματα των καιρών μας και στην αποξένωση του κόσμου από τις δομές των Φοιτητικών Συλλόγων, εμπλέκοντας στους κόλπους του κόσμο ανένταχτο, είναι αυτά που την επανοηματοδοτούν στο σήμερα.
- Το Πανεπιστήμιο των αναγκών μας:
Απέναντι στην αποστείρωση, τον ατομισμό, την εντατικοποίηση που θέλουν να επιβάλλουν στα πανεπιστήμια, εμείς δεν απαντάμε μόνο «όχι». Βγαίνουμε στην αντεπίθεση με ένα ξεκάθαρο όραμα για το πανεπιστήμιο. Όλα, φυσικά, ξεκινούν από ένα πανεπιστήμιο δημόσιο και δωρεάν, που δε θέτει ταξικούς φραγμούς και δεν αποκλείει κανέναν, καμία και κανένα. Έναν χώρο ελευθερίας, όπου το καθένα θα μπορεί να εκφράζεται κοινωνικά και πολιτικά, όπου δεν υπάρχουν περιθώρια για ρατσιστικές, ομοφοβικές, παρενοχλητικές συμπεριφορές.
Είναι εκεί όπου συνυπάρχουν χωρίς διακρίσεις ένα εργαζόμενο φοιτητό με έναν πρόσφυγα, μία τρανς γυναίκα, ένα γκέι αγόρι, των οποίων η φοιτητική ταυτότητα διαπλέκεται με τις υπόλοιπες. Είναι εκεί, όπου η γνώση δεν προέρχεται μόνο από την αυθεντία του καθηγητή, αλλά όλα μαζί συνεισφέρουμε στην παραγωγή της. Γνώση που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ισχυρών και δεν παράγεται με αυτοσκοπό να αξιοποιηθεί για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Αυτό που επιδιώκουμε είναι χρήσιμη κοινωνικά γνώση, που να εξυπηρετεί την κοινωνική ευημερία και χειραφέτηση.
Στο πανεπιστήμιο αυτό, οι φοιτήτριες έχουν σημαντικό ρόλο στην λήψη των αποφάσεων, αφού άλλωστε αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος του. Ένα πανεπιστήμιο όπου οι φοιτητές δημιουργούν τα δικά τους εγχειρήματα και προτάσσουν τις δικές τους δομές αυτοδιαχείρισης. Ένα πανεπιστήμιο των συλλογικών αγώνων, συνδεδεμένο με τα κοινωνικά κινήματα, συμπεριληπτικό, που βάζει μπροστά την αλληλεγγύη και θέτει αναχώματα σε κάθε εκπαιδευτική αναδιάρθρωση που θέλει να του στερήσει αυτά τα χαρακτηριστικά. Αυτό είναι το πανεπιστήμιο που οραματιζόμαστε και για το οποίο αγωνιζόμαστε, το πανεπιστήμιο των αναγκών μας.